Πέμπτη 8 Ιουνίου 2023

ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ. (1935-2014) - Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον...

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Γέννησις-παιδική ἡλικία-σπουδές

῾Ο μακαριστός Γέροντάς μας παπᾶ Γεώργιος, τό ἐπώνυμο Καψάνης, γυιός τοῦ Ἀναστασίου καί τῆς Μαρίας, προερχόταν ἀπό εὐσεβῆ καί ἀριστοκρατική οἰκογένεια τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου Πειραιῶς. Ὁ πατέρας του προερχόταν ἀπό τήν νήσο Κύθηρα καί ἀσκοῦσε στήν κοινωνία τό ἐπάγγελμα τοῦ δικηγόρου. Ἐνῶ ἡ μητέρα του εἶχε ρίζες ἀπό τήν νῆσο Νάξο καί ὑπηρετοῦσε στήν  δημοτική ἐκπαίδευσι, σάν δασκάλα.  Ἀπέκτησαν  δύο ἀγόρια, τόν Γεώργιο καί τόν Δημήτριο. Ὁ Γεώργιος, πού ἦταν ὁ Γέροντάς μας, γεννήθηκε τό 1935 καί μετά ἀπό δύο χρόνια ἀκολούθησε ὁ ἀδελφός του Δημήτριος. Ὁ Δημήτριος ἀσχολήθηκε μέ τήν πολιτική καί θέματα τῆς περιφέρειας καί ἐξελέγη καί Δήμαρχος τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου γιά δύο τετραετίες.

Ὁ μικρός Γεώργιος εἶχε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία μεγάλη τήν ἔφεσι πρός τόν Θεόν καί τήν Ἐκκλησία. Μεγάλωσε στήν ἀγκαλιά τῆς εὐλαβεστάτης μητέρας του καί μέ τήν ὑποδειγματική ζωή καί ἀρετή τῶν γονέων του, ἀγάπησε ἐπάνω ἀπό ὅλα τά παρόντα τοῦ βίου, τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί τήν μοναχική ἀφιέρωσι.

Ἐτελείωσε τίς σπουδές του στό Δημοτικό σχολεῖο τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου καί συνέχισε γιά τό γυμνάσιο στήν Λεόντιο σχολή, μία φημισμένη σχολή ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Καθημερινά ἡ ἀγάπη του γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ηὔξανε. Συμμετεῖχε σέ ὅλες τίς Κυριακές καί ἑορτές μέ τούς φίλους του. Ἐξωμολογεῖτο στούς ἱερεῖς τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Πειραιῶς καί Πνευματικό του εἶχε τόν πρώην Μητροπολίτη Λήμνου π. Βασίλειο Ἀτέση, σχολάζοντα τότε στήν Ἀθήνα. Ἱερατικός προϊστάμενος τοῦ ναοῦ ἦταν ὁ ἀρχιμ. π. Θεόκλητος Φιλιππαῖος, ὁ μετέπειτα Μητροπολίτης Μαντινείας καί Κυνουρίας.

 Μετά τίς γυμνασιακές του σπουδές, ἡ κλίσις του ἀπό τόν Θεόν καί τήν Κυρία Θεοτόκο ἦταν νά σπουδάσει τήν ἐπιστήμη τῆς θεολογίας.  Ἡ Πανάχραντος Μητέρα τοῦ Χριστοῦ μας τόν εἶχε ἀπό ἐκείνη τήν ἡλικία του ὑπό τήν μητρική της στοργή καί προστασία, ὅπως  πολλές φορές τοῦ ἀπεκάλυψε παντοιοτρόπως τήν στοργική της ἀγάπη. Ἡ μακαριστή μητέρα του πολλές φορές μᾶς ἔλεγε θαυμαστές διηγήσεις γιά τόν μικρόν Γεώργιον.  Μᾶς ὡμιλοῦσε γιά τόν καλόν καί ἀγαθόν χαρακτῆρα του, τήν εὐγένειά του, τήν ὁποία διετήρησε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, τήν ἀγάπη του πρός τούς φίλους του, τόν σεβασμό πού ἔδειχνε πρός τούς μεγαλυτέρους του. Ὅταν ἔβλεπε ρασοφόρο, ἔτρεχε νά πάρει τήν εὐλογία του καί νά τοῦ ἀσπασθῆ τό χέρι.

Ἀφ᾿ ὅτου μπῆκε στήν θεολογική σχολή Ἀθηνῶν καί ἦταν μόλις 19 ἐτῶν, ἐμπνεύσθηκε ἕνα σπάνιο γιά τήν ἡλικία του πρόγραμμα: Πῶς θά ἠμπορέσει νά συγκεντρώνει τά ἄλλα παιδιά σέ ἕνα κατάλληλο χῶρο. Ἐκεῖ, ὅπως σκεπτόταν, θά ἠμποροῦσε νά τούς κάνει κατηχητικό, νά τραγουδοῦν μαζί χριστιανικά τραγούδια,  νά κάνουν ἐπισκέψεις στά διάφορα ἱδρύματα εὐγηρίας, νοσοκομεῖα κλπ. καί νά δίνουν χαρά καί παρηγοριά στούς ἄλλους ἀνθρώπους.

Συμβουλευόμενος ὄχι μόνο τόν πατέρα του, ἀλλά καί ἄλλους μέ τήν ὑπόθεσι αὐτή ἀνθρώπους, προέβη στήν διασφαλισι οἰκοπέδου πού εἶχε δοθῆ στόν ἴδιον,  ὡς δωρεά ἀπό τόν κ. Σγουρίτσα, κάτοικο Παλαιοῦ Φαλήρου. Ἡ ἐντολή τοῦ δωρητοῦ ἦταν νά κτισθῆ Κέντρο Νεότητος καί ἐκκλησάκι γιά τήν νεολαία. Ἐπῆρε τήν ἄδεια τότε ὁ εὐσεβής Γεώργιος ἀπό τήν πολεοδομία, ἱδρύσεως Πνευματικοῦ Κέντρου. Ἐπισκέφθηκε τά Γραφεῖα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς γιά τήν ἔγκρισι του, εὑρῆκε ἀπό μία δωρεά τά χρήματα καί μέ τήν βοήθεια μηχανικῶν καί οἰκοδόμων ξεκίνησε τό ἔργο. Σέ λίγο διάστημα τό ἔργο εἶχε ὁλοκληρωθῆ. Στόν ἴδιο χῶρο κτίσθηκε στό ἴδιο διάστημα καί ἐκκλησάκι, πρός τιμήν τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου μας, ὅπου ἤρχοντο ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεως γιά τίς ἀκολουθίες, τήν ἐξομολόγησι τῶν παιδιῶν καί ἀδελφικές συνάξεις. Περιέφραξε τόν ὑπόλοιπο χῶρο, καί τόν ἀξιοποίησε γιά τίς ἀθλοπαιδιές τῶν νέων. Αὐτό ἦταν τό πρῶτο κτιριακό του ἐπίτευγμα: Τό Χριστιανικό Ἵδρυμα: «Ὁ Παντοκράτορ».

Ἀπ᾿ αὐτή τήν νεανική ἡλικία, εἶχε δημιουργήσει ὁμάδες νέων τούς ὁποίους συγκέντρωνε σ᾿ αὐτό τό Κέντρο τῆς Νεότητος, ὅπως τό ὠνόμασε, καί τούς ἐδίδασκε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα ἐμερίμνησε νά καλεῖ κατά καιρούς καί σπουδαίους ὁμιλητάς, οἱ ὁποῖοι ἀνέπτυσσαν διάφορα θέματα πνευματικοῦ καί θεολογικοῦ περιεχομένου καί ὁμιλίες γιά τόν χριστιανικό προσανατολισμό τῶν Νέων.

Μετά τήν ἀποπεράτωσι τῶν θεολογικῶν του σπουδῶν, προχώρησε περαιτέρω. Μετέβη στήν Ἀμερική τό 1965, ὅπου σέ ἄλλο πανεπιστήμιο, καταρτίσθηκε ἐπί δύο ἔτη στό μάθημα τῆς Ποιμαντικῆς καί τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου. Ἐν συνεχείᾳ ἔγραψε τήν διδακτορική του διατριβή μέ τίτλο: «Ἡ Ποιμαντική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας γιά τούς φυλακισμένους». Προσελήφθη ὡς βοηθός τοῦ καθηγητοῦ κ. Κωνσταντίνου Μουρατίδου, στά ἀνωτέρω μαθήματα στήν θεολογική σχολή Ἀθηνῶν καί ἄρχισε νά διδάσκει τούς φοιτητάς τά μαθήματά του. Οἱ λιπαρές γνώσεις του ἐπάνω στά δύο αὐτά θεολογικά μαθήματά του, ἡ γλυκύτης καί ἡ εὐγένεια τοῦ χαρακτῆρος του καί ἡ θαυμαστή του προσήνεια, εἵλκυσαν ἑκατοντάδες νέους καί φοιτητές κοντά του. Ἔτσι, ἀναγνωρίσθηκε καί ἀπό τίς τοπικές ἐκκλησιαστικές Ἀρχές ὡς ὁ κατ᾿ ἐξοχήν Κατηχητής τῆς Νεολαίας. Ἄρχισε νά κηρύττει στίς ἐκκλησίες τίς Κυριακές καί ἑορτές, νά γράφει θεολογικά καί ἐποικοδομητικά ἄρθρα καί νά καταναλώνεται καθημερινά σ᾿ αὐτές τίς δραστηριότητες.

Μέ τήν ἄδεια καί καθοδήγησι τοῦ καθηγητοῦ του κ. Μουρατίδη προχώρησε στήν σύνταξι ἄλλης θεολογικῆς ἐργασίας ἐπί ὑφηγεσίᾳ μέ τίτλο: «Ἡ Ποιμαντική κατά τούς Ἱερούς Κανόνας». Τήν ὑπέβαλε στόν σύλλογο τῶν καθηγητῶν καί τήν ἐνέκριναν μέ ἄριστα. Ἔτσι στήν συνέχεια γίνεται ὑφηγητής τοῦ πανεπιστημίου.

Τήν περίοδο ἐκείνη, σάν λαϊκός ἀκόμη θεολόγος καί κατηχητής, ἐγνώρισε ἕναν νεαρόν πού συχνά ἐκκλησιαζόταν στήν ἐκκλησία τοῦ γειτονικοῦ στρατοπέδου ἀεροπορίας, τῆς Παναγίας Σκέπης. Στήν ἐκκλησία αὐτή ἐπήγαινε καί ἡ μητέρα του, ἡ κ. Μαρία. Ἐγνώρισε τόν στρατιώτην Παναγιώτην καί τόν συνέδεσε μέ τόν γυιό της. Ἔκτοτε τόν παρέλαβε ὁ Κατηχητής Γεώργιος. Μετά τήν στρατιωτική του θητεία, τόν ἔβαλε νά μένει στό Ἵδρυμα «Ὁ Παντοκράτωρ». Ταυτόχρονα τόν ἐνέγραψε στό ἐκεῖ γειτονικό νυκτερινό γυμνάσιο, τό ὁποῖον καί ἐτελείωσε μετά ἀπό μία ἑπταετία. Κατόπιν ἔδωσε ἐξετάσεις καί μπῆκε στήν Θεολογική σχολή Ἀθηνῶν. Αὐτός εἶναι ὁ μετέπειτα πρῶτος ὑποτακτικός τοῦ Γέροντά μας, ὁ π. Πανάρετος.

Ποιά ἦταν ἡ καταγωγή τοῦ μακαριστοῦ μας ἱερομ. π. Παναρέτου; Τό ὄνομά του ἦταν Παναγιώτης Ἀντωνόπολος. Καταγόταν ἀπό τό χωριό Τσοτύλι τῆς Κοζάνης. Οἱ γονεῖς του Διαμαντῆς καί......ἀπέκτησαν τρία παιδιά, μέ πρῶτο τόν Παναγιώτη. Μετά τό Δημοτικό σχολεῖο στό χωριό του, ἐστάλη ἀπό τούς γονεῖς του στήν πόλι Κιλκίς καί ἔμαθε τήν τέχνη τῆς ζαχαροπλαστικῆς. Ἐπέστρεψε καί ἐργαζόταν στήν πατρίδα του σάν ζαχαροπλάστης. Ἦλθε ὁ καιρός καί νά στρατευθῆ. Ὑπηρέτησε στήν ἀεροπορία στήν ἀεροπορική βάσι πλησίον τοῦ Πειραιῶς. Ἐπήγαινε κάθε Κυριακή καί γιορτή στήν ἐκκλησία τοῦ στρατεύματος, ὅπου ἔψαλλε καί βοηθοῦσε τόν ἐφημέριο.

Ἡ κλῆσις του στόν μοναχισμό

Ὁ θεολόγος Γεώργιος, ἀφοῦ τελείωσε τίς σπουδές του καί στό Ἐξωτερικό ὑπηρέτησε καί στίς τάξεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ. Μετά τήν θητεία του ἐπανῆλθε στόν κοινωνικό στίβο, ὡς βοηθός τοῦ καθηγητοῦ κ. Μουρατίδου. Ἤδη εἶχε φθάσει στήν ἡλικία τῶν 37 ἐτῶν. Πολλοί τόν προέτρεπαν νά γίνει κληρικός γιά νά προσφέρει πολύ περισσότερα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας.

Πράγματι μέ εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ του, πρώην Μητροπολίτου Λήμνου κυροῦ Βασιλείου Ἀτέση, ἐπῆρε τήν ἀπόφασι νά μονάση στήν Ἱερά Μονή Πεντέλης Ἀττικῆς. Ἡ Μονή αὐτή κτίσθηκε ἀπό τόν ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας Τιμόθεο, ἐπίσκοπο Εὐρίπου κατά τόν 16ον αἰῶνα. Τήν περίοδο τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς ἐχρησίμευσε καί ὡς κρυφό σχολειό καί καταφύγιο τῶν κατατρεγμένων χωρικῶν τῆς περιοχῆς. Ἦλθε τόν Φεβρουάριο τοῦ 1972.  Ἀπεφάσισε, χωρίς ἐνδοιασμούς νά εἰσέλθη στόν στίβο τῶν μοναχικῶν ἀγώνων. Μετά ἀπό δοκιμασία ὀλίγων μηνῶν ἐκάρη μοναχός ἀπό τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς, τόν ἀρχιμ. π. Θεόκλητο Φεφέ, τήν Τεσσαρακοστή τοῦ ἔτου 1972. Τόν ἀκολούθησε καί ὁ Παναγιώτης, ὁ ὁποῖος τότε εὑρισκόταν στό δεύτερο ἔτος τῆς θεολογίας. Ἐκτός αὐτοῦ ἦλθε καί ὁ δευτεροετής φοιτητής τῆς θεολογίας Μόσχος Καμηλούδης μέ καταγωγή ἀπό τό Μεγάλο Μοναστήρι τῆς ἐπαρχίας Φθιώτιδος, (νῦν μητροπολίτης Μελέτιος Κατάγκας Νοτίου Κογκό Ἀφρικῆς). Ἀκόμη ἦλθε κοντά του καί ὁ νεαρός Γεώργιος Λασποχωρίτης, ὁ μετέπειτα μοναχός Τιμόθεος). Ὁ Γεώργιος καταγόταν ἀπό τό χωριό Μαυραχάδες Καρδίτσης. Γεννήθηκε τό 1949 καί ἦταν τό τρίτο ἀπό τά τέσσερα παιδιά τοῦ Χρήστου καί τῆς Ἀριστέας. Ἦλθε στήν Ἀθήνα γιά ἀνεύρεσι ἐργασίας καί ἐργαζόταν στό βιβλιοπωλεῖο τῆς χριστιανικῆς Ἀδελφότητος «Ζωή». Ἄκουσε γιά τόν θεολόγο Γεώργιο καί εἶπε στόν μεγαλύτερο ἀδελφό του, τόν Δημήτριο, πού ἐσπούδαζε στήν θεολογία, νά τόν γνωρίσει μέ τόν Γεώργιο. Καί ἀφοῦ γνωρίσθηκαν, ἔμεινε πλέον μαζί του.

 Στήν συνέχεια ἔγιναν καί οἱ κουρές τοῦ Παναγιώτη μέ τό μοναχικό ὄνομα Πανάρετος καί τοῦ Μόσχου μέ τό ὄνομα Μελέτιος. Τότε ἡ Μονή αὐτή εὑρισκόταν σέ ἄνθησι. Ἡγούμενος της ἦταν ὁ ἀρχιμ. π. Θεόκλητος Φεφές, ὁ ὁποῖος εἶχε στήν συνοδεία του περί τούς 25 μοναχούς. Ἐδῶ εἶχε ἱδρυθῆ ἐπί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ἱερωνύμου καί τό Μεγάλο Ἀρχιεπισκοπικό Κτίριο γιά τις ἐπίσημες συνάξεις τῆς Ἱεραρχίας ἤ ὁμιλίες διαφόρων θρησκευτικῶν ἡγετῶν ἀπό ἄλλες Ὁμόδοξες Ἐκκλησίες. Τήν ἴδια χρονιά χειροτονήθηκε διάκονος στόν ναό τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν ἀπό τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο καί ἱερεύς στόν ναό τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου Παλαιοῦ Φαλήρου, τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου τοῦ 1972, ἀπό τόν ἐπίσκοπο Εὐρίπου Εὐθύμιον.

Στήν Μονή Πεντέλης ἔμεινε ὁ π. Γεώργιος μέ τούς τρεῖς συνοδούς του μόλις 14 μῆνες. Στήν συνέχεια ὁ Θεός ἐπεφύλασσε μία ἄλλη μοναστική φωλεά γιά τόν νεαρόν ἱερομ. Γεώργιον καί τήν μικρή συνοδία του. Ὁ μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος τόν ἐκάλεσε νά ἔλθη καί νά ἐπανδρώσουν  τήν Μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου πού εἶναι πλησίον τοῦ χωριοῦ Ἀρμᾶς Χαλκίδος. Στήν Μονή αὐτή κατοικοῦσε μόνον ἕνας μοναχός ὁ ἱερομ. π. Βαρνάβας. Ὁ Γέροντας γνωρίζοντας τήν ἀρετή καί ἁγιότητα του μητροπολίτου Νικολάου, χωρίς δισταγμόν, ἀπεφάσισε καί ἐγκαταστάθηκε στό νέο αὐτό μοναστηράκι μέ τήν συνοδεία του. Παραιτήθηκε ἀπό τήν ἕδρα τῆς θεολογικῆς σχολῆς καί ἐπιδόθηκε στήν ὀργάνωσι τῆς μοναστικῆς συνοδίας του.

Ὁ μητροπολίτης κ. Νικόλαος τήν 8ην Ἀπριλίου 1973 χειροτόνησε τόν  διάκονο Πανάρετο σέ ἱερέα, τόν μοναχό Μελέτιο σέ διάκονο καί ἀπένειμε τό ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου στόν ἱερομ. π. Γεώργιο. Τό ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας  ἐνεθρόνισε καί ἡγούμενο τόν π. Γεώργιο, στήν Μονή τοῦ ἁγίου Γεωργίου Ἀρμᾶ.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ μητροπολίτου ὁ Γέροντας δέχθηκε στήν μονή τοῦ Ἀρμᾶ καί τόν τελειόφοιτο μαθητή τοῦ Λυκείου Ἰωάννη Κάντζα καταγόμενον ἀπό τό Κερατσίνι Πειραιῶς. (Μοναχός Νικόδημος, πού ἐκοιμήθη ὁσιακῶς τό 2009). Ἐπίσης δέχθηκε τόν φοιτητή θεολογίας Νεόφυτος Καλοκαίρη (νῦν μοναχός Βασίλειος) ἀπό τήν Κύπρο, γυιό τοῦ ἱερέως π. Νικολάου. Μετά τόν Μιχαήλ Ντε Λαχάρα (προσήλυτον ἀπό τό Περοῦ, πρώην καθολικόν καί νῦν ἱερομόναχο Συμεών). Ἔκανε τίς κουρές τῶν μοναχῶν του. Ὅλοι ζοῦσαν ἁρμονικά ἀσχολούμενοι μέ τά μοναχικά τους καθήκοντα. Ἔτσι συνολικά ἦσαν τά ἑξῆς ἄτομα: Ὁ Γέροντας π. Γεώργιος, ὁ ἱερομ. π. Βαρνάβας, ὁ ἱερομ. π. Πανάρετος, ὁ διάκονος π. Μελέτιος οἱ μοναχοί Τιμόθεος, Βασίλειος, Συμεών καί ὁ Δόκιμος Ἰωάννης.

Μετά ἀπό ἕνα χρόνο καί κάτι διαμονῆς ἐκεῖ, μία νέα περιπέτεια ἐκλόνισε ὁλόκληρη τήν Ἑλλαδική μας Ἐκκλησία. Μέ διάταγμα τοῦ τότε ὑπουργοῦ Ἐσωτερικῶν Δημ. Ἰωαννίδου, καί μέ συγκατάθεσι τῆς ἀρχιεπισκοπικῆς Αὐλῆς ἔγιναν ἔκπτωτοι ἀπό τούς θρόνους των 12 ἐξαιρετικοί στό ἦθος καί δραστήριοι στά ἔργα τους μητροπολίτες. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ὁ μητροπολίτης Χαλκίδος, ὁ ὁποῖος ἐντός μηνός ἔπρεπε νά ἐγκαταλείψη τήν ἕδρα του, χωρίς κάποια συγκεκριμένη αἰτία.

Ἡ μετάβασίς του στό Ἅγιον Ὄρος

Ἀφ᾿ ὅτου κατεστάθη ἔκπτωτος τοῦ θρόνου του ὁ μητροπολίτης Νικόλαος, ὁ Γέροντας π. Γεώργιος  δέχθηκε προτάσεις νά πάει καί νά μονάσει στό Ἅγιον Ὄρος. Μετά ἀπό σύσκεψι τῶν μοναχῶν τῆς συνοδείας του ἀπεφάσισαν νά ἐγκαταλείψουν τόν κόσμον.

Ἕνα μῆνα πρίν ἀναχωρήσουν ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος ὁ μοναχός π. Τιμόθεος ἀπό τήν συνοδία τοῦ Γέροντος π. Γεωργίου γιά ἐπίσκεψι. Ἦλθε καί στήν Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, ὅπου γνωρίσθηκε μέ τόν Προηγούμενο π. Βησσαρίων. Συνωμίλησαν γιά τήν ἐπάνδρωσι τῆς Γρηγορίου μέ τήν μικρή ἀδελφότητα τοῦ π. Γεωργίου (Καψάνη). Τότε ὁ π. Βησσαρίων ἔγραψε γράμμα πρός τόν Γέροντα Γεώργιο καί τό ἀπέστειλε μέ τόν ἡγούμενο τῆς Γρηγορίου ἀρχιμ. π. Διονύσιο νά τό δώσει αὐτοπροσώπως στόν Γέροντα Γεώργιο στήν Εὔβοια. Μετά ἀπό ὀλίγες ἡμέρες ἀνεχώρησε ὁ π. Διονύσιος, ἀλλά δέν ἔφθασε ποτέ στήν Εὔβοια, διότι ἐν τῶ μεταξύ ἀπέθανε σέ Μετόχι μας πλησίον τοῦ Βόλου ὁ Προηγούμενος π. Βησσαρίων καί ἔσπευσε ἐκεῖ γιά τήν προετοιμασία τῆς μεταφορᾶς τοῦ σκηνώματός του στήν Μονή μας.

Ὁ Γέροντας ὅμως π. Γεώργιος, μετά τήν δικτακτορική ἔκπτωσι τοῦ μητροπολίτου Χαλκίδος Νικολάου, ἀνεχώρησε μέ τήν συνοδία του γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Στίς 23 Ἰουλίου τοῦ 1974 εἶχαν φθάσει ὅλοι μαζί στήν Οὐρανούπολι, τό τελευταῖο χωριό, πρίν τήν εἴσοδό τους στό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκείνη τήν ἡμέρα συνέπεσε νά γίνεται καί ἡ ταφή τοῦ Προηγουμένου τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, τοῦ π. Βησσαρίωνος.

Ἡ συνοδεία τῶν Πατέρων ἔφθασαν στήν Δάφνη μέ τό ξυλοκάραβο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καί κατευθύνθηκαν στήν Ἱερά Μονή Σίμωνος Πέτρας. Εἶχαν γνωριμίες ἀπό παλαιότερα μέ τόν Ἡγούμενο π. Αἰμιλιανό Βαφείδη, ὁ ὁποῖος ἦλθε μέ τήν συνοδεία τῶν 23 μοναχῶν του ἀπό τήν Μονή τοῦ Μεγάλου Μετεώρου Καλαμπάκας, πρίν ἀπό ἕνα χρόνο, καί ἐγκαταστάθηκε στήν Μονή αὐτή.

Σύμφωνα μέ μαρτυρίες ἀδελφοῦ τῆς Μονῆς μας τοῦ π. Νεοφύτου, οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς Γρηγορίου, ἔψαχναν τά τελευταῖα αὐτά χρόνια γιά νέα συνοδεία, διότι εἶχαν ἀπομείνει ἤδη 16 γεροντάκια. Ἔχοντες πληροφορίες γιά τόν ἐρχομό τοῦ π. Γεωργίου στήν Σιμωνόπετρα, γιά τόν ὁποῖον εἶχαν ἀκούσει λίαν ἐπαινετικά λόγια, ἀπεφάσισαν νά τόν προσκαλέσουν. Μέ ἀπόφασι τῆς Γεροντικῆς τους Συνάξεως, ἐγράφη γράμμα καί ἐστάλη ὁ Γέρων Ἀνδρέας πρός συνάντησίν του. Τοῦ ἐδιάβασε τό γράμμα τῆς Γεροντίας των καί τόν προσεκάλεσε νά ἔλθη στήν Μονή. Ἐπίσης τοῦ μετέφερε τήν πρότασι τῆς Γεροντίας νά ἀναλάβει τήν ἡγουμενεία καί τήν διακυβέρνησι τῆς Μονῆς τους.

Ἡ ἐγκατάστασις τῆς νέας συνοδίας στήν Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγοριου.

Κατόπιν εἰδικῆς συσκέψεως μέ τήν συνοδεία του ἀπεφάσισαν καί μετά ἀπό 13  ἡμέρες, ἀφ᾿ ὅτου μπῆκαν στήν Σιμωνόπετρα, ἀνεχώρησαν γιά τήν Ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου.

Οἱ Πατέρες μέ ἐπικεφαλῆς τόν προσωρινό ἡγούμενο π. Διονύσιο, ὑπεδέχθηκαν τήν νέα συνοδία στήν πύλη τῆς Μονῆς μέ πολλή τιμή καί χαρά πνευματική. Εἰσῆλθαν ὅλοι στό Καθολικό καί ἔψαλλαν τήν Παράκλησι τοῦ Ἁγίου Νικολάου εἰς ἔνδειξιν εὐχαριστίας πρός τόν Προστάτη τους.

Σύμφωνα μέ τήν ἁγιορείτικη τάξι, γιά νά γίνει κάποιος ἡγούμενος, πρέπει νά ἔχει λάβει τήν κουρά τοῦ μεγαλοσχήμου ἀπό τόν προκάτοχόν του ἤ ἀπό ἕναν ἁγιορείτη ἱερομόναχο. Ἔτσι καί ὁ νεοφερμένος ἱερομόναχος π. Γεώργιος ἐκάρη Μεγαλόσχημος Μοναχός ἀπό τόν ἡγούμενο παπᾶ Διονύσιο στίς 6 Αὐγούστου τοῦ 1974 καί στίς 26 τοῦ ἰδίου μηνός ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς μας. Καί πάλι ἐδῶ, γιά λόγους εὐνοήτους, ἔγινε παράκαμψις τοῦ.......ἄρθρου τοῦ Καταστατικοῦ ἄρθρου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στό ὁποῖο ἀναγράφεται ὅτι πρέπει ὁ ὑποψήφιος γιά τήν ἡγουμενία νά ἔχει συμπληρώσει τόν 40ον  ἔτος τῆς ἡλικίας του καί νά ἔχει ζήσει στήν Μονή περισσότερα ἀπό ἕξι χρόνια.

Ὅλοι οἱ Ἀδελφοί ἐνεγράφησαν κατ᾿ εὐθεῖαν στό Μοναχολόγιο τῆς Μονῆς, καί ὄχι στό Δοκιμολόγιο, ὅπως εἶναι ἡ τάξις, ἐφ᾿ ὅσον ἦλθαν ὁμαδικῶς ὅλοι νά κοινοβιάσουν, χωρίς ἐνδοιασμούς ἤ ὑστεροβουλίες. Στήν συνέχεια ἐδόθησαν τά δωμάτια καί τά διακονήματα στούς νέους ἀδελφούς, ὡς βοηθούς φυσικά τῶν παλαιοτέρων. Γιά παράδειγμα ὁ μον. π. Τιμόθεος, ὅπως μοῦ εἶπε, ἀνέλαβε τό διακόνημα τοῦ παρηγουμενιάρη, ὁ διάκονος Μελέτιος βοηθός τοῦ ἀρχοντάρη, Γέροντος Μακαρίου, ἡλικίας τότε 83 ἐτῶν. Ὁ π. Πανάρετος, βοηθός τοῦ τραπεζάρη, Γέροντος Ἐφραίμ, ἡλικίας τότε 74 ἐτῶν.

 Τήν ἐποχή ἐκείνη ὑπῆρχε σέ ἔξαρσι ὁ ζηλωτισμός σέ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος, ἐξ αἰτίας τῶν οἰκουμενιστικῶν ἐνεργειῶν τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως μετά τῶν ἀρχηγῶν, τῶν ἄλλων λεγομένων «ἐκκλησιῶν». Καί μέσα στήν Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τό κλῖμα ἦταν ἐκρηκτικό. Τό ἥμισυ σχεδόν τῶν Πατέρων ἠρνοῦντο τήν μνημόνευσι τοῦ πατριάρχου. Ἀκόμη ἐπεδίωκαν εὐλογία ἀπό τήν Γεροντία τῆς Μονῆς νά τούς παραχωρήσει τό παρεκκλήσιο τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων, ὅπου θά τελοῦν μόνοι τους τίς ἀκολουθίες, χωρίς μνημόνευσι τοῦ πατριαρχικοῦ ὀνόματος. Ὁ τότε ἡγούμενος π. Βησσαρίων ἀντέδρασε στίς ἐπίμονες ἀπαιτήσεις τους καί μία πρωΐα ἀνεχώρησαν περί τούς 13 μοναχούς καί σκορπίσθηκαν σέ διάφορα μέρη. Δύο ζηλωτές ἔμειναν μέσα, μακαριστοί τώρα, ὁ παπᾶ Παῦλος καί ὁ Γέρο Ἰωακείμ, οἱ ὁποῖοι καί ἐκράτησαν οὐδετερότητα γιά τήν ἐκλογή τοῦ Γέροντός μας, ὡς ἡγουμένου τῆς Μονῆς

Ὁ π. Γεώργιος ὡς Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου

Ἀπό τήν ἡμερομηνία αὐτή τῆς ἀναθέσεως τοῦ ἡγουμενικοῦ ἀξιώματος στόν δραστήριο νέο Γέροντα, τόν π. Γέροντα ἀρχίζει μία νέα περίοδος. Συνεχίζεται ἡ ζωή στήν ὁποία ἐντάσσεται πλέον ἡ νέα ἀδελφότης μέ τά ἁγιορείτικα πλέον τυπικά, ἁγιορείτικες ψαλμωδίες καί νέες προοπτικές. Ὅσον ἀφορᾶ γιά τήν ὀργάνωσι τῆς Μονῆς καί τήν ἕνωσι τῶν δύο ἀδελφοτήτων τῆς παλαιᾶς καί τῆς νεωτέρας, ὁ Γέροντας Γεώργιος ἐνέπνευσε στούς νέους Πατέρας τόν σεβασμό καί τήν ὑπακοή πρός τούς παλαιοτέρους. Πολύ γρήγορα ἐπῆλθε αὐτή ἡ συνένωσι καί συμφωνία τῶν δύο ἀδελφοτήτων, χάρις στίς διδαχές τοῦ Γέροντός μας, τήν ὑπακοή τῶν νέων Πατέρων καί τήν ὑποδειγματική στάσι τους πρός τούς Γεροντάδες.

Οἱ Γεροντάδες ἦταν ἄνθρωποι, σχεδόν ὅλοι, μεγάλης ἀρετῆς. Παρά τήν βαθειά γεροντική τους ἡλικία, ὄχι μόνο κρατοῦσαν τά ἐπίμαχα διακονήματα, ὅπως τό Ἀρχονταρίκι, τό Γραφεῖο, τό Οἰκονομεῖο, τήν Ἐκκλησία κλπ ἀλλά καί συμμετεῖχαν ἀνελλιπῶς καί στίς καθημερινές ἀκολουθίες. Ὁσάκις ὁ Γέροντας, τούς ἔλεγε: «Πατέρες, προσευχηθῆτε γιά ἐμᾶς τούς νέους νά μᾶς στερεώσει ἡ Παναγία στό Περιβόλι της», αὐτοί μέ πολλή χαρά τούς ὑπόσχοντο ὅτι προσεύχωνται πάντοτε. Ὁ Γέρο-Σάββας, Μανιάτης στήν καταγωγή, ἐξαϋλωμένος στήν μορφή καί χαριτωμένος στήν καρδιά τοῦ ἔλεγε: «Δέν σ᾿ἀπαρατάω ᾿γώ. Ἐδῶ σἔχω, στό κομποσχοίνι μου κάθε μέρα».

 Ὅταν προέκυψε στήν Γεροντική Σύναξι ἡ σύνταξις ἑνός ἐπισήμου ἐγγράφου, ὁ Γέρο Ἀνδρέας, ἀποροῦσε ποιός θά τό γράψει. Καί τότε πετάχθηκε ὁ Γέρο-Μακάριος καί τοῦ εἶπε: «Ἔχεις μπροστά σου ὁλόκληρο κολοσσό, καί ἀπορεῖς ποιός θά γράψει, τό γράμμα;» Καί ὁ Γέροντας καθόταν ἀμίλητος στήν καρέκλα του σέ ὥρα συνεδριάσεως τῆς Γεροντίας.

 Μία ἄλλη φορά, ἦλθε ἀνώνυμη ἐπιστολή στούς Γεροντάδες τῆς Μονῆς, μέ τήν ὁποία κατηγοροῦσε ὁ ἀποστολεύς τόν Γέροντα, ὅτι εἶναι «Ζωϊκός», καί θά ἀλλοιώσει τήν καλογερική ζωή τοῦ Ὄρους. Ὅταν ἔγινε ἡ ἑβδομαδιαία σύναξις τῆς Γεροντίας, ἐζήτησαν οἱ Γεροντάδες νά διαβασθῆ αὐτή ἡ ἐπιστολή. Καί τότε ὁ Γέρο-Ἀνδρέας, πού ἦταν καί ὁ γραμματεύς τῆς Μονῆς, τούς ἔλεγε: «Δέν ὑπάρχει τέτοια ἐπιστολή. Ἦλθε ἐδῶ, ἀλλά χάθηκε, δέν ξέρω ποῦ εἶναι. Λοιπόν, δέν ὑπάρχει θέμα καί ἡσυχᾶστε».

 Ἕνας ἄλλος θαυμάσιος μοναχός ἀπό τούς παλιούς, πολύ δυναμικός ἦταν ὁ Γέρο Δαμιανός. Ἀσχολεῖτο μέ πέντε διακονήματα. Ἔλεγε συχνά στόν Γέροντα: «Ἐγώ δέν θά σέ κουράζω σέ τίποτε, Γέροντα. Θά σοῦ κάνω τέλεια ὑπακοή». Ἐπήγαινε νά πάρει τήν εὐλογία του, καί τοῦ ἔβαζε «στρωτή», μετάνοια, τήν ὁποία δέν ἔβαζαν οὔτε τά νέα καλογέρια του. Μερικές φορές ἐμεῖς οἱ  νεώτεροι ἐπειράζαμε τόν Γέρο-Δαμιανό: «Θά σωθοῦμε, Γέρο-Δαμιανέ;» Κι ἀμέσως τόν ἔπιαναν τά κλάμματα καί μᾶς ἔλεγε: «Ὅ,τι κάνει ἀπό πάνω ὁι Παππούλης μας». Ἐννοῦσε τόν Προστάτη μας, ἅγιο Νικόλαο, τόν ὁποῖον ὑπεραγαποῦσε. Οἱ Γεροντάδες ὄχι μόνον ἐσέβοντο τόν Γέροντά μας, ἀλλά καί ἔκοβαν τό θέλημά τους, παρότι ἐκεῖνος τότε ἦταν στήν ἡλικία σάν ἐγγόνι τους, μόλις 38 ἐτῶν!

Τά πρῶτα χρόνια, ἐπειδή εἶχε δοθῆ ἄδεια ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα νά ἀνοίγωνται δασικοί δρόμοι γιά νά διευκολύνουν τήν μεταφορά δασικῶν προϊόντων στίς παραλίες τῶν Μονῶν γιά πώλησι, οἱ Γεροντάδες ἔφεραν τό θέμα στήν Σύναξι. Ὅλοι ἦσαν σύμφωνοι νά ἀνοιχθῆ δρόμος πού νά συνδέει τήν Μονή μας μέ τό βουνό, πλήν τοῦ Γέροντος, ὁ ὁποῖος καί τούς εἶπε: «Πατέρες, ἔχετε ἀπό μένα τήν εὐλογία νά ἀνοίξετε τόν δρόμο, ἀλλά ἐγώ, μέ συγχωρεῖτε, δέν ὑπογράφω». Καί τότε ὅλοι εἶπαν ὁμοφώνως, «οὔτε ἐμεῖς θέλουμε, χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Καθηγουμένου μας!»

Σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 16 τοῦ Ἐσωτερικοῦ Κανονισμοῦ, ὁ Καθηγούμενος, ὀφείλει γιά ὁποιαδήποτε ἔξοδο του στόν κόσμο ἤ σέ ἄλλες Μονές ἤ στίς Καρυές νά συνοδεύεται ἀπό ἕνα Γέροντα τῆς Γεροντίας ἤ ἕναν ἄλλον ἡλικιωμένον μοναχόν. Αὐτό ὁ Γέροντας τό ἐκράτησε ἐπακριβῶς. Μᾶς ἔλεγε: «Πρέπει ἡ Γεροντία καί ὅλο τό μοναστήρι νά γνωρίζουν, ποῦ πηγαίνει ὁ Γέροντάς τους, μέ ποιούς συνομιλεῖ καί τί λέγει». Ἤθελε νά εἶναι, ὅπως ἔλεγε και ὁ ἴδιος «ἐπιστολή γινωσκομένη καί ἀναγινωσκομένη» ἀπό ὅλους. Ἔτσι, δέν μποροῦσε κανείς νά τόν κατηγορήσει γιά κάποιο παράπτωμά του. Ὁσάκις ἔβγαινε ἔξω στόν κόσμο γιά ὑποθέσεις τῶν Μετοχίων μας ἤ ὁμιλίες, ἔπαιρνε πάντοτε μαζί του τόν Γέρο-Ἀνδρέα. Δίπλα του ὁ Γέροντάς μας ἦταν σάν παιδί του, ἐνῶ ὁ Γέρο Ἀνδρέας 70 ἐτῶν. Καί οἱ ἄνθρωποι, χωρίς νά γνωρίζουν, ἔβαζαν μετάνοια στόν Γέρο Ἀνδρέα, διότι τόν θεωροῦσαν ἡγούμενο. Ἀλλά οὐδέποτε στενοχωρήθηκε, ὅπως μᾶς ἔλεγε μετά ὁ Γεροντάς μας, γι᾿ αὐτή τήν, ἀπό ἄγνοια τῶν ἀνθρώπων,  ἀνένοχη περιφρόνησι καί ἀτιμία!

Μία ἄλλη φορά, ἦταν μετά τό Πάσχα τοῦ 1977, καί οἱ Ἡγούμενοι τῶν Μονῶν ἀνέβηκαν στίς Καρυές γιά τήν Δισενιαύσιο Σύνοδο. Στήν ἐπιστροφή κατέβηκαν στήν Δάφνη καί μπῆκαν στό τότε ξυλοκάραβο τοῦ Θανάση τοῦ Τσοτρέλλη. Ὁ καιρός ἦταν καλός καί ἡ θάλασσα ἤρεμη. Ξαφνικά φουρτουνιάζει καί ὁ καπετάνιος δέν ἠμπορεῖ πλέον νά πλησιάσει καμμία ἀποβάθρα. Στήν Μονή μας ἐκεῖνες τίς ἡμέρες φιλοξενούσαμε τόν μακαριστό ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας Ἰεζεκιήλ. Κατεβήκαμε ὅλοι στήν παραλία. Τό καίκι μέ 52 ἄτομα προχωροῦσε μακριά ἀπό τήν παραλία μας, κόντρα στό κῦμα, τό ὁποῖο ἐρχόταν ἀπό τόν νότο. Ἐρίξαμε λάδι στήν θάλασσα, ἐψάλλαμε τήν Παράκλησι τοῦ ἁγίου Νικολάου. Τό πλοιάριο μόλις φαινόταν στό βάθος τῆς θαλάσσιας ἀβύσσου. Εἶχε προχωρήσει πέραν καί μακριά ἀπό τά Καρούλια, χωρίς νά γνωρίζει οὔτε ὁ καπετάνιος πού πηγαίνει καί ποῦ θά καταλήξει! Ἁπλῶς ἐπήγαινε κόντρα στό κῦμα. Ὁ κίνδυνος πνιγμοῦ ἦταν βέβαιος. Μετά τήν Παράκλησι, παραδόξως ἡ θάλασσα  ἄρχισε νά εἰρηνεύει. Καί τό πλοῖο πού μόλις φαινόταν μία κουκκίδα στήν ἄκρη τοῦ ὁρίζοντος, ἐπῆρε στροφή πρός τά ἀριστερά καί ἐναυάγησε στό λιμάνι τῆς Κερασιᾶς, τό Κλέφτικο, ὅπως λέγεται. Τήν ἄλλη ἡμέρα ἦλθε ὁ Γέροντας μέ τούς λοιπούς Πατέρες κουρασμένοι ἀλλά καί εὐγνώμονες, διότι ὁ Ἅγιος Νικόλαος τούς ἔσωσε ἐκ θανάτου.

Ἕνα ἄλλο σημεῖο συνέβη μέ τίς εὐχές τοῦ Γέροντός μας. Τό Πάσχα τοῦ 1979 ἦλθε ἕνας νεαρός στήν Μονή μας, τριτοετής τῆς γεωπονικῆς σχολῆς, ὀνόματι Σωτήριος. Εἶχε ἀγάπη γιά τόν Χριστόν, ἀλλά παρότι εἶχε ἔμπειρο Πνευματικό στόν κόσμο, νικήθηκε ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, μέχρι σημείου νά βλέπει ἀκόμη καί δαιμονικόν φῶς. Καί ἐδῶ στήν Μονή μας δέν ἠμποροῦσε νά ἡσυχάση ἀπ᾿ αὐτούς τούς λογισμούς. Ἐζήτησε κάποια ἡμέρα νά ἐξομολογηθῆ στόν Γέροντα. Ἄρχισε νά κλαίει ἐνώπιόν του, νά πίπτει στό πάτωμα. Τελικῶς δαιμονίσθηκε. Ἔπεσε κάτω καί ἄφριζε. Δηλαδή, ὡμιλοῦσε τό δαιμόνιο ἀπό τό στόμα του. Μᾶς ἐκάλεσε κοντά του ὁ Γέροντας. Ἀρχίσαμε νά διαβάζουμε Παρακλήσεις καί Χαιρετισμούς σέ πολλούς Ἁγίους. Ὅταν τοῦ φορέσαμε τό Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα στό στῆθος του, ἐκεῖνος ἄρχισε νά οὐρλιάζει λέγοντας: «Βγάλτε το αὐτό ἀπό πάνω μου. Τό φοβᾶται πολύ ὁ πονηρός. Μή μέ καίετε. Δέν ἀντέχω ἄλλο. Θά πάω νά πνιγῶ». Ἐν τῶ μεταξύ τόν κρατούσαμε ἐμεῖς ἀπό τά μπράτσα καί δέν μποροῦσε νά κουνηθῆ. Ὁ Γέροντάς μας τοῦ εἶπε: «Κάτι κρύβεις μέσα σου καί γι᾿ αὐτό ἔχει ἀκόμη ἐπάνω σου ἐξουσία ὁ δαίμονας». Δέν μέ ἀφήνει ὁ πονηρός νά τό ἐξομολογηθῶ», ἀπήντησε στόν Γέροντα. Κατ᾿ ἐντολήν τοῦ Γέροντος ἐβγήκαμε ὅλοι ἔξω. Ὁ Γέροντας τόν παρεκάλεσε τώρα νά βγάλει ὅλα τά μυστικά τῆς καρδιᾶς του. Πράγματι ἐξωμολογήθηκε. Τό δαιμόνιο ἔφυγε καί ὁ νεαρός εἰρήνευσε. Μετά ἀπό ὀλίγες ἡμέρες μέ συμβουλή τοῦ Γέροντος Παϊσίου βγῆκε ἔξω νά συνεχίσει τίς σπουδές του. Πράγματι τελείωσε. Ἐπέστρεψε στό Ὄρος. Κοινοβίασε στήν Μονή Κουτλουμουσίου μέ τό ὄνομα Βαρθολομαῖος καί μέ τήν ἄδεια τῆς Μονῆς του σήμερα ἐργάζεται ὡς ἱερομόναχος σέ προσκυνήματα τοῦ Πατριαρχείου στήν Κωνσταντινούπολι.

Ἡ πρώτη μέριμνα τοῦ Γέροντος, ἀνάμεσα στίς ἄλλες, ἦταν ἡ πρόθυμη συμμετοχή τῶν Πατέρων στίς καθημερινές ἀκολουθίες. Στούς Γεροντάδες ἦταν πάντοτε ἐπιεικής καί στοργικός, χωρίς ποτέ νά τούς πιέζει σέ κάτι. Τούς ἔδινε εὐλογία ὅ,τι καί νά ζητοῦσαν, πάντοτε καί γιά τό συμφέρον τῆς ψυχῆς τους.

Ὁ Γέροντάς μας υἱοθέτησε πλήρως τό πρόγραμμα τῶν καθημερινῶν ἀκολουθιῶν στίς ὁποῖες συμμετεῖχε ἀνελλιπῶς ἀπό τήν ἀρχή. Μετά τόν ἐξάψαλμο διετήρησε τήν παλιά τάξι νά περιέρχεται τά στασίδια μέ τό κερί ἀναμμένο καί νά παρακολουθῆ τούς παρόντας. Γιά τούς ἀπόντες εἶχε δώσει τήν εὐλογία στόν παρηγουμενιάρη νά φροντίζει νά τούς καλεῖ αὐτοπροσώπως. Ἔτσι, ὅλοι οἱ Πατέρες ἦσαν παρόντες. Ἐνίοτε ἀπουσίαζε ὁ ἴδιος ἀπό τήν ἀκολουθία, διότι ἀπό τή νεότητά του εἶχε κοιλιακά προβλήματα ἤ αἰσθανόταν ὑπερκόπωσι. Ἀλλά κάθε φορά μᾶς ἔλεγε: «Πατέρες, νά μέ συγχωρεῖτε πού ἐνίοτε φεύγω ἀπό τήν ἀκολουθία. Μέ ταλαιπωροῦν πολλά προβλήματα μέ τήν ὑγεία μου. Ἀλλά νά ξέρετε ὅτι μέ τήν καρδιά μου εἶμαι μαζί σας στήν ἐκκλησία. Κατ᾿ ἀνάγκην ἀπουσιάζω, χωρίς νά τό θέλω».

 Ἐμεῖς οἱ νεώτεροι προσπαθούσαμε νά μιμηθοῦμε τούς Γέροντες στήν ὀρθοστασία, ἀλλά δέν τά καταφέρναμε. Αὐτοί εἶχαν εὐλογία ἀπό τόν Γέροντά τους, τόν παπᾶ Θανάση, νά κάθωνται μόνον στά Καθίσματα τοῦ ὄρθρου καί στίς Ὧρες, μετά τόν ὄρθρο. Τίς ὑπόλοιπες ὧρες νά εἶναι ὄρθιοι καί προσευχόμενοι.

Μερικοί ἀπό τούς γέροντες ἦσαν καί οἱ ψάλτες στήν ἐκκλησία, χωρίς ὅμως ἰδιαίτερες ἐπιδόσεις καί καλλιφωνίες. Γι᾿ αὐτό στίς γιορτές καί Κυριακές ἤρχοντο δύο μισθωτοί πρωτοψάλτες ἀπό τό Κελλίο τῶν Καρτσωναίων τῆς Ἁγίας Ἄννης καί ἔψαλλαν πανηγυρικά. Ἦσαν ὁ μακαριστός παπᾶ Παντελεήμων καί ὁ ἔτι ἐπιζῶν παπᾶ Χρυσόστομος. Ἀλλά ἀπό τίς ἀρχές τοῦ ἑπομένου ἔτους 1975 ἔφερε ἡ Παναγία ἄλλους νεαρούς ἀδελφούς, ἀποφοίτους μουσικολογικῶν σχολῶν καί ἔτσι ἡ Μονή ἀπέκτησε τήν αὐτοτέλειά της, στό θέμα τῆς μουσικῆς παραδόσεως καί ἐκτελέσεως τῶν ἀκολουθιῶν καί ἀγρυπνιῶν.

Ὁ Γέροντάς μας, ἤθελε νά ψάλλουν ἐναλλάξ ὅλοι οἱ ἔχοντες τό χάρισμα, ἔστω μικρόν, τοῦ ψαλσίματος. Γι᾿ αὐτό καθιερώθηκε ἀπό τά πρῶτα χρόνια νά ἀλλάζουν οἱ ψάλτες γιά κάθε ἡμέρα ἀρχίζοντας ἀπό τόν Ἑσπερινό καί τελειώνοντας μέ τήν λῆξι τῆς θείας Λειτιουργίας. Ἐπίσης, εἶχε μεγάλη χαρά νά συμψάλλουν καί δύο ἀκόμη ἑκατέρωθεν ἀδελφοί, σάν βοηθοί τοῦ βασικοῦ ψάλτου. Ἤθελε νά προσφέρεται ἡ λατρεία πρός τόν Θεό μέ ἀγγελικές καί ἁρμονικές φωνές. Μία φορά, εἶχε στενοχωρηθῆ, διότι δέν εἶχαν μεταβῆ ἄλλοι ἀδελφοί νά σιγοψάλλουν καί κρατήσουν τό ἴσον στόν ψάλτη τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ. Καί νά μᾶς διδάξει ὑπακοή, ταπείνωσι καί ἀγάπη, ἔφυγε ἀπό τό ἡγουμενικό του στασίδι καί ἐπῆγε καί στάθηκε στό στασίδι δίπλα στόν ἀριστερό ψάλτη, νά τόν βοηθήσει. Ἐμεῖς παγώσαμε ἀπό τήν θλῖψι μας.....Ἐπήγαμε καί τοῦ ζητούσαμε μετά συγχώρησι βάζοντας μετάνοιες...

Πολλές φορές σέ ὥρα ἀκολουθίας, δέν στεκόταν στό στασίδι του, ἀλλά μέσα στόν Ἱερό Βῆμα. Τόν πλησίασα ἕνα πρωϊνό καί τόν ἐρώτησα: «Γιατί Γέροντα, δέν κάθεστε στό στασίδι σας νά λέτε καί τά δικά σας, τά γεροντικά ἀναγνώσματα; Καί ἰδού τί μοῦ εἶπε: «Ἄσε, παιδί μου, νά διαβάζουν καί οἱ ἄλλοι Πατέρες. Μόνο ἐγώ ξέρω νά διαβάζω; Καί ποιός εἶμαι ἐγώ; Ἄχ, παιδί μου, μοῦ εἶπε μέ στεναγμούς:  «Νά, ἤξερες πόσο ἁμαρτωλός εἶμαι ἐγώ! Δέν ὑπάρχει χειρότερος ἀπό μένα στόν κόσμο». Ἐξεπλάγην καί ἔφυγα ἀπό κοντά του θαυμάζοντας τήν μεγίστη ταπείνωσί του. Καί ἐσκεπτόμουν: «Τί ταπείνωσις εἶναι αὐτή πού ἔχει ὁ Γέροντας!  Φθάνει σέ ἀγγελικά ὕψη....!» Πραγματικά, ἀπορεῖ κανείς, γιά τήν ταπείνωσί του, διότι ἀπό παιδικῆς του ἡλικίας παρέμεινε ἄτρωτος στόν κόσμο ἀπό τίς σαΐτες τοῦ πονηροῦ καί τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν!

Ἄλλοτε πάλιν, ἦταν ἡ Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 1980. Στήν νυκτερινή ἀκολουθία ὁ ἅγιος Γέροντάς μας, μιμούμενος τήν ἀγάπην  καί ἀνεξικακίαν τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ὁποῖος ἔπλυνε τούς πόδας τῶν Μαθητῶν του, ἔβαλε μετάνοια ἐνώπιον ἑνός νέου ἱερομονάχου. Τοῦ ἐζήτησε συγγνώμη, διότι αὐτός ὁ ἀδελφός εἶχε συχνά πυκνά λογισμούς ἐναντίον τοῦ Γέροντός του. Καί τελικά αὐτός ὁ ἀδελφός πολιορκούμενος ἀπ᾿ αὐτούς τούς λογισμούς καί κατά κράτος αἰχμαλωτισμένος ἀνεχώρησε τῆς Μονῆς μετά ἀπό μίαν δεκαετίαν. Σήμερα εἶναι ἐφημέριος εἰς κάποιον χωρίον ἑνός νομοῦ  τῆς Μακεδονίας μας.

Μία ἄλλη φορά, μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Πάτερ, κάνε προσευχή τό βράδυ νά μάθουμε ἄν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ νά κάνω τήν κουρά τοῦ τάδε ἀδελφοῦ». Πραγματικά ἐξεπλάγην ἀπό τήν ταπείνωσίν του. Ποιός εἶμαι ἐγώ ὁ εὐτελής καί τιποτένιος καλόγερος νά πληροφορήσω τόν Γέροντά μου γιά ἕνα τέτοιο θέμα, πού μόνον αὐτός εἶναι ὁ εἰδήμων καί ὑπεύθυνος γιά τίς κουρές καί τίς χειροτονίες τῶν ἀδελφῶν!

Τό 1980, ἔγινε ἡ προσπάθεια ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος γιά τήν ἐπάνδρωσι τῆς Μονῆς τοῦ Καρακάλλου, διότι εἶχαν ἀπομείνει πέντε ἀνήμπορα γεροντάκια. Οἱ ὑπάρχοντες Γέροντες τῆς Καρακάλλου μέ ἐπικεφαλῆς τόν νεώτερον, τόν π. Κοδρᾶτον, ἐζήτησαν συνοδείαν ἀπό τήν ἰδικήν μας Μονήν. Ἐπιφανεῖς ὅμως ἀντιπρόσωποι, ἐπίστευσαν ὅτι ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς ἐπιδιώκει τεχνηέντως νά ἁρπάξει τό Καρακάλλου καί νά στείλει 4-5 ἀδελφούς δικούς του. Τόσον πολύ ἐθυμώθη ὁ τῆς Διονυσίου μέγας καί στό θεολογικό του χάρισμα ἀντιπρόσωπος, ὥστε εἶπε ἐνώπιον τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἀντιπροσώπων: «Ἐγώ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς πονηρίας τοῦ Γεωργίου, παραιτοῦμαι ἐκ τοῦ Σώματος τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καί διακόπτω τήν ἔκδοσιν τοῦ περιοδικοῦ «Ἀθωνικοί Διάλογο! Οἱ νέες ἀδελφότητες φέρουν ἰδική των νοοτροπίαν  καί ἦλθαν νά κλονίσουν τάς ἁγιορειτικάς μας παραδόσεις...». Ἔμαθε ὅλα αὐτά ὁ Γέροντάς μας, χωρίς νά ταραχθῆ ἤ νά σχολιάσει δυσμενῶς τόν εἰρηθέντα Ἀντιπρόσωπον. Ὅταν παρουσιάσθηκε κάποια ἀνάγκη ἀνέβηκε στίς Καρυές. Συναντήθηκε μέ τόν π. Θ., στόν ὁποῖον ἔβαλε μετάνοια, ἐνῶ ἦτο τελείως ἀθῶος. Καί ὁ πολύς Διονυσιάτης μοναχός π. Θ. ἔλεγε κατόπιν στούς ἄλλους: «Βλέπετε; Δικαιώθηκα. Ἦλθε καί μοῦ ἔβαλε μετάνοια ὁ Γεώργιος, διότι κατάλαβε τό σφάλμα του»!

Παρότι εἶχεν ὡς Ἡγούμενος ἀπεριόριστον πνευματικήν καί διοικητικήν ἐξουσίαν, ἐν τούτοις ἔκοβε τό θέλημά του ἀπέναντι στό Σῶμα τῆς Γεροντίας καί κατ᾿ ἰδίαν στούς μοναχούς του. Τό 1980, ἔγινε ἡ συζήτησις γιά τήν ἀπομάκρυνσι τῆς ξυλόσομπας ἀπό τήν ἐκκλησία, διότι εἶχαν καπνισθῆ ὅλες οἱ τοιχογραφίες. Καί τό ἐρώτημα ἦταν νά τοποθετηθοῦν μικρά καλοριφέρ κάτω ἀπό τά στασίδια τῶν Πατέρων. Ἀντέδρασαν μόνον τέσσερεις πατέρες, ὅτι αὐτό σημαίνει ἐκσυγχρονισμός. Καί ὁ Γέροντας ἔκοψε τό θέλημά του καί δέν δέχθηκε τήν πρότασι τῆς Γεροντίας. Οἱ ἀντιδράσαντες Πατέρες τοῦ εἶπαν: «Γέροντα, γνώμη ἐκφράζουμε. Δέν ἔχουμε θέλημα». Καί ἐκεῖνος τούς εἶπε: «Καί ἐγώ δέν ἔχω θέλημα».

Ὅταν ἦλθε στήν Μονή μας, οἱ Γεροντάδες κρατοῦσαν μία «παραδοσιακή» κατά τήν γνώμη τους, γραμμή στό θέμα τῆς Θείας Κοινωνίας. Κοινωνοῦσαν μία φορά κάθε 20 ἡμέρες μέ τριήμερη ἀλάδωτη νηστεία. Καί, ἐάν τούς συνέβαινε κάτι τό πειρασμικό, θά ἔπρεπε νά κοινωνήσουν μετά ἀπό 40 ἤ 60 ἡμέρες, δηλαδή, μετά ἀπό δύο περίπου μῆνες. Ἀλλοῦ, ὅπως καί στήν Ρουμανία, ἡ Θεία Κοινωνία ἦταν σπάνιο φαινόμενο, ἀφοῦ κοινωνοῦσαν οἱ μοναχοί, ὅπως καί οἱ λαϊκοί, τρεῖς ἤ τέσσερεις φορές τόν χρόνο. Ὁ Γέροντας, γιά νά μή θεωρηθῆ ὡς νεωτεριστής, ἐρώτησε τόν ἡγούμενο τῆς γείτονος Μονῆς Διονυσίου, π. Χαράλαμπο. Καί ἐκεῖνος τοῦ συνέστησε συχνή θεία Κοινωνία, διότι δέν ἔχουν ἄλλο ἰσχυρώτερο ὅπλο οἱ μοναχοί νά ἀντισταθοῦν στῶν δαιμόνων τίς ἄπειρες καί πονηρές καθημερινά παγίδες καί ἐπιθέσεις. Ἔτσι, παρά τήν σιωπηλή ἀντίδρασι τῶν παλαιοτέρων, ἐπάνω στό θέμα αὐτό καθιερώθηκε ἡ ἑβδομαδιαία Θεία Κοινωνία μέ ἀλάδωτες τίς καθιερωμένες ἡμέρες Δευτέρας, Τετάρτης καί Παρασκευῆς. Ἐπίσης ὁ Γέροντας τό θεωροῦσε μεγάλη ἁμαρτία καί περιφρόνησις πρός τόν Χριστόν, νά μή κοινωνοῦν οἱ μοναχοί τήν Κυριακή, πού εἶναι ἀναστάσιμη ἡμέρα! Μά γι᾿ αὐτό ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, μᾶς ἔλεγε, γιά νά ἀναστήσει καί ἡμᾶς ἀπό τόν τάφο τῶν παθῶν μας. Καί, πῶς ἠμποροῦμε νά στρέφουμε τά νῶτα τίς Κυριακές, ἀρνούμενοι νά λάβουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του;

 Ὅσον ἀφορᾶ γιά τό Σάββατον καθιερώθηκε τό πρωΐ νά καταλύεται καί τό βράδυ ἀλάδωτον γιά τήν Θεία Κοινωνία τῆς Κυριακῆς. Στήν συνέχεια, ἔχοντας καί τήν γνώμη ἄλλων Ἁγιορειτῶν Γεροντάδων, ἐπετράπη καί  συχνότερα ἡ Θεία Κοινωνία. Αὐτή ἡ πρᾶξις εἶναι σωστή καί  ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς, κατά τήν γνώμη τοῦ μακαριστοῦ Γέροντός μας, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔλεγε «ὅτι ὁ Χριστός θυσιάσθηκε νά μᾶς προσφέρει τόν ἑαυτόν Του εἰς βρῶσιν καί πόσιν γιά τήν σωτηρία καί τόν ἁγιασμόν μας. Ἐπίσης, θεωρεῖται, περιφρόνησις πρός τόν Χριστόν, νά προβάλλεται μέ τά χέρια τοῦ λειτουργοῦ ἱερέως τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ στήν Ὡραία Πύλη, καί ἐμεῖς νά στρέφουμε τά νῶτα. Νά ἀρνούμεθα τήν πρόσκλησιν τοῦ Χριστοῦ διά τοῦ ἱερέως πού μᾶς καλεῖ: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας μᾶς ἔλεγε ὅτι μέ τήν συχνότερη προσφορά τῆς Θείας Κοινωνίας, εἶδε μεγάλη πρόοδο στήν πνευματική ζωή τῶν Πατέρων. Εἶδε ὅτι ἐβασίλευε στήν καρδιά τους ἡ εἰρήνη τῶν λογισμῶν, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ προσευχή καί αὐξανόταν ὁ θεῖος πόθος.

Μία Κυριακή βράδυ, ἦταν ἡ 17η Ἰουλίου 1987, μᾶς ἀνέλυσε θεολογικῶς τό Μέγα γεγονός τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας. Καί μᾶς εἶπε ὅτι ὅλο τό Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ μας ἀπέβλεπε στήν ἰδική μας σωτηρία καί θεοποίησι, κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, πατριάρχου Ἀλεξανδρείας. Ταυτόχρονα ἐκείνη τήν βραδυά μᾶς συνέστησε προσοχή στά ἑξῆς πνευματικά θέματα: «Πατέρες μου, νά μέ χάσουμε τόν πρωταρχικόν ζῆλον μέ τόν ὁποῖον ἤλθαμε στό μοναστήρι μας. Νά μή μᾶς κυριεύει ἡ ἀμέλεια καί ἡ ἀκηδία. Νά μή σκανδαλίζουμε μέ λόγια ἤ μέ τήν συμπεριφορά μας τούς λαϊκούς, διότι θά μέ ἀναγκάσετε νά σᾶς ἐπιβάλλω ἐπιτίμιον ἀκοινωνησίας ἐπί τρεῖς μῆνες». Αὐτό μᾶς τό εἶπε ὁ Γέροντας, διότι ἕνας ἀδελφός συμπεριφέρθηκε μέ ἀνάρμοστον τρόπο σέ ἄλλον μοναχόν ἐνώπιον λαϊκῶν προσκυνητῶν μας. Ἐμεῖς ὅμως ἐθαυμάσαμε τήν στάσι τοῦ ὑβρισθέντος μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος δέν ἀντιμίλησε στόν παραδελφό του. Ἀνεχώρησε γιά τό κελλί του καί ἐνίκησε κατά κράτος τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος ἤθελε νά τόν ρίξει σέ πειρασμό. Τήν ἄλλη ἡμέρα τόν ἐρώτησα πῶς αἰσθάνεται μετά τήν χθεσινή λεκτική τοῦ ἀδελφοῦ «δημηγορία»; Καί μοῦ εἶπε: «Δέν ἔχω καμμία κακία στήν καρδιά μου. Τόν ἀγαπῶ, ὅπως καί πρίν».

Τήν 3ην Αὐγούστου 1987 εἴχαμε τήν καθιερωμένη σύναξι τῆς ἀδελφότητος. Ἀπό μαγνητοφωνημένη κασσέτα ἀκούσαμε τήν ὁμιλία τοῦ ἀσκητοῦ τῶν Κατουνακίων, ὁσίου Ἐφραίμ, περί τῆς ὑπακοῆς. Κατόπιν ἐπρόσθεσε τά ἑξῆς ὁ Γέροντάς μας: «Νά μή ἀντιδροῦμε σέ ὅ,τι μᾶς διατάζει ὁ Γέροντας. Ἄν ἀντιδροῦμε σημαίνει ὅτι ἔχουμε πεποίθησι στό δικό μας μυαλό. Νά προσέχουμε γιά νά μή σκανδαλίζουμε τούς μικρότερους ἀδελφούς μας, οὔτε νά ἐξομολογούμεθα τούς λογισμούς μας σ᾿ αὐτούς. Κατόπιν, μᾶς ἐξήγησε γιατί ἕνας ἀπό τούς ἀδελφούς τῆς Μονῆς μας ἐζήτησε ἀπολυτήριο γιά νά φύγει. Μᾶς εἶπε ὅτι γιά νά μείνει κάποιος κοντά στόν Γέροντά του, πρέπει νά ἔχει ὑπακοή καί ἐκκοπή τοῦ θελήματός του. Ἐπίσης πρέπει νά ἐξομολογεῖται καθαρά ὅ,τι τοῦ συμβαίνει καί νά εἶναι εἰλικρινής μέ τόν ἑαυτό του καί μέ τούς ἄλλους.

Ὅσον ἀφορᾶ τήν ποιμαντική τῶν Πατέρων, ὁ Γέροντας, εἶχε πράγματι, ὅπως ἐμεῖς τό ἐζήσαμε ἐπί 40 χρόνια, τό χάρισμα ἀπό τόν Θεόν. Ἦταν γεννημένος γιά πνευματικός Πατέρας. Συνεδύαζε τήν αὐστηρότητα μέ τήν ἀγάπη. Γιά μερικά σφάλματά μας, ἔπρεπε κανονικά νά μᾶς ἐπιβάλει κάποιον παιδαγωγικό κανόνα. Καί ὅμως τό ἀπέφευγε, γιά νά μή μᾶς στενοχωρήσει, ὅπως πάντοτε μᾶς ἔλεγε. Ἀντίθετα, αὐτός ἐξευτέλιζε τόν ἑαυτό του λέγοντας ὅτι «ἐγώ δέν εἶμαι ἅγιος γιά νά ἔχω καί ἅγια καλογέρια. Γιά τά λάθη τά δικά σας, ἐγώ εὐθύνομαι ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ». Μπροστά σέ κάποιο παράπτωμά μας ἐπιθυμοῦσε νά μᾶς ὑποδείξει τό λάθος μας. Ἐάν τό καταλαβαίναμε, τότε τοῦ ζητούσαμε συγγνώμη. Ὁπότε ἐτελείωνε τό θέμα μέ τόν Γέροντα καί τόν ὑποτακτικό. Συχνά σέ στιγμές ἐσωτερικῆς χαρᾶς, μᾶς ἔλεγε: «Σᾶς ἀγάπησα μέ μία τέλεια τοῦ Χριστοῦ ἀγάπη. Ἐσεῖς εἶσθε οἱ ἐπίγειοι ἄγγελοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Σᾶς καμαρώνω, ὅταν ψάλλετε ὅλοι μαζί, σάν ἄγγελλοι στά δύο ἀναλόγια, κυρίως στίς παραδεισένιες ἀγρυπνίες μας». Εἶχε σέ τέτοιο βαθμό καί τήν πηγαία εὐγένεια, πού δέν ἐδίσταζε, νά ζητήσει καί συγγνώμη, ἄν σέ κάτι μᾶς ἐστενοχώρησε.

Λόγῳ αὐτῆς τῆς θεοπαραδότου ἀγάπης του, ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του ἦταν πάντα ἀνοικτή. Μᾶς ἔλεγε: «Δέν ἔχω θέλημα. Ἀνήκω ὁλόκληρος σέ ἐσᾶς. Θέλω καί ἐσεῖς νά μοῦ κάνατε ὑπακοή γιά νά ἀναπαύεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στίς καρδιές σας. Τό κελλί μου ἀνά πᾶσαν στιγμήν καί τήν νύκτα θά εἶναι ἀνοικτόν. Νά ἔρχεσθε νά σᾶς ἀκούω. Νά κάνουμε μαζί προσευχή. Μαζί νά ἀγωνιζώμεθα καί μαζί νά σηκώνουμε τόν ζυγόν τῆς καλογερικῆς μας ζωῆς. Συχνά, ὅπου μᾶς εὕρισκε στόν δρόμο, στήν αὐλή, στούς κήπους, μᾶς χαιρετοῦσε μέ πατρική ἀγάπη καί τό ἀγγελικό του χαμόγελο, λέγοντας: «Εὐλογεῖτε Πατέρες». Ποτέ δέν ἐνθυμοῦμαι νά ἐκάλεσε κάποιον μοναχόν μέ τό ὄνομά του. Ὅλους τούς ἐκαλοῦσε μέ τό πάτερ (τάδε), ἰδιαίτερα ὅταν εὑρίσκοντο ἐνώπιόν του καί ξένοι ἄνθρωποι!

Ὅταν κάποιος ἤρχετο γιά μοναχός, τοῦ ἔδινε ἐντολή νά κάνει τόν ἑξῆς καλογερικό του κανόνα, ὅπως ἦταν ἡ παράδοσις ἀπό παλιά. Κάθε ἡμερονύκτιο γιά τούς δοκίμους ἕξι κομποσχοίνια τῶν 100 κόμπων καί 60 μετάνοιες. Ἐνῶ στούς μεγαλοσχήμους ἔδινε κανόνα γιά 12 κομποσχοίνια τῶν 100 κόμπων καί 120 μεγάλες μετάνοιες.

Τό ποιμαντικό του χάρισμα ἐξεδηλώνετο ὄχι μόνο στίς κατ᾿ ἰδίαν συναντήσεις μέ τούς Πατέρες, ἀλλά καί στίς ἑβδομαδιαίες συνάξεις, πού εἶχα καθιερώσει, κυρίως τά βράδυα τῶν Κυριακῶν. Φοροῦσε πάντοτε τό ράσο του. Μᾶς χαιρετοῦσε μέ τό «Εὐλογεῖτε Πατέρες». Ἐψάλλαμε κατ᾿ ἐντολήν του τό ἀναστάσιμο ἀπολυτίκιο τοῦ ἤχου ἐκείνης τῆς ἑβδομάδος καί καθόμασταν. Στήν ἀρχή μᾶς ἐδιάβαζε κάποιο ἐπίκαιρο πατερικό λόγο. Σχολίαζε τά ὅσα διαβάσθηκαν ἀπό κάποιον ἀδελφό καί ἐπικέντρωνε τόν λόγο του σέ κάποιο θέμα, σχετικό μέ τήν πνευματική μας κατάστασι. Ἐπίσης, μᾶς ἐσχολίαζε καί γιά τά σοβαρά προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας ἁπανταχοῦ τῆς γῆς. Ἀκόμη καί γιά πολιτικές ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες θά ἦσαν ἐπιζήμιες γιά τήν Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος μας.

Μία βραδυά, ἦταν ἡμέρα Τετάρτη τῆς Διακαινησίμου τοῦ ἔτους 1982. Ἰδού τί μᾶς εἶπε, ὅπως τά κατέγραψα, κατόπιν στό κελλί μου: «Πατέρες, ἄς παραδειγματιζόμεθα ἀπό τούς Σιμωνοπετρίτας Πατέρας. Δέν ἔχομεν τήν ἀρετή τους, τήν ἀγάπην τους, τήν ἑνότητά τους. Ὑπάρχει εἰς ἡμᾶς ἀκόμη τό πνεῦμα τοῦ ἐγωϊσμοῦ. Καί συμβαίνει εἰς μερικούς νά ἀκολουθοῦν δική τους γραμμή πλεύσεως, ὡσάν νά μήν ἔχουν Πνευματικό Πατέρα. Καί συμβαίνει αὐτό, διότι δέν παρέδωσαν ἐξ ὁλοκλήρου τόν ἑαυτόν τους εἰς τό θέλημα τοῦ Γέροντος καί τοῦ Θεοῦ. Νά ἔχετε, παρακαλῶ, ἐμπιστοσύνη εἰς τόν Γέροντά σας. Εὑρίσκεται εἰς αὐτήν τήν θέσιν μέ τίς εὐλογίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ τήν ἄδεια καί τήν ἐνθρόνισί  του ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος. Καί τό πνεῦμα τοῦ Γέροντος εἶναι τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας μας. Νομίζετε ὅτι δέν σέβομαι καί δέν ὑποτάσσομαι εἰς τούς Κανόνας, ἀλλά τότε πῶς ἀγωνίζομαι γιά τό ἀκραιφνές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, γιά τόν κίνδυνο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ κομμουνισμοῦ καί τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας;

Μετά τήν ἀποχώρησίν μου ἤ τόν θάνατόν μου ἀπό τό ἡγουμενικόν ἀξίωμα, θά κάνετε νηστεία καί προσευχή ἐπί τρεῖς ἡμέρας καί οὕτω θά ἐκλέξετε τόν διάδοχόν μου. Δέν θά σᾶς προτείνω ἐγώ, ἀλλά ἐσεῖς θά τόν ἐκλέξετε. Καί ὅποιος ἐκλεγῆ, αὐτός θά ἔχη καί τήν εὐλογίαν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐσεῖς ὀφείλετε νά κάνετε ὑπακοή. Ὅσοι θά κάνετε ὑπακοή εἰς τόν διάδοχόν μου, θά σᾶς εὐλογῶ πλουσίως καί ἐκ τοῦ τάφου μου καί θά ἔχετε πλουσίαν τήν εὐχήν μου. Ὅσοι παρακούετε, ἀπό τώρα σᾶς τό λέγω, καί εἶναι βαρύς ὁ λόγος μου, νά ἔχετε τήν κατάραν μου...».

Ὁ Γέροντας ἀπέναντι στά ἐθνικοθρησκευτικά θέματα

Εἰς τά ἐθνικοθρησκευτικά θέματα ὁ Γέροντας δέν ἐδίσταζε νά προβάλει μέ θάρρος καί γενναιοψυχία τά στήθη του γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πατρίδος μας. Ἀγαποῦσε ἀπό καρδίας τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας, στήν ὁποία, ὅπως μᾶς ἔλεγε, ἀφιερώθηκε ὁλοψύχως ἀπό μικρό παιδάκι. Δέν ἤθελε μέ τίποτε νά ταπεινώνεται ἡ Ἐκκλησία, διότι ἔτσι περιφρονεῖται ἡ Κεφαλή της, πού εἶναι ὁ Χριστός. Δέν δεχόταν τήν παραμικρή ἀνθρώπινη ἐπέμβασι ἤ τήν ἀλλοίωσι τῶν δογμάτων καί τῶν παραδόσεών της. Ὁσάκις δοκιμαζόταν ἀπό κάποια περιπέτεια ἡ πατρίδα μας εἴτε ἀπό οἰκείους ἐθνοπατέρες εἴτε ἀπό ἐξωτερικούς ἐχθρούς πονοῦσε ἐγκαρδίως. Ἐνίοτε, τόν «ἔπιανε» τό στομάχι του. Δέν ἠμποροῦσε καί νά φάγει. Στίς κυριακάτικες συνάξεις, ἔπρεπε ὄχι μόνον νά μᾶς ἀνακοινώσει τά τρέχοντα προβλήματα, Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά μᾶς προσκαλοῦσε σέ συστράτευσι προσευχῆς, λέγοντας: «Πατέρες μου, ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ Νύμφη τοῦ Βασιλέως μας Χριστοῦ. Ὅπως τήν παραλάβαμε ἀπό γενεάς εἰς γενεάν, ἔτσι θά τήν κρατήσουμε καί θά τήν παραδώσουμε σέ ἐσᾶς καί ἐσεῖς στούς διαδόχους σας».

Ὡς λαϊκός θεολόγος, ἐπρέσβευε νά λειτουργεῖ ἡ Ἐκκλησία μέ τό συνοδικό σύστημα, πού εἶναι τό πλέον δημοκρατκό. Τό ἴδιο πνεῦμα διατηροῦσε καί ἀπέναντι στήν Πολιτεία. Ἐπ’εὐκαιρία, ἐδῶ ἠμποροῦμε νά σημειώσουμε παρενθετικῶς τήν στάσι τοῦ Γέροντός μας, στήν περίοδο τῆς «χούντας», ἡ ὁποία, ὡς γνωστόν, προεκλήθη ἀπό ἑβραϊκά συμφέροντα, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντάς μας. Δηλαδή τί ἀκριβῶς συνέβη. Μέ παρέμβασι τοῦ ἀμερικανοεβραίου προέδρου Ἐξωτερικῶν κ. Κίσσιγκερ  στόν ἀρχηγό τῆς Ἑλληνικῆς Στρατιωτικῆς Ἀστυνομίας Δημ. Ἰωαννίδη καί τούς ἀξιωματικούς Γ. Παπαδόπουλο καί Στυλ. Παττακό ἀποφασίσθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα στήν Ἑλλάδα τήν 21ην Ἀπριλίου 1967. Ποιός ἦταν ὁ σκοπός τους;  Ἦταν νά κυβερνᾶται ἡ Ἑλλάδα ἀπό ἀνθρώπους πού θά εὐνοοῦσαν τά ἑβραϊκά ἐθνικά συμφέροντα στήν Μέση Ἀνατολή, προκειμένου τό Ἰσραήλ νά κτυπήσει τήν Αἴγυπτο, τόν Ἰούνιο τοῦ 1967. Ὁπότε ἤθελαν μία φίλη ἑλληνική κυβέρνησι γιά νά χρησιμοποιήσουν τίς δικές τους ἀμερικάνικες Βάσεις στήν Ἑλλάδα π. χ. στήν Σούδα τῆς Κρήτης, προκειμένου νά βοηθήσουν στήν κατάκτησι τῆς Αἰγύπτου.

Ὁ Γέροντάς μας, ἀπέναντι καί στήν Πολιτεία ἦταν ὑπέρ τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος καί ὄχι στρατιωτικοῦ καθεστῶτος στήν Ἑλλάδα. Μέ τήν ἐγκατάστασι τῆς «Χούντας», ὁ Γέροντας ἐξέφρασε δημοσίως τά δημοκρατικά του φρονήματα. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά στοχοποιηθῆ ἀπό τήν Ε.Σ.Α τῆς ὁποίας ἦταν ἀρχηγός ὁ Δημ. Ιωανννίδης καί νά καταγραφῆ στόν κατάλογο τῶν ἀντικαθεστωτικῶν μέ σκοπό νά δολοφονηθῆ. Ἡ Παναγία ὅμως, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ ἴδιος, τόν ἐφύλαξε καί δέν δολοφονήθηκε.

Τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος ἦταν ὁ ὁ Ἱερώνυμος ὁ Α΄. Προκειμένου νά δημιουργήσει δική του ὁμάδα βοηθῶν ἐπισκόπων, ἐπρότεινε σέ ἄγαμους πανεπιστημιακούς δασκάλους τῆς θεολογικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης νά τούς χειροτονήσει ἐπισκόπους του. Μερικοί δέχθηκαν. Ὁ Γέροντάς μας, παρότι εἶχε χειροτονηθῆ διάκονος ἀπό τόν Ἀρχιεπ. Ἱερώνυμο, ἀντέδρασε στήν πρότασί του γιά βοηθός του ἐπίσκοπος στήν Ἀρχιεπισκοπή. Δέν δέχθηκε, γιά δύο λόγους: Πρῶτον, δέν ἀγαποῦσε τήν δόξα καί προβολή του σάν ἐπίσκοπος καί δεύτερον, δέν ἤθελε νά ὑποταχθῆ στό ὑπάρχον ἐκκλησιαστικό καθεστώς, τό ὁποῖον εἶχε ἐπιβληθῆ στήν Ἐκκλησία μέ τήν ἐπιρροή πολιτικῶν παραγόντων πού συνειργάζοντο μέ τήν μασσωνία καί τά ἑβραϊκά σκοτεινά συμφέροντα.

Ἡ σπουδάζουσα νεολαία τότε, ἀπό ἀντίδρασι στήν «χούντα», ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή οἱ ὑψηλά ἱστάμενοι Αὐτῆς ἀναρριχήθηκαν στά ἀξιώματά τους ἀπό τό στρατιωτικό καθεστώς τῆς «Χούντας». Καί ἐγώ, μᾶς εἶπε ὁ Γέροντάς μας, βλέποντας τήν δικαία ἀγανάκτησι τῆς νεολαίας, προσπάθησα νά δημιουργήσω γέφυρες ἐπικοινωνίας καί ἐπαφῆς μαζί τους γιά νά τούς ἐπανασυνδέσω μέ τήν Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτό καί εἶχα ἱδρύσει τό Κέντρο Νεότητος «Ὁ Παντοκράτωρ» στό Παλαιό Φάληρο, ὅπου ἠμποροῦσα πλέον νά συνάζω τούς νέους γιά κατηχητικά μαθήματα, μυστηριακή ζωή καί κατευθύνσεις γιά τόν ἐπαγγελματικό τους προσανατολισμό.

Τήν περίοδο τῆς χούντας πολλοί ἀντιστασιακοί νέοι καί νέες συνελήφθησαν ἀπό τήν Ε.Σ.Α, φυλακίσθηκαν καί καθημερινά ἐβασανίζοντο. Ὁ Γέροντάς μας, ὡς νεαρός τότε καθηγητής καί ὑπέρμαχος τῶν δικαιωμάτων τῆς νεολαίας, ἐπισκεπτόταν σχεδόν κάθε ἡμέρα τίς φυλακές. Ζητοῦσε νά ἰδῆ τά παιδιά αὐτά. Τούς ἐπήγαινε τρόφιμα καί ροῦχα, τούς συμβούλευε καί τούς παρηγοροῦσε. Παράλληλα συνεργάσθηκε μέ ὑπευθύνους τῆς ἐξουσίας νά μή προβοῦν στήν δολοφονία αὐτῶν τῶν νέων. Καί ἔτσι μέ τούς ἀγώνες του καί τήν ἀγάπη του ἔσωσε πολλά παιδιά τῆς Πατρίδος μας ἀπό βέβαιο θάνατο.

Ἐπίσης μᾶς εἶπε, ὅτι δέν εἶχε καμμία ἀπολύτως σχέσι μέ τίς Θρησκευτικές ὀργανώσεις τοῦ «Σωτῆρος, τῆς Ζωῆς καί τοῦ Σταυροῦ». Καί κακῶς μερικοί τόν κατηγόρησαν ὅτι εἶναι «Ζωϊκός», χωρίς ποτέ ὁ ἴδιος νά ἔχει κατηγορήσει τό ἔργο τῶν λεγομένων θρησκευτικῶν Ὀργανώσεων, οὔτε ποτέ ὑπῆρξε μέλος αὐτῶν.

Ὁσάκις, ἐγένοντο οἱ ἑτήσιες Δισενιαύσιες Συνάξεις στήν Ἱερά Κοινότητα, μᾶς ὑπενθύμιζε τό καθῆκον τῆς προσευχῆς μας γιά νά φωτίσει τό Ἅγιο Πνεῦμα. «Χωρίς τόν θεῖο φωτισμό, Πατέρες μου, μᾶς ἔλεγε, δέν ἠμποροῦμε νά ὀρθοτομήσουμε τόν λόγον τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ μας».

Ἐπειδή στόν κόσμο ἐργάσθηκε ὡς καθηγητής πανεπιστημίου τῆς θεολογικῆς σχολῆς, ἐτύγχανε μεγάλου σεβασμοῦ καί ἐκτιμήσεως ὄχι μόνον ἐκ μέρους τῶν ἁπλοϊκῶν μοναχῶν καί εὐλαβῶν προσκυνητῶν, ἀλλά καί ἐκ τῶν Ἡγουμένων καί Ἀντιπροσώπων τῶν ἄλλων ἁγιορειτικῶν Μονῶν. Στά διάφορα κατά καιρούς ἐπίμαχα ζητήματα πού ἀπασχολοῦσαν τόν Ἱερόν ἡμῶν Τόπον, ὁ Γέροντας προσεκαλεῖτο ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος νά δώσει τήν συμβουλή του καί τήν κατευθυντήρια γραμμή. Τόν ἀνεγνώριζαν οἱ πάντες ὡς καθηγητήν τῆς θεολογίας καί τῆς ἐν Θεῶ σοφίας. Γι᾿ αὐτό καί παλαιότεροί του ἡγούμενοι, ὅπως ὁ πολύς στήν ἀρετή ἡγούμενος τῆς Μονῆς Διονυσίου Γαβριήλ, δέν ἐδίσταζε δημοσίως νά τόν ἐπαινεῖ καί νά τόν  ἀποκαλεῖ: «Ὁ Ἡγούμενος Γεώργιος εἶναι τό καλλώπισμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἶναι ἡ πυξίδα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας. Εἶναι ὁ στυλοβάτης τοῦ μοναχισμοῦ τοῦ Ἁγίου Ὄρους».

Τήν ἀρετήν του καί τήν θεολογική του σοφία τήν ἀνεγνώριζαν ὅλοι σχεδόν οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά καί τοῦ ἐξωτερικοῦ. Καί ἤρχοντο κληρικοί παντός βαθμοῦ, ὄχι μόνον ἀπό Ἑλλάδα, ἀλλά ἀπό τά πέρατα τῆς οἰκουμένης νά τόν γνωρίσουν καί νά πάρουν τήν εὐχήν του. Ἄλλοι ἤρχοντο νά ἐξομολογηθοῦν. Ἦταν ὁ κατ᾿ ἐξοχήν ἐξομολόγος τῶν κληρικῶν καί ἐπισκόπων. Εἶχε σέ ὑπερθετικό βαθμό τό χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων. Καί προσπαθοῦσε νά ἀναπαύει τίς ψυχές, γιά νά εὕρουν τήν ἐσωτερική τους γαλήνη. Τακτοποιοῦσε τήν κάθε περίπτωσι βάσει τῆς μετανοίας τοῦ ἐξομολογουμένου, βάσει τῆς διακριτικῆς χρήσεως τῶν Κανόνων τοῦ Πηδαλίου, χωρίς νά ἐπιβάλει βαρεῖς κανόνες καί παιδαγωγίες. Καί μᾶς ἔλεγε ὅτι: «Οἱ Κανόνες ἀποσκοποῦν στό νά σώζωνται οἱ ψυχές καί ὄχι νά βασανίζωνται. Κρατοῦμε τό πνεῦμα τῶν Κανόνων καί φροντίζουμε πῶς θά εὕρη καί πάλι ὁ ἄνθρωπος τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ πού ἔχασε».

Ὁ ἴδιος ἐκτιμοῦσε πολύ ὅλους τούς ἐπισκόπους, διότι ἐνεφορεῖτο ὄχι μόνον ἀπό τό πνεῦμα τῆς ταπεινώσεως, ἀλλά τῆς ἐπιγνώσεως πόσο ὑψηλή καί ὑπεύθυνος εἶναι ἡ ἀποστολή καί θέσις ἑνός ἐπισκόπου γιά τήν μητρόπολί του. Πνευματικοί του φίλοι καί ἀδελφοί, ἐπιθυμοῦσαν νά τόν καλέσουν στήν Ἀθήνα ὡς μητροπολίτην μιᾶς μητροπόλεως. Ὁ ἴδιος ὁ μακαριστός ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ὅταν ἐκενώθη ἡ ἕδρα τῆς μητροπόλεως Νικαίας, τόν προσεκάλεσε νά κατέλθη καί νά ἀναλάβει τήν διαποίμανσι τῆς χηρευούσης Ἐπισκοπῆς. Ὁ Γέροντας μᾶς ἀνεκοίνωσε τό θέμα στήν σύναξι τῆς Κυριακῆς. Καί στό τέλος μᾶς εἶπε: «Πῶς ἠμπορῶ νά σᾶς ἐγκαταλείψω; Ἐσεῖς, ἀφήσατε γονεῖς καί συγγενεῖς σας καί ἀγκιστρωθήκατε ἐπάνω μου. Ἐγίνατε πνευματικά μου παιδιά καί ἐγώ μέ τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ κατεστάθην πνευματικός σας πατέρας!  Πῶς εἶναι δυνατόν νά διαλυθῆ αὐτός ὁ δεσμός; Ἄν ἤθελα ἀξιώματα, θά ἔμενα στόν κόσμον. Ὅλοι ἐμεῖς ἀφήσαμε τόν κόσμο καί τά ἀξιώματά του, ὅποια κι ἄν εἶναι αὐτά, καί ἀφιερώσαμε τήν ζωή μας στόν μοναχισμό, ὁ ὁποῖος κατά τόν ἅγιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, εἶναι τά νεῦρα τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι, Πατέρες μου, θά μείνω μαζί σας. Ἐγίναμε μεγαλόσχημοι γιά νά πεθάνουμε στήν μετάνοιά μας! Εἶπα στόν Ἀρχιεπίσκοπο, δέν ἠμπορῶ ν᾿ ἀφήσω τήν ἀδελφότητά μου. Φροντῖστε νά βάλλετε ἄλλον στήν χηρεύουσα Μητρόπολι». Μ᾿ αὐτή τήν ὁμολογιακή στάσι καί τήν ὑπέρμετρον ἀγάπην του πρός τόν μοναχισμόν, διέκοψεν ὁ Γέροντάς μας κάθε τέτοιου εἴδους ἐμφιλοχωρούμενον λογισμόν.

Ὁσάκις ἐπεβάλλετο ἐπίσκεψις στό Πατριαρχεῖο μας γιά τήν ὑπεράσπισιν τῶν διδασκαλιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς ὁποίας μερικοί ἐκπρόσωποι, παρεσύροντο σέ νεοφανεῖς διδασκαλίες, ὅπως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ Γέροντας Γεώργιος  προσεκαλεῖτο νά δώσει τήν μαρτυρία του. Ὅλοι οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Μονῶν, τόν ἀνεγνώριζαν ὡς αὐθεντία καί ἔλεγαν ἀναμεταξύ τους: «Δέν ἠμποροῦμε νά κάνουμε κάτι, χωρίς τήν εὐλογία καί συγκατάθεσι τοῦ Ἡγουμένου τῆς Γρηγορίου». Πολλές φορές, κάνοντας ὑπακοή στό Σῶμα Ἀντιπροσώπων τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, ἐστάλη στήν Κωνσταντινούπολι.

Κάποια φορά, τόν Μάϊο τοῦ 1988, ἐστάλη τριμελής Ἐπιτροπή ἀποτελούμενη ἀπό τόν ἡγούμενο τῆς Κουτλουμουσίου π. Χριστόδουλο, τόν ἡγούμενο τῆς Σταυρονικήτα π. Βασίλειο καί τόν Γέροντα τῆς Γρηγορίου. Εἶχαν σημειωθῆ παντοῦ διαμαρτυρίες γιά τήν συμπροσευχή πού ἔγινε στήν  ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ρώμης μεταξύ τοῦ τότε πατριάρχου Δημητρίου καί τοῦ πάπα Ἰωάννου-Παύλου τοῦ Β΄. Ἐνέδωσαν στόν πατριάρχη κ.Δημήτριο ἐπιστολή τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, ὑπογεγραμμένη ἀπό ὅλους τούς Ἀντιπροσώπους. Κατόπιν ὁ Γέροντας Γεώργιος ὡμίλησε ἐξ ὀνόματος τῶν ἄλλων Ἀδελφῶν, λέγοντας στόν πατριάρχη: «Παναγιώτατε, τήν εὐλογία σας. Κατ᾿ ἀρχήν ἐπιθυμοῦμε νά σᾶς διαβεβαιώσουμε ὅτι εἴμεθα ἰδικά σας πνευματικά παιδιά. Τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Ρωμιοσύνης καί τοῦ Πατριαρχείου μας. Σᾶς ἀγαποῦμε καί σᾶς σεβόμεθα πολύ. Περισσότερο ὅμως ἀπό ὅλα τά τοῦ κόσμου ἀγαποῦμε τόν Χριστόν καί τήν Ἐκκλησίαν μας, ὅπως ἄλλωστε καί Ὑμεῖς. Εἶσθε παιδιόθεν ἀφοσιωμένος εἰς τό ἔργον τῆς ἐν Χριστῷ διακονίας καί ἰδιαιτέρως τώρα, ὡς Πνευματικός Πατήρ ἡμῶν καί Πατριάρχης μας. Δέν ἤλθομεν, Παναγιώτατε, νά σᾶς συμβουλεύσωμεν οὔτε νά σᾶς ἐλέγξωμεν. Ἤλθομεν μετά σεβασμοῦ ἐνώπιόν σας νά σᾶς ὑπομνήσωμεν εὐλαβῶς, ὅπως διαφυλάξωμεν ἅπαντες ἀλώβητον τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας. Εἰς αὐτό τό σκάφος εἴμεθα ὅλοι ἀνεβασμένοι καί ὀφείλωμεν νά φθάσωμεν μέχρις τόν εὔδιον λιμένα τῆς ἀποστολῆς του, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Σᾶς παρακαλοῦμεν, κρατῆστε τάς παραδόσεις, ὅπως ἐσυμβούλευε τόν μαθητή του Τιμόθεο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Σᾶς ὑποσχόμεθα ὅτι καί ἐμεῖς θά μείνωμεν εἰς τόν πλευρόν σας συναγωνισταί καί συμπορευόμενοι τόν καλόν ἀγώνα τῆς σωτηρίας ὅλων μας. Εἴησαν πολλά τά ἔτη σας, Παναγιώτατε».

Γιά παράδειγμα ἀναφέρω ὅτι τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1986, ἐπρόκειτο νά ἔλθη εἰς ἐπίσημον ἐπίσκεψιν ὁ τότε πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας Χρῆστος Σαρζετάκης, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑπογράψει τό ψηφισθέν νομοσχέδιο γιά τίς ἐκτρώσεις. Ὁ Γέροντας ἀνεκοίνωσε καί πρός τήν Μονή μας καί πρός τήν Ἱεράν Κοινότητα ὅτι ἀρνεῖται ἡ Μονή μας νά τοῦ ἐπιφυλάξει ἐκκλησιαστική ὑποδοχή. Καί ὅτι εἶναι φρονιμώτερον νά μή συμπεριλάβει ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας καί τήν Μονήν μας στό πρόγραμμα τῆς ἐπισκέψεώς του. Ἐκείνη τήν νύκτα, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ ἴδιος, ἔκανε πολλή προσευχή. Καί εἶδε στό ὄνειρό του ὅτι εὑρισκόταν στήν πόρτα τοῦ παρεκκλησίου τοῦ ἁγίου Δημητρίου τῆς Μονῆς μας. Ἐκκύταζε πρός τά μέσα. Τότε εἶδε νά στέκωνται ἔμπροσθεν τοῦ τέμπλου μία σεμνοτάτη Κυρία καί δίπλα της μία ἄλλη μικρόσωμη. Εἶχε τήν αἴσθησι ὅτι ἦταν ἡ Παναγία καί ἡ ἁγία Ἀναστασία. Ὁπότε ἐρώτησε τήν Παναγία: «Εἶσαι εὐχαριστημένη, Μητερούλα μέ αὐτή τήν στάσιν μου;» Καί ἡ Παναγία τοῦ ἔνευσε τό κεφάλι θετικά.

Τό ἔτος 1987 ἦλθε στήν Μονή μας ὁ ὑπουργός Ἐσωτερικῶν κ. Γ. Κουτσόγιωργας. Τόν ὑποδέχθηκε ἡ ἀδελφότης μας ὡς ἐπίσημον μέλος τῆς Ἑλλαδικῆς Πολιτείας. Τό βράδυ προσεκλήθη σέ ἐπίσημη σύναξι, νά μᾶς ὁμιλήσει γιά τά προσφάτως τότε ἀποφασισθέντα νομοθετήματα περί τῶν ἐκτρώσεων, τῆς ἀποποινικοποιήσεως τῆς μοιχείας καί ἄλλα. Μέ τά λόγια του, ὅτι ἡ κάθε μητέρα ἔχει δικαίωμα νά ἀποβάλει τό προϊόν της πού φέρει στήν κοιλιά της, ἀφοῦ τό θεωρεῖ ἀνεπιθύμητον, προεκάλεσε τήν ὀργήν τῶν Πατέρων, κυρίως τῶν ἡλικιωμένων. Ὁ Γέροντας ἐπεξήγησε στόν ὑπουργό ὅτι «τό ἔμβρυον, ἅμα τῇ συλλήψει του εἶναι ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος καί ὄχι κάποιο ἄψυχο προϊόν, ὅπως λέτε.  Ὁ Γέρο Ἀνδρέας ἐστάθη ὄρθιος καί μέ αὐστηρό ὕφος τοῦ εἶπε ὅτι: «Τό ἔμβρυον τῆς γυναικός δέν εἶναι προϊόν πρός ὁποιαδήποτε χρῆσιν, ἀλλά ὁλόκληρος ἄνθρωπος μέ σῶμα καί ψυχήν, ἐν ἐξελίξει. Εἶναι δολοφονία, ὅταν μία γυναῖκα ἀποβάλλει πρόωρα τό τέκνον της». Ὁ κ. ὑπουργός ἐπέμενε στίς ἀπόψεις του. Σύντομα διαλύθηκε ἡ σύναξις. Τήν ἄλλη ἡμέρα τό πρωΐ, ὁ Γέρο Ἀνδρέας τοῦ εἶπε ἀντί γιά ἄλλον χαιρετισμόν: «Πήγαινε στό καλό καί γι᾿ αὐτά πού μᾶς εἶπες, θά τά βρῆς ἀπό τήν Παναγία μας». Καί πράγματι, ὅταν ἔφθασε στήν Οὐρανούπολι ὁ κ. ὑπουργός παρουσίασε καρδιακή ἀνεπάρκεια καί μεταφέρθηκε ἐσπευμένως στό νοσοκομεῖο Ἀχέπα τῆς Θεσσαλονίκης! Αὐτό βέβαια δέν ἀποτελεῖ κατάρα ἀπό τόν Γέρο-Ἀνδρέα, ἀλλά καθαρά ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ!

Ὁ Γέροντας καί οἱ Ἱεραποστολές τῆς Ἐκκλησίας μας

Ἀφ᾿ ὅτου ἦλθε μέ τήν μικρὴ συνοδία του στό Ἅγιον Ὄρος ὁ Γέροντας, ἀφέθηκε στήν χάρι τῆς Παναγίας μας, τήν ὁποίαν ἀπό μικρός ὑπεραγαποῦσε. Δέν ἐπεδίωξε ἀπό τό Ὄρος νά προγραμματίζει ἱεραποστολικές περιοδεῖες, οὔτε νά ἱδρύσει κἄπου ἄλλοῦ μοναστήρια, παρότι μία ὁμάδα πνευματικῶν του κορασίδων τοῦ ἐζήτησαν νά τούς ἱδρύσει μοναστήρι ἤ νά τίς ἐγκαταστήσει σέ κάποιο Μετόχι μας. Τό φρόνημά του ἦταν καθαρῶς πατερικό, διότι μᾶς ἔλεγε ὅτι «ἐφ᾿ ὅσον ἐφύγαμε ἀπό τόν κόσμον γιά τόν σκοπόν τῆς μετανοίας καί τῆς σωτηρίας μας, δέν εἶναι πρέπον νά γυρίζουμε βλέποντες στά ὀπίσω. Αὐτό μᾶς λέγει καί ὁ Χριστός μας: «Οὐδείς ἐπιβαλών τήν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ᾿ ἄροτρον καί βλέπων εἰς τά ὀπίσω, εὔθετος ἐστιν εἰς τήν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». (Λουκ. 9, 62)

Ἦλθε ὁ ἴδιος στό Ὄρος νά ἀφιερωθῆ στήν Παναγία καί στά ἔργα τῆς μετανοίας, ἀλλά δέν ἔπαυαν τά ἐν τῷ κόσμῳ πνευματικά του παιδιά νά τόν προσκαλοῦν νά ἐξέρχεται στόν κόσμο, κατά καιρούς,  νά τά ἐξομολογεῖ καί νά τά στηρίζει πνευματικῶς. Ἔτσι, ἐκ τῶν πραγμάτων ὠθούμενος καί κάνοντας ὑπακοή στήν Ἐκκλησία καί στήν Γεροντία τῆς Μονῆς μας, ἐξήρχετο δύο ἤ τρεῖς φορές τόν χρόνο. Ἐπισκεπτόταν τά Μετόχιά μας, τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων στήν Ἄρτα, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στήν Ροτόντα Θεσσαλονίκης καί ἀλλοῦ. Ὡμιλοῦσε, ἐξωμολογοῦσε τόν κόσμο, ἐφρόντιζε ταυτόχρονα καί γιά τίς μοναστηριακές ὑποθέσεις καί ἐπέστρεφε. Συνήθως ἔμενε ἔξω ὄχι περισσότερο ἀπό 15 ἡμέρες. Καί στήν ἐπιστροφή του, μᾶς καλοῦσε στό συνοδικό (αἴθουσα συνάξεων τῆς Μονῆς) καί μᾶς ἐνημέρωνε μέ πᾶσαν λεπτομέρειαν. Κάθε φορά μᾶς ζητοῦσε καί συγγνώμη, ἄν καθυστέρησε νά γυρίσει πίσω. Μᾶς ἔλεγε: «Ἡ καρδιά μου εἶναι κοντά σας. Μόνον σωματικά ἀπουσιάζω. Δέν θέλω νά ἀπουσιάζω. Καί προσπαθῶ νά μένω ἔξω, ὅσο γίνεται, ὀλιγώτερες ἡμέρες». Στό τέλος μᾶς κερνοῦσε κι ἀπό ἕνα γλυκό, διότι ἦταν πράγματι ἀρχοντικός στήν ἀγάπη του, ἀνοικτόκαρδος καί φιλικός μαζί μας.

Ἀφ᾿ ὅτου ἀνεχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, δέν λυπήθηκε οὔτε τήν μάννα του οὔτε τόν πατέρα του, πού θά τούς ἄφηνε μόνους. Ἡ μητέρα του, παρότι τόν ἀγαποῦσε, τοῦ ἔδωσε μέ τήν καρδιά της τήν εὐλογία της νά ἀφιερωθῆ στό Περιβόλι τῆς Παναγίας, χωρίς νά φροντίζει περαιτέρω γι᾿ αὐτούς πίσω. Καί κάθε φορά τόν συμβούλευε «νά προσέχεις καί νά ἀγαπᾶς τά καλογέρια σου. Νά μή τούς λείπει τίποτε. Νά μή στενοχωρεῖς τά παιδιά τῆς Παναγίας μας». Ὅμως καί ὁ ἴδιος τούς ἀγαποῦσε καί προσπαθοῦσε, ἄν ἦταν ἐφικτό, νά κατεβαίνει μία φορά τόν χρόνο, κυρίως τήν Τεσσαρακοστή τῶν Χριστουγέννων ἤ μετά τό Πάσχα γιά νά συμμετάσχει στήν πανήγυρι τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Νεανικοῦ του Κέντρου. Τήν λειτουργία τοῦ Κέντρου Νεότητος τήν ἀνέθεσε σέ διοικητικό συμβούλιο, διευθυντής τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ πλέον στενός του φίλος καί συνεργάτης Νικόλαος Ζίας, διευθυντής τοῦ Τμήματος ἀρχαιοτήτων τοῦ ὑπουργείου Τουρισμοῦ. Σήμερα τό Κέντρο αὐτό ἔχει παραχωρηθῆ στήν οἰκεία Μητρόπολι, ὅπου συνεχίζονται οἱ ἀπασχολήσεις τῶν Νέων.

Ὁ Γέροντας καί ἡ ἐξωτερική Ἱεραποστολή

Ὅπως εἴπαμε, ὁ Γέροντας, ἦλθε στό Ὄρος γιά νά ταφῆ, ὅπως μᾶς ἔλεγε. Γι᾿ αὐτό καί ἄφησε πανεπιστημιακές καριέρες καί ἐπισκοπικές φιλοδοξίες καί κάθε τι τό φανταχτερό καί ἐγκόσμιο. Στό θέμα τῆς ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς, δέν εἶχε ποτέ ἐκφράσει κάποια σκέψι ἤ πρωτοβουλία. Τό θέμα αὐτό ξεκίνησε μέ τήν ἄφιξι στήν Μονή μας τοῦ κ. Ἰωάννου Ἀσλανίδου. Ἀλλά ποιός ἦταν ὁ Ἰωάννης Ἀσλανίδης, ὁ μετέπειτα μέγας ἱεραπόστολος τοῦ Κογκό;

Ὁ Ἰωάννης Ἀσλανίδης (π. Κοσμᾶς Γρηγοριάτης)

Γεννήθηκε στό χωριό Θεοδόσια τοῦ νομοῦ Κιλκίς Μακεδονίας στίς 16 Ἀπριλίου 1942. Εἶναι τό πρῶτο ἀπό τά 4 παιδιά τῆς οἰκογενείας Δημητρίου καί Δέσποινας Ἀσλανίδη. Ἐτελείωσε τό δημοτικό σχολεῖο στό χωριό του. Μετά ἐστάλη στήν τεχνική σχολή «Εὐκλείδης», νά μάθει ἠλεκτρολογία καί ταυτόχρονα ἐπήγαινε καί στό νυκτερινό γυμνάσιο. Ἐπῆρε καί ἄλλα πτυχία ὅπως τοῦ ὁδηγοῦ, τοῦ ἠλεκτροτεχνίτου, τοῦ μηχανοδηγοῦ, τοῦ φαμακοποιοῦ καί ἄλλα, διότι, ἀπό τά ἐφηβικά του ἀκόμη χρόνια, ὠνειρευόταν τόν ἑαυτόν του ἱεραπόστολο τῆς Ἀφρικῆς.

Ἦλθε ὁ καιρός νά ἀνταποκριθῆ καί στίς στρατιωτικές του ὑποχρεώσεις. Ὑπηρέτησε ὡς ὑπαξιωματικός τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ στόν Πειραιᾶ καί ὡς ὑποκελευστής στό ἀντιτορπιλλικό «Σφενδόνη» ἐπί 11 μῆνες. Ἀπολύθηκε τόν Μάρτιο τοῦ 1966, ἀφοῦ ὑπηρέτησε τήν Πατρίδα ἐπί 30 μῆνες.

            Τήν ἀπόφασί του νά ἀφιερωθῆ στόν Θεό καί νά μείνει ἄγαμος τήν ἀνεκοί­νωσε στούς γονεῖς του, ὅταν ἀκόμη ἦταν ναύτης. Ὁ πατέρας του κοινοποίησε τήν ἀπόφασί του καί στ᾿ ἄλλα του παιδιά καί τούς εἶπε ἐπιγραμματικά: «Ἄν μπορεῖτε νά γίνετε ὅλοι μοναχοί, θά εἶμαι πολύ εὐτυχής».            

 Ὅταν τελείωσε τό ναυτικό, συνδέθηκε στήν Ἀθήνα μέ συνεργάτες τοῦ μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου. Ἐκεῖνοι, βλέποντας τίς ἱκανότητές του, τοῦ ἀνέθεσαν τυπογραφική ἐργασία στά ὑπόγεια τῶν κτιρίων τῆς Ἀδελφότητός τους. Ὕστερα, βλέποντας ὅτι εἶχε οἰκοδομικές γνώσεις, τόν ἔστειλαν στήν Φλώρινα, κοντά στόν Μητροπολίτη. Ἐκεῖνος τοῦ ἀνέθεσε τήν ἵδρυσι ἐκκλησιῶν, ἱδρυμάτων, οἰκισμοῦ τῶν Ἀθιγγάνων καί τήν ὕψωσι ἑνός  Σταυροῦ πελωρίων διαστάσεων στά σύνορα μέ τήν τότε ἀθεϊστική Ἀλβανία. Ὁ Σταυρός ἔχει ὕψος 32 μέτρα καί πλάτος 14. Βλέποντας τόν Σταυρό ἀπό μέσα οἱ σκλαβωμένοι τότε Ἕλληνες Χριστιανοί μας, ἔλεγε ὁ Μητροπολίτης, θά δοξάζουν τόν Θεό καί θά κρατοῦν σταθερά τήν πίστι τους. Μ᾿ αὐτή τήν σκέψι ὑψώθηκε αὐτός ὁ Σταυρός πού παραμένει μέχρι τώρα ἀήττητο σύμβολο τῆς Ὀρθοδοξίας μας στήν αὐχμηρά ἐκείνη περιοχή.

            Στό διάστημα πού ἔμεινε στήν Ἀθήνα παρηκολούθησε μαθήματα ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς στήν Ἀποστολική Διακονία ἔχοντας ὡς καθηγητάς τόν νῦν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιο καί τόν μακαριστό καθηγητή κ. Ἠλία Βουλγαράκη.

            Δέν παρέλειψε νά πάρει καί τό πτυχίο τοῦ κολυμβητοῦ. Ἐπίστευε ὅτι θά τοῦ χρειασθῆ κι αὐτό. Καί πράγματι, ὅταν ἦταν στό Κολουέζι, ἐπεχείρησε μιά τέτοια βουτιά σέ μιά λίμνη. Εἶχε πνιγεῖ ἕνα παιδάκι καί εἶχε κολλήσει στόν βοῦρκο. Ὁ π. Κοσμᾶς βούτηξε μέσα στά 20 περίπου μέτρα. Βρῆκε τό παιδί, τό ξεκόλλησε καί τό ἔδωσε στούς ὀλοφυρόμενους γονεῖς του.

            Κοντά στόν π. Αὐγουστῖνο ἔμεινε 10 χρόνια. Προσέφερε τά πλέον φλογερά καί δυναμικά χρόνια τῆς ζωῆς του. Διδάχθηκε πολλά σ᾿ ὅλους τούς τομεῖς. Τά ἐφόδια αὐτά τοῦ ζητεῖ τώρα ὁ Θεός νά τά ἀξιοποιήσει καί ἀλλοῦ. Γι᾿αὐτό τοῦ  ἐπανέφερε στό μυαλό τήν ἐπιθυμία τῆς ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς.

            Θέλοντας νά διακονήσει καί στήν σωματική ὑγεία τούς ἀσθενεῖς τῆς Ἀφρικῆς, ἔδωσε ἐξετάσεις σέ δύο ἀκόμη σχολές, τήν ἰατρική γιά γνώσεις σωματικῶν παθήσεων καί τήν ἱερατική, γιά τήν θεραπεία ψυχικῶν παθήσεων. Πέτυχε στήν δεύτερη σχολή. Γράφθηκε στό Φροντιστήριο τῆς Ριζαρείου σχολῆς, ὅπου καί ἐφοίτησε ἀνελλειπῶς ἐπί ἕνα χρόνο.

            Τό 1975, ὅπως ἐγράψαμε ἀνωτέρω, μέ πρόσκλησι τοῦ π. Ἀμφιλοχίου Τσούκου, ἐπῆγε στήν Κεντρική Ἀφρική. Τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ἐκτιμώντας τήν ἀνιδιοτελῆ προσφορά του, μέ πρότασι τοῦ μακαριστοῦ μητροπολίτου Νικοδήμου, τοῦ ἀπένειμε τόν χρυσό Σταυρό τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου. Σέ διάστημα 14 μηνῶν ἔκτισε 11 πέτρινους ναούς, ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχαν εὐάριθμες κοινότητες.

            Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1976 ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα, ὅπου καί συνέχισε τά μαθήματά του στό δεύτερο ἔτος τῶν ἐκκλησιαστικῶν του σπουδῶν. Ἐπῆρε τό πτυχίο του καί μέ τόν π. Νικόδημο Μπιλάλη, μοναχό τῆς ἐρήμου Καψάλας τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἦλθε στίς Καρυές. Μέ πρότασι τοῦ π. Νικοδήμου ἀνέλαβε ὁ Ἰωάννης νά ρίξη τόν σκελετό τοῦ ναοῦ τοῦ ὁσίου Νικοδήμου, πλησίον τοῦ Κελλιοῦ τῶν Σκουρταίων, ὅπου καί ἔζησε τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ὁ Ἅγιος.

            Τήν περίοδο αὐτή πού βρισκόταν στό Ὄρος, ἐπεσκέφθηκε ἐναρέτους Πατέρες, ὅπως τόν Γέροντα Παΐσιο. Αὐτός τόν συμβούλευσε νά καρῆ μοναχός στήν Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου, μέ τήν ὁποία δέν εἶχε μέχρι τότε καμμία σχέσι. Τήν προσαγωγή του στόν σεβαστό Γέροντά μας,  τῆς Μονῆς Γρηγορίου, τήν ἔκαμε ὁ Πνευματικός τῆς Νέας Σκήτης ἱερομ. π. Σπυρίδων Ξένος. Παρότι, δέν προβλέπεται ἀπό τά τυπικά τῶν Μονῶν νά γίνεται κάποιος νέος μοναχός καί ἀμέσως ν᾿ ἀναχωρεῖ γιά ἐκκλησιαστική ἀποστολή στόν κόσμο, στήν περίπτωσι τοῦ Ἰωάννου ὁ Γέροντας τῆς Μονῆς μας, ὑπακούοντας στόν ὅσιο Γέροντα Παΐσιο καί ἔχοντας σύμφωνη καί τήν γνώμη τῶν Πατέρων ὅλης τῆς Γεροντίας, δέχθηκε τόν Ἰωάννη ὡς δόκιμο μέ προο­πτική τήν διακονία του στήν ἐξωτερική ἱεραποστολή.

Ὁ Ἰωάννης ὡς Δόκιμος στήν Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου

            Ὁ Ἰωάννης μπῆκε στό Μοναστήρι μας γιά Δόκιμος τόν Μάρτιο τοῦ 1978, σέ ἡλικία 37 ἐτῶν. Ὁ νέος πλέον Γέροντάς του π. Γεώργιος τόν συμβούλευε νά μή ἀσχολεῖται πολύ μέ χειρωνακτικές ἐργασίες γιά νά ἀξιοποιήσει τόν ὀλίγο χρόνο του στήν μοναχική ἄσκησι, τήν ἐκμάθησι τοῦ τυπικοῦ καί τῶν Ἀκολουθιῶν. Ὅλοι οἱ ἀδελφοί, κυρίως οἱ ἱερεῖς, τυπικάριοι, ἀναγνῶστες καί μουσικοί ἔσπευσαν νά τόν βοηθήσουν καθένας μέ τό χάρισμά του. Μερικοί τοῦ ἔγραψαν τόν Κανονισμό τῶν ἐκκλησιαστικῶν διακονημάτων τους. Ἄλλοι μαγνητοφώνησαν καί τοῦ ἔδωσαν κασσέτες μέ βυζαντινή μουσική. Ἤθελε ὁ φλογερός Δόκιμος Ἰωάννης νά φέρει τό Ἅγιον Ὄρος στήν Ἀφρική, ἄν τοῦτο ἦτο δυνατόν.

            Κάποια φορά ἐπῆγε ὁ Γέροντάς μας στό κελλί του. Ἐθαύμασε γιά τήν ἀσκητικότητά του. Κοιμόταν ἐπάνω σ' ἕνα ξύλινο κρεββάτι καί ἀντί γιά στρῶμα εἶχε ἕνα μόνο σεντόνι. Τίς ἐλεύθερες ὧρες του ἐδιάβασε ἤ ἔφτιαχνε σχέδια ναῶν.

            Στήν ἀγρυπνία τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Προφήτου Ἠλιοῦ ἐκάρη ρασοφόρος μοναχός λαμβάνοντας τό ὄνομα ἑνός, ἴσως τοῦ μεγαλυτέρου, ἱεραποστόλου τῆς τουρκοκρατουμένης τότε  Πατρίδος μας. Ὁ Γέροντάς μας, ὅπως μᾶς εἶπε κατόπιν, δέν εἶχε ἀποφασίσει νά δώσει τό ὄνομα αὐτό, ἀλλά τό ὄνομα Μεθόδιος, πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Μεθοδίου, φωτιστοῦ τῶν Σλάβων, τοῦ  Θεσσαλονικέως. Ἀλλά ἕνα τυπικό ἐμπόδιο ἄλλαξε τήν ἀπόφασί του. Δέν εὕρισκε τό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Μεθοδίου, γιά νά ψαλῆ, ὡς συνήθως, μετά τήν κουρά του. Ἡ ὥρα τῆς κουρᾶς του πλησίαζε. Ὁ Θεός τόν ἐφώτισε νά τοῦ δώσει τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, ἱεραποστόλου τῆς σκλαβωμένης τότε Ἑλλάδος στόν τουρκικό ζυγό. Ἡ θεία αὐτή νεῦσις χαροποίησε καί τόν νεόκουρο π. Κοσμᾶ, διότι ἀπεκάλυψε στόν Γέροντά μας κατόπιν ὅτι εὐλα­βεῖ­το ἰδιαιτέρως τόν ἅγιο Κοσμᾶ καί εἶχε πάντοτε πάνω ἀπό τό προσκέφαλό του τήν εἰκόνα του.

            Πρίν ἔλθη ἡ ἡμέρα τῆς κουρᾶς του σέ ρασοφόρο μοναχό, πέρασε ἀπό τό κελλί τοῦ ὁσίου Γέροντος Αὐξεντίου, κοινοβιάτου ἀσκητοῦ νά ζητήσει τή  εὐχή του. Τόν ἐρώτησε:

            -Πάτερ Αὐξέντιε, τώρα πού θά καρῶ μοναχός, τί πρέπει νά προσέχω;

            -Νά ἔχεις βαθειά ταπείνωσι καί νά ἀποφεύγεις τά σκάνδαλα. Ἐάν κάποτε φταίξει κάποιος ἀπέναντί σου νά πᾶς νά συμφιλιωθῆς μαζί του. Νά μή δέχεσαι ποτέ λογισμούς, ἀλλά νά τούς διώχνεις λέγοντας συνεχῶς τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» . Αὐτό εἶναι τό πᾶν. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός θά σέ διδάσκει καί θά σέ φωτίζει. Μόνο νά κυττᾶς ὁ νοῦς σου νά εἶναι πάντοτε μέσα στήν καρδιά. Ὅταν ὅμως κουράζεσαι νά λέγεις τήν εὐχή μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά, τότε νά τήν λέγεις καί μέ τό στόμα. Ἔτσι θά νικᾶς τούς λογισμούς. Ἐάν ὅμως καμμιά φορά ὁ λογισμός σου ἐπιμένει καί δέν ἠμπορεῖς νά τούς διώξεις, νά πηγαίνεις στόν Ἡγούμενο καί νά ἐξομολογῆσαι. Ἔτσι πάλι θά ἐλευθερώνεσαι. Ἐγώ αὐτό πού ἔχω νά σοῦ εἰπῶ εἶναι, νά λέγεις πάντοτε: «Τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...». Δέν ἔχω τίποτε ἄλλο. Νά πηγαίνετε στόν Γέροντα καί νά ἐξομολογεῖσθε τακτικά. Αὐτός ξέρει πολλά, γιατί εἶναι θεολόγος, ἐνῶ ἐγώ εἶμαι τυφλός καί στήν ψυχή καί στό σῶμα».

            Ἡ εἰς διάκονον χειροτονία του ἔγινε στήν ἑορτή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ 1978. Ἦλθαν πάνω ἀπό 100 ἄτομα στήν Μονή ἀπό τήν Ἀθήνα καί τήν Θεσ­σαλονίκη. Ἐνῶ ἱερεύς χειροτονήθηκε τήν ἑπομένη ἡμέρα ἀπό τόν ἅγιο Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομο, σχολάρχη τότε τῆς  Ἀθωνιάδος 'Εκκλησιαστικῆς Σχολῆς. Μαζί του συμπροσευ­χήθηκε καί ὁ ἅγιος Ἀνδρούσης, ὁ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ. Ἀνα­στάσιος.

            Ὁ π. Κοσμᾶς, σύμφωνα μέ τά τυπικά τῆς Ἐκκλησίας, ἔμεινε στήν Μονή ἀκόμη 40 ἡμέρες γιά νά τελέσει τίς ἀνάλογες Λειτουργίες. Στό τέλος τῆς τελευ­ταίας Λειτουργίας ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς π. Γεώργιος τοῦ διάβασε εἰδική εὐχή γιά ταξιδεύοντας ἐνώπιον ὅλων τῶν τότε Πατέρων τῆς Μονῆς. Μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς κατά τόν ἀποχαιρετισμόν του δέν ἠμποροῦσαν νά κρατήσουν τά δάκρυά τους!

            Πρίν φύγη γιά τόν κόσμο, πέρασε ἀπό τίς Καρυές γιά νά ἐπισκεφθῆ τόν ὅσιο Γέροντα π. Παΐσιο καί νά πάρη τήν εὐχή του. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Πάτερ Κοσμᾶ, ὅταν μοῦ γράφεις, ἴσως ἐγώ νά μή σοῦ ἀπαντῶ, ἀλλά θά σοῦ ἀπαντῶ μέ ἄλλο τρόπο. Πρόσεξε μή σοῦ περάσει ἡ ἰδέα ὅτι ἐκεῖ στήν Ἀφρική θά εἶσαι μόνος σου. Θά εἴμαστε πάντα μαζί, ἐγώ καί τό Μοναστήρι σου».

            Ὁ Γέροντας Παΐσιος τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι, ὅταν βάλει σέ μιά σειρά τά πράγματα στό Κλιμάκιο θά ἔλθει νά μείνει κοντά του λίγες ἡμέρες. Τόν ξεπρο­βόδισε μέ πολλή ἀγάπη προσφέροντάς του ὅ,τι πολυτιμώτερο εἶχε στό κελλί του: Τό Λείψανο τοῦ ἁγίου Γέροντός του, τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκη. Ὁ π. Κοσμᾶς ἔφυγε κλαίγοντας ἀπό χαρά καί συγκίνησι, διότι ἀξιώθηκε νά φεύγει μέ τίς εὐχές τέτοιων ἁγίων Γεροντάδων.

Τόν Ἰούνιο τοῦ 1988 ἀνέβηκε στήν Ἑλλάδα γιά ἀνεφοδιασμό καί ὀψώνια, ὅπως ἔλεγε. Στό Μοναστήρι μας, ἔμεινε δύο μῆνες. Μᾶς ἔλεγε: «Μέ πονοῦν τά πόδια μου. Δέν ἠμπορῶ νά κατέβω μέχρι τήν παραλία. Ἀλλά τό ἔργο πρέπει νά συνεχισθῆ». Τόν συνεῖχε ἡ ἀγωνία τοῦ ἔργου. Ζητοῦσε ἀδελφούς ἀπό τήν Μονή, ἀλλά οἱ Πατέρες ἦσαν ἀκόμη νέοι καί ἀνώριμοι γιά νά ἐξέλθουν στόν κόσμο. Τώρα βρῆκε τόν χρόνο νά προβληματισθῆ γιά τήν προώθησι τῶν προγραμμάτων του καί τήν ἐπίλυσι πολλῶν ἐκκρεμοτήτων. Ἔτσι, ξεκίνησε νά γράψη ἕνα μικρό βιβλίο, τό ὁποῖον ὠνόμασε: «Σκέψεις γιά τήν ἱεραποστολή μέσα ἀπό τήν πρᾶξι». Ἤθελε νά μᾶς ἀφήσει σάν παρακαταθήκη τό ἀποστάλαγμα τῶν ἐμπειριῶν του καί τίς σοφές συμβουλές του.  Ἄρα γε νά προαισθανόταν  κάτι, ὅτι γρήγορα θά μᾶς ἄφηνε;

Σέ ἀδελφό τῆς Μονῆς τόν μον. Δ. ἀνέθεσε νά τοῦ ἐπιμεληθῆ τό προσωπικό του Ἡμερολόγιο μέ τήν εὐχή γρήγορα νά ἐκδοθῆ. Ζητοῦσε νά βρῆ συνεργάτες καί διαδόχους. Μιά ἡμέρα μπῆκε στό κελλί τοῦ π. Μελετίου καί τοῦ εἶπε: «Νά ξέρεις, ὅτι ἐσύ θά εἶσαι ὁ διάδοχός μου...Ὁ π. Μελέτιος θεώρησε φλυαρίσματα καί ἀστεῖα τά λόγια του αὐτά. Καί ὅμως ἦτο πραγματικότης. Αὐτόν ὁ Θεός προώριζε διάδοχό του. Τήν πληροφορία αὐτή εἶχε καί ὁ ἴδιος, ὅταν κάποια ἡμέρα προσευχόταν μέ κομποσχοίνι μπροστά στό εἰκονοστάσι του. Μιά φωνή τοῦ εἶπε μέσα του: «Μετά τόν θάνατο τοῦ παπᾶ Κοσμᾶ, ἐσύ θ᾿ ἀναλάβεις τό ἔργο τῆς Ἱεραποστολῆς».

 Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1988, ἐπέστρεψε ὁ π. Κοσμᾶς στό Κολουέζι μέ νέες δυνάμεις. Μέ ἐντολή του εἶχαν ἀρχίσει οἱ ἐργασίες γιά τό χτίσιμο τοῦ δημοτικοῦ σχολείου. Ἔχει διαστάσεις 72Χ10 μέ ἑπτά αἴθουσες, δύο γραφεῖα καί τούς ἀναγκαίους χώρους. Εἶχε τελειώσει τό χτίσιμο καί εἶχαν ἀπομείνει οἱ λαμαρίνες γιά τήν σκεπή, ὅταν ἀκούσθηκε τό θλιβερό μήνυμα τοῦ θανάτου του.

Ἀπό τό 1986 εἶχε ὡς πολύτιμο βοηθό του, ἕνα ἀπό τά κατηχη­τικοπαίδια του, πού εἶχε στήν Ἀθήνα. Εἶναι ὁ Ἀπόστολος Διαρεμές. Στό διάστημα τῆς παραμονῆς κοντά στόν Γέροντα καί δάσκαλό του, ἀγάπησε τό ἔργο καί ὑποσχέθηκε νά ἀφιερωθῆ σάν μοναχός. Ἔτσι ἀρχές Ἰανουαρίου τοῦ 1984 ἀνέβηκε ὁ Ἀπόστολος Διαρεμές καί ὁ ἰθαγενής Μωϋσῆς στήν Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους. Ἐκεῖ ἔμεινε στήν Μονή μας ἕνα χρόνο ὁ Ἀπόστολος καί ἐκάρη ρασοφόρος μοναχός μέ τό ὄνομα Κύριλλος. Ἐνῶ ὁ Μωϋσῆς ἔμεινε συνολικά 4 χρόνια. Ἔμαθε τήν ἑλληνική γλῶσσα, τήν ἁγιογραφία καί τήν βυζαντινή μουσική. Κατόπιν ἐπέστρεψε στό Κολουέζι, ὅπου μέχρι τώρα ἐργάζεται σάν μεταφραστής καί ἐπιστάτης ἔργων.

Τήν φάρμα τῆς Τσιαμπούλας τήν εἶχε καταστήσει στήν ἐποχή του ὁ π. Κοσμᾶς πρότυπη γεωργο-κτηνοτροφική μονάδα. Μέ τ᾿ἀγαθά της, ζῶα καί λαχανικά, κατώρθωνε, κυρίως στά πρῶτα χρόνια, νά ἀνταποκρίνεται στά πολλά ἔξοδά του καί νά ὑλοποιεῖ πολλούς ἀπό τούς γενναίους στόχους του.

Τό ξαφνικό τέλος του

Μέ τήν ἐπιστροφή του στό Κολουέζι τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1988, ἐκτός τῆς ἐπιστασίας γιά τήν συνέχισι τῶν ἐργασιῶν τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, προετοίμασε καί τίς καταστάσεις γιά τίς καθιερωμένες τά Θεοφάνεια Βαπτίσεις Κατηχουμένων. Ἐβάπτισε περί τά 340 ἄτομα καί ἐστεφάνωσε περί τά 24 ζεύγη νεοφωτίστων.

Κατά τά μέσα Ἰανουαρίου  1989, δέχθηκε ὡς ἐπισκέπτες ἀπό τήν Ἑλλάδα τόν π. Δαμιανό Μαυρίδη μέ τρεῖς ἄλλους Ἕλληνες. Τούς ξενάγησε σ᾿ ὅλους τούς χώρους καί τά κτίσματα τῆς Ἱεραποστολῆς. Στίς 20 τοῦ ἰδίου μηνός μετέφερε τούς ἐπισκέ­πτες του στό Λουμπουμπάσι καί ἐν συνεχείᾳ στό ἀεροδρόμιο γιά ἀναχώρησί τους στήν Ἑλλάδα. Ὁ ἴδιος ἔμεινε γιά διάφορες δουλειές στό Λουμπουμπάσι. Λειτούργησε στόν ναό τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητος, στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, στίς 22 τοῦ μηνός. Στό ἐκκλησίασμα ὡμίλησε περί μετανοίας μέ φανερή συγκίνησι. Κατόπιν, ἐπειδή τό αὐτοκίνητο πού θά ταξίδευε, τό ἄφησε γιά ἐπισκευή στό συνεργεῖο, βρῆκε τόν χρόνο ἐπί τρεῖς ἡμέρες, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή νά ἐπισκεφθῆ πολλά σπίτια ὁμογενῶν. Τούς ὡμιλοῦσε γιά θέματα πνευματικῆς ζωῆς, περί μετανοίας καί δάκρυζε.

Ξεκίνησε Παρασκευή βράδυ γιά Λικάσι. Ὁ σύμβουλός του κ. Δημήτριος Ματζουράνης, τόν ἐμπόδιζε νά ταξιδεύση νύκτα. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι πάντα νύκτα ταξιδεύει καί ὅτι πρέπει νά συναντηθῆ μέ τήν ἀδελφή μοναχή Ξένη στό Λικάσι, διότι τό φορτηγό μέ τό ὁποῖο ἐρχόταν ἐκείνη ἀπό τό Κολουέζι, ἐχάλασε καί ἔμεινε στόν δρόμο. Μαζί του εἶχε τόν ἰθαγενῆ ἑλληνομαθῆ Μωϋσῆ καί τόν Ἕλληνα Πρόξενο κ. Σπυρίδωνα Κυβετό.

Στό 60ον  χιλιόμετρο τῆς διαδρομῆς τους πρός Λικάσι, στίς 8,10 τό βράδυ συνέβη τό δυστύχημα. Ἕνα φορτηγό ἐρχόταν ἀπό τό ἀντίθετο ρεῦμα, φορτωμένο μέ τσου­βάλια ἡλιοκαμμένο ψάρι καί πάνω ἐπέβαιναν, ὡς συνήθως πολλοί ἐντόπιοι. Ἡ καρότσα τοῦ φορτηγοῦ προεξεῖχε ἐκατέρωθεν περί τούς 30 πόντους. Ὁ π. Κοσμᾶς, ἐνῶ ἦτο καλός καί προσεκτικός ὁδηγός, δέν ἀντελήφθηκε τόν κίνδυνο. Τό φορτηγό πέρασε πλάγια καί θέρισε κυριολεκτικά τήν ἀριστερή πόρτα τοῦ Λαντρόβερ τοῦ π. Κοσμᾶ. Ἕνα "ὤχ" μόνο ἀκούσθηκε καί ὁ π. Κοσμᾶς βρέθηκε στό χῶμα. Πρόλαβε καί εἶπε τά ἑξῆς λόγια, ὅπως μοῦ εἶπε αὐτόπτης μάρτυς ἰθαγενής, ὁ κατηχητής μας Ἀντώνιος ἀπό τό παρακείμενο χωριό Σοφουμουάγκο: «Μωϋσῆ, στό πίσω κάθισμά μου ἔχω τά χρήματα. Νά τά δώσεις στήν Ἱεραποστολή. Μαζί εἶναι καί τό ἕνα μπουκάλι μέ τό Ἅγιο Μῦρο». Καί ἀμέσως ἐξέπνευσε. Ὁ θάνατός του ἦτο ἀκαριαῖος ἀπό συγκοπή καρδίας. Εἶχε μόνο μία πληγή στό ἀριστερό του μάγουλο, ἡ ὁποία ἔτρεχε μέχρι πού τόν ἔβαλαν μέσα στόν τάφο του.

            Οἱ συνταξιδιῶτες του δέν ἔπαθαν τίποτε. Μόνο ὁ Μωϋσῆς μπῆκε στό νοσοκομεῖο τοῦ Λικάσι γιά τρεῖς ἡμέρες.

Μετά ἀπό 2-3 ὧρες ἦλθε στόν τόπο τοῦ δυστυχήματος ὁ καρδιακός φίλος καί συνεργάτης του κ. Χαράλαμπος Γεωργίου ἀπό τό Λικάσι. Τόν μετέφερε στό Λου­μπου­μπάσι καί τόν τοποθέτησε σέ ψυγεῖο. Κάτι πού ἐξένισε γιατρούς καί νοσοκόμους ἦτο τό ἑξῆς: Τό σῶμα τοῦ π. Κοσμᾶ μέσα στό ψυγεῖο περιβαλλόταν ἀπό­ ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς, πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν συνέβαινε στά πτώματα ἄλλων νεκρῶν. Καί ἡ πληγή δέν σταματοῦσε νά τρέχη!

Ἕνα  ἄλλο θαυμαστό σημεῖο: Ἐμφανίσθηκε τρεῖς ὧρες, πρίν τό μαρτυρικό του τέλος. Κάποιος ντόπιος ἔμπορος κατέβαινε ἀπό τό Λικάσι στό Λουμπουμπάσι. Εἶχε φθάσει στό μέρος ἐκεῖνο τοῦ δυστυχήματος καί ἀντίκρυσε μπροστά του ἕνα ἐξαίσιο θέαμα. Εἶδε νά ἀνεβαίνει γοργά πρός τόν οὐρανό ἕνα ὀρθόδοξος παπᾶς, ντυμένος στά λευκά. Σταμάτησε τό αὐτοκίνητό του ἐκεῖ. Σκέφθηκε ὅτι κάποιο σοβαρό σημάδι εἶναι αὐτό. Ἀπεφάσισε νά μείνει ἐκεῖνο τό βράδυ ἐκεῖ στό παραπλεύρως κείμενο χωριό. Ὅταν ἔγινε τό δυστύχημα, εἶδε τόν παπᾶ Κοσμᾶ καί διεπίστωσε ὅτι αὐτός ἦτο ὁ ἱερεύς πού εἶχε ἰδεῖ πρίν ἀπό τρεῖς ὧρες.

Ἀπό τούς πρώτους εἰδοποιήθηκε ὁ σεβαστός μας Γέροντας π. Γεώργιος, ὁ ὁποῖος εὑρισκόταν ἐκείνη τήν βραδυά στό χωριό Στρατώνιο Χαλκιδικῆς. Εἶχε προσκληθῆ γιά μία ὁμιλία, προκειμένου νά διαφωτίσει τούς κατοίκους τοῦ χωριοῦ μερικοί ἐκ τῶν ὁποίων εἶχαν παρασυρθῆ ἀπό ὁμάδα προτεσταντῶν. Μετά τό θλιβερό μήνυμα μετέβη μέ τήν συνοδία του στήν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ τελέσθηκε ὁλονύκτια ἀγρυπνία μέ μνημόσυνο στό Μετόχι Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στήν Σταυρούπολι γιά τήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς του.

Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Κεντρώας Ἀφρικῆς κ. Τιμόθεος δέχθηκε τό θλιβερό ἄγγελμα μέ δάκρυα καί στεναγμούς, λέγοντας: «Ἔχασα τόν καλλίτερο συνεργάτη μου».  Κατέβηκε ἀεροπορικῶς στό Λουμπουμπάσι καί προέστη τῆς νεκρωσίμου Ἀκολουθίας, στόν ναό τῆς Ἑλληνικῆς Κοιονότητος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου μή ἠμπορώντας νά συγκρατήσει τά δάκρυά του. Ἦλθαν ὅλοι οἱ Ἕλληνες, οἱ ἰθαγενεῖς ὀρθόδοξοι, οἱ Ἀρχές τοῦ Τόπου καί ἀξιωματοῦχοι ἄλλων χριστιανικῶν Δογμάτων καί πλῆθος κόσμου, διότι ἦτο γνωστή σέ ὅλους ἡ θυσιαστική προσφορά του.

Τήν ἑπομένη ἡμέρα μέ ἰδιωτικό ἀεροπλάνο μεταφέρθηκε ἡ σωρός του στό Κολουέζι, ὅπου περίμεναν στό ἀεροδρόμιο πολύς κόσμος. Μετά ἀπό τό Τρισάγιο πού ἐψάλη στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γεωργίου, κηδεύθηκε μέ κλαυθμούς καί ὀδυρμούς ἔξω καί μπροστά ἀπό τό Ἱερό Βῆμα τοῦ ναοῦ. Ὁ τάφος του μέχρι τώρα εἶναι ὁ μάρτυς μιᾶς φλογερῆς ψυχῆς, πού ἔδωσε τά πάντα γιά τόν Χριστό καί τόν ἄνθρωπο. Ἐτήρησε τήν ἀπόφασί του νά μείνει γιά πάντα ἀνάμεσα στούς ἀφρι­κανούς, πού τόσο πολύ ἀγάπησε. Ἔτσι, ἄλλωστε εἶχε εἰπεῖ στόν Γέροντα τῆς Μονῆς μας καί σέ μιά ὁμάδα Ἀδελφῶν: «Ἡ ἱεραποστολή δέν εἶναι γιά λίγους μῆνες. Ὅποιος θέλει νά εἶναι ἱεραπόστολος, πρέπει ν᾿ ἀφήσει τά κόκκαλά του στό ἀφρικανικό χῶμα».

Ὁ σεβαστός μας Γέροντας ἔγραψε τά ἑξῆς στόν ἐπικήδειο λόγο του: «Διαχειρίσθη πολλά ἑκατομμύρια, ἀλλά ἀπέθανε πτωχός καί ἀκτήμων, ὡς ἀλήθής μοναχός. Τό τίμιο καί κουρασμένο σῶμα τοῦ π. Κοσμᾶ ἀναπαύεται τώρα στήν ἀφρικανική γῆ, δεύτερο μετά τό σῶμα τοῦ π. Χρυσοστόμου Παπασαραντοπούλου. Ἀμφότεροι γονιμοποιοῦν πνευματικά τήν Ἀφρική. Εἶναι σπόροι πού ἐσάπησαν καί σήπονται γιά νά βλαστήσουν δένδρα εὐσκιόφυλλα, τά ὁποῖα θά ἀναπαύουν καί θά δροσίζουν πολλές ταλαιπωρημένες ψυχές».

Ὁ π. Κοσμᾶς ἄφησε μνήμη φλογεροῦ καί ἀκαμάτου ἱεραποστόλου. Μέ τό αἷμα του ἐπεσφράγισε τήν μαρτυρική ζωή του καί ἐτάφη κοντά στούς ἀδελφούς του πού ἀγάπησε. Βρῆκε, ὅταν ἀνέλαβε τό ἔργο ἕνα ἱερέα καί 10 ἐνορίες μέ μερικές ἑκατοντάδες βαπτισμένους ἀφρικανούς. Στά δέκα χρόνια τῆς ἱεραποστολικῆς ἐργασίας του ἄφησε 14 ἱερεῖς, δύο διακόνους, 15000 βαπτισμένους, 13 κτισμένες ἐκκλησίες, 35 λασποκαλύβες-ἐκκλησίες, 55 ἐνορίες, μία πλουσιώτατη φάρμα, ἕνα  πανεύφορο κτῆμα στό χωριό Φουγκουροῦμε, δύο οἰκοτροφεῖα, μία τεράστια ἀποθήκη, ἕνα δημοτικό σχολεῖο στό Κολουέζι καί τρία σέ χωριά, ἕνα Μοναστήρι καί τούς κοιτῶνες (δύο πύργοι) τῶν ἱεραποστόλων.

            Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ μακαριστοῦ π. Κοσμᾶ Γρηγοριάτου.

 

Ὁ διάδοχός του: Μητροπολίτης Κατάγκας π. Μελέτιος

Γεννήθηκε στό χωριό Μεγάλο Μοναστήρι Λαρίσης τό 1948. Εἶναι τό τέταρτο ἀπό τά πέντε παιδιά τῆς οἰκογενείας Δημητρίου καί Δέσποινας Καμηλούδη. Σπούδασε τά πρῶτα μαθήματα στήν γενέτειρά του. Τελείωσε τήν ἐκκλησιαστική σχολή Λαμίας, ὅπου σπούδασε ἕξι χρόνια ὡς οἰκότροφος αὐτῆς καί κατόπιν ἐφοίτησε στήν Θεολογική σχολή Ἀθηνῶν. Γνωρίσθηκε μέ τόν ἱερομόναχο π. Γεώργιο Καψάνη. Ἐνῶ ἀκόμη φοιτοῦσε στό τρίτο ἔτος τῆς σχολῆς, διέκοψε τά μαθήματά του καί ἀκολούθησε τό μοναχικό στάδιο ὑπό τήν πνευματική καθοδήγησι τοῦ ἀνωτέρω π. Γεωργίου, Ἀδελφοῦ τότε τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πεντέλης Ἀττικῆς.

Ὁ π. Μελέτιος, στήν νέα Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου ὅπου ἦλθαν καί κοινοβίασαν, χειροτονήθηκε ἱερεύς ἀπό τόν μητροπολίτη Τρίκκης κ. Ἀλέξιο στήν πανήγυρι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τοῦ ἔτους 1976. Πνευματικός διαβάσθηκε τό 1980 ἀπό τόν μητροπολίτη,  ἅγιο Νεαπόλεως κ. Διονύσιο καί ἀρχιμανδρίτης ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομο τό 1990. Ἐνῶ προϊστάμενος τῆς Μονῆς ἐξελέγη τό 1974 καί ἦτο μέλος τῆς Γεροντικῆς Συνάξεως τῆς Μονῆς μας μέχρι τό 1995. Ἐργάσθηκε ἐπί 7 συναπτά χρόνια ὡς ἀρχοντάρης τῆς Μονῆς. Κατόπιν τρία χρόνια ὡς οἰκονόμος καί ἐνίοτε ὡς τοποτηρητής τῆς Μονῆς, ὁσάκις ὁ Γέροντας ἔφευγε στόν κόσμο γιά  δουλειές τῆς Μονῆς καί τό ποιμαντικό ἔργο.

Λίγες ἡμέρες μετά τόν αἰφνίδιο θάνατο τοῦ π. Κοσμᾶ, ἀνέβηκε στήν Ἑλλάδα ὁ ἅγιος Κεντρώας κ. Τιμόθεος μέ προορισμό νά συναντήσει ἀμέσως τόν Γέροντα καί Καθηγούμενο τῆς Μονῆς μας π. Γεώργιο. Συναντήθηκαν στό Μετόχιο τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Νέου Μαρμαρᾶ Χαλκιδικῆς. Ὁ ἅγιος Κεντρώας μετά δακρύων παρεκάλεσε τόν Γέροντά μας νά στείλει ἄλλον ἀδελφό, στήν θέσι τοῦ ἀποθανόντος π. Κοσμᾶ. Τελικά ὁ Γέροντας, μετά ἀπό πολλή προσευχή, προσε­κάλεσε τόν π. Μελέτιο καί τοῦ ἀνέθεσε αὐτή τήν δύσκολη καί ὑψηλή διακονία, τήν διακυβέρνησι τοῦ ἱεραποστολικοῦ Κλιμακίου Κολουέζι. Ὁ π. Μελέτιος ἔκανε ὑπακοή καί, ἀφοῦ ἑτοιμάσθηκε καταλλήλως, κατέβηκε στό Κολουέζι, πρίν νά σαραντίσει ὁ π. Κοσμᾶς. Στό διάστημα αὐτό κρατοῦσε τήν ἱεραποστολή ὁ ἀδελφός τῆς Μονῆς μας μοναχός π. Κύριλλος.

Τό ἔτος 2006 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς περιοχης Κατάγκας, ἐκεῖ ὅπου ἐργαζόταν ἀπό τό 1989. Χειροτονήθηκε καί ἐνθρονίσθηκε ἀπό τόν μακαριστό ἅγιο Κεντρώας κ. Ἰγνάτιο.

Συνοπτικά ἔχουμε νά καταθέσουμε ἐδῶ ὅτι ὁ π. Μελέτιος ἐργάζεται μέ πολύ δυναμισμό καί ἀποφασιστικότητα. Δέν φείδεται κόπων γιά τό ἔργο πού ἡ θεία Πρόνοια τόν ἐνέταξε. Τόν βοηθοῦν κατά καιρούς ἀδελφοί μοναχοί ἀπό τό Μοναστήρι μας, καθώς καί ἄλλοι Χριστιανοί ἀπό τήν Ἑλλάδα.

Τό ἔργο ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἐξαπλώνεται συνεχῶς. Μέχρι σήμερα 2021 ἔχουν κτισθῆ περί τίς 80 ἐκκλησίες. Ἔχουν δημιουργηθῆ συνολικά 185 ἐνορίες, οἱ περισσότερες τῶν ὁποίων  χρησι­μοποιοῦν ἀκόμη γιά ἐκκλησίες λασποκαλύβες.

Μεγάλη προσπάθεια καταβάλλεται γιά τήν μόρφωσι τῶν ἀφρικανοπαίδων. Μετά τήν ἐπίμονη ἄρνησι ἑτεροδόξων δασκάλων νά ἐγγράψουν καί ὀρθόδοξα παιδιά μας στά σχολεῖα τους, οἱ γονεῖς τους κτίζουν συνεχῶς σχολεῖα, τά ὁποῖα καί θέτουν ὑπό τήν διοικητική φροντίδα τῆς Ἱεραποστολῆς μας.

Μέ τήν ἄοκνη φροντίδα καί ποιμαντική μέριμνα τοῦ Μητροπολίτου κ. Μελετίου ὁ ἀριθμός τῶν χειροτονηθέντων Κληρικῶν μας ἔχει διαμορφωθεῖ ὡς ἑξῆς: Ὑπάρχουν 90 ἱερεῖς, 12 διακόνοι καί 10 ὑποδιάκονοι.

Καταβάλλεται μεγάλη φροντίδα γιά τήν λειτουργία Κατηχητικῶν Σχολείων. Κάθε χρονιά, τήν Κυριακή τοῦ Σπορέως, προσκαλοῦνται γονεῖς καί μαθητές στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γεωργίου Κολουέζι. Τό ἴδιο κάνουν καί οἱ ἱερεῖς στίς κατά τόπους ἐνορίες τους. Γίνεται ὁ Ἁγιασμός. Ὁμιλία τοῦ ὑπευθύνου τῶν Κατηχ. Σχολείων καί διαβάζεται τό πρόγραμμα τῶν ἑβδομαδιαίων ὡρῶν διδασκαλίας. Στό Κολουέζι λειτουργοῦν  περί τά 16 κατηχητικά σχολεῖα. Ὡς κατηχητές διορίζονται, κυρίως διδάσκαλοι τῶν σχολείων μας, ἀλλά καί εὐλαβεῖς πυρφόροι Χριστιανοί. Τά μαθήματα γίνονται εἴτε στήν ἐκκλησία, εἴτε σέ τάξεις τῶν σχολείων μας.

Ὁ Ἐπίσκοπος π. Μελέτιος, μέ τήν ἀγορά τῆς φάρμας στό χωριό Λουανκόνκο, τό 1995, ἐπιδόθηκε συστηματικά στήν καλλιέργεια τοῦ καλαμποκιοῦ. Ἐνῶ σέ κήπους πλησίον τοῦ ποταμοῦ καλλιεργοῦνται λαχανικά καί ἄλλα.

Ὁ Γέροντας καί τό κηρυκτικό καί συγγραφικό του ἔργο

Ὁ Γέροντάς μας ἦταν προικισμένος ἀπό τόν Θεό μέ πολλά φυσικά καί ἐπίκτητα χαρίσματα. Εἶχε τό χάρισμα τῆς θεολογίας, τοῦ κηρύγματος, τῆς ὁμιλίας, τῆς συγγραφῆς, τῆς πνευματικῆς παρηγορίας.Ὅλα αὐτά τά προσέφερε ὡς μία ἀνθοδέσμη, δῶρον στόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό μας. Μία φορά μοῦ εἶπε: «Ἐμένα ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε τό χάρισμα τῆς θεολογίας καί τῆς συγγραφῆς, ἀλλά δέν μέ ἀφήνουν τά προβλήματα τοῦ ἡγουμενικοῦ μου διακονήματος νά ἐπιδοθῶ. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ἀσχολοῦμαι, ὅσον ἠμπορῶ, γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ μας».

Ἀπό τήν ἡλικία τῶν φοιτητικῶν του χρόνων ἐσυνήθιζε νά γράφει ἄρθρα καί νά ὁμιλεῖ στίς ἐκκλησίες. Τό πρῶτο θεολογικό του σύγγραμα, γιά τήν διδακτορική του διατριβή ἦταν τό βιβλίο: «Ἡ ποιμαντική τῶν φυλακισμένων». Γιά τήν ἐπί ὑφηγεσίᾳ διατριβή το ἔγραψε τό βιβλίον: «Ἡ Ποιμαντική κατά τούς ἱερούς Κανόνες». Ἔκτοτε, λόγω ἐλλείψεως χρόνου, δέν ἀσχολήθηκε συστηματικά μέ τήν συγγραφή. Ὅμως, ἐμπεριστατωμένες θεολογικά ὁμιλίες του, τίς ὁποῖες ἔκαμε σέ ἀκροατήρια ἔξω, κατόπιν εἶδαν τό φῶς τῆς δημοσιότητος. Αὐτά εἶναι τά ἑξῆς βιβλία του:

Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός καί τό Ἅγιον Ὄρος.

Θέματα Ἐκκλησιολογίας καί Ποιμαντικῆς.

Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ (Μηνύματα τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα).

Χριστός Γεννᾶται (Μηνύματα τῶν Χριστουγέννων).

Ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις μας καί οἱ πλάνες τῶν Ἰεχωβιτῶν.

Ἡ Θέωσις ὡς σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Εὐχαριστιακή ζωή.

Ἡ Κυριακή Προσευχή.

Ὀρθοδοξία καί Οὐμανισμός.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὡς διδάσκαλος τῆς θεώσεως.

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Γραικός.

Οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι.

Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, στήν ζωή τοῦ Χριστιανοῦ.

Ἐδῶ ἀξίζει νά μνημονεύσουμε ὅτι, ἐκ μέρους τῆς Μονῆς μας, μέ τήν εὐλογία καί τυπογραφική εὐθύνη τοῦ πρώην ἡγουμένου π, Βησσαρίωνος, ἐξεδίδετο ἐτήσιο περιοδικόν μέ τίτλον: «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος». Τήν ἴδια προσπάθεια ἀνέλαβε νά συνεχίσει καί ὁ Γέροντάς μας, ἐκδίδοντας ἐτησίως τό περιοδικόν μέ τήν ἴδια ὀνομασία. Τό πρῶτο περιοδικόν ἐξεδόθηκε τό 1976. Συνεχίζεται, πλέον σάν παράδοσις αὐτή ἡ ἐτήσια ἔκδοσις του. Ἐδῶ περιέχονται τά ἑόρτια Μηνύματα Πάσχα καί Χριστουγέννων τοῦ  ἑκάστοτε Ἡγουμένου τῆς Μονῆς μας, ὁμιλίες ἐπισκόπων προσκληθέντων εἰς πανηγύρεις τῆς Μονῆς, ὁμιλίες ἁγιορειτικῶν προσωπικοτήτων, ἐπικήδιοι λόγοι ἁγιορειτῶν μοναχῶν καί στό τέλος ἕνα κεφάλαιο μέ ἐπίκαιρα σχόλια καί κρίσεις.

Μετά τήν κοίμησί του ἡ Ἱερά Μονή ἐξέδωκε τίς ὁμιλίες του, τίς ὁποῖες ἐκφωνοῦσε ἀπό στήθους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ. Πάντοτε μᾶς ὡμιλοῦσε μετά ἀπό Δεσποτικές, Θεομητορικές καί ἑορτές Μεγάλων Ἁγίων πού ἑορτάζονται μέ τυπικό ἀγρυπνίας. Μέχρι τώρα (2020) ἔχουν ἐκδοθῆ ἕξι βιβλία, τά ὁποία μεταφράσθηκαν καί στήν σουαχίλι, γλῶσσα τῆς κεντρικῆς Ἀφρικῆς. Λίαν προσεχῶς πρόκειται νά μεταφρασθοῦν καί στήν Ρουμανική γλῶσσα.

Ἀπό τό 1983, προσεκαλεῖτο κάθε χρόνο μέ συγκεκριμένη ἐπιστολή ἀπό τόν Παν. Μητροπολίτη κυρόν Παντελεήμονα Χρυσοφάκη νά ἑτοιμάσει ὁμιλία γιά τήν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς. Προσεκαλοῦντο καί ἄλλοι ἁγιορεῖτες Καθηγούμενοι, καθώς καί λόγιοι μοναχοί, ὅπως ὁ π. Λουκᾶς τῆς Μονῆς Φιλοθέου  καί ἄλλοι.

Ἔτσι, ὡμίλησε γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ στήν μνήμη του, γιά τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τῆς Σταυροπροσκυνήσεως καί ἄλλες. Ἐπίσης, ὡμιλοῦσε καί σέ ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδος, ὅπως στήν Ἀθήνα, στό Ἀγρίνιο, στήν Κομοτηνή, στήν Δράμα, στήν Λάρισα καί ἀλλοῦ.

Οἱ σχέσεις του μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί μητροπολίτες

Ὁ Γέροντάς μας, ἐπίστευε καί ἐκήρυττε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἡ τό ἐπί τῆς γῆς Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μας, μέσα στό ὁποῖον, ὅσοι συμμετέχουμε ἐνεργά, σωζόμεθα. Κάθε Ὀρθόδοξος τοπική Ἐκκλησία εἶναι ὁλοκληρωμένη Ἐκκλησία, διότι κατέχει τό πλήρωμα τῆς ἀληθείας, ἐπιτελεῖ τά Ἱερά Μυστήρια, καθοδηγεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔχει ἄμεση σχέσι μέ τίς ἄλλες κατά τόπους Ἐκκλησίες καί τά Πατριαρχεῖα μας. Δέν ὑπάρχει ἄλλη Ἐκκλησία πού νά σώζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά πάθη, τίς ἁμαρτίες του καί τό πνευματικό του σκοτάδι, παρά ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.

Ἐπιθυμοῦσε νά διατηρεῖ ἀγαστήν ἐπικοινωνία μέ τούς ἐπικεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀρχιεπισκόπους. Τούς ηὔχετο γιά τήν ὀνομαστική των ἑορτήν καί τούς ἔστελλε, ὄχι μόνον τό ἐτήσιο περιοδικό τῆς Μονῆς μας, ἀλλά καί  ἑορτίους εὐχετικάς ἐπιστολάς διά τάς μεγάλας ἑορτάς καί τήν πρωτοχρονιάν.

Ἰδιαίτερη ἦταν ἡ σχέσις του μέ τόν κυρόν μητροπολίτη Ἄρτης Ἰγνάτιον τόν Α΄, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε τόν Γέροντα καί τήν ἀδελφότητά μας. Ὁσάκις ἐρχόταν στό Ἅγιον Ὄρος, ἔπρεπε νά ἐπισκεφθῆ καί τήν Μονήν μας. Σέ μία σύναξι τῆς 10ης Νοεμβρίου 1986, μᾶς εἶπε ὁ Γέροντας τά ἑξῆς γιά τήν προσωπικότητα τοῦ μητροπολίτου κ. Ἰγνατίου. «Ὁ μητροπολίτης Ἄρτης Ἰγνάτιος ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο στήν ἡλικία τῶν 17 ἐτῶν γιά νά μονάσει στήν Μονή τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Δομβοΐτου. Μία βραδυά κάποιος ἄλλος ἀδελφός πού τόν ἀναζητοῦσε, ἐπῆγε στό κελλί του. Καί ἐξεπλάγη ὅταν εἶδε νά προσεύχεται ὁ νεαρός τότε δόκιμος καί ἐνώπιόν του νά ἀνεβοκατεβαίνουν ἄγγελοι.

Σάν μητροπολίτης εἶχε κάποια χρονιά ἱερατική σύναξι. Πρίν τήν ἀναχώρησι τῶν Πατέρων, εἶπε ἐνώπιον πάντων τῶν ἱερέων τά ἑξῆς: «Δύο ἱερεῖς ἀπό ἐσᾶς ἔχουν κάποιο πρόβλημα καί δέν ἰερουργοῦν ἀξίως. Ἄς ἔλθουν αὔριο στό γραφεῖο μου νά συζητήσουμε τό πρόβλημά τους». Καί πράγματι, δύο ἱερεῖς του, ὅπως ὡμολόγησε στόν Γέροντά μας ὁ Μητροπολίτης, εἶχαν κώλυμα ἱερωσύνης.

Πάντοτε μέσα στό πορτοφόλι του εἶχε ἕνα σημειωματάριο, ὅπου ἔγραφε τά καθημερινά του πταίσματα. Κάθε σάββατο τά ἐξωμολογεῖτο στόν Πνευματικό του, ἕνα ἁγιασμένο γεροντάκι τῆς μητροπόλεώς του. Καί στόν διάκονό του, εἶχε δώσει τήν ἑξῆς ἐντολή: «Ἐάν πεθάνω καί δέν ἔχω ἐξαγορεύσει τά πταίσματά μου, πάρε ἐσύ τό σημείωμα καί δός το στόν Πνευματικό μου καί ἐκεῖνος ἄς μου διαβάσει συγχωρητική εὐχή». Ὁσάκις λειτουργοῦσε, ἐμνημόνευε στήν Προσκομιδή, περί τά 2000 ὀνόματα. Καί ὅταν ταξίδευε, καθόταν στό πίσω μέρος τοῦ αὐτοκινήτου καί προσευχόταν. Ὁ νοῦς του ἦταν πάντοτε στόν Θεό.

Σάν πρωτοσύγκελλος στήν Μητρόπολι Πειραιῶς, ἦταν πολύ αὐστηρός στούς ἀνθρώπους πού εἶχαν σαρκικούς πειρασμούς καί πτώσεις. Κάποια ἡμέρα ὅμως περπατώντας στόν δρόμο, ἐρχόταν ἀπό τήν ἀντίθετη κατεύθυνσι μία γυναῖκα, ἀπό τήν ὁποία σκανδαλίσθηκε. Κατόπιν εἶπε στόν ἑαυτό του: «Ἀπό σήμερα, Ἰγνάτιε, θά εἶσαι ἐπιεικής στούς ἀνθρώπους, γιά ὅποιαδήποτε ἁμαρτήματα καί προβλήματα πάσχουν».

Παρότι ἀνεχώρησε ὁ Γέροντας ἀπό τήν Μονή τοῦ ἁγίου Γεωργίου Ἀρμᾶ Χαλκίδος, διετήρησε τήν ἀγάπη του πρός τούς ἀνθρώπους, πολλούς ἀπό τούς ὁποίους ἐξωμολογοῦσε. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς ὁ κ. Παπανικολάου σέ συνεργασία μέ ἄλλους πιστούς ἀγόρασαν οἰκόπεδο, ἀπέναντι ἀπό τήν Χαλκίδα, στήν κωμόπολι τῆς Αὐλίδος, πού ὑπάγεται στήν Μητρόπολι Θηβῶν καί Λεβαδείας καί ἵδρυσαν Μετόχιο. Τό ἀφιέρωσαν στήν μνήμη τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας. Ἐδῶ κατά καιρούς ἐρχόταν ὁ Γέροντας μέ ἀδελφούς νά τελέσουν τίς ἀκολουθίες, νά κάνουν ἀγρυπνίες καί νά στηρίξουν πνευματικῶς τούς χριστιανούς μας. Τό Μετόχιο αὐτό λειτουργεῖ μέχρι σήμερα μέ ὑπεύθυνο τόν ἱερομ. π. Φιλόθεο. Ἀλλά καί μέσα στήν Χαλκίδα μία εὐσεβής οἰκογένεια ἐχάρισαν στήν Μονή μας, τό ἰδιόκτητο ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, πού εἶχαν κτίσει στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ τους. Καί αὐτό τό Μετόχι εἶναι ὑπό τήν φροντίδα τοῦ ἀνωτέρω ἀδελφοῦ.

Ἐπίσης ἀγαποῦσε ὁ Γέροντας τόν κοιμηθέντα μητροπολίτη Χαλκίδος κυρόν Νικόλαον, γιά τόν ὁποῖον μᾶς ἔλεγε τά ἑξῆς: «Σάν μητροπολίτης ἐπῆγε στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Νικολάου Ἄνω Βάθειας, ὅπου μονάζουν Ἀδελφές. Ἐζήτησε ἀπό τήν Γερόντισσα ἕνα δῶρο. Ἐκείνη τοῦ εἶπε ὅτι ἡ Μονή εἶναι δική του, τῆς μητροπόλεώς του, καί ὅλα εἶναι δικά του. Ἐκεῖνος τῆς ἐζήτησε μία κάρα. Τήν ἐπῆρε καί τήν εἶχε στό κομοδίνο τοῦ κελλιοῦ του, σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τῆς μητέρας του. Κάθε βράδυ τήν ἔβαζε σ᾿ ἕνα τραπεζάκι. Σκεπτόταν τόν θάνατο καί ἔκλαιγε μέ ἀναστεναγμούς. Πρίν φύγει ἀπό τό μοναστήρι αὐτό, ἐκάλεσε κοντά του τόν διᾶκο του καί τοῦ εἶπε: «Ὅταν πεθάνω, νά μέ θάψετε σ᾿ αὐτό τό μοναστήρι καί σ᾿ αὐτό ἐδῶ τό σημεῖο. Καί τοῦ ὑπέδειξε τόν τόπο, δίπλα στόν προκάτοχό του κυρόν Γρηγόριον. Ἀκόμη τοῦ εἶπε: «Θά συναντήσεις πολλές ἀντιρρήσεις ἀπό χριστιανούς μας, ἀλλά ἐσὐ θά ἐπιμένεις, λέγοντας  ὅτι εἶναι δική μου ἐπιθυμία.

Πρίν ὁ μητροπολίτης ἀναχωρήσει γιά τό Λονδῖνο, κατέβηκε στήν Ἀθήνα ὁ Γέροντάς μας νά τοῦ εὐχηθῆ. Τότε ἐκεῖνος τόν ἀγκάλιασε, τόν ἀσπάσθηκε θερμά τοῦ εἶπε: «Προαισθάνομαι, πάτερ Γεώργιε, ὅτι δέν θά γυρίσω πίσω ζωντανός. Γι᾿ αὐτό πάρε αὐτά τά δύο ἐγκόλπιά μου γιά νά μέ μνημονεύεις. Καί τοῦ τά ἐφόρεσε στόν λαιμό του».

Ἔκαμε τήν ἐγχείρισι, ὄγκου τοῦ ἥπατος, ἡ ὁποία ἦταν πολύ δύσκολη. Τελικά ὑπέκυψε ὁ ὀργανισμός του καί ἐτελειώθη στίς 19 Ἰανουαρίου 1975.

Διετήρησε πάντοτε ἀγαθές σχέσεις καί μέ τούς μακαρίτες τώρα μητροπολίτη Τρίκκης κυρόν Ἀλέξιον, Βασίλειο, βοηθό ἐπίσκοπο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, Νικαίας κ. Χρυσόστομο, Βεροίας κυρόν Παῦλον καί ἄλλους.

Ἐπίσης, εἶχε προσκληθῆ ὁ Γέροντας νά παραδίδει καί μαθήματα Ποιμαντικῆς καί Κανονικοῦ Δικαίου στήν Θεολογική σχολή Θεσσαλονίκης. Δέχθηκε τό αἴτημα τοῦ κοσμήτορος τότε κ. Παν.Χρήστου καί ἐπῆγε μόνο μία φορά. Ἀρνήθηκε νά πάει πάλι, διότι, ὅπως τούς εἶπε «εἶναι ποιμένας ψυχῶν, καί δέν ἠμπορεῖ νά ἀπουσιάζει συχνά ἀπό τήν Μονήν του. Μετά τί θά εἴπουν οἱ νέοι μοναχοί του, μερικοί ἀπό τούς ὁποίους ἦσαν μέ θεολογικά πτυχία;»

Λίαν ἐποικοδομητικές ἦταν καί οἱ ὁμιλίες του, τίς ὁποῖες ἀπηύθυνε στήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς μας, κατά τίς κυριακάτικες συνάξεις. Ἕνα μέρος ἀπ᾿ αὐτές, ἀφοῦ ἐπεξεργασθοῦν, εἶναι δυνατόν νά δημοσιευθοῦν πρός δόξαν Θεοῦ καί ὠφέλειαν ψυχῶν.

Ὁ Γέροντας καί οἱ οἰκοδομικές ἐργασίες τῆς Μονῆς καί τῶν Μετοχίων της.

Ἀφ᾿ ὅτου ἦλθε ἡ νέα συνοδία, παράλληλα μέ τίς ἄλλες πρωτοβουλίες, ἰδιαίτερη ἦταν ἡ μέριμνα τοῦ Γέροντος γιά τίς ἐπισκευές τῶν κτιρίων τῆς Μονῆς. Μέ τίς οἰκονομίες τῶν παλαιῶν Πατέρων, ἀποφασίσθηκε κατ’ἀρχήν ἡ ἐσωτερική ἀνακατασκευή τῆς μεσαίας πτέρυγος, ἡ ὁποία εἶχε κτισθῆ τό 1500 μέ χρήματα τοῦ ρουμάνου ἡγεμόνος, ἁγίου Στεφάνου τοῦ Μεγάλου. Ἡ πτέρυγα αὐτή εἶχε διαρρυθμισθῆ ἐσωτερικά μέ ξύλινα τοιχώματα. Στό μέσον ὑπῆρχε στενή λωρίδα ὁ διάδρομος καί ἑκατέρωθεν μικρά κελλάκια. Ὅλα αὐτά εἶχαν σαπίσει. Ὄχι μόνον τά πατώματα, ἀλλά καί τά ξύλινα ἀντερείσματα τοῦ κάθε ὀρόφου, πού ἐστηρίζοντο σέ ξύλινους κορμούς. Ἔτσι, μέ ἀπόφασι τῆς Γεροντικῆς συνάξεως, ἄρχισε τό 1976 ἡ ἐσωτερική ἀναπαλαίωσις τῆς πτέρυγος μέ οἰκοδόμους τόν ἀρχιμάστορα κ. Συνόδην Τσιβίλογλου καί τούς συνεργάτες του ἀπό τήν Οὐρανούπολι. Ἔπεσαν τρεῖς τσιμεντένιες πλάκες καί σέ κάθε ὄροφο μία σειρά κελλιῶν. Συνολικά ἐδημιουργήθησαν 20 κελλιά, ὅπου κατοικοῦν πατέρες τῆς Μονῆς μας. Λόγῳ πληθώρας προσκυνητῶν, καί τοῦ ἀδυνάτου φιλοξενίας των μέσα στό μικρό ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς, πρός στιγμήν μετετράπη ἡ ἀποθήκη δημητριακῶν τοῦ ἁγίου Μοδέστου παραλίας, σέ ἀρχονταρίκι. Παράλληλα γιά τόν ἴδιο σκοπό χρησιμοποιήθηκε καί ἡ κατοικία τοῦ ἀρσανάρη. Ἔτσι γιά 5 χρόνια, τό ἥμισυ καί πλέον τῶν προσκυνητῶν ἐφιλοξενοῦντο σ᾿ αὐτά τά παλαιά κτίσματα τῆς Μονῆς μας, στήν παραλία. Τό 1980, ἐλήφθη νέα ἀπόφασις τῆς γεροντικῆς Συνάξεως, γιά τήν κατασκευή νέου ἀρχονταρικιοῦ στήν παραλία. Ἐκεῖ πού σήμερα εὑρίσκεται τό νέο ἀρχονταρίκι τῆς παραλίας, ὑπῆρχε παλαιότερα ὁ σταῦλος τῶν ζώων τῆς Μονῆς. Καί ἐκεῖ πού σήμερα εἶναι ἡ αἴθουσα ὑποδοχῆς τῶν ξένων καί ἡ κουζίνα, ἦταν ἡ ἀποθήκη τοῦ σανοῦ καί ὅλων τῶν ξηρῶν τροφῶν γιά τά ζῶα μας. Ἡ ἀπόφασις εἶχε ὡς ἑξῆς: Ὁ χῶρος τοῦ σταύλου νά μετατραπεῖ σέ διόροφο ἀρχονταρίκι καί οἱ ἀποθῆκες σανοῦ σέ αἴθουσα ὑποδοχῆς καί τήν ἵδρυσι παρεκκλησίου, δεδομένου ὅτι ὑπῆρχε καί παλαιότερα ἐκεῖ. Τό ἔργον ἀνατέθηκε στήν ἴδια ὁμάδα τῶν «Τσιβιλογλέων», ὅπως ἐλέγοντο καί μετά ἀπό δύο περίπου χρόνια τό ἔργον εἶχε τελειώσει.

Ἡ δημιουργία  αὐτοῦ τοῦ ἔργου εἶχε μεγίστη ἀξία, διότι ἔγινε ἀποσυμφόρησις τῆς Μονῆς μας, λόγω τοῦ πλήθους τῶν προσκυνητῶν καί τῶν ἐλαχίστων χώρων διαμονῆς τους ἐντό Αὐτῆς. Σήμερα στό ἀρχονταρίκι αὐτό, εἶναι δυνατόν νά φιλοξενηθοῦν περί τά 70 ἄτομα καί σέ πανηγύρεις μέχρι 100, διότι οἱ ὑπόλοιποι κοιμοῦνται σέ λυόμενα κρεββάτια.

Στήν Μονή μας συνεχίσθηκαν τά οἰκοδομικά ἔργα. Τώρα ἀποφασίσθηκιε μέ χρήματα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, μέσῳ τῆς Ἑλληνικῆς κυβερνήσεως, ἡ ἵδρυσις ἐκ θεμελίων τῆς πτέρυγος ἔμπροσθεν καί ἄνωθεν τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς μας. Ἄρχισε τό 1997 καί μετά ἀπό δύο χρόνια ἐτελείωσε. Εἶναι ἑξαόροφο κτίριο, ἐπενδεδυμένο ἐξωτερικά μέ πέτρα καί μέ ὡραῖα μπαλκόνια. Τό κτίριο αὐτό ἐξυπηρετεῖ πάρα πολλές ἀνάγκες τῆς Μονῆς μας. Ἐδῶ τώρα στεγάζονται στό ἰσόγειο ἡ αἴθουσα τῶν ἠλεκτρονικῶν μηχανημάτων. Στόν δεύτερο ὄροφο τό σκευοφυλάκιο, στόν τρίτο ὄροφο τό ἁγιογραφεῖο καί ἡ μεγάλη βιβλιοθήκη, τόν τέταρτο ἡ αἴθουσα τῶν συνάξεων καί τό μουσεῖο τῶν εἰκόνων, καί τό παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, στόν πέμπτο καί ἕκτον ὄροφο ὑπάρχουν περί τά 15 μοναχικά κελλιά. Μετά ἀπό πέντε χρόνια, τό 2002 ἀνακαινίσθηκε σχεδόνἐκ θεμελίων τό κτίριο, ὅπου στεγάζεται ἡ τράπεζα φαγητοῦ τῶν Πατέρων. Τό παλαιότερο κτίριο στηριζόταν σέ ξύλινες κόρδες. Τό 1960 οἱ Γεροντάδες μέ πρωτεργάτη στόν μηχανικό Ἀθανάσιο Βήκα, ἐστήριξαν τό κτίριο ἐπάνω σέ μεγάλες τσιμεντένιες κολόνες, πού ξεκινοῦσαν ἀπό τό πέτρινο ἔδαφος. Καί ἡ τρίτη ἀνακαίνισις ἔγινε τώρα, καθώς καί ἡ ἀνακατασκευή τοῦ φούρνου πού εἶναι κάτω ἀπό τήν τραπεζαρία.

Στήν συνέχεια τό 2011, ἔγινε πλήρης ἀνακαίνισις τῆς μεσαίας πτέρυγος, τό ἥμισυ τῆς ὁποίας ἐχρησιμοποιεῖτο ἀνέκαθεν γιά ἀρχονταρίκι τῶν ξένων. Οἱ δουλειές ξεκίνησαν ἀπό τό ὑπόγειο, ὅπου ὑπάρχει τό Δοχειό τῆς Μονῆς, δηλαδή οἱ ἀποθῆκες ἐλαίου, τυροῦ, οἴνου κλπ. Ἔγινε καί ἐξωτερικά τό ἁρμολόγημα, καθώς καί στόν πύργο τῆς Μονῆς. Ἔτσι ὁλοκληρώθηκε τό ἔργο καί ἀποτελεῖ ἡ ὡραία ἀνακατασκευή του μία ἐξαιρετική εἰκόνα γιά τόν κάθε εἰσερχόμενο προσκυνητή.

Ἡ αὐλή τῆς Μονῆς, μέχρι τό 1953 ἦταν πέτρινη μέ χοντρές πέτρες τοποθετημένες στό δάπεδο. Ὅταν ἐκείνη τήν περίοδο παρουσιάσθηκε τό τσιμέντο, ὡς ἀνθεκτικό καί καινούργιο οἰκοδομικό ὑλικό, οἱ Πατέρες  τότε τσιμεντόστρωσαν ὅλες τίς αὐλές μέχρι ἔξω τό κιόσκι. Ἡ νέα ἀδελφότητα, σέ συμφωνία μέ τούς Γεροντάδες ἀπεφάσισαν νά ἐπαναφέρουν τήν στρῶσι τῶν αὐλῶν μέ μεγάλες συμμετρικές πλάκες. Τό ἔργο αὐτό ἔγινε τό 2012. Παράλληλα, τοποθετήθηκε καί μαρμάρινη φιάλη μέ ὡραῖο ἁγιογραφημένο  τροῦλο ἐσωτερικά, ἔξω δεξιά ἀπό τήν μικρή αὐλή τῆς Μονῆς πρός τήν δεύτερη αὐλή. Ἐκεῖ, κάθε μῆνα, τελοῦμε τόν καθιερωμένο ἁγιασμό.

Τό 1977, τό ἐνδιαφέρον τοῦ Γέροντός μας ἐστράφη στά γειτονικά καθίσματα, δηλαδή ἡσυχαστικά κελλιά, στά ὁποῖα ἔμεναν κατά καιρούς ἀδελφοί. Ἐπάνω ἀπό τήν Μονή ὑπάρχει τό λεγόμενο Κάθισμα τῆς Παναγίας, πρός τιμήν τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεώς της. Ἡ ἱστορία του ἀνάγεται ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κτίτορός μας ὁσίου Γρηγορίου. Ἐδῶ ἔζησε ὁ ὅσιος Γρηγόριος μέ τήν συνοδία του. Ὑπάρχει ἡ παράδοσις ὅτι δέν ὑπῆρχε νερό ἐκεῖ καί ὁ Ὅσιος προσευχήθηκε καί ἔτρεξε ἄφθονο καί γάργαρο νερό ἀπό τήν σχισμή μιᾶς πέτρας. Αὐτό φαίνεται καί μέχρι σήμερα. Μέσα ἀπό τίς σχισμές ἑνός βράχου τρέχει ἀδιάκοπα νερό, τό ὁποῖον εἶναι καί τό πόσιμο νερό τῆς Μοῆς μας. Ἐδῶ ἐστάλησαν δύο ἀδελφοί, ὁ μακαριστός παπᾶ Χρυσόστομος καί ὁ γράφων καί «ἐπί δύο ἑβδομάδες ἐσπάζαμε μέ κασμάδες καί τσεκούρια ὅλες τίς σάπιες ἐσωτερικές ξυλοκατασκευές. Παράλληλα μέ καρότσια πετάξαμε ἔξω ἑκατοντάδες καρότσια χώματα. Ἔτσι ἐτοιμάσαμε τόν χῶρο γιά τούς οἰκοδόμους, οἱ ὁποῖοι ἐργάσθηκαν σκληρά. Ἔγινε ἡ τσιμεντόστρωσις τοῦ ἰσογείου, ἔπεσε ἡ τσιμεντένια πλάκα καί ἐπάνω σ᾿ αὐτήν δημιουργήθηκαν τρία κελλιά. Τό ἰσόγειο χρησιμοποιεῖται γιά κουζίνα γιά τούς ἀδελφούς πού θέλουν νά ἡσυχάσουν γιά κάποιο διάστημα».

Πιό κάτω στά πέντε λεπτά ἀπό τό Κάθισμα τῆς Παναγίας μας, ὑπάρχει τό ἡσυχαστικό κελλίο τῶν Ἀθωνιτῶν Πατέρων. Ὁ μακαριστός Γέρο Ἐφραίμ μοῦ εἶπε ὅτι κτίσθηκε ἀπό τόν μοναχό Λογγῖνο, πού ἀνῆκε στήν συνοδία τοῦ μεγάλου ἡγουμένου τῆς Μονῆς μας, τοῦ παπᾶ Συμεών, γύρω στό 1870. Καί αὐτό εὑρισκόταν σέ πλήρη ἐγκατάλειψι. Ἄρχισαν πρῶτα ἀδελφοί τῆς Μονῆς μας νά σπάζουν καί νά πετοῦν  ἔξω τά σπασμένα ξύλινα πατώματα κλπ. Στήν συνέχεια πάλι οἱ ἴδιοι ἀδελφοί μας τσιμεντόστρωσαν τό κελλίο, ἔκαμαν τό πάτωμα καί τήν ὀροφή τοῦ κελλίου, τό ἐσοφάτισαν καί ἔκτοτε ἦταν πλέον κατάλληλο γιά διαμονή. Ἐδῶ ἦλθε καί ἡσύχαζε ὁ μοναχός Γέρο-Βλάσιος. Ἦλθε στήν Μονή μας τό 1987. Ἦτο πρίν ἔγγαμος. Ἐπῆρε διαζύγιο ἀπό τήν σύζυγό του, ἄδεια ἀπό τά τέσσερα παιδιά του καί τά 20 ἐγγόνια του καί σέ ἡλικία 63 ἐτῶν ἦλθε νά μονάσει. Παναγιώτης Κατσαμπίρης τό ὄνομά του. Εἶχε καί ἀδελφό στήν Ἀκαρνανία, τόν ἀρχιμ. π. Αὐγουστῖνο, ὁ ὁποῖος ἵδρυσε δικό του μοναστήρι. Ὁ π. Βλάσιος ἔμεινε 10 χρόνια στήν μονή καί ἄλλα δέκα στό κελλίο τῶν Ἀθωνιτῶν Πατέρων. Καί τό 2007 ἀνεχώρησε γιά τήν μονή τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅπου μετά ἀπό ἕνα χρόνο ἀνεπαύθη. Στήν συνέχεια ἡσύχαζε, κατ᾿ ἐντολήν τοῦ Γέροντός μας, ἀπό τό 2008 ὁ μον. Δ. ἐπί ὀκταετίαν, ἀλλά μέ ἰδιάζον τυπικό. Δηλαδή νά εἶναι 12 ὧρες στήν Μονή καί 12 ὧρες στό ἡσυχαστήριο, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἐτήρησε ὁ εἰρηθείς μοναχός.

Στήν συνέχεια ὁ Γέροντάς μας, σέ συνεργασία μέ τό ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον τῶν εἰδημόνων Πατέρων,  ἐστράφη πρός τά ἄλλα κτίσματα τῆς Μονῆς μας, τόσο πρός τά ἄλλα Καθίσματα, ὅσο καί πρός τό Ἀντιπροσωπεῖο τῶν Καρυῶν. Στό δάσος τοῦ βουνοῦ μας, ὑπῆρχε, ὡς γνωστόν, τό οἴκημα ὅπου καί τό ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, κτισμένο ἀπό τόν ἡγούμενο παπᾶ Συμεών. Ὁ Γέροντάς μας τό κτίριο πού ὑπῆρχε ἀπό παλαιότερα σάν ἀποθήκη γιά τίς τροφές τοῦ ξυλοκόπου τῆς Μονῆς μας μακαριστοῦ Γιάννη Γκίρλου, τό ἀξιοποίησε. Ἐκεῖ κοντά παλαιότερα ὑπῆρχε καί ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Μέ ἀπόφασι τῆς Γεροντικῆς Συνάξεως ἡ ἀποθήκη αὐτή ἐπεξετάθη κτιριακῶς καί μετετράπη σέ κελλία τῶν Πατέρων. Στήν ἄκρη αὐτοῦ τοῦ κτιρίου κτίσθηκε ἐκ θεμελίων τό ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Στεφάνου. Ταυτόχρονα ἀπέναντι ἀπό τόν  χωματόδρομο κτίσθηκε ἄλλο μικρόν κτίριο γιά ἡσυχαστικό κελλίο τοῦ Γέροντός μας, καθώς καί τοῦ παρηγουμενιάρη, ὁσάκις θά ἤθελε νά ἡσυχάζει ἐδῶ, κυρίως τούς καλοκαιρινούς μῆνες. Ἐπίσης μέ κρατική χρηματοδότησι κτίσθηκε ἄλλο μικρό κτίριο, σάν δασοφυλάκιο, πρός τιμήν τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ. Εἶναι σέ μία ἀπό τίς κορυφές τοῦ βουνοῦ μας. Ἔτσι τά ἡσυχαστικά αὐτά κτίσματα ἔγιναν προφανῶς, πολλά καί ἀποτελοῦν ἀσκητικά καταφύγια πολλῶν πατέρων, πού ἐπιθυμοῦν, γιά ὀλίγον ἤ περισσότερο διάστημα, νά ἡσυχάσουν καί νά προσευχηθοῦν.

Τό Ἀντιπροσωπεῖο τῆς Μονῆς μας πού εἶναι στίς Καρυές, ἀνεκαινίσθη σχεδόν ἐκ θεμελίων. Παρέμεινε, ὅπως ἦταν μόνον ὁ ναός τοῦ ἁγίου Τρύφωνος, πού εἶναι κτίσμα τοῦ 1500. Ἐπειδή τό ἔδαφος εἶναι ἐπικλινές καί κρατεῖ πολλά ὑπόγεια νερά, ἔγινε ἀντισεισμική ἡ κατασκευή του μέ ἐσωτερικά ἰσχυρά ἀντερείσμτα. Δημιουργήθηκαν νέα καί περισσότερα κελλιά γιά τούς Πατέρες τῆς Μονῆς ἤ ἄλλους Ἀδελφούς. Ἐπίσης ἀνακαινίσθηκε καί τό διπλανό κτίριο, τό λεγόμενο ἐργατόσπιτο, τό ὁποῖον ἦταν ἑτοιμόρροπο.

Σέ ἀπόστασι 15 λεπτῶν ἀπό τό Μετόχιό μας τῆς Βούλτσιστας ὑπάρχει καί τό Μονύδριον τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ. Ἦτο κι αὐτό ἐγκαταλελειμμένο, ἀλλά ἀπό τό 1985 ἀνέλαβε νέ τό ἀνακατασκευάσει ὁ ἀδελφός τῆς μονῆς μας, ἀρχιμ. π. Γρηγόριος Μιχαηλίδης, ἱεροκῆρυξ Θεσσαλονίκης. Ὁ ἄξιος αὐτός κληρικός, ἦταν κουρά τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Βησσαρίωνος. Ἐκάρη στήν ἐκκλησία τοῦ Μετοχίου μας, τῆς Ροτόντας καί ἐν συνεχείᾳ, ἐσπούδασε τήν θεολογία καί ὑπηρέτησε γιά 35 χρόνια λειτουργός καί κήρυκας τῆς Ἱ. Μητροπόλως Θεσσαλονίκης. Αὐτός ἀνέλαβε καί ἀποτελείωσε δύο μεγάλα ἔργα. Ἀνακατασκεύασε τό Μετόχιον τοῦ ἁγίου Γεωργίου Ροτόντας μέ νέες ἁγιογραφίες και ἐσωτερικό καλλωπισμό. Στήν συνέχεια ἀνέλαβε τό Μονύδριον τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ Βεροίας, ὅπου τό ἀνεκαίνισε σχεδόν ἐκ βάθρων μέ τίς οἰκονομικές συνεισφορές πνευματικῶν του παιδιῶν. Ἵδρυσε ἐκεῖ νέα πτέρυγα κελλιῶν μέ αἴθουσα συνάξεων καί ἄλλα ἐπισκευαστικά ἔργα, γιά τά ὁποῖα θεωρεῖται πλέον καί δεύτερος κτίτωρ τοῦ Μετοχίου. Ὅλα αὐτά ἐτελείωσαν τό 1988.

Ὁ Γέροντας, οἱ ἀρρώστειες καί τό τέλος του.

Ὁ Γέροντάς μας ἦταν ἕνα πολυτάλαντο πνεῦμα πού κατοικοῦσε σέ εὔθραστο σκεῦος. Ἀπό τήν μικρή του κιόλας ἡλικία, εἶχε μία ἀρχοντική ἀνατροφή ἀπό τήν μητέρα του. Ἔτσι, δέν ἐδεινοπάθησε στά παιδικά του χρόνια, διότι τοῦ ἐπροσφέροντο ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τήν βιολογική του ἀνάπτυξι καί τίς σπουδές του. Στήν περίοδο τῆς Κατοχῆς ἀπό τόν γερμανικό στρατό, κάτω ἀπό τό ἀκοίμητο βλέμμα τῶν γονέων του, διεπέρασε αὐτήν τήν ἐθνική μας δοκιμασία, χωρίς μεγάλες θλίψεις. Οἱ σωματικές του δυνάμεις ἦταν πάντοτε περιορισμένες καί ὁ ὀργανισμός του ἀρκετά εὐπαθής στίς διάφορες ἀσθένειες. Ὅμως διατηροῦσε μέσα του ἕνα γενναῖο χριστιανικό φρόνημα καί δέν ἐφείδετο κόπων καί ταλαιπωριῶν γιά τόν συνάνθρωπο καί τό γενικό καλό τῆς Ἐκκλησίας.

Στά 40 χρόνια, πού ἦταν ἡγούμενος καί Γέροντάς μας, παρότι συχνά εἶχε στομαχικές ἐνοχλήσεις καί ἐντερικές διαταραχές, ὅμως πολύ σπανίως ἐξωτερίκευε τόν πόνο του. Τόν ἐβλέπαμε στήν ἐκκλησία, πόσο δυσκολευόταν νά καθίσει, στήν τράπεζα πόσο ἐλάχιστα ἔτρωγε. Δέν ἔβγαζε ὅμως ποτέ παράπονο ἤ κραυγήν πόνου καί ἀπελπισίας. Πραγματικά ἦταν γενναία ψυχή. Ἐδίδασκε καί ἐμᾶς μέ τό παράδειγμα τῆς ὑπομονῆς του στίς διάφορες σωματικές του κακώσεις καί τυραννίες.

Κατά τό ἔτος 1989 δοκιμάσθηκε σκληρά ἀπό μία ἐγκεφαλική πάθησι τοῦ τριδύμου, ὅπως λέγεται ἰατρικά. Εἶχε τόσο δυνατούς πόνους, πού ἐπί 9 μῆνες ἦταν ἀκίνητος στό κρεββάτι του, διότι κάθε κίνησις τόν ἐνωχλοῦσε καί πονοῦσε πολύ. Πολλοί ἄνθρωποι καί μοναχοί προσηύχοντο γιά τήν ὑγεία του. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς ὁ παπᾶ Συμεών Κραγιόπουλος ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, κτίτωρ δύο μονῶν  καί πνευματικός πατέρων καί χιλιάδων ἀνθρώπων, τοῦ ἔστειλε μήνυμα κάποια  ἡμέρα καί τοῦ εἶπε ὅτι ἐπῆρε πληροφορία, ὅτι ἡ ἀσθένειά του θά θεραπευθῆ γρήγορα.

Μία παρόμοια πληροφορία εἴχαμε ἀπό τόν κογκολλέζο μοναχό τῆς Μονῆς μας, τόν Νεόφυτον, τόν μετέπειτα μεγαλόσχημο μοναχό Κοσμᾶ. Εἴχαμε τήν πανήγυρι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1989. Ὁ μοναχός Νεόφυτος μέ ἄλλους πατέρες εἶχαν πάει τήν  νύκτα νά πάρουν λαχανικά ἀπό τά ψυγεῖα. Στήν ἐπιστροφή τους ἀπό τά ὑπόγεια, εἶδε μόνον ὁ π. Νεόφυτος ἐν ὁράματι τήν Ἁγία Ἀναστασία μέσα σέ φῶς, ἐπάνω ἀπό τήν μωσαϊκή εἰκόνα τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τῆς ἐσωτερικῆς εἰσόδου. Ἐκείνη τήν νύκτα πού ἐπῆγε λίγο νά ξεκουρασθῆ, εἶδε στόν ὕπνο του τήν Ἁγία. Τοῦ ἔδωσε ἕνα γράμμα καί τοῦ εἶπε αὔριο νά πάει καί νά τό δώσει στόν Ἡγούμενο. Ἦταν τό γράμμα ἕνα μήνυμα, πού τόν πληροφοροῦσε γιά τήν ἀποκατάστασι τῆς ὑγείας του ἀπό τήν Ἁγία Ἀναστασία. Ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα θεραπεύθηκε ὁ Γέροντάς μας, χωρίς ποτέ νά ἐνοχληθῆ ἀπ᾿ αὐτή τήν πάθησι.

Παρότι, εἶχε σχετικῶς ὀλίγες σωματικές δυνάμεις,  ὅμως ἐβίαζε τόν ἑαυτόν του νά συμμετέχει στίς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας. Ἀπέφευγε νά ἀναζητᾶ τήν βοήθεια τῶν γιατρῶν. Καί μᾶς ἔλεγε: «Ἕχουμε γιατρόν τήν Παναγία μας. Ἄν θέλει νά μᾶς κάνει καλά, νά μετανοήσουμε περισσότερο. Γεννηθήτω τό θέλημά της. Ἄν θέλει νά μᾶς πάρει, πάλι ἄς γίνει τό θέλημά της καί τοῦ Υἱοῦ της. Γι᾿ αὐτό παρότι ὑπέφερε δέν ἔβγαινε σέ γιατρούς τῆς Θεσσαλονίκης. Τό θεωροῦσε καί καλογερικῶς ἀνάρμοστο, νά βγάζουν τό ζωστικό τοῦ μοναχοῦ καί γυναῖκες νοσοκόμες νά ἐπεμβαίνουν στό σῶμα του γιά λόγους ὑγειονομικούς. Ἐφρόντιζαν συνήθως οἱ δύο γιατροί ἀδελφοί τῆς Μονῆς μας, ἱερομόναχοι π. Δημήτριος καί π. Λουκᾶς, νά τόν περιθάλπουν μέ τά καλλίτερα μέσα πού διέθεταν καί μέ πολλή ἀγάπη καί ἀφοσίωσι.

Λόγῳ τῆς φυσικῆς εὐπαθείας τοῦ ὀργανισμοῦ του, καί τῆς προχωρημένης ἡλικίας του, παρουσιάσθηκαν ἔντονοι πόνοι στά γόνατά του. Εἶχαν φθαρεῖ οἱ χόνδροι τῆς ἐπιγονατίδος καί ἐδυσκόλευαν τό περπάτημά του. Μέ τήν βοήθεια κορυφαίων γιατρῶν ἀπό τό νοσοκομεῖο τῆς Πάτρας, πού ἦταν καί πνευματικά του παιδιά, ἐλήφθη ἀπόφασις νά γίνει ἀρθροπλαστική ἐπέμβασις πρῶτα στό ἕνα πόδι καί μετά ἀπό ἕνα χρόνο στό ἄλλο. Ὅλη αὐτή ἡ διαδικασία τόν ἐκούρασε, ἀλλά ἔκανε ὑπακοή καί στούς γιατρούς καί σ᾿ ἐμᾶς τά πνευματικά του παιδιά, πού ἐπιμέναμε νά γίνουν αὐτές οἱ ἐπεμβάσεις. Πράγματι τό 1999 ἔγινε ἡ πρώτη ἐπέμβασις μέ ἀπόλυτον ἐπιτυχία, κατά τήν γνωμάτευσι τῶν γιατρῶν καί ἀκολούθησε ἐν συνεχείᾳ, μετά ἀπό ἕνα χρόνο καί ἡ ἄλλη. Σύμφωνα καί μέ ἰατρικές γνώσεις οἱ ἐπεμβάσεις αὐτές εἶναι δυνατόν νά διευκολύνουν τήν κυκλοφορία τοῦ ἀνθρώπου γιά μία δεκαετία.

Στήν συνέχεια θά ἐπακολουθήσει ἄλλο ὀδυνηρό στάδιο, λόγῳ φθορᾶς αὐτῶν τῶν ξένων ἐργαλείων πού μπαίνουν στήν ἐπιγονατίδα. Ἔτσι, μετά ἀπό λίγα χρόνια, ὁ Γέροντάς μας, μή δυνάμενος νά περπατᾶ, καθηλώθηκε στήν χειράμαξα. Ἔκτοτε, ὁμάδες ἐκ τῶν ἀδελφῶν τῆς Μονῆς μας, τόν ὑπηρετοῦσαν μέ βάρδιες, οὕτως ὥστε νά μή κουράζωνται πάντα οἱ ἴδιοι. Παρά τήν ἀσθένειά του, ὅλη τήν ἡμέρα ἀγρυπνοῦσε γιά τήν εὔρυθμη λειτουργία τῆς Μονῆς μας καί τά προβλήματα τῶν μοναχῶν μας. Ἐκάθητο στό κελλί του σέ καροτσάκι, ἀλλά δίπλα του εἶχε τά δύο τηλέφωνα, τό ἐσωτερικό καί τό σταθερό τῆς Μονῆς μας. Ἐρχόταν σέ πλήρη ἐπικοινωνία μέ ὅλους τούς Πατέρας καί τούς ἐκ τοῦ κόσμου ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι τόν τηλεφωνοῦσαν. Συνέχιζε να κυβερνᾶ τήν Μονή μας, «ἀπό τήν καρέκλα», ὅπως ἔλεγε μέ ἁπλότητα ἕνα γεροντάκι, ὁ παπᾶ Νικόλαος.

Ὅσον ἀφορᾶ γιά τήν συμμετοχή τοῦ Γέροντός μας σέ μερικές ἀπό τίς ἀγρυπνίες ἤ ἄλλες ἀναγκαῖες ὑποθέσεις, ἐφρόντισε ἡ Μονή μας νά διευκολύνει τήν κάθοδό του. Τό πρόγραμμα τῆς Μονῆς συνεχίσθηκε ἀπρόσκοπτα, τόσον στίς ἀκολουθίες, ὅσον καί στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, μέ βοηθόν ὑπεύθυνον τόν μακαριστόν τώρα π. Πανάρετο, πρῶτον Πνευματικόν τῆς Μονῆς μας.

Ἐπειδή χειροτέρευε ἡ κατάστασίς του, χρειάσθηκε νά μεταβῆ ἔξω γιά ἐξετάσεις. Ἤδη εἶχε διαπιστωθῆ ἀπό καιρό καρκίνος στά ἐπινεφρίδια. Σέ νεώτερες ἐξετάσεις στήν κλινική «Ὁ ἅγιος Λουκᾶς», Θεσσαλονίκης, διεγνώσθη καρκίνος τοῦ ἐγκεφάλου. Ὁ Γέροντάς μας ἄκουσε μέ κάποια ἔκπληξι τήν διάγνωσι, αὐτή, ἀλλά γρήγορα «συνετάχθη», πνευματικῶς καί ὑποτάχθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπανῆλθε καί πάλι στήν Μονή μας.

Ἔβλεπε ὅτι πλησιάζει τό τέλος του. Ἔκάλεσε τόν γραμματέα τῆς Μονῆς μας, τόν μακαριστό τώρα π. Μελχισεδέκ, νά ἑτοιμάσει τήν παραίτησί του γιά λόγους ὑγείας. Πράγματι ὑπέγραψε καί τήν παρέδωσε στόν τοποτηρητή τῆς Μονῆς μας, τόν π. Πανάρετο, μέ σκοπό ἐντός 12 ἡμερῶν νά προβῆ ἡ Ἀδελφότης στήν ἐκλογή τοῦ διαδόχου του. Ἔδωσε ἐντολή νά τοποθετηθῆ τό μπαστοῦνι του στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Αὐτή εἶναι ἡ τάξις τῆς Μονῆς μας. Καί ἀπό τό χέρι τοῦ Ἀγίου θά παραλάβει τό μπαστούνι ὁ νέος ἡγούμενος νά συνεχίσει τήν διαποίμανσι τῆς ἀδελφότητος.

 Ὁ Γέροντάς μᾶς συνεβούλευσε τό πῶς θά πρέπει νά διεξαχθῆ ἡ ἐκλογή, χωρίς παρεκτροπές καί ἄλλες ζημιογόνες  μεθόδους. Καί πράγματι, κατά τά μέσα Φεβρουαρίου τοῦ 2014,  ἔγινε ἡ ψηφοφορία μέ μυστικό τρόπο ἀπό τούς 60 πατέρες τῆς Μονῆς μας, οἱ ὁποῖοι ἤδη εἶχαν συμπληρώσει ἑξαετία στό Μοναστήρι μας. Καί τελικά, μετά τήν δεύτερη ψηφοφορία ἐξελέγη σχεδόν παμψηφεί  ὁ ἱερομ. π. Χριστοφόρος, ὁ ὁποῖος παιμαίνει μέ διάκρισι, σοφία πνευματική καί ἀγάπη τήν Ἀδελφότητά μας μέχρι σήμερα (2021).

Μετά τήν ἐκλογή τοῦ νέου ἡγουμένου, τοῦ π. Χριστοφόρου, τοῦ ἐψάλη τό Πολυχρόνιον ἀπό τούς ἱεροψάλτες τῆς Μονῆς. Μετά ἀνεβήκαμε ὅλοι στήν αἴθουσε ὑποδοχῆς γιά τό κέρασμα καί τήν ὑποδοχή τοῦ νέο ἡγουμένου ἀπό τόν ἀπερχόμενον πατέρα μας, τόν π. Γεώργιον. Στήν συνάντησι αὐτή εἶπε ὁ Γέροντάς μας στόν διάδοχό του: «Παιδί μου πάτερ Χριστοφόρε, σοῦ παραδίδω τήν ἀδελφότητά μας στά χέρια σου. Σοῦ ἔχω ἐμπιστοσύνη, διότι σέ ἔχω καλογέρι μου ἐπί 33 χρόνια καί γνωρίζω τίς ἀρετές σου, τήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωσί σου. Ποίμανε τήν ποίμνη σου, τήν ὁποίαν ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, σοῦ ἐμπιστεύθηκε. Καί ὁ ἅγιος Νικόλαος, ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ ὁποίου παρέλαβες τό μπαστοῦνι μου, νά σέ ἔχει ὑπό τήν σκέπην καί προστασίαν του μαζί μέ τόν Κτίτορα τῆς Μονῆς μας,τόν ὅσιο Γρηγόριο καί τήν τρίτη Προστάτιδά μας, τήν ἁγία ὁσιοπαρθενομάρτυρα Ἀναστασία τήν Ρωμαία».

Μ᾿ αὐτά τά λόγια ἀλληλοασπάσθηκαν μέ δάκρυα στά μάτια γιά νά συνεχισθῆ ἡ πορεία τῆς Μονῆς μας, μέσα στό γίγνεσθαι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀνιθρώπινης ἱστορίας. Ἡ ἐνθρόνισίς του ἔγινε, μετά ἀπό ἕνα μῆνα μέ τήν παρουσία τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, μέ ὅλους σχεδόν τούς Ἡγουμένους τῶν ἄλλων Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί πλήθους κόσμου.

Ἐπειδή χειροτέρευσε ἡ κατάστασις τῆς ὑγείας του, χρειάσθηκε καί πάλι νά ἐξέλθη τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Στό διάστημα αὐτό φιλοξενήθηκε στήν Ἱερά Μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Πανοράματος, στήν ὁποία ὑπῆρχε καί Πνευματικός τῶν μοναζουσῶν ἐπί πολλά χρόνια. Εἶχε πάντοτε κοντά του ὁμάδα ἀδελφῶν μας, οἱ ὁποῖοι τοῦ παρεῖχαν κάθε ἀναγκαία παρηγορία καί ἀνακούφισι.

Ἀφ᾿ ὅτου ὁ καρκίνος μετετέθη στόν ἐγκέφαλο, ἐπιταχύνθηκε καί τό μακάριο τέλος του. Οἱ γιατροί τῆς Μονῆς μας, ἱστάμενοι ὡς ἄσβεστες λαμπάδες πλησίον του, προσπαθοῦσαν νά τοῦ ἁπαλύνουν τούς πόνους μέ ἐνέσιμα παυσίπονα.

 Ἐπειδή ὁ καρκίνος ἐπεκτάθηκε σέ ὅλο τόν ἐγκέφαλό του,  στίς 25 Μαΐου καί 8 Ἰουνίου μέ τό Νέο ἡμερολόγιο 2014 ἦλθε ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεώς του ἀπό τά ἐπίγεια στά οὐράνια. Ἐκοιμήθη στήν Μονή τοῦ Πανοράματος, ὅπου ἐφιλοξενεῖτο. Ἑτοιμάσθηκε καί μεταφέρθηκε στό Μετόχιο τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Σταυρουπόλεως, ὅπου τοῦ ἐγένετο ἡ ἀκολουθία τῆς Κηδείας. Τήν ἑπομένη τό πρωΐ μεταφέρθηκε ἡ σωρός του στήν Μονή μας, ὅπου τήν ἴδια ἡμέρα διαβάσθηκε καί ἡ Ἀκολουθία τῆς Κηδείας του. Συμμετεῖχαν πέντε  μητροπολίτες, πολύς λαός ἀπό τόν κόσμο καί ὅλοι σχεδόν οἱ ἡγούμενοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἐκατοντάδες μοναχοί καί λαϊκοί ἀπό τόν κόσμο.

Ὅπως μᾶς ἔλεγε εὐκαίρως ἀκαίρως «θά μέ ἀναζητήσετε, ἀλλά δέν θά ὑπάρχω», εἶναι μία ἀλήθεια. Οἱ Γεροντάδες γεννῶνται καί ἐκλέγονται ἀπό τόν Θεό γιά τήν σωτηρία τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἔφυγε ἀπό κοντά μας σωματικῶς, ἀλλά αἰσθανόμεθα τήν ἀόρατη παρουσία του καί τίς προσευχές του πρός Κύριον γιά τήν Ἀδελφότητά μας. 

Μετά ἀπό 6 χρόνια τόν ἀκολούθησε στό ταξίδι αὐτό πρός τούς οὐρανούς καί τό πρῶτο πνευματικό του παιδί, πού τό εἶχε μαζί του, ἀφ᾿ ὅτου ἀκόμη ἦταν λαϊκός καθηγητής στήν θεολογική σχολή Ἀθηνῶν. Εἶναι ὁ π. Πανάρετος, (Ἀντωνόπουλος) ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον ἀντικαθιστοῦσε τόν Γέροντα κατά τίς ἐξόδους του πρός τόν κόσμο ἤ στίς περιόδους τῶν ἀσθενειῶν του, ἀλλά ἐβοήθησε ὅλους τούς πατέρες, ἰδιαιτέρως τούς νέους στά πρῶτα βήματά τους στόν ἐλαφρό ζυγό τοῦ Κυρίου μας, τῆς μοναχικῆς πολιτείας.

Εἴθε πάντοτε οἱ εὐχές τοῦ μακαριστοῦ καί πολυσεβαστοῦ μας Γέροντος ἀρχιμ. π.Γεωργίου νά μᾶς συνοδεύουν, ἕως ὅτου καί ἐμεῖς νά ἐξέλθουμε τοῦ ποαρόντος βίου γιά τήν αἰώνια ἀνάπαυσι τῶν ψυχῶν μας. Ἀμήν.

Μοναχός π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

25-2-2021.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου