Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

Διψασμενοι, ολοι στην Πηγη!

++ Κυριακὴ Πεντηκοστῆς (Ἰω. 7,37-52· 8,12)

«Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7,37· βλ. & Παρ. 18,4)

Εἶνε σὲ ὅλους γνωστό, ἀδελφοί μου, τὸ γεγο­νὸς ποὺ πανηγυρίζει σήμερα ἡ ἁ­γία μας Ἐκκλησία. Δέκα μέρες μετὰ τὴν Ἀνάληψι καὶ πενήντα μετὰ τὴν ἔνδοξο Ἀνάστασι τοῦ Κυρί­ου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἦλθε στοὺς μαθητὰς καὶ ἀποστόλους του τὸ Πνεῦμα τὸ ἅ­­γιο. Ἦλθε ὡς ἄ­νε­μος σφοδρός, γιὰ νὰ ξερρι­ζώσῃ τὰ δέν­τρα τῆς πλάνης· ἦλθε ὡς φλόγες πυρός, γιὰ νὰ κά­ψῃ καὶ ν᾽ ἀπολυ­μάνῃ τὸν πλανήτη μας.

Δὲν πρόκειται, ἀγαπητοί μου, νὰ θεολογή­σω σήμερα, οὔτε ἄλλωστε ἡ διάνοιά μας φτάνει γιὰ νὰ φτερουγίσῃ σὲ τέτοια ὕψη. Τί εἶνε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο; Ὑπάρχουν πολλὰ πράγμα­τα στὸν κόσμο ποὺ τὰ νιώθουμε, τὰ βλέπουμε, ἀλλὰ δὲν ­μπο­ροῦμε νὰ τὰ ἐξηγήσουμε.

Ὑπάρχει π.χ. ὁ ἥλιος. Ἀμφιβάλλει κανείς; Καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ἀμέτρητες ἀκτῖνες του εἶνε καὶ μιὰ ἀπόδειξι τῆς ὑπάρξεώς του. Ἀλλὰ ἂν ῥωτήσουμε καὶ τὸ μεγαλύτερο φυσικὸ ἐπιστή­­μονα, τί ἆραγε εἶνε στὸ κέντρο τοῦ ἥλιου, ποιά εἶνε ἡ ἐσωτερικὴ σύστασί του, αὐτὸ μέχρι σήμερα παραμένει πρόβλημα ἄλυτο. Μόνο ὑποθέ­σεις καὶ θεωρίες ἔχει διατυπώσει ἡ ἐπιστή­μη γιὰ νὰ δώσῃ ἀπάντησι στὸ μυστήριο αὐτό.
Ἂν λοιπὸν δὲν μποροῦμε νὰ μποῦ­με στὴν ἐ­σωτερικὴ σύστασι τοῦ φυσικοῦ ἡλίου, πῶς νὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε τὰ μεγά­λα μυστήρια τῆς πίστεώς μας; Τὸ δὲ μέγιστο, τὸ μυστήριο τῶν μυστηρί­­ων, ποὺ ἐ­νώπιόν του μᾶς πιά­νει πραγματικὰ ἴλιγγος, εἶ­νε τὸ μυστή­ριο τῆς ἁ­γίας Τριάδος, ἡ τρισήλι­ος Θεότης! Πατήρ, Υἱ­ὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα.
Ταπεινοὶ καὶ ἀνάξιοι δοῦλοι ἐμεῖς, σκουλή­κια ἄθλια ποὺ σέρνονται στὶς σκιὲς τῆς θείας με­γαλωσύνης, μόνο «κλίναντες τὰ γόνατα» κα­τὰ τὸ κέλευσμα σήμερα τῆς ἁγίας μας Ἐκ­κλησί­­ας καὶ μὲ δάκρυ μετανοίας, φωνάζουμε ἀπὸ ψυ­χῆς· Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον σου!
Κατέρχομαι λοιπὸν χαμηλότερα, σὲ πρακτι­­κὸ ἐπίπεδο ἑρμηνείας, γιὰ νὰ ἐξηγήσω ἕ­να μόνο στί­χο τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου (βλ. Ἰω. 7,37-52· 8,12).

* * *

Τὴν τελευταία ἡμέρα, λέει, «τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς» (ἔ.ἀ. 7,37). Ποιά ἆραγε νὰ εἶνε αὐτὴ ἡ σπουδαία ἑορτὴ ποὺ ἐννοεῖ; Εἶνε ἑορτὴ ἰουδαϊκή, τὴν ὁποία μὲ εὐλαβεία τιμοῦν μέχρι σήμερα οἱ Ἰσραηλῖτες, εἶνε ἡ ἑ­ορ­τὴ τῆς σκηνοπηγίας. Τί ἑορτάζουν οἱ Ἑ­βραῖοι τὴν ἡμέρα αὐτή; Θυμοῦνται ἕνα ἐθνι­κὸ καὶ θρησκευτικὸ γεγονός· ὅτι, ὕστερα ἀπὸ δουλεία τεσσάρων αἰώνων στοὺς Αἰγυπτίους, βγῆ­καν στὴν ἔρημο καὶ ἐκεῖ περιπλανήθηκαν ἐπὶ σαράντα ἔτη μέχρι νὰ φτάσουν στὴ «γῆν τὴν ῥέουσαν μέλι καὶ γάλα» (βλ. Ἔξ. 3,8,17· 13,5· 33,3. Λευϊτ. 20,24. Ἀρ. 13,28· 14,8· 16,13,14. Δευτ. 6,3· 11,9· 26,9,10,15. Ἰησ. Ν. 5,6· Σ. Σειρ. 46,8. Ἰερ. 11,5. Βαρ. 1,20. Ἰεζ. 20,6,15). Σαράντα ὁλόκληρα χρόνια κανείς τους δὲν κοιμήθηκε σὲ σπίτι, δὲν ἅπλωσε τὰ κουρα­σμέ­να μέλη του σὲ κρεβάτι. Σαράντα χρόνια ζοῦσαν κάτω ἀπὸ σκηνές! Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἑώρταζαν καὶ ἑορτάζουν οἱ Ἰσραηλῖτες. Ἐπὶ ὀ­χτὼ ἡμέρες κανείς τους δὲν μένει στὸ σπίτι, ἀλλὰ βγαίνουν ἔξω καὶ κοιμοῦνται σὲ σκηνές.
Αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἑορτὴ ἔκανε καὶ ὁ Χριστός μας μαζὶ μὲ ὅλο τὸ λαὸ τῶν Ἰουδαίων. Καὶ τὴν τελευταία ἡμέρα, ποὺ ἦταν ἡ πιὸ ἐπίσημη, τότε, λέει τὸ εὐαγγέλιο, «εἱστήκει», στά­θηκε στὰ σκαλιὰ τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, καὶ «ἔκραξε» (ἔ.ἀ. 7,37)! Ἀκοῦτε λέξι; «ἔκραξε», ἔβγαλε δυνα­τὴ φω­νή, βροντοφώναξε. Γιατί; Καί γιὰ νὰ τὸν ἀ­­κού­σῃ βέβαια ὅλο τὸ πλῆθος ποὺ συνωστιζό­ταν ἐ­κεῖ, ἀλλὰ καί –ὅπως λένε οἱ ἑρμηνευταί– για­τὶ ἤθελε νὰ ὑπογραμμίσῃ ζωηρὰ τὶς με­γάλες ἀ­λήθειες ποὺ ἐκήρυττε. Συνεπῶς κ᾽ ἐ­σεῖς, ἂν καμμιὰ φορὰ ἀκοῦτε τὸν ἱεροκήρυκα ἢ τὸν ἐπίσκοπο νὰ κράζῃ μεγάλῃ τῇ φωνῇ, μὴ τὸν πα­ρεξηγεῖτε. Ὅσοι ἀπὸ μᾶς ἔλαβαν μέρος σὲ κρίσιμες μάχες, ἄκουσαν γενναίους ἀξιωματικοὺς νὰ παροτρύνουν μὲ κραυγὴ ἰ­σχυρὴ τοὺς ἄντρες τους στὸν ὑπὲρ πάντα ἀ­γῶνα. Ὄχι ἄ­το­να, χλιαρά, ἀλλὰ ζωηρά, θερμά· ν᾽ ἀκούσουν ὅλα τ᾽ αὐτιά, νὰ θερμανθοῦν ὅλες οἱ καρδιές.
Ἔκραξε τότε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ πιστέψῃ ὁ κόσμος ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ. Ἀκοῦμε κ᾽ ἐμεῖς σήμερα τὰ λόγια του, ἀλλ᾽ ὑ­πάρχουν ἆραγε τώρα αὐτιά, τὴν ἁγία αὐ­τὴ ἡμέρα, ν᾽ ἀκούσουν τὰ βαρυσήμαντα λό­­για του; Τί εἶ­πε ὁ Κύριος· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρ­­χέσθω πρός με καὶ πινέτω» (ἔ.ἀ.). Ὅποιος διψάει, δηλαδή, ἂς ἔρχεται σ᾽ ἐμένα καὶ ἂς πίνῃ!

* * *

Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὰ λόγια αὐτά, ἀδελφοί μου, ἂς ἔχουμε ὑπ᾽ ὄψιν μας ὅτι ὑπάρχουν δύο δίψες, μία κατώτερη καὶ μία ἀνώτερη.
⃝ Μία δίψα εἶνε ἡ βιολογική, ἡ ἀνάγκη κάθε ζων­τανοῦ ὀργανισμοῦ γιὰ νε­ρό. Διψοῦν ὅλα ζῷα· ἀπὸ τὰ πουλάκια, ποὺ κατεβαίνουν στὰ ῥυάκια καὶ παίρνουν μὲ τὸ ῥάμφος τους σταλαγματιὰ – σταλαγματιὰ τὴ δροσιά, μέχρι τὰ μεγάλα ζῷα. Προπαντὸς τὸ ἐλάφι, ὅπως λέει καὶ τὸ Ψαλτήρι (41,2), εἶνε διψαλέο ζῷο· διανύει χιλιόμετρα γιὰ νὰ βρῇ νερὸ νὰ πιῇ.
Διψάει καὶ ὁ ἄνθρωπος, διότι κι αὐτὸς ἔ­χει σῶμα μὲ ἀνάγκες. Δίχως ψωμὶ μπορεῖς νὰ ζή­σῃς καὶ σαράντα μέρες, χωρὶς νερὸ ὅμως πο­λὺ λίγο. Οἱ παλαιότεροι, μὲ τ᾽ ἄσπρα μαλλιά, θυμοῦνταν τὴν πορεία τοῦ στρατοῦ μας στὴ Μικρὰ Ἀσία μέσα ἀ­πὸ τὴν Ἁλμυρὰ ἔρημο· ῥω­τῆ­στε, ἂν ζοῦν, γο­νεῖς καὶ παπποῦδες ποὺ τοὺς ἐν­έπνεαν μεγάλα ἰδανικά. Εἴκοσι μέρες δὲν εἶ­χαν νερὸ νὰ πιοῦν! κι ὅ­ταν ἔφτασαν στὸ Σαγγάριο, ἔπεσαν διψασμένα στὸ ποτάμι τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ ἔπιναν ἀ­πὸ τὰ νερά, ποὺ σὲ λίγο θὰ κοκκίνιζαν ἀπὸ τὸ αἷ­μα τους. Διψάει ὁ ἄνθρωπος σὲ ἔρημα μέρη, ἰδί­ως τὸ καλο­καίρι· ἕ­να ποτήρι νερὸ τότε τὸν δροσίζει κατάβα­θα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀστροναῦτες ποὺ πέταξαν στὸ διάστημα σὲ μιὰ στιγμὴ εἶπε· Ἄχ, Θεέ μου, πό­τε νὰ κατεβῶ στὴ γῆ, νὰ πιῶ ἕνα ποτήρι νερό!
Ἀχάριστε ἄνθρωπε! ἐδῶ τὰ ῥυάκια κ᾽ οἱ ποταμοί, ἐδῶ οἱ βρῦσες καὶ τὰ κρυστάλλι­να νερά, ἐδῶ οἱ λίμνες κ᾽ οἱ θάλασσες· καὶ ὅ­μως, ἐνῷ πί­νουμε νεράκι καὶ ἐνῷ τὴ μπουκιὰ ἔ­χουμε στὸ στόμα, ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Θεὸ δὲν λέμε· ἀντιθέ­τως βλαστημοῦμε συχνὰ τὸν Εὐ­εργέτη μας. Πρέπει, φαίνεται, νὰ στερηθοῦμε τὰ ἀγαθά του, γιὰ νὰ τὰ ἐκτιμήσουμε καὶ νὰ μετανοήσουμε.
⃝ Ἀλλὰ σήμερα, ἀδελφοί μου, ἀλλοῦ θέλω νὰ στρέψω τὴν προσοχή σας. Ὄχι στὴν βιολογικὴ δίψα γιὰ φυσικὸ νερό, ἀλλὰ στὴν μεταφυσι­κὴ δίψα γιὰ «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν» (Ἰω. 4,10-11).
Διψάει ὁ ἄν­θρωπος, διψάει ἡ ψυχή του. Τί ποθεῖ; Τὴν εὐ­τυχία. Ἀλλὰ ποῦ θὰ τὴ βρῇ; Στὰ πλούτη; ῥωτῆστε τοὺς ἑκατομμυριούχους ὅ­λου τοῦ κόσμου, ἐρευνῆστε τὴ ζωή τους καὶ θὰ δῆ­τε ὅτι κατὰ κανόνα δὲν ὑπάρχουν δυστυχέστεροι ἀ­π᾽ αὐτούς. Στὰ ἀξιώμα­τα; ἀκοῦστε τὸ Σολομῶν­τα ποὺ λέει «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάν­τα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2), δῆτε καὶ τὸν Ναπο­λέον­­τα ἐξό­ριστο στὴ νῆσο τῆς Ἁγί­ας Ἑλένης. Στὶς ἡ­δο­νὲς τοῦ βίου, γλέντια, δι­ασκεδάσεις; πηγαί­νετε στὰ ἄσυλα ἀνι­άτων, ὅπου οἱ καταχρήσεις μετέβαλαν νεανικὰ κορμιὰ σὲ ῥάκη. Μήπως, τέλος, στὴν ἐ­πιστή­μη; μὰ ποιά ἦταν ἡ ἀ­γω­νία τοῦ Σωκράτους· «Ἓν οἶδα, ὅτι οὐ­δὲν οἶδα».
Ποῦ, λοιπόν, εἶνε ἡ εὐτυχία; Μία εἶνε ἡ πηγή, ἡ βρύση μὲ τὸ καθαρὸ νερὸ ποὺ σβήνει τὴ δίψα· ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ Χριστός μας. Αὐτὸς εἶ­νε ἡ πηγή, ὁ ποταμός, ὁ ὠκεανὸς τῆς χάριτος. Ναί! ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ φωτίζει τὸ νοῦ, ἠ­λεκτρίζει τὴν καρδιά, γαλβανίζει τὴ θέλησι γιὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλά.
Καὶ σήμερα ὁ Χριστὸς κράζει· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω». Ἀ­κοῦ­τε τί λέει; κάθε λέξι εἶνε ζυγισμένη. «Ἐάν τις δι­ψᾷ». Δὲν βι­άζει κανένα, εἶσαι ἐλεύθερος, ἂν θέλῃς!… Οὔ­τε κλείνει τὴν πόρτα σὲ κανένα· εἶνε ἀνοιχτὴ σὲ φτω­χὸ ἢ πλούσιο, μικρὸ ἢ μεγάλο. «Ποταμοί», λέει, ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδα­τος ζῶν­τος» (Ἰω. 7,37· βλ. & Παρ. 18,4). Καὶ ἀπόδειξις οἱ ἀ­πόστολοι. Τί ἦ­ταν πρίν; Ξηρὰ ῥυάκια. Πίστεψαν στὸ Χρι­­στό, ἔ­λαβαν Πνεῦμα τὸ ἅγιο, καὶ ἔγιναν ποταμοί, ποὺ μέχρι σήμερα ἀρδεύουν τὴν οἰκουμένη.

* * *

Προτοῦ νὰ τελειώσω σᾶς ὑ­πενθυμίζω ἕνα ἐ­πεισόδιο τῆς παλαιᾶς διαθήκης σχετικὸ μὲ τὴ σημερινὴ ἑορτή. Ὅταν οἱ Ἑβραῖοι βρέθηκαν στὴν ἔρημο, δίψα­σαν. Δὲν ὑπῆρχε σταλαγματιά νερό· δύο ἑ­κατομμύρια ψυχὲς κινδύνευαν νὰ πεθάνουν ἀπὸ δίψα. Καὶ τότε ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ θαῦμα. Ὁ Μωυσῆς χτύπησε μὲ τὸ ῥαβδί του ἕνα βράχο καὶ –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαί­ωμά τους, ἐ­μεῖς πιστεύουμε– ὁ βράχος ἔ­βγαλε νερὸ ποτάμι! Καὶ ἤπιαν ὅλοι (βλ. Ἔξ. 17,1-7).
Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, ἔχουμε ἕναν ἄλλο βρά­χο ἀνώτερο. Πλησιάστε, γονατίστε, προσκυ­νῆ­­στε· εἶνε ὁ Γολγοθᾶς! Ἐπάνω σ᾽ αὐτὸν χτύπη­σε ὁ Χριστὸς μὲ τὸ σταυρό του τὴν σκληρὴ σὰν πέτρα καρδιά μας· καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ βγῆκαν μάρτυ­ρες, ὁμολογηταί, ὅσιοι, πατέρες καὶ διδάσκαλοι. Καὶ ἔκ­τοτε ὁ βράχος αὐτὸς ἐξακολουθεῖ νὰ τρέχῃ. Οἱ πέντε πληγὲς τοῦ Ἐσταυρωμένου (χει­ρῶν, ποδῶν καὶ πλευρᾶς) ἔγιναν «πηγαὶ τοῦ σωτηρίου», ἀπ᾽ ὅ­που ἐξέρχεται ποταμός. Πλησιάστε καὶ ἀντλῆστε «μετ᾽ εὐφροσύνης» (Ἠσ. 12,3)!
Ἂν ὑπάρχῃ κανεὶς ποὺ ἀμφιβάλλει, ἰδοὺ τὸ πείραμα. Ἀνοῖξτε τὴν ἁγία Γραφή, μελετῆστε στίχο πρὸς στίχο· κι ὅταν τελειώσετε, θὰ πῆτε καὶ ἐσεῖς· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 7,46).
Διὰ τοῦ φωτισμοῦ του τὸ πανάγιο Πνεῦμα ἂς ὁδηγήσῃ ὅλους μας στὴν ὁδὸ τοῦ καθήκον­τος, τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστεως πρὸς δόξαν τοῦ εὐ­λογημένου μας ἔθνους μας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος (παλαιός) Φλωρίνης τὴν Κυριακὴ 14-6-1970, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 28-4-2023.

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=103297#more-103297