Σάββατο 13 Μαΐου 2023

Η ΦΙΛΑΥΤΙΑ ΡΙΖΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ ΚΑΙ ΘΥΡΑ ΑΠΙΣΤΙΑΣ

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ὅποιος θέλει νά κοπιάσει στήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ νά γνωρίζει ὅτι οἱ πνευματικές του ἀπολαυές θά εἶναι ἐξασφαλισμένες καί μάλιστα μέ ἄμεσο ἀντίκρυσμα τήν κατάκτησι τῆς ἀλήκτου ζωῆς στήν αἰώνια πατρίδα τοῦ οὐρανοῦ.

Μόνον ὅσοι στέκονται ὡς ἀκροατές ἤ ὡς θεατές στίς κερκίδες τῆς παρούσης διεστραμμένης τοῦ κόσμου ζωῆς θά μένουν πάντοτε ἄμοιροι καί πτωχοί τῶν ἀπείρων δωρεῶν τοῦ Θεοῦ.

Τί φταίει λοιπόν, μοῦ εἶπε κάποιος προσκυνητής μας, καί ἐμεῖς δέν μετέχομεν αὐτῶν τῶν θείων χαρισμάτων; Ἐάν εἶναι τόσο πλούσιος ὁ Θεός, γιατί ἐμεῖς νά εἴμεθα τόσο πτωχοί;

Ἕνα πρᾶγμα φταίει: Ἡ φιλαυτία μας, ἡ τεμπελιά μας, ἡ ὀκνηρία καί ἀκηδία μας. Ὅλες αὐτές οἱ λέξεις ἔχουν τό ἴδιο νόημα. Ἄς διαλέξουμε ὁ καθένας μας ποιά περισσότερο συγγενεύει μέ τῆς ψυχῆς μας τήν στειρότητα καί ἀσωτία.

Ὁ σημερινός ἄνθρωπος, κατά τήν παροιμίαν θέλει «καί τήν πίττα ὁλόκληρη καί τόν σκύλο χορτᾶτον». Θέλει νά ἀπολαμβάνει τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί νά θαυματουργεῖ καθήμενος στήν πολυθρόνα του μέ τόν καφέ «φραπέ» στό χέρι.

Ὁ Χριστός ὅμως προσφέρει τήν Βασιλεία του στούς βιαστές, διότι «τῶν γάρ βιαστῶν ἐστιν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ἀλλά σήμερα οἱ ἄνθρωποι γίνονται βιαστικοί μόνον, ὅταν πρόκειται νά ἐκτελέσουν τό κακό. Ὅταν θέλουν νά ἐκδικηθοῦν τόν πλησίον τους τρέχουν νά τόν δικάσουν, νά τόν καταγγείλουν, νά τόν ἐξευτελίσουν, νά τοῦ πάρουν τήν περιουσία του. Καί ἔτσι νά ζοῦν μόνοι αὐτοί καί οὐδείς ἄλλος δίπλα των. Δέν ἀνέχονται σήμερα οἱ ἄνθρωποι τήν πρόοδο τῶν ἄλλων σάν ἰδική των πρόοδον. Δέν χαίρονται στήν χαρά καί στήν ἐπιτυχία τῆς ζωῆς τοῦ διπλανοῦ τους. Τόν κυττάζουν πονηρά, μέ τό ἕνα μάτι, ὅπως λέγει ὁ λαός μας. Δέν ἠμποροῦν νά τόν χωρέσουν στήν καρδιά τους, νά γίνουν ὅλοι φίλοι καί ἀδελφοί ἐν Χριστῶ μεταξύ τους. Νά τρέχουν ὁ ἕνας στήν χαρά καί στήν δυστυχία τοῦ ἄλλου.

Ἡ καρδιά αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων δέν εἶναι βέβαια ἄδεια καί ἔρημη. Ἔχει τόν δικό της ἡγεμόνα. Εἶναι ὁ ἐξαπο’δῶ, πού ἔχει κάνει τήν καρδιά των δικό του βασίλειο καί ἔχει σπείρει μέσα σ᾿ αὐτή τήν καρδιά τους τά ζιζάνια τῆς ἁμαρτίας, τίς πονηρές ἐπιθυμίες, τόν διωγμό κάθε ἁγνοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος, τό μῖσος κατά τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ὀργή ἐναντίον τῶν εὐλαβῶν χριστιανῶν μας.

Σήμερα οἱ χωρίς Θεόν ἄνθρωποι εἶναι σάν τά πλοῖα, χωρίς πυξίδα στόν ὠκεανόν τῆς κοσμικῆς ματαιότητος. Κτυπιοῦνται ἀπό τά ἀφρισμένα κύματα τῆς ζωῆς. Εἶναι ναυαγοί καί ἑτοιμοθάνατοι καί δέν ἁπλώνουν τό χέρι τους νά ζητήσουν ἀπό κάποιον μίαν βοήθειαν. Τό θεωροῦν ἀτιμωτικόν καί ἐξευτελιστικόν, ἀπώλεια τῆς ἀξιοπρεπείας των νά ὁμολογήσουν ὅτι εἶναι ναυαγοί τῆς ζωῆς. Καί θαλασσοδέρνονται ἀπό τά κύματα τοῦ παρόντος ἀπατηλοῦ αἰῶνος, χωρίς νά ὑψώνουν σῆμα κινδύνου.

Καί διατί ὅλη αὐτή ἡ παράξενη τῶν ἀνθρώπων βιοτή; Πιστεύουν ὅτι εἶναι αὐτάρκεις καί δέν χρειάζονται τῶν ἄλλων, οὔτε τῶν κληρικῶν μας τήν βοήθειαν καί πατρικήν συμπαράστασιν. Μοῦ ἔλεγε κάποιος πρό καιροῦ χριστιανός, ἀλλά μόνον χριστιανός δέν ἦταν: «Τί νά μοῦ κάνουν οἱ παπᾶδες. Μήπως ξέρουν αὐτοί περισσότερα ἀπό μένα; Κι αὐτοί ἄνθρωποι εἶναι». Ἐνῶ ἄλλος καί μάλιστα μητροπολίτης, προκειμένου νά πιέσει κάποιον ἀνάξιον νά  γίνει κληρικός, τοῦ ἔλεγε: «Καί τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας ἄνθρωποι τούς ἔγραψαν σάν καί ἐμᾶς. Καί ἐμεῖς μποροῦμε νά γράψουμε ἄλλους καί μάλιστα καλλίτερους Κανόνες…».

Ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἔχει σέ τέτοιο βαθμό τήν δαιμονική μέσα του ὑπερηφάνεια πού δέν θά ἐντραπῆ νά εἰπῆ κάποια ἡμέρα: «Γιατί νά ἔχουμε αὐτόν τόν Θεόν πού εἶναι αὐστηρός καί ἀπαιτητικός; Θά βροῦμε ἄλλον θεόν πού θά κάνει ὅλα μας τά θελήματα καί δέν θά μᾶς ἀπειλῆ μέ βάσανα καί αἰώνιες κολάσεις».

Καί εἶναι πικρή ἡ ἀλήθεια ὅτι πλῆθος ἀνθρώπων σήμερα καί μάλιστα ὀρθοδόξων χριστιανῶν μας, ἀκολουθοῦν αὐτήν τήν κοσμοθεωρίαν. Ζητοῦν ἄλλον θεόν. Καί δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι γι᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους τήν θέσι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τήν ἔχει πάρει ὁ διάβολος καί μάλιστα ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων.

Καί εἶπε κάποτε ὁ διάβολος μέ τό στόμα ἑνός δαιμονισμένου: «Σᾶς ὑπόσχεται ΕΚΕΙΝΟΣ τόν παράδεισον καί δέν τόν ἀκολουθεῖτε. Σᾶς ὑπόσχομαι ἐγώ τήν κόλασι καί ὅλοι ἔρχεσθε κοντά μου». Ἄλλοτε εἶχε εἴπει:  «Αὐτός ἔχυσε τό Αἷμα του στόν Σταυρό γιά ἐσᾶς, ἐνῶ ἐγώ δέν σᾶς ἔχω προσφέρω ποτέ τέτοια ἀγάπη. Καί ὅμως ἀφήσατε ΑΥΤΟΝ καί ἔρχεσθε σέ μένα». Καί ἄλλοτε εἶπε: «Ἐγώ κάνω ἀκατάπαυστα τό καθῆκον μου καί σᾶς πολεμῶ. Ἐσεῖς κάνετε τό καθῆκον σας νά μέ πολεμῆτε, ὅπως σᾶς καταπολεμῶ καί ἐγώ;»

Τί φταίει λοιπόν, πού εἴμεθα μέ τόν διάβολον καί μέ τά ἔργα του καί ὄχι μέ τόν Θεόν μας ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀγάπησε καί ἔχυσε τό Αἷμα του στόν Σταυρό γιά τήν σωτηρία μας;

Ἡ κακή χρῆσις τῆς ἐλευθερίας μας εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς μας. Εἴμεθα ἐλεύθεροι νά ἐκλέξουμε τόν δρόμον μας καί τόν θεόν μας. Οἱ Ἅγιες Γραφές καί τά πατερικά συγγράμματα μᾶς ἀποκαλύπτουν ποῦ καί ποιά εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Ἀλλά ὁ Χριστός μας δέν ὑπόσχεται ὅσα ὑπόσχεται ὁ διάβολος. Μᾶς εἶπε ὅτι «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψον ἕξετε ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ τόν κόσμον νενίκηκα». Καί πάλιν μᾶς εἶπε: «Δεῦτε πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Ἐλᾶτε, ὅσοι ἔχετε τραυματισθῆ ἀπό τίς σαΐτες τοῦ πονηροῦ διαβόλου, ὅσοι εἶσθε βεβαρυμμένοι ἀπό τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν σας καί ἐγώ θά σᾶς ξεκουράσω. Θά σᾶς ἀπαλλάξω ἀπό τίς ἐνοχές σας. Θά σᾶς κάνω εὐτυχισμένους καί ἐδῶ καί στήν ἄλλη ζωή. Θά ἀπολαύσετε αὐτό διά τό ὁποῖον σᾶς ἔπλασα. Τήν αἰώνια ζωή, τήν αἰώνια χαρά, τήν αἰώνια μακαριότητα.

Καί ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ἰδιαίτερα ὁ σημερινός στέκεται ἄβουλος στό σταυροδρόμιο τῆς ζωῆς του. Δέν ἐπιθυμεῖ οὔτε τόν νοῦν του νά ὑψώσει πρός τόν οὐρανόν. Δέν σηκώνει τό χέρι του νά κάνει τόν σταυρόν του, δέν παίρνει νά χορτάση τήν ψυχή του μέ τήν θεοφώτιστη τῆς Ἐκκλησίας μας διδασκαλία. Ὡσάν νά ἔχουν «βουλώσει», ὅλες οἱ βαλβίδες καί οἱ θυρίδες τῆς ψυχῆς του. Καί ὁ νοῦς του ζητεῖ αὐτόματες λύσεις γιά τήν προσωπική του προκοπή, τήν οἰκογενειακή του εὐτυχία, τήν εὔκολη, θεμιτή ἤ ἀθέμιτη, ἀπόκτησι χρημάτων. Ἀκόμη καί στόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ θέλει νά εἰσέλθη, ἀλλά χωρίς τήν καταβολή σωματικῶν κόπων!

Ὁ κόσμος κεῖται ἐν τῶ πονηρῷ, καθοδηγεῖται ἀπό τά ἔργα καί τίς πονηρίες τοῦ διαβόλου, στά ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος μέ τήν θέλησίν του ὑποτάσσεται. Δέν παίρνει στά χέρια του τό ὑνίον νά ὀργώσει τόν χέρσον καί ἄγονον ἀγρόν τῆς ψυχῆς του. Τά περιμένει ὅλα ἀπό κἄπου ἀλλοῦ. Ἀρκεῖ ὁ ἴδιος νά μή κουράζεται. Ἀλλά σέ ἕναν τέτοιο ἄβουλον καί ἐπιπόλαιον ἄνθρωπο δέν εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά τόν βοηθήσει. Οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν πρόγονοι ἔλεγαν, παρότι ἦσαν εἰδωλολάτρες: «Σύν Ἀθηνᾶ καί χεῖρα κίνει». Δηλαδή μαζί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ κίνησε καί ἐσύ τό χέρι σου».

Μέ τά σημερινά μυαλά δημιουργοῦμε ἕναν ψεύτικο καί ἐφήμερο πολιτισμό, στόν ὁποῖον ἀπουσιάζει ἡ θεία πνοή. Δέν ὑπάρχει ἡ ἀνθρωπιά, ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς, ἡ τιμιότης καί εἰλικρίνεια, τό πνεῦμα τῆς θυσίας. Ἀπουσιάζει ὁ Ἀληθινός Θεός ἀπό τήν ζωή μας καί μαζί Του ὅλες οἱ ἀρετές. Γι᾿ αὐτό καί ὅσοι ἀκόμη κρατοῦν τήν πίστι καί ἀγωνίζονται νά ζοῦν εὐσεβῶς, διώκονται, λοιδωροῦνται καί περιφρονοῦνται. Θεωροῦνται ἀσυγχρόνιστοι, πεπαλαιωμένα μυαλά καί φρενάρουν τήν «προοδευμένη» τῶν ἄλλων ζωή.  Ἀκόμη καί ὅσοι ἔρχονται στό Ἅγιον Ὄρος, μοῦ ἔλεγε πρό ἡμερῶν εὐλαβής προσκυνητής μας, χλευάζονται ἀπό τούς «προοδευμένους».

Ἀλλά ποῦ θά ὁδηγήσει τήν ἀνθρωπότητά μας αὐτή ἡ νέα εἰδωλολατρεία στήν ὁποία μέ τόση σπουδή ἔχουν ὑποταχθῆ οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων; Ποῦ ἀλλοῦ παρά μόνον στήν αἰωνία κόλασι, πρό τῆς ὁποίας θά ἔλθη ὁ Χριστός ὡς Κριτής τῆς Οἰκουμένης νά κρίνει τόν κόσμον.

Εἶναι φοβερό νά σκέπτεται κανείς τήν Μέλλουσα Κρίσι. Ὅσοι ἔζησαν ἐπί τῆς γῆς, ἀπό κτίσεως κόσμου μέχρι τήν ἡμέραν ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου μας θά κριθοῦν βάσει τῶν ἔργων τους, τά ὁποῖα θά ἀποκαλυφθοῦν ἐνώπιον τῶν  Ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ. Κάθε Ψυχή θά σταθῆ «γυμνή καί τετραχειλισμένη», ὅπως λέγει ἡ Γραφή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, χωρίς τήν δικηγορική συμπαράστασι κάποιου. Ἕκαστος λοιπόν, βάσει τῶν ἐκτελεσθέντων ἔργων του θά λάβη τόν μισθόν του. Θά ἀναστηθῆ καί τό σῶμα του καί μαζί μέ αὐτό (σῶμα καί ψυχή) θά μεταβοῦν στήν ἄλλη ζωή, ὅπου θά ὑπάρχει αἰωνιότης τόσο στόν παράδεισο ὅσο καί στήν κόλασι.

Ἀδελφοί, ἄς φοβηθῶμεν τήν Κρίσι τοῦ Θεοῦ, διότι θά εἶναι ἀνελέητος. Ὁ Χριστός δέν θά χρησιμοποιήσει στήν ἄλλη ζωή τήν γνωστή σ’ἐμᾶς φιλανθρωπία Του, ἀλλά μόνον τήν ἄκρα δικαιοσύνη του. Εἶναι κρῖμα διότι στήν παροῦσα ζωή σχεδόν, ὅλοι μας ὑπερτονίζομε τήν ἀγαθότητα καί συγχωρητικότητα τοῦ Θεοῦ καί ξεχνοῦμε ἤ καί ἐσκεμμένως ἀποφεύγουμε νά ἐνθυμούμεθα καί τήν δικαιοσύνη του, τῆς ὁποίας τό μέγεθος θά ἀποκαλυφθῆ στήν ἄλλη ζωή!

Μον. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου