Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰω. 4,5-42)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
«Ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· Δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα» (Ἰω. 4,28-29)
Κάτω
στοὺς Ἁγίους Τόπους, ἀγαπητοί μου, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό,
ἦταν μία πόλι ποὺ ὠνομαζόταν Σιχάρ. Κατοικοῦνταν ἀπὸ Σαμαρεῖτες.
Οἱ Ἰουδαῖοι μισοῦσαν τοὺς Σαμαρεῖτες. Τοὺς θεωροῦσαν νόθα
παιδιά. Οὔτε στὰ σπίτια τους πήγαιναν, οὔτε τὰ κορίτσια τους ἔπαιρναν
νύφες, οὔτε ἕνα ποτήρι νερὸ δὲν δέχονταν ἀπ᾿ αὐτούς, οὔτε καλημέρα ἢ
καλησπέρα δὲν τοὺς ἔλεγαν. Δὲν περνοῦσαν οὔτε ἀπὸ τὰ χωράφια τους. Καὶ
ἂν τύχαινε νὰ περάσῃ κανείς, τίναζε τὰ παπούτσια του.
Μήπως αὐτὴ ἡ γυναίκα ἦταν καμμιὰ
δασκάλα, καμμιὰ καθηγήτρια, καμμιὰ μορφωμένη ποὺ ἤξερε πολλὰ γράμματα;
Ὄχι. Ἦταν μιὰ ἀγράμματη καὶ μάλιστα ἁμαρτωλὴ γυναίκα. Πολὺ ἁμαρτωλή.
Ἦταν ἕνα κάρβουνο τοῦ διαβόλου, καὶ ὁ Χριστὸς τὸ ἔκανε διαμάντι. Τί
μεγάλα θαύματα κάνει ὁ Χριστός! Καὶ σήμερα σ᾿ ὅλες τὶς ἐκκλησίες αὐτὴ τὴ
γυναῖκα τὴν ἀγράμματη καὶ ἁμαρτωλὴ τιμοῦμε ὅλοι, παπᾶδες καὶ
δεσποτάδες. Αὐτή, μόλις γνώρισε τὸ Χριστό, ἔτρεξε καὶ εἶπε·
–Ἐλᾶτε, συγχωριανοί μου, νὰ δῆτε κάποιον, ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς καρδιᾶς μου. Μήπως εἶνε αὐτὸς ὁ Χριστός;
Ἔτρεξε ὅλο τὸ χωριὸ στὸ Χριστό, καὶ δὲν χόρταινε ν᾿ ἀκούῃ τὰ
λόγια του. Ἔπεσαν στὰ πόδια του παρακαλώντας τον νὰ μείνῃ κοντά τους.
Καὶ ἔμεινε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ δυὸ μέρες. Καὶ πίστεψε ὅλο σχεδὸν τὸ χωριό
τους.
Αὐτὰ λέει σήμερα μὲ ἁπλᾶ καὶ σύντομα λόγια τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ἰω. 4,5-42).
* * *
Καὶ ἡ Σαμαρείτισσα τί ἔγινε;
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ πίστεψε στὸ Χριστὸ ἄλλαξε ζωή. Ἀπὸ
Σαμαρείτισσα ἔγινε Φωτεινή. Ἀπὸ σκοτάδι ἔγινε φῶς, ἀπὸ σκοτεινὴ ἔγινε
φωτεινή. Καὶ τί ἔκανε; Τ᾿ ἄφησε ὅλα, πῆρε ἕνα ῥαβδὶ καὶ περπατοῦσε σὲ
βουνὰ καὶ ῥεματιὲς κηρύττοντας τὸ Χριστό, μὲ φλόγα. Ὅταν ἔλεγε τὸ ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ ἔκλαιγε.
Μετὰ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ πῆγε σὲ πολλὰ μέρη.
Κατέληξε στὴ Σμύρνη. Κήρυξε καὶ ἐκεῖ τὸ Χριστό, βαπτίστηκαν πολλοὶ καὶ
ἔγιναν Χριστιανοί.
Γι᾿ αὐτὸ οἱ Σμυρνιῶτες πρὸς τιμήν της ἔχτισαν τὴν πιὸ ὄμορφη
ἐκκλησία ποὺ ὑπῆρχε στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ἦταν ὁ
πρῶτος μετὰ τὴν Ἁγία Σοφία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στὴν ἐκκλησία τῆς
Ἁγίας Φωτεινῆς λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης τὸ
1922, καὶ μετὰ ἔβαλαν φωτιὰ οἱ Τουρκαλάδες καὶ τὴν ἔκαψαν. Δὲν ὑπάρχει
πιά.
* * *
Ποιός λοιπὸν ἔφερε τόσο κόσμο στὸ Χριστό; Μιὰ γυναίκα, ἡ ἁγία Φωτεινή.
Γι᾿ αὐτὸ ὅ,τι ἔκανε ἡ ἁγία Φωτεινή, νὰ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς.
–Μπᾶ; θὰ μοῦ πῆτε, ν᾿ ἀφήσουμε τὰ σπίτια μας, τὰ χωράφια μας
καὶ τὶς δουλειές μας, νὰ πάρουμε ἕνα ῥαβδὶ καὶ νὰ τρέχουμε γιὰ νὰ
κηρύττουμε τὸ Χριστό; Μὰ τρελλάθηκες; Ἔχουμε γυναῖκα καὶ παιδιά…
Δὲν σοῦ λέω νὰ πᾷς νὰ κηρύξῃς τὸ Χριστὸ κάτω στὸ Νεῖλο ποταμὸ
καὶ στὶς Ἰνδίες. Ἐδῶ, στὸ χωριό σου καὶ στὴν πόλι σου νὰ τὸν κηρύξῃς. Θὰ
μοῦ πῇς·
–Μὲ ποιό τρόπο;
Θὰ σοῦ πῶ. Ἀπὸ τὸ πρωὶ ποὺ σηκώνεσαι μέχρι τὸ βράδυ ἡ γλῶσσα
σου δὲν σταματᾷ. Κουβεντιάζεις μὲ τὴ γυναῖκα σου, μὲ τὰ παιδιά σου, μὲ
ὅλους. Κουβεντιάζεις στὸ καφφενεῖο, στὴν πλατεῖα, παντοῦ. Ἂν μετρήσω
τὶς λέξεις ποὺ λὲς ἀπ᾿ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδι, εἶνε χίλιες λέξεις. Ἂν ψάξω
μέσα στὶς χίλιες αὐτὲς λέξεις, θὰ βρῶ τὸ διαμάντι; Γιατὶ οἱ λέξεις ποὺ
λένε οἱ ἄνθρωποι εἶνε χαλίκια καὶ ἄμμος. Διαμάντι εἶνε ὁ Χριστός. Εἶπες
μιὰ λέξι γιὰ τὸ Χριστό; Μπᾶ!
Ὅταν βάπτισα στὴ Φλώρινα τοὺς τσιγγάνους, ρωτῶ ἕναν ἔξυπνο γύφτο ἀπ᾿ αὐτούς·
–Τόσα χρόνια, ποὺ μένεις ἐδῶ στὴ Φλώρινα, δὲν μοῦ λές, ἄκουσες ποτὲ κανένα νὰ μιλάῃ γιὰ τὸ Χριστό;
–Ναί, μοῦ λέει, ἄκουσα· ὅταν τὸν βλαστημᾶνε!
Σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάντια φτάσαμε· τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας ν᾽ ἀκούγεται μόνο στὶς βλαστήμιες.
Γιὰ καλὸ ἡ λέξι Χριστὸς δὲν βγαίνει ἀπὸ τὰ χείλη σου.
Κουβεντιάζεις γιὰ ὅλα· γιὰ τὰ γίδια, γιὰ τὰ χωράφια, γιὰ τὰ λεφτά, γιὰ
τὶς καταθέσεις, γιὰ τὶς παντρειὲς καὶ τὰ διαζύγια. Γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν
μιλᾷς.
Τὸ νὰ μὴ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ σοῦ δίνει τὸ φῶς, τὸν ἀέρα, τὸ ψωμί, τὰ πάντα, εἶνε ἁμαρτία, ἀχαριστία.
Ὅπως, λοιπόν, ἡ ἁγία Φωτεινὴ μιλοῦσε γιὰ τὸ Χριστό, ἔτσι νὰ μιλᾷς κ᾿ ἐσὺ γι᾿ αὐτόν.
Νὰ μιλᾷς μέσα στὸ σπίτι. Εἶσαι πατέρας; Ὅταν βραδιάσῃ, φώναξε
τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου, καὶ μίλα τους γιὰ τὸ Χριστό. Πάρε καὶ
διάβασε τὸ Εὐαγγέλιο.
Θὰ πεθάνῃς μιὰ μέρα, καὶ ὅλα θὰ τὰ ξεχάσουν τὰ παιδιά, καὶ τὰ
λεφτὰ καὶ τὰ πλούτη. Ἕνα δὲν θὰ ξεχάσουν ποτέ· ὅτι τοὺς μιλοῦσες γιὰ τὸ
Χριστό. Δὲν θὰ ξεχάσουν ποτέ τὴ μάνα, τὸν πατέρα καὶ τὴ γιαγιά, ποὺ
τοὺς μιλοῦσαν γιὰ τὸ Χριστό.
Δάκρυα μοῦ ἔρχονται στὰ μάτια ὅταν θυμᾶμαι τὸ πατρικό μου σπίτι. Μᾶς μιλοῦσαν γιὰ τὸ Χριστό.
Στὴ Ῥωσία ἄθεοι ἦταν. Καμπάνα δὲν χτυποῦσε, κήρυγμα δὲν
ἐπιτρεπόταν, τὸ κατηχητικὸ ἀπαγορευόταν. Παιδάκι νὰ πλησιάσῃ παπᾶς δὲν
τολμοῦσε. Στὰ σχολεῖα πολεμοῦσαν τὴν πίστι. Πῶς κρατήθηκε ἡ Ἐκκλησία;
Ποιός δίδασκε τὰ παιδιὰ γιὰ τὸ Χριστό; Οἱ Ῥωσίδες μανάδες καὶ οἱ
γιαγιάδες! Μακάρι νὰ πιστεύαμε ἐμεῖς ἐδῶ ὅπως ἐκεῖνες. Τὴ νύχτα, τὰ
μεσάνυχτα, ἔπαιρναν τὰ παιδιά, τὰ γονάτιζαν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ
Χριστοῦ καὶ τοὺς ἔκαναν μάθημα.
Στὸ ἄθεο ἐκεῖνο καθεστὼς ἔβλεπες στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοὺς
καὶ δικαστὰς ποὺ πίστευαν στὸ Χριστό. Καὶ ἀποροῦσαν οἱ ἄπιστοι, ποιός
τοὺς δίδαξε τὴ θρησκεία!
Ὄχι μόνο δὲν ἔσβησε ἡ πίστι στὴ Ῥωσία, ἀλλὰ καὶ θριάμβευσε. Γιατί; Γιατὶ ὑπῆρχαν οἱ Σαμαρείτισσες.
Πάρτε λοιπὸν κ᾿ ἐσεῖς τὰ παιδιά σας καὶ μιλῆστε τους γιὰ τὸ Χριστό.
Θὰ γεράσῃς μιὰ μέρα καὶ θὰ πεθάνῃς. Ἀλλ᾿ ὅταν σὲ θυμᾶται τὸ
παιδάκι, θὰ λέῃ· Ἄχ, καλή μου μάνα, ποὺ μοῦ σταύρωνες τὰ χεράκια καὶ μὲ
μάθαινες τὴν προσευχή, εὐλογημένη νά ᾿σαι!
Ἐγὼ δὲν σᾶς λέω νὰ πᾶτε στὴν Ἀφρικὴ καὶ νὰ κηρύξετε τὸ Χριστό, ἀλλὰ μέσα στὸ σπίτι σας.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό. Καὶ ἡ
μαϊμοῦ ἔχει γλῶσσα, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσῃ. Καὶ τὸν παπαγάλο μπορεῖς
νὰ τὸν μάθῃς δυὸ – τρεῖς λέξεις, ἀλλὰ δὲν τὶς καταλαβαίνει. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ
ζωντανὰ μόνο ὁ ἄνθρωπος μιλάει. Καὶ εἶνε μεγάλο προνόμιο αὐτό.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεός, ὄχι γιὰ νὰ βρίζῃς, νὰ καταριέσαι
καὶ νὰ στέλνῃς τὸ παιδί σου στὸ διάβολο· ὄχι γιὰ νὰ βλαστημᾷς καὶ νὰ
κοτσομπολεύῃς, ὄχι γιὰ νὰ συκοφαντῇς καὶ νὰ αἰσχρολογῇς. Ὄχι γιὰ νὰ
κάθεσαι μὲ τὶς ὧρες στὰ καφφενεῖα καὶ στὶς τηλεοράσεις καὶ νὰ συζητᾷς τὰ
αἴσχη ποὺ βλέπεις. Γιατὶ τότε δὲν εἶσαι ἄνθρωπος, ἀλλὰ κτῆνος.
Σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεός, γιὰ νὰ πῇς μόλις σηκωθῇς τὸ πρωί·
Εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποῦ μοῦ ἔδωσες τὸ φῶς. Κι ὅταν ἔρθῃ τὸ μεσημέρι νὰ
πῇς· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ἔδωσες τὸ ψωμί. Καὶ ὅταν βραδιάσῃ νὰ
πῇς· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ φύλαξες ὅλη τὴν ἡμέρα.
Δὲς τὰ πουλάκια, ποὺ κελαϊδᾶνε καὶ λένε· Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Σήκω τὴν Κυριακὴ νὰ πᾷς στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ὑμνήσῃς τὸ Θεό.
Νὰ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ μόνο γιὰ τὸ Χριστό. Μὲ τὴ ζωή σου
καὶ τὸ παράδειγμά σου. Τότε θὰ εἶσαι Χριστιανός. Ἀλλιῶς, δὲν θὰ εἶσαι
Χριστιανός, ἀλλὰ θὰ εἶσαι χειρότερος ἀπὸ τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ χειρότερος
ἀπὸ τοὺς Τούρκους, χειρότερος ἀπ᾿ ὅλους.
Εἴθε ὁ Θεὸς τὰ λίγα αὐτά, ποὺ εἴπαμε μὲ ἁπλᾶ λόγια, νὰ μᾶς
φωτίσῃ νὰ τὰ κατανοήσουμε, καὶ μιμούμενοι κ᾿ ἐμεῖς τὴ Σαμαρείτισσα νὰ
εἴμαστε πιστὰ καὶ ἀφωσιωμένα τέκνα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου Σιταριᾶς – Φλωρίνης τὴν 7-5-1972 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 9-5-1999, ἐπανέκδοσις 21-4-2023.