“Σαῦλος δέ ἐλυμαίνετο τήν ἐκκλησίαν”
Πραξ. 8,3
Τον ανέμελο περίπατο του πρώτου ανθρώπου εν μέσω του παραδείσου της τρυφής, διαδέχθηκε ένα αμείλικτο οδοιπορικό, χαραγμένο από τον ιδρώτα της βιοπάλης και καθοδηγούμενο αυστηρά από τον συνεχή πόνο, την λύπη και ένα πλήθος στεναγμών. Η γη πλέον καθίσταται κατηραμένη και εχθρική απέναντι στον άνθρωπο, που έχασε την ηγεμονία επ' αυτής, λόγω ρήξεως της πνευματικής σχέσης του τελευταίου με τον δημιουργό του. Λόγω παράβασης της θεϊκής εντολής, περί αποχής από του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού. Γιατί, “ὁ Ἀδάμ γευσάμενος, ἐντολήν ἠθέτησε τοῦ ποιήσαντος”.
Έτσι ο άνθρωπος χωρίς να το συνειδητοποιήσει, κατέστη από σύμμαχος και συνεργός του Θεού, σκληρός αντίπαλός του. Από ένοικος του παραδείσου, κατήντησε άποικος. Εξόριστος.
Μέσα στην αντιπαλότητα όμως αυτή, αναπτύχθηκε η ιδέα της ευγενούς πάλης, μέσω της οποίας θα ερχόταν και πάλι η στιγμή να “ηττηθεί” ο Θεός από το δημιούργημά του. Όμως η εν λόγω πορεία προς κατάκτηση του θεϊκού οχυρού, τύγχανε αναγκαστικής διέλευσης μέσα από έναν κόσμο απειλητικό, λόγω σκληρών εσωτερικών δοκιμασιών, ισχυρών συγκρούσεων και αντινομιών, επιβαρυνομένων περαιτέρω από τις πάμπολλες χοϊκές αδυναμίες. Ως εκ τούτου λίγοι άνθρωποι θα επιχειρούσαν αυτή την αιματηρή πνευματική σύγκρουση, πρώτα απ' όλα με τον ίδιο τους τον αμαρτωλό εαυτό και μετέπειτα με όλα τα άλλα εχθρικά μέτωπα.
Αυτοί ήταν οι εκάστοτε άνθρωποι του Θεού, Άβελ, Σηθ, Νώε Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ... Οι έτεροι, οι πολλοί, θα συνέχιζαν την πορεία τους, συρόμενοι με το στήθος και την κοιλιά, τρώγοντας παράλληλα χώμα, ωσότου καταστούν και οι ίδιοι χώμα.
Κάπως έτσι λοιπόν χαράχθηκε ο δρόμος της ευσεβείας από τότε μέχρι και σήμερα. Ένας δρόμος οροθετημένος δεξιά και αριστερά με εξουθενωτικές συμπληγάδες. Ένας δρόμος που στη θρησκευτική ζωή αποκαλείται “στενή και τεθλιμμένη οδός”. Μονοπάτι μαρτυρίου και θυσίας.
Αυτός λοιπόν που ποθεί να ακολουθήσει τίμια το μονοπάτι αυτό, θα πρέπει να υπομείνει τα δεινά και τις εμπειρίες των εξουθενωτικών συμπληγάδων της χριστιανικής πραγματικότητος. Γιατί το ευαγγέλιο είναι το πυρ που έβαλε στη γη ο Χριστός και το πυρ αυτό έκτοτε καίει και κατακαίει, προκειμένου να καθαρίσει την ανθρώπινη ψυχή “ὡς χρυσίον ἐν χωνευτηρίω”.
Βάσει των προαναφερθέντων, η ζωή του ευσεβούς ανθρώπου, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μία ιερή πάλη με αντίπαλο τον ίδιο τον Θεό. Αλλά ο Θεός πριν δεχθεί να παλέψει, πριν δεχθεί να χρησιμοποιήσει ένα ευσεβή άνθρωπο στο έργο του, τον εξουθενώνει με εμπειρίες ταραχώδους θρησκευτικής ζωής. Τον αποδυναμώνει. Τον κάνει να φαίνεται σαν νεκρός. Μέσα απ' αυτήν την θεϊκή παλαίστρα σηκώνεται “κατασκονισμένος” ο τελευταίος, μετά το ηχηρό πέσιμο και με νέες δυνάμεις που θα του δώσει ο Θεός, γίνεται αξιόμαχος παλαιστής του πνεύματος.
Ας ανιχνεύσουμε την ανωτέρω θεϊκή στρατηγική στην πορεία του Παύλου προς την Δαμασκό. Κεραυνοβολημένος ο Παύλος από την εμφάνιση του Κυρίου και την φοβερή φωνή‧ “Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις;” πέφτει κατά γης και όταν σηκώνεται, ούτε βλέπει, ούτε τρώγει ούτε έχει την δύναμη να βαδίσει ή να μιλήσει. “καί ἦν ἡμέραις τρεῖς μή βλέπων, καί οὐκ ἔφαγεν οὐδέ ἔπιεν” (Πραξ.9,1-9). Ο πρώην φοβερός και δυναμικός Σαούλ, ο διώκτης, διώκεται πλέον χειραγωγούμενος από άλλους και περιθάλπεται από τους διωκομένους. Γίνεται τελικά ένα μηδέν. Είτε υπάρχει είτε όχι, ένα και το αυτό. Μέσα όμως στην εν λόγω ανυπαρξία του, αποκτά υπόσταση εκ Θεού, γενόμενος απόστολος των εθνών, ο πρώτος μετά τον ένα.
Διεισδύοντας όμως λίγο βαθύτερα στο θέμα μας, ας γίνουμε ιεροί θεατές μιας μοναδικής πάλης, σώμα προς σώμα, του Ιακώβ με τον ίδιο τον Θεό.
Ο Ιακώβ, κυνηγημένος από τον αδελφό του Ησαύ, λόγω δολερής υποκλοπής των πρωτοτοκίων, φεύγει μακριά από το σπίτι του ζητώντας καταφύγιο στον αδελφό της μητέρας του Λάβαν. Μετά από πολλά χρόνια και υφιστάμενος μέρος της εξουθενωτικής παιδαγώγησής του από πλευράς Θεού, παίρνει εντολή από αυτόν να επιστρέψει στην πατρίδα του με την ήδη δημιουργηθείσα οικογένειά του και την λοιπή περιουσία του, κοντά στον αδελφό του. Έτσι λοιπόν κατά την επιστροφή του και έμπλεως σε πελάγη ανησυχίας για την αψυχολόγητη συμπεριφορά του αδελφού του, απέναντί του, συναντά την νύχτα και υποχρεώνεται σε υπαίθρια διανυκτέρευση. Όμως η νύχτα αυτή κάθε άλλο παρά νύχτα αναπαύσεως και ύπνου ήταν για τον Ιακώβ. Γιατί μόλις έκλεισε τα μάτια του να κοιμηθεί, βρίσκεται άμεσα μπλεγμένος σε μία πρωτοφανή πάλη. Παλεύει με έναν αντίπαλο πανίσχυρο και ακατάβλητο, που τον απειλεί με ολοκληρωτική καταστροφή. Όμως ο Ιακώβ αγωνιζόμενος με θάρρος και με σιδερένια θέληση να επιβιώσει εν μέσω αυτής της απροσδόκητης απειλής, πεισματωμένος, παλεύει μέχρι την αυγή πλησιάζοντας στη νίκη. Βλέποντας ο φοβερός αντίπαλος του Ιακώβ ότι δεν κερδίζει την πάλη, πλήττει τον Ιακώβ στον μηρό. Από την στιγμή αυτή ο Ιακώβ θα χωλαίνει για την υπόλοιπη ζωή του έχοντας το σημάδι της νυχτερινής πάλης σαν έπαθλό του. Καμμία μάχη δεν λήγει χωρίς απώλειες.
Όμως ο φοβερός αντίπαλός του ζητεί από τον Ιακώβ να αφεθεί ελεύθερος να φύγει. Αλλά ο Ιακώβ είχε καταλάβει ότι πάλεψε με άγγελο ή κάποιο άλλο όργανο του Θεού και δεν υποχωρεί. Μπρος στο αίτημα του τελευταίου ο Ιακώβ αντιτάσσει τον όρο του‧ “Δεν θα σε αφήσω, να φύγεις, αν δεν με ευλογήσεις”. Ο αντίπαλος τότε ρωτά να μάθει το όνομα του αντεκδικητή. “Ιακώβ, με λένε” απάντησε. “Στο εξής θα λέγεσαι Ισραήλ που σημαίνει δυνατός”, του αντέταξε ο θεϊκός απεσταλμένος. “Γιατί αφού φάνηκες δυνατός στην πάλη σου με τον Θεό, θα είσαι ακόμη πιο δυνατός και με τους ανθρώπους”. Ο Ιακώβ όμως μη αρκούμενος σε αυτό, ρωτά να μάθει το όνομά του. Η απάντηση ήταν μία ευλογία, που μόνο ο Θεός μπορεί να δώσει, και έτσι έγινε αντιληπτό ότι η πάλη διεξήχθη ανάμεσα στον άνθρωπο Ιακώβ και τον Θεό.
Έτσι λοιπόν, ο Θεός διοργανώνει ανάλογους αγώνες πνευματικής πάλης κατά την διάρκεια της ζωής των ευσεβών ανθρώπων, με στόχο να τους αντρειώσει περαιτέρω και να τους καταστήσει άτρωτους στις γήινες απειλές. Γιατί ακόπως, χωρίς την σκόνη της παλαίστρας, δεν γίνεται κανείς δεκτός στο θεϊκό βασίλειο.
Πάγια εντολή του Θεού είναι‧ “καί σύ περίζωσαι τήν ὀσφύν σου καί ἀνάστηθι... μή φοβηθῆς ἀπό προσώπου αὐτῶν, μηδέ πτοηθῆς ἐναντίον αὐτῶν, ὅτι μετά σοῦ ἐγώ εἰμι...” (Ιερ.1,17).
Επισφράγιση δε της εντολής του, είναι το “τραύμα” που έχει ο καθένας μας στην ψυχή ή στο σώμα μας, για να θυμούμαστε τον Κύριο και προπάντων να μην υπεραιρόμαστε.
Γιατί τελικά “Ὅταν γάρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμί” (Β΄ Κορ. 12,10).