Ὁ Ἐσταυρωμένος στὸ Ἱερὸ Βῆμα (ε)
μελέτημα περὶ τῆς ἐπιχειρούμενης ἀποβολῆς Του
Το τέταρτο μέρος ΕΔΩ
7. Ἱεροκανονικός ἔλεγχος τῆς ἀποβολῆς τοῡ Ἐσταυρωμένου.
Ἡ χρήση τοῦ διακριτοῦ καὶ ἀποσπώμενου σώματος τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐπὶ τοὐλάχιστον δύο αἰῶνες, (κατὰ δὲ τὴν ἀρχαιολογικὴ ἑταιρεία ἐπὶ πέντε αἰῶνες)[1], στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο καὶ ἐπὶ πολλοὺς περισσότερους σὲ ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες, ἔχει κατασταθῆ παράδοση τέτοια ὥστε τὸ Τυπικὸν ὁρίζει κατὰ τὴν ἀκολουθία τῶν Παθῶν ὅτι «ψαλλομένου τοῦ 15ου ἀντιφώνου γίνεται ἡ ἔξοδος τοῦ Σταυροῦ ὡς συνηθίσθη ἤδη πανταχοῦ», πρᾶγμα ποὺ δεικνύει, ὅπως ἐπισημάναμε ἀρχικά, τὴν ἐθιμικὴ ἰσχύ του, κατὰ τὸ "ἡ δέ συνήθεια οὕτω κεκράτηκεν" (Κανών ΚΑ΄ Μ.Βασιλείου).
Ἡ εἰσαγωγὴ αὐτῆς τῆς πρακτικῆς ὄχι μόνο δὲν ἀνέτρεψε, ἀλλοίωσε ἢ ἔβλαψε στὸ παραμικρὸ τὴν προϋπάρχουσα λειτουργικὴ τάξη (δηλαδὴ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἁπλοῦ Σταυροῦ πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα μὲ ζωγραφισμένη τὴν μορφὴ τοῦ σταυρωθέντος Χριστοῦ ἢ χωρὶς αὐτὴν) ἀλλὰ ἀντιθέτως τὴν ἐνίσχυσε πολύ. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο δὲν θεωρεῖται ὡς καινοτομία βλάπτουσα τὴν Ἱερὰ Παράδοση. Οὔτε κἂν ὡς καινοτομία. Τοὐναντίον, καινοτομία εἶναι χωρὶς ἀμφιβολία ἡ ἀφαίρεση τοῦ Ἐσταυρωμένου μαζὶ μὲ τὸν Σταυρό.
Κανένας ἱερὸς Κανόνας, καμμία ἱερὰ παράδοση, καμμία Σύνοδος καὶ καμμία πατερική διδασκαλία ἤ πράξη δέν ἀντικρούουν τὴν ὕπαρξη τῆς ἀποσπώμενης μορφῆς τοῦ Σταυρωθέντος στὴν Λατρεία ἢ τὴν θέση της πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Καὶ ὄχι μόνο δὲν ἀντικρούουν, ἀλλὰ ἀντιθέτως τὴν προστατεύει de jure ἀπὸ κάθε ἐναντία παρέμβαση ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Ἐπειδή, συγκεκριμένα, πρόκειται γιὰ εἰκονικὴ ἀναζωγράφηση τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ποὺ ἔχει ὑιοθετηθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, κάθε ἀπόπειρα ἀποβολῆς της ἀπὸ αὐτήν, εἴτε ὡς ἀθέτηση τῆς ὑφιστάμενης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, εἴτε ὡς πανοῦργος ἐπινόηση πρὸς ἀνατροπὴ τῆς ἐνθέσμου παραδόσεως, εἴτε ὡς καινοτομία ἐπισύρει τὴν καθαίρεση καὶ τὸν ἀφορισμὸ σὲ ὅσους κληρικοὺς ἢ λαϊκοὺς τὴν τολμήσουν, κατὰ τὴν σαφῆ διατύπωση τοῦ Ὅρου Πίστεως τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου:
«Τοὺς οὖν τολμῶντας ἑτέρως φρονεῖν ἢ διδάσκειν, ἢ κατὰ τοὺς ἐναγεῖς αἱρετικοὺς τὰς ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις ἀθετεῖν καὶ καινοτομίαν τινὰ ἑπινοεῖν ἤ ἀποβάλλεσθαι τι ἐκ τῶν ἀνατεθειμένων τῇ ἐκκλησίᾳ, εὐαγγέλιον ἤ τύπον τοῦ σταυροῦ ἢ εἰκονικὴν ἀναζωγράφησιν ἢ ἅγιον λείψανον μάρτυρος, ἢ ἐπινοεῖν σκολιῶς καὶ πανούργως πρὸς τὸ ἀνατρέψαι ἕν τι τῶν ἐνθέσμων παραδόσεων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἔτι γε μὴν ὡς κοινοῖς χρῆσθαι τοῖς ἱεροῖς κειμηλίοις ἢ τοῖς εὐαγέσι μοναστηρίοις, ἐπισκόπους μὲν ὄντας ἢ κληρικοὺς καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, μονάζοντας δὲ ἢ λαϊκοὺς τῆς κοινωνίας ἀφορίζεσθαι».[2]
Ἄξιον προσοχῆς εἶναι ὅτι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδικάζει ἀκόμα κι' ὅσους ἁπλῶς φρονοῦν διαφορετικὰ ἀπὸ ὅσα φρονεῖ καὶ διδάσκει ἐκείνη∙ καὶ ἡ ἀλάθητη αὐτὴ Σύνοδος ὁρίζει νὰ τοποθετοῦνται στὴν Ἐκκλησία οἱ εἰκόνες, μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο εἶναι αὐτὲς κατασκευασμένες (ἐν προκειμένῳ τοῦ σταυρωμένου Χριστοῦ), στὴν ἴδια περιωπὴ καὶ θέση ποὺ ἔχουμε τὸν τύπο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ:
«Ὁρίζομεν σὺν ἀκριβείᾳ πάσῃ καὶ ἐμμελείᾳ, παραπλησίως τῷ τύπῳ τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ ἀνατίθεσθαι τὰς σεπτὰς καὶ ἁγίας εἰκόνας, τὰς ἐκ χρωμάτων καὶ ψηφῖδος καὶ ἑτέρας ὕλης ἐπιτηδείως ἐχούσης, ἐν ταῖς ἁγίαις τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαις ἐν ἱεροῖς σκεύεσι καὶ ἐσθῆσι, τοίχοις τε καὶ σανίσιν, οἴκοις τε καὶ ὁδοῖ∙ τῆς τε τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰκόνος…»[3]
Ἡ εἰκονική, λοιπόν, μορφὴ τοῦ σταυρωθέντος ὡς ἀπολύτως συνάδουσα μὲ τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα ἐπαληθεύει τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ χρησιμεύει στὴν ὠφέλειά μας, διακηρύσσει ἡ Ἁγία Σύνοδος, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν φυλάει ἀκαινοτόμητη ὡς τεθεσπισμένη παράδοση μαζὶ μὲ ὅλες τὶς παραδόσεις, γραπτὲς ἢ ἄγραφες:
«Ἁπάσας τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἐγγράφως ἢ ἀγράφως τεθεσπισμένας ἡμῖν παραδόσεις ἀκαινοτομήτως φυλάττομεν. Ὧν μία ἐστὶ καὶ ἡ τῆς εἰκονικῆς ἀναζωγραφήσεως ἐκτύπωσις, ὡς τῇ ἱστορίᾳ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος συνάδουσα, πρὸς πίστωσιν τῆς ἀληθινῆς καὶ οὐ κατὰ φαντασίαν τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως, καὶ εἰς ὁμοίαν λυσιτέλειαν ἡμῖν χρησιμεύουσα»[4].
8. Ἀρχαῖες ἐγκαταλελειμμένες πρακτικές. Κριτήρια ἀναγκαιότητας ἐπιστροφής σ’ αὐτὲς.
Εἶναι κοινῶς ἀποδεκτὸν ὅτι μία ἀρχαιότερη ἐκκλησιαστικὴ πρακτικὴ δὲν εἶναι ἀπαραιτήτως ὀρθότερη ἀπὸ τὴν νεότερη, ὅπως γιὰ παράδειγμα, τὰ θυσιαστήρια στοὺς παλαιοχριστιανικοὺς ναοὺς τῆς Ἀντιόχειας (καὶ ἀλλοῦ) τὰ ὁποῖα ἔβλεπαν πρὸς τὴν δύση[5] καὶ ἀργότερα ρυθμίστηκαν πρὸς τὸ θεολογικότερον, δηλαδή νὰ βλέπουν πρὸς ἀνατολήν.
Ὡστόσο κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ ἀπαραίτητη πρὸς ἀνατολὰς προσευχὴ καὶ προσκύνηση[6], δὲν ἦταν χωρὶς πνευματικοὺς κινδύνους κατὰ τὴν ἐφαρμογὴ της. Ἡ στροφὴ τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ἀπὸ τὴν δύση πρὸς τὴν ἀνατολὴ ὁδήγησε πολλοὺς πιστούς, ἐξ’ ἀγνοίας καὶ δεισιδαιμονίας, στὴν εἰδωλολατρικὴ προσκύνηση τοῦ ἥλιου. Ἡ ἀναγκαιότητα ὅμως τῆς ἐφαρμογῆς πρὸς τὸ θεολογικότερον ἦταν μεγαλύτερη ἀπὸ τοὺς ὅποιους «σκανδαλισμούς». Ὁ ἅγιος Λέων ὁ Α΄ (πάπας Ρώμης 440-461 μΧ), ἐπέβαλε τότε ἐπιτίμιο στὸν λαό, ὁ ὁποῖος ἱστάμενος στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου στρεφόταν πρὸς τὸν ἀνατέλλοντα ἥλιο καὶ προσευχόταν σ’ αὐτόν. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ εἰδωλολατρικὴ αὐτὴ συνήθεια δὲν ἐξαφανιζόταν, στήθηκε κατὰ τὸ 1300 πρὸ τῆς εἰσόδου τοῦ ναοῦ, μεγάλη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀποστόλων, οὕτως ὥστε νὰ ὑπενθυμίζει στοὺς κατ’ ἀνατολὰς στρεφομένους πρὸς προσευχήν, ὅτι ὄφειλαν νὰ λατρεύουν τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι τὸν ἥλιο (Θ.Η.Ε. λῆμ. «βῆμα, ἅγιον»).
Ποιὸς μπορεῑ νὰ ἐγγυηθῆ σήμερα μὲ ἀσφάλεια ὅτι ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ Ἐσταυρωμένου μὲ τὸν Σταυρὸ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὴν ἐμφάνιση ἀντ’ Αὐτοῦ, τοῦ ἐπισκόπου καθημένου ἐπὶ τοῦ συνθρόνου, ὅτι δὲν οἰκοδομοῦνται ἐξ’ ἀγνοίας καὶ ἔλλειψης καταρτισμοῦ οἱ ἐκκλησιαζόμενοι στὴν προσκύνηση τοῦ ἐπισκόπου ὡς ἄλλου πάπα ἀντὶ τοῦ Χριστοῦ; Ποιὸς μπορεῖ νὰ ἐγγυηθῆ ὅτι ἡ ἀποβολὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου δὲν θὰ σημάνει σὲ πολλοὺς σκανδαλιζομένους τὴν δικὴ τους ἑκούσια ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ὁ Οἰκοδεσπότης ἀφαιρέθηκε; Ἂν ὃ Χριστὸς καίτοι ἀναστημένος προτρέπει τοὺς μαθητὲς νὰ δοῦν καὶ νὰ ψηλαφίσουν τὶς πληγὲς ποὺ ὑπέστη ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, πῶς μπορεῖ νὰ σταθεῖ διδασκαλία ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος εἶναι ἀνάρμοστο νὰ θεᾶται πίσω ἀπὸ τὸν τάφο Του, Ἐκεῖνος καὶ ὁ Σταυρός Του; Συνιστᾶ ἢ ὄχι αὐτὸ προσβολή; Προκαλεῖ σκανδαλισμὸ ἢ ὄχι;
Ἂν ὁ προκαλούμενος σκανδαλισμὸς εἶναι σοβαρώτερος ἀπὸ μία ὀρθὴ κίνηση, τότε αὐτὴ ἡ κίνηση πρέπει νὰ ἀποφεύγεται. Οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἂν οἱ ἄλλοι οἰκοδομοῦνται σὲ ἁμαρτία μὲ μία πράξη μας, ἂν σκανδαλίζονται καὶ κόβεται ἡ καλὴ προθυμία γιὰ τὰ πνευματικά, τότε νὰ παραιτούμεθα ἀπ’ αὐτήν, ἀκόμα κι ἂν εἶναι δικαίωμα ποὺ ἀπορρέει ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ὅτι δεῖ καὶ τὸ συγκεχωρημένον ὑπὸ τῆς Γραφῆς πρᾶγμα ἢ ῥῆμα παραιτεῖσθαι, ὅταν οἰκοδομῶνται ἄλλοι ἐκ τοῦ ὁμοίου εἰς ἁμαρτίαν· ἢ ἐκκόπτωνται τὴν περὶ τὰ καλὰ προθυμίαν».[7]
Ἡ ἀποβολὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου στηριζόμενη στὸ πρόσχημα ὅτι ἐπιστρέφουμε ἔτσι σὲ ἀρχαιότερη καὶ μακροβιώτερη παράδοση ἐμπίπτει στὴν κατηγορία αὐτὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ σκανδαλισμὸς ποὺ προκαλεῖται εἶναι σοβαρώτερος ἀπὸ τὸ (ἀνύπαρκτο) «ὄφελος» ἐπιστροφῆς σ’ αὐτήν. Διότι προφανῶς αὐτὴ ἡ κίνηση, ἐκτὸς τοῦ ὅτι γίνεται λανθασμένως (βλ. ἑνότ. 2) καὶ ἀντικανονικῶς (βλ. ἑνότ. 7), ἀπεμπολεῖ ἐπιπλέον τὸν κεκτημένο πλουτισμὸ τῆς παραδόσεως καὶ δὲν τιμάει καθόλου τὸν Ἐσταυρωμένο Δεσπότη, ἀλλὰ μᾶλλον Τὸν προσβάλλει, ἐνῶ πρέπει πάντα ὅσα γίνονται νὰ ἀποσκοποῦν στὴν δόξα Του. «Πάντα τοίνυν ποιῶμεν, ἀγαπητοὶ, ὥστε δοξάζεσθαι τὸν ἡμέτερον Δεσπότην, καὶ μηδενὶ σκανδάλου αἰτίαν παρέχωμεν»,[8] νουθετεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ἡ ἁμαρτία τοῦ σκανδαλισμοῦ τῶν πιστῶν εἶναι μεγάλη καθὼς ἡ βλάβη αὐτὴ διαβαίνει σὲ Αὐτὸν τὸν σταυρωθέντα Χριστόν: «Σφοδρὰ ἡ ἀπειλὴ καὶ μεγάλην ἔχουσα τὴν κατάκρισιν. Μὴ γὰρ νομίσῃς, φησὶν, εἰς ἐκεῖνον μόνον περιστήσεσθαι τὴν βλάβην· εἰς αὐτὸν διαβαίνει τὸν Χριστὸν τὸν δι’ ἐκεῖνον σταυρωθέντα».[9]
Ἀρχαιότερη πρακτικὴ ἦταν ἐπίσης καὶ τὸ χαμηλὸ ὕψος τοῦ τέμπλου, πρακτικὴ ποὺ ἐγκατελείφθη ὁριστικὰ ἀπὸ τὸν 5ο αἰ. κατασκευάζοντας ὑψηλότερα, πρᾶγμα ποὺ ἀνάγκασε νὰ ματαιωθῆ στὸ ἑξῆς ἡ κατασκευὴ τοῦ συνθρόνου στὴν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, καθὼς δὲν ἦταν δυνατὸν πλέον στὸν ἐπίσκοπο νὰ ἐπισκοπῆ τὸ ἐκκλησίασμα.[10] Γιά τὴν ἴδρυση τοῦ συνθρόνου, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐρμηνεύει : «Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ μέσα εἰς τὸ θυσιαστήριον τὸ ἱερὸν σύνθρονον ἵδρυται, ἵνα, ὁ μέν Ἀρχιερεύς ἀναβαίνων καὶ καθεζόμενος εἰς αὐτὸ βλέπει ἀπὸ ὑψηλά, ὡσάν ἀπὸ βίγλαν τὸν ὑποκείμενον αὑτῷ λαὸν, καὶ ἀκριβέστερον τοῦτον ἐπισκοπῇ».[11] Ἔτσι, ὑψουμένου τοῦ τέμπλου, ὁ ἐπισκοπικός θρόνος ἀναγκάσθηκε νὰ μεταφερθῆ στὴν σημερινή γνωστή θέση, στὸν κυρίως ναό. (Θ.Η.Ε. λῆμ. «τέμπλον» καὶ «σύνθρονον»).
Ὁ μακαριστός Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἦταν νοσταλγός τοῦ συνθρόνου. Διέβλεπε ὅμως τοὺς κινδύνους ἀπὸ τὴν αὐθαίρετη ἐπιστροφὴ σὲ αὐτὸ καὶ κατέληγε: «Μακάρι νὰ ξαναγυρίζαμε στὴν ἀρχαία ἐποχὴ ποὺ ὑπῆρχε τὸ σύνθρονο. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει αὐτὴ ἡ μεταβολὴ στὴν Ἐκκλησία, πρέπει νὰ γίνει κανονικά, μὲ ἀπόφαση μιᾶς πανορθοδόξου Συνόδου, γιατὶ ἂν γίνει μὲ ἀπόφαση μιᾶς μόνο συνόδου, π.χ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, θὰ δημιουργηθοῦν σκάνδαλα καὶ φιλονικίες. Προτιμότερο, ἐφ’ ὅσον δὲν πρόκειται γιὰ ζητήματα τάξεως, νὰ μείνουν ὅπως εἶναι τὰ πράγματα καὶ νὰ ‘μαστε ἑνωμένοι, παρὰ νὰ κάνουμε μεταβολὲς καὶ μεταρρυθμίσεις, ποὺ μπορεῖ μὲν νὰ ’ναι σύμφωνες μὲ τὴν ἱερὰ παράδοση, ἀλλ’ ὅταν δὲν γίνονται μὲ τὴ συμφωνία ὅλων τῶν ὀρθοδόξων λαῶν, μποροῦν νὰ μᾶς χωρίσουν, ὅπως συνέβη μὲ τὸ παλαιοημερολογητικό ζήτημα».[12]
Μία ἄλλη παλαιὰ πρακτικὴ ἦταν ἀκόμα ἡ χρήση βήλων (κουρτινῶν) στὴν θέση τῶν εἰκόνων τοῦ τέμπλου μέχρι τὸν 14ο αἰ. ὁπότε καὶ ἐγκατελείφθη κι αὐτὴ (Θ.Η.Ε. λῆμ. «τέμπλον»). Κανεὶς φυσικά, δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθῆ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὅτι εἶναι προτιμότερη ἡ ἐπιστροφὴ στὴν παλαιὰ πρακτικὴ ἡ ὁποία εἶναι καὶ μακροβιώτερη.
Ὁ καθηγητὴς Φουντούλης ἐξετάζοντας τὴν ἀρχαία πρακτικὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ λειτουργὸς μετελάμβανε ἀπὸ τοῦ ἁγίου ποτηρίου μία φορὰ καὶ ὄχι τρεῖς ὅπως γίνεται σήμερα, ἐνῶ κρίνει καὶ τὶς δύο ὀρθὲς καὶ ἐνῶ προκρίνει τὴν ἀρχαιότερη ὡς προτιμοτέρα, πλὴν ὅμως καταλήγει στὸ συμπέρασμα: «Ἡ ἐπιστροφή στὴν ἀρχική πρᾶξι δέν εἶναι τόσο εὔκολη, οὔτε ἴσως καὶ ἀξιοσύστατη, ἀφοῦ ἐπί αἰῶνες πιά ἐπεκράτησε καὶ γενικῶς κρατεῖ καὶ σήμερα ἡ τριπλή ἐκ τοῦ ποτηρίου κοινωνία».[13] Τὸ ἴδιο ἐκτιμοῦμε ὅτι θὰ ἰσχυριζόταν καὶ γιὰ τὴν περίπτωση ποὺ ἐξετάζουμε: Δὲν εἶναι ἀξιοσύστατη ἡ ἐπιστροφὴ στὴν παράδοση μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ Σταυροῦ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα χωρὶς τὸν Ἐσταυρωμένο, ἀφοῦ ἐπὶ αἰῶνες πιὰ ἐπεκράτησε καὶ γενικῶς κρατεῖ καὶ σήμερα ἡ ἀποσπώμενη εἰκονικὴ μορφὴ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ.
Τέλος, ἀρχαία πρακτικὴ ἦταν καὶ ἡ σημείωση τοῦ τύπου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μὲ ἕνα δάκτυλο καὶ ἀργότερα μὲ δύο δάκτυλα.[14] Ὡστόσο καὶ ’δῶ, κανένας δὲν διανοεῖται νὰ ὑποστηρίξει ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ ἐπιστροφὴ σὲ αὐτήν.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος διαπιστώνει πὼς τίποτα δὲν σκανδαλίζει καὶ ταράζει τὴν συνείδηση τοῦ πιστοῦ ὅσο οἱ καινοτομίες καὶ ἀλλαγὲς ποὺ γίνονται στὴ Λατρεία, ἀκόμα κι ἂν γίνονται γιὰ καλό, ὅπως ἐν προκειμένω διατείνονται ὅσοι ὑποστηρίζουν τὴν ἀποβολὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου. «Οὐδὲν γὰρ οὕτω θορυβεῖ ψυχὴν, κἂν ἐπὶ χρησίμῳ τινὶ γίνηται, ὡς καινοτομεῖν τι καὶ ξενίζειν, καὶ μάλιστα ὅταν περὶ λατρείας καὶ περὶ τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης τοῦτο γίνηται».[15]
Σὲ συμφωνία μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο καὶ ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης λέγει: «ἀπαραιτήτως πρέπει νὰ φυλάξωμεν τὰ κοινῶς θεσπισθέντα διὰ τὴν εὐταξίαν, καὶ τὸ ἀτάραχον, ἔτι δε καὶ διὰ τὸ ἀσκανδάλιστον».[16]
Τελετή ἀποκαθήλωσης στὸ Δρυόβουνο ἀπὸ τὸν τοπικό ἱεράρχη.
Ἐπιλεγόμενα
Ὁ Σταυρὸς μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο, ὅπως καὶ ὅπου ἵσταται σήμερα στοὺς ἱεροὺς ναούς, ἔχει τυπωθῆ βαθιὰ στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Πλούτισε τὴν λατρεία, ἐνίσχυσε τὸ λατρευτικὸ τους βίωμα καὶ εἶναι ἡ παρηγοριὰ καὶ ὁ πόθος τους. Ἀμέτρητα στόματα ὀμολογοῦν τὴν ἄνωθεν βοήθεια καὶ χάρη ποὺ ἐξακοντίζει ἡ θέα καὶ μόνο τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, ἐκεῖ, ὄπισθεν τῆς ἁγίας τραπέζης. Ποιὰ καρδιὰ μπορεῖ νὰ μείνη ἀσυγκίνητη μπροστὰ στὸν «ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον» σταυρωθέντα Κύριον; Τὸ διαβεβαίωσε ἄλλωστε ὁ Ἴδιος: «Κἀγώ ἐάν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρός ἐμαυτόν» (Ἰω.12, 32). Ἡ Ἐκκλησία διαχρονικῶς βλέπει μαζὶ μὲ τὸν Ἀριμαθαίας Ἰωσὴφ τὸν Χριστὸ νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον, τὸν δι’ ἐκείνην ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον∙ βλέπει ὅμως ταυτοχρόνως μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς καὶ τὴν Ἀνάστασή Του καὶ Τὸν δοξάζει πρεπόντως.
Πρός τοῦτο εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ ὑπερασπιστής τῆς Πίστεως λαός[17] τοῦ Θεοῦ θά συνεχίσει τὴν ἴδια πεπατημένη πορεία σωτηρίας πού βάδισαν καὶ οἱ Ἅγιοι, ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι, προσκυνοῦντες καὶ «ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας» (Ἑβρ. 12, 2).
ΤΩ ΣΤΑΥΡΩΘΕΝΤΙ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΝΤΙ ΧΡΙΣΤΩ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΣ ΑΙΩΝΑΣ ΑΙΩΝΩΝ. ΑΜΗΝ.
[1]Βλ. Προλεγόμενα. Ὁ Ἐσταυρωμένος στὸ Ἱερὸ Βῆμα (α)
[2] ΚΑΡΜΙΡΗΣ Ι. (1960), Τὰ Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος I, σελ.241.
[3] Ὅ.π. σελ. 240.
[4] ὅ.π. σελ.240
[5] ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΣΧ. (5ος αι.), Ἐκκλ.Ἰστορία, PG 67, 640: «Ἐν Ἀντιόχεια δέ τῆς Συρίας ἡ Ἐκκλησία, ἀντίστροφον ἔχει τήν θέσιν. Οὐ γάρ πρός ἀνατολάς τὸ θυσιαστήριον, ἀλλά πρός δύσιν ὁρᾷ». Πρβλ. & ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞ. PG 9, 461: «τὰ παλαίτατα τῶν ἱερῶν πρός δύσιν ἔβλεπεν».
[6] πρβλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις Ἀκριβῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. ΕΠΕ 1, 456. «Περὶ τοῦ προσκυνεῖν πρὸς ἀνατολὰς».
[7] Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ὅρος ΛΓ’. Ὅτι οὐ δεῖ σκανδαλίζειν, PG 31, 752.
[8] ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Γένεσιν Ὁμ. 7, 2, PG 53, 63.
[10] Ἀσφαλῶς οἱ ἐπίσκοποι τῶν πέντε πρώτων αἰώνων εἶχαν κατά κανόνα ἀπόλυτη συνείδηση τῆς ἱερᾶς ἀποστολῆς τους καὶ πνευματικὸ κῦρος τέτοιο ὥστε νὰ οἰκοδομοῦν πρὸς τὴν εὐσέβεια, νὰ διδάσκουν ὀρθοτομοῦντες τὸν λόγον τῆς ἀληθείας καὶ νὰ ἐπιβλέπουν τὸ ποίμνιο∙ στοιχεῖο ποὺ γινόταν ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς οἱ ὁποῖοι καὶ προσέβλεπαν εἰς τὸν ἐπίσκοπον, καθήμενον ἐπὶ τοῦ συνθρόνου, ὡς τὸν δωρηθέντα ἀπὸ Θεοῦ ἀξιόπιστο ποιμένα καὶ προστάτη τους.
[11] ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡ., Πηδάλιον. Κανών ΝΗ΄ Ἁγίων Ἀποστόλων. Συμφωνία.
[12] Μητρ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ, (1975), Ὁ Ὀρθόδοξος Ναός.
[13] ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ Ι., Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς Ἀπορίας Α.΄σελ.15.
[14] Φιλοκαλία, ΠΕΤΡΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ΕΠΕ 17, 289 : «Ὅτι οἱ μέν δύο δάκτυλοι καί ἡ μία χείρ ἐμφαίνουσι τὸν ἐσταυρωμένον Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν δυσί φύσεσι καί μιᾷ ὑποστάσει γνωριζόμενον».
[15] ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Α´Κορ. Ὁμ. 7, 6, PG 61, 63.
[16] ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (νεοελ.αποδ.), Κεφ. ΤΜΔ´, Ὅτι χρὴ τὰ κοινῇ τετυπωμένα τηρεῖσθαι, PG 155, 621.