«Οὐχὶ πάντες εἰσὶ λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν;» (Ἑβρ. α΄, 14). (: Δὲν εἶναι ὅλοι οἱ ἄγγελοι πνεύματα ὑπηρετικά, τὰ ὁποῖα δὲν ἐνεργοῦν ἀπὸ ἰδικήν των πρωτοβουλίαν, ἀλλ’ ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς ὑπηρεσίαν δι’ ἐκείνους, ποὺ μέλλουν νὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνιον ζωήν;).
- Ναὶ ἄγγελοι μᾶς ὑπηρετοῦν μὲ μεγάλη προθυμία ἀπὸ τότε ποὺ βαπτισθήκαμε.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος διευκρινίζει:
«Ὅπως ἀκριβῶς στὴν περίπτωση τῶν βασιλέων τῆς γῆς ἐκεῖνοι ποὺ κατέχουν τὰ ἀνώτερα ἀξιώματα στέκονται κοντὰ στὸ βασιλικὸ θρόνο, ἔτσι λοιπὸν καὶ αὐτὲς οἱ δυνάμεις περιβάλλουν τὸν Οὐράνιο Θρόνο ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερβολικῆς ἀρετῆς τους, ἀπολαμβάνοντας συνέχεια τὴν ἀπόρρητη μακαριότητα καὶ νιώθοντας ἀπερίγραπτη χαρὰ μὲ τὸ μακάριο ἀποτέλεσμα τῆς λειτουργίας αὐτῆς».
- Ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονὸς γιὰ τὸν Ἄγγελό μας ἀναφέρεται καὶ στὸ περιοδικὸ «ΕΡΩ» (Νο 31):
«Θά ἤθελα νά μοιρασθῶ μαζί σας ἕνα γεγονός, τό ὁποῖο ἔγινε στήν οἰκογένειά μας τό ἔτος 1999, μέ σκοπό τήν δόξαν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ μας καί τήν ψυχική ὠφέλεια ὅλων μας.
Ἰούλιος 1999: Παίρνω θερινή ἄδεια ἀπό τήν ὑπηρεσία μου καί μέ τήν οἰκογένειά μου κατευθυνθήκαμε στήν Ζάκυνθο γιά τίς θερινές μας διακοπές. Τήν τρίτη ἡμέρα τῶν διακοπῶν μας χτυπᾶ τό τηλέφωνο καί ἡ ἀδελφή μου μᾶς εἰδοποιεῖ ὅτι ἡ μητέρα μας εἰσήχθη στήν ἐντατική τοῦ «Ἱπποκρατείου Νοσοκομείου» μέ βαρύ ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο (αἱμορραγικοῦ τύπου).
Ὅπως ἦταν φυσικό ἐπιστρέψαμε ἀμέσως. Στό νοσοκομεῖο ἔγιναν ἀλλεπάλληλα ἰατρικά συμβούλια, προκειμένου νά δοῦν ἄν στό παθόν σημεῖο τοῦ ἐγκεφάλου μποροῦσε νά γίνη ἐπέμβαση. Δυστυχῶς ὅμως οἱ γιατροί τό ἀπέκλεισαν.
Στήν ἐντατική ἡ μητέρα μου Μαρία παρέμεινε 23 ἡμέρες καί μετά κατέληξε.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ μητέρα μου τέσσερις ἡμέρες πρίν ἀρρωστήση, εἶχε ἐπισκεφθῆ τόν Πνευματικό της καί ἔκανε μία γενική ἐξομολόγηση, παιδιόθεν, ὅπως μᾶς διαβεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Πνευματικός της πατέρας.
Μετά τόν θάνατο τῆς μητέρας μας ἔγιναν ὅλα τά προβλεπόμενα, σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, ταφή, τριήμερα, ἐννιαήμερα, ἔναρξη Σαρανταλείτουργου κ.λπ.
Πρίν ἀπό τό σαρανταήμερο μνημόσυνο ἐπικοινώνησε μαζί μας, ὁ ὑπέργηρος τότε Πνευματικός τῆς μητέρας μας καί νῦν μακαριστός π. Διονύσιος, καί μᾶς ἀνεκοίνωσε τά ἑξῆς συνταρακτικά: “Μετά τήν τέλεση τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐννέα ἡμερῶν, τό βράδυ χτύπησε ἡ πόρτα μου καί, ἐνῶ ἐγώ ἤμουν ξύπνιος, εἰσῆλθε στό κελλί μου ἡ πρό ἐννέα ἡμερῶν κοιμηθεῖσα Μαρία, συνοδευομένη ἀπό ἕναν ὡραῖο νέο (ἅγιος Ἄγγελός της), εὔχαρις μέ ἄσπρο μανδύα ποδήρη, μοῦ ἔκανε στρωτή μετάνοια, μοῦ ἀσπάσθηκε τό χέρι καί μέ εὐχαρίστησε γιά τήν βοήθειά μου, ἰδιαιτέρως δέ διά τήν τελευταία γενική ἐξομολόγηση (τέσσερις ἡμέρες πρίν πάθη τό ἐγκεφαλικό). Ἀφοῦ πέρασε ἡ πρώτη ἔκπληξη, τήν ἐρώτησα:
― Τί ἔγινε, παιδί μου, πῶς εἶσαι; Πῶς πῆγες μέ τόν τελωνισμό τῆς ψυχῆς σου;
Τόν λόγο τότε πῆρε ὁ ἅγιος Ἄγγελός της πού τήν συνόδευε καί μοῦ ἀπάντησε:
― Πάτερ μου, δέν εἴχαμε προβλήματα ὅταν ἀνεβαίναμε, οἱ δαίμονες ἔλεγαν τά δικά τους, ἀλλά γενικά περάσαμε χωρίς καθυστερήσεις. Στό δέ τελώνιο τῆς ἀπιστίας καί ἀσπλαγχνίας, οἱ δαίμονες δέν εἶχαν νά ποῦν τό παραμικρό.
Ὅταν φτάσαμε στήν Πύλη, τήν περίμενε ὁ ἅγιος Σπυρίδων, (τόν ὁποῖο ἡ μητέρα μου εὐλαβεῖτο καί ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως ὅσο ζοῦσε), τήν καλωσόρισε καί τήν ἀσπάσθηκε. Τήν καλωσόρισαν ἐπίσης ὁ πατέρας της Νικόλαος, ἡ μητέρα της Φωτεινή, τά ἀδέλφια της πού εἶχαν φύγει σέ μικρή ἡλικία, Ἰωάννης, Ἰωάννα καί Σοφία καί ἡ νύφη της (σύζυγος τοῦ ἀδελφοῦ της) Δήμητρα. Στήν ἐρώτησή της “ποῦ εἶναι ὁ Χαράλαμπος;” (σύζυγος τῆς ἀδελφῆς της), τῆς ἀπάντησαν “νά πῆς στήν Μαγδαληνή (ἀδελφή της), νά μήν ἀνησυχῆ γιά τόν ἄνδρα της. Ἔχει σωθῆ, ἀλλά εἶναι σέ ἄλλο μέρος”.
Ἔπειτα τόν λόγο πῆρε ἡ μητέρα μου, ἡ ὁποία ἀνέφερε τά ἑξῆς:
Ὅταν ἤμουν στήν ἐντατική τοῦ Νοσοκομείου (φυτό) 23 ὁλόκληρες ἡμέρες, ἐνῶ φαινόμουν ὅτι δέν καταλάβαινα τίποτα, μάθαινα τά πάντα ἀπό τόν Ἅγιο Ἄγγελό μου, ὁ ὁποῖος παρέμενε συνεχῶς δίπλα μου. Ἔβλεπα δέ ὅλους ὅσους μέ ἐπισκέπτοντο μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μου. Λάμβανα τίς προσευχές τοῦ συζύγου μου, τῶν παιδιῶν μου, τῶν ἱερέων, τῶν μοναχῶν καί μοναζουσῶν, καθώς καί τῶν μικρῶν ἐγγονῶν μου καί δέν μποροῦσα νά φαντασθῶ τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τους. Θά ἤθελα, ἅγιε Γέροντα, νά μεταφέρης τίς εὐχαριστίες μου πρός ὅλους γιά τό ἐνδιαφέρον, τήν ἀγάπη τους καί ἰδιαιτέρως γιά τήν προσευχή τους.
Θέλω νά εὐχαριστήσω καί τόν μικρό Γιωργάκη, τόν ἐγγονό μου (γυιός τῆς κόρης μου), ὁ ὁποῖος ζήτησε ἀπό τήν μητέρα του νά κάνουν παράκληση στήν Παναγία μας γιά τήν ὑγεία μου. Ὅταν ἡ Παράκληση τελείωσε, ὁ τεσσάρων ἐτῶν τότε Γιωργάκης, ἀπευθύνθηκε στήν Παναγία μας καί μέ παιδική ἁπλότητα τῆς εἶπε: “Παναγία μου, ἐμεῖς κάναμε τήν Παράκλησή σου, τώρα ἐσύ νά κάνης καλά τήν γιαγιά μου”. (Γεγονός πού πράγματι συνέβη).
Θέλω ἐπίσης νά εὐχαριστήσω ἰδιαιτέρως τόν σύζυγό μου Δημήτριο, τά παιδιά μου Νικόλαο, Ἰωάννα καί Αἰκατερίνη γιά ὅλα ὅσα κάνουν καί νά τούς παρακαλέσω νά μή κλαῖνε γιά μένα. Αὐτό πού θά μοῦ δώση μεγάλη χαρά εἶναι ἡ οὐσιαστική καί καθαρή ἐξομολόγησή τους. Ὅλα τά ἀνωτέρω, σέ παρακαλῶ ἅγιε Γέροντα, νά τούς τά μεταφέρης”.
Μετά τά γεγονότα αὐτά πού ἀναφέρθηκαν, οἱ ἐπισκέπτες τοῦ Ἁγίου Γέροντα ἔφυγαν γιά τήν Οὐράνια Πατρίδα”».