Ο μπάρμπα-Νίκος είναι ένα γελαστό γεροντάκι 95 ετών. 'Εχει περάσει παλληκαρίσια πολλές δοκιμασίες στη ζωή του και αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι η αισιοδοξία, η καθαρή του συνείδηση και η εμπιστοσύνη του στο Θεό.
Η μιά του αγάπη, η Μαρία του, έφυγε γιά τον ουρανό πριν από δύο χρόνια. 'Εζησαν μαζί αρμονικά από τότε που παντρεύτηκαν πολύ νέοι, αφού αγαπήθηκαν στο νησί τους, στη Σέριφο, όταν ο Νίκος ήταν 18 ετών και η Μαρία 16. Το τελευταίο διάστημα της ζωής της η Μαρία, αφού ξεπέρασε κάποια προβλήματα υγείας και δύο κατάγματα στα πόδια, έπαθε γεροντική άνοια και κατέληξε να μείνει κατάκοιτη.
Ο μπαρμπα-Νίκος δεν έφευγε στιγμή από κοντά της. Τη φρόντιζε μέρα-νύχτα με υπομονή και αφοσίωση. Την τάιζε σαν μικρό παιδί, την άλλαζε, της μιλούσε με τρυφερότητα, με λιγα λόγια ασκούσε άψογα τα καθήκοντα της αποκλειστικής νοσοκόμας. Κι εκείνη, που ένιωθε την αγάπή του, τον κοίταζε μ' ευγνωμοσύνη και ανταποκρινόταν υπάκουα στις ακούραστες περιποιήσεις του.
Πώς τα κατάφερνε, ο Θεός γνωρίζει, που, όπως έλεγε ο ίδιος, του έδινε δύναμη, παρ' όλα τα θέματα υγείας που είχε και ο ίδιος στην ηλικία του. Σοβαρό καρδιολογικό πρόβλημα, δύο χειρουργεία στα γόνατα, και, το σοβαρότερο και πλέον επικίνδυνο, πολύ άσχημο κάταγμα στον αυχένα. Οι γιατροί προειδοποίησαν τον ίδιο και την άλλη του αγάπη, την κόρη του, ότι δεν υπήρχε θεραπεία γιά την περίπτωσή του και ότι η παραμικρή απότομη κίνηση θα έδινε τέλος στη ζωή του. 'Ηταν υποχρεωμένος να φοράει συνεχώς κολάρο που τον δυσκόλευε αφάνταστα, κι όμως, παρά τις επίμονες παρακλήσεις της κόρης του να αναθέσει σε γυναίκα τη φροντίδα της μητέρας της, επέμενε με αποφασιστικότητα να μην παραιτηθεί από τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει. 'Ελεγε ότι ο Θεός τον είχε βοηθήσει να ξεπεράσει πολλές δυσκολίες στη ζωή του και, αφού η καρδιά του συνέχιζε να λειτουργεί παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις των ειδικών, θα μπορούσε και τώρα να δώση λύση και να αποτρέψει το σοβαρό κίνδυνο.
Και πράγματι ένας άλλος γιατρός, που τον είδε τελευταίος, έδωσε κάποια αμυδρή ελπίδα ότι θα υπήρχε μιά περίπτωση, πράγμα απίθανο βέβαια, κάποια στιγμή να θρέψει ο σπασμένος αυχένας και ν' αποκατασταθεί η λειτουργία του. 'Ετσι, οι προσευχές του ίδιου και των ανθρώπων που τον αγαπούν, καθώς και η μεγάλη του επιθυμία να βοηθήσει μέχρι τέλους τη σύζυγό του, έφεραν αποτέλεσμα. Έγινε θαύμα που διέψευσε τις ιατρικές γνωματεύσεις. Ο κίνδυνος ξεπεράστηκε και το κολάρο δεν ήταν πλέον απαραίτητο. Με τη συνεχή δοξολογία του Θεού στο στόμα του, ο αφοσιωμένος σύζυγος συνέχισε τις υπεράνθρωπες προσπάθειές του γιά χάρη της ανήμπορης Μαρίας.
Κάποια μέρα όμως, η κόρη του, που παρά τις οικογενειακές της υποχρεώσεις τον επισκεπτόταν καθημερινά και του συμπαραστεκόταν, παρατήρησε ένα ανησυχητικό οίδημα στα πόδια του. Ο γιατρός που έφερε άμεσα, ήταν κατηγορηματικός: “Αν δεν μπει στο νοσοκομείο ο πατέρας σου, θα κάνεις την κηδεία του. Η κατάστασή του είναι σοβαρότερη από αυτή της μητέρας σου”.
'Ετσι αναγκάστηκε ο μπαρμπα-Νίκος να υπακούσει. Στο νοσοκομείο έγιναν προσπάθειες ν' αποκατασταθεί η καρδιακή λειτουργία και να υποχωρήσει το οίδημα. Υπήρχε άμεσος κίνδυνος για τη ζωή του.
Εν τω μεταξύ στο σπίτι του, που η κόρη του ανέλαβε αποκλειστικά τη φροντίδα της μητέρας της, εκείνη είχε αναστατωθεί που δεν έβλεπε το σύζυγό της. Νόμισε ότι την εγκατέλειψε και τον καλούσε συνεχώς με τ' όνομά του. Την τρίτη ημέρα της απουσίας του, παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο.
'Οταν μετά από αρκετές ημέρες ο μπαρμπα-Νίκος πήρε εξιτήριο για να επιστρέψει στο σπίτι του, αφού οι γιατροί τον ενημέρωσαν για το θάνατο της Μαρίας, ήταν απαρηγόρητος και περισσότερο επειδή η απουσία του έφερε αυτό το αποτέλεσμα. 'Ομως ο χρόνος σιγά-σιγά και η στοργή της κόρης του τον έκαναν να συνέλθει. Είχε κάνει το χρέος του με το παραπάνω και δεν υπήρξαν γι' αυτόν περιθώρια επιλογής.
Είχε φύγει πολύ νέος από το νησί, μαζί με τα άλλα τέσσερα αδέλφια του, όλα αγόρια φτωχής οικογένειας, για να αναζητήσουν καλύτερη τύχη. Εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της 'Ανω Κηφισιάς και έκαναν διάφορες εργασίες. Ο ίδιος έγινε τεχνίτης στα λατομεία Διονύσου, σκληρή και επίπονη δουλειά, και εργάστηκε τίμια όλα τα χρόνια, ενώ παράλληλα συμμετείχε στη διοίκηση του σωματείου εργαζομένων, για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Στον ενοριακό ναό της γειτονιάς του πάντα πήγαινε το πρωί, πρώτος κάθε Κυριακή ή γιορτή, πρίν ακόμη φθάσει ο ιερέας. Με την ασθένεια όμως της γυναίκας του, θυσίασε και αυτή την προσωπική του ανάγκη και στερήθηκε τον εκκλησιασμό που τόσο αγαπούσε, ενώ τώρα που δεν εμποδίζει κάποια υποχρέωση την παρουσία του στο ναό, δεν έχει τη δυνατότητα λόγω υγείας. 'Ομως δεν παραπονιέται και δέχεται την κατάσταση όπως είναι. Χαίρεται σαν μικρό παιδί όταν τη Μεγάλη Παρασκευή η διαδρομή που επιλέγεται για την περιφορά του επιταφίου περιλαμβάνει και το δρόμο που κατοικεί και βγαίνει στο μπαλκόνι με το θυμιατό και τη λαμπάδα για να πάρει ευλογία.
Η άλλη του αγάπη είναι το μικρό του περιβόλι που πάντα το φρόντιζε με μεγάλη επιμέλεια. Στη μια πλευρά έχει τριανταφυλλιές με μοσχομυριστά λουλούδια σε ωραία χρώματα. Φύτευε κρεμμυδάκια, σκόρδα, δυόσμο, μαϊντανό και κολοκύθες, “μόνο με κοπριά”, όπως έλεγε. Κάθε καλοκαίρι με χαρά τηλεφωνούσε στις γειτόνισσες για να τους προσφέρει τα δροσερά βλήτα που έκοβε νωρίς το πρωί. Το χρόνο όμως αυτό οι πόνοι στα πόδια δεν του επιτρέπουν ν' ασχοληθεί όπως πρώτα. Εκφράζει τη λύπη του που δεν θα μπορεί να μοιράζει στους φίλους του τα προϊόντα του μικρού του κήπου, όμως και πάλι προσαρμόζεται και χαμογελά καλόκαρδα. Ο Θεός τον έχει βοηθήσει σ' όλη του τη ζωή και δεν είναι αχάριστος. “Δόξα τω Θεώ”, μονολογεί καθισμένος στην πολυθρόνα του και περιμένει να περάσουν οι γείτονες μετά από τη θεία Λειτουργία για να του φέρουν αντίδωρο. Είναι ευγνώμων για την αγάπη που του δείχνουν η κόρη του και ο γαμπρός του και δεν θέλει να έχει παράλογες απαιτήσεις.
'Οταν ο καιρός είναι καλός, είναι πάντα ευχάριστο να τον συναντά κανείς καθισμένο στην πολυθρόνα του, και να δέχεται τον εγκάρδιο χαιρετισμό του ανθρώπου που, μετά από τον πολύπλευρο αγώνα του, έχει πλέον την ηρεμία και τη σοφία που του χαρίζει η αίσθηση ότι επετέλεσε το χρέος του και ότι προσπάθησε να ακολουθεί στη ζωή του το θέλημα του Θεού.