Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος
Σε συνέχεια του άρθρου περί εκκοσμίκευσης του εκκλησιαστικού μας βίου αλλά και της λατρευτικής μας ζωής, έρχεται το παρόν κείμενο, με τη χάρη του Χριστού και χωρίς καμμία πρόθεση κατάκρισης των κληρικών και λαϊκών αδελφών μας, για να αναδειχθεί μιά ακόμη εκκοσμίκευση και συνεπώς αλλοίωση της θεολογίας και της τελετουργικής αλλά και της θεραπευτικής αξίας ενός των επτά μυστηρίων της Εκκλησίας μας, του Ιερού Ευχελαίου.
Παρατηρείται στις μέρες μας η τέλεση του ιερού ευχελαίου σε σπίτια ή Ιερούς Ναούς με μαζική προσέλευση πιστών, κυρίως σε πανηγύρεις, αγρυπνίες, νηστείες Τεσσαρακοστής. Καλό είναι αυτό. Αγιασμό, δύναμη, ίαση ψυχών και σωμάτων λαμβάνουμε, παρηγορία και Θεία Χάρη. Όμως, τηρούνται οι όροι τελέσεώς του που έθεσε η Εκκλησία μας ή παραθεωρούνται και τελικά το μυστήριο υποβιβάζεται σε τελετή όπως ο αγιασμός και συνεπώς όχι μόνο δεν ενεργεί πάνω μας αλλά τελικά μας φορτώνει με περισσότερες αμαρτίες και ευθύνες; Πολύ φοβάμαι πως τελευταία στις ενορίες και τα σπίτια μας ισχύει το δεύτερο.
Ας δούμε, όμως, τις προϋποθέσεις τελέσεώς του μέσα από την ίδια την ακολουθία και εκ του ασφαλούς χωρίς καμμία άλλη πηγή.
Τι ακριβώς κάνει για μας το Ευχέλαιο;
Στο Μικρό Ευχολόγιο της Αποστολικής Διακονίας (έκδοση 1988 και θα αναφερθεί παρακάτω ο λόγος που επελέγη αυτή και όχι κάποια νεώτερη έκδοση!), στη σελίδα 157, διαβάζουμε στο Α’ αποστολικό ανάγνωσμα στην Καθολική Επιστολή του αγ. Ιακώβου “ασθενεί τις εν υμίν; προσκαλεσάσθω τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, και προσευξάσθωσαν επ’ αυτόν, αλείψαντες αυτόν ελαίω… και εγερεί αυτόν ο Κύριος κάν αμαρτίας ή πεποιηκώς, αφεθήσεται αυτώ”. Εδώ μνημονεύονται οι αιτίες που προκαλούν την ανάγκη να τελεσθεί το ευχέλαιο ή όπως το έλεγαν οι παλαιοί “επταπάπαδον”. Η ασθένεια του σώματος και η άφεσις των αμαρτιών.
Βεβαίως, στην ορθόδοξη θεολογία οι δύο αυτές καταστάσεις συχνά συμπλέκονται αφού ως γνωστόν ” ασθενεί μου το σώμα ασθενεί μου και η ψυχή”.
Το ίδιο συνέβη σε κάποιες από τις πολλές θαυματουργικές επεμβάσεις του Κυρίου μας. Ας τις θυμηθούμε.
Στον Ευαγγελιστή Ματθαίο διαβάζουμε για τον παραλυτικό (θ’ 1-8) στον οποίο απευθυνόμενος ο Κύριος είπε “θάρσει τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου…εγερθείς άρον σου την κλίνην και ύπαγε…”.
Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο δε (ε’, 8-9 και 14-15) ο Κύριος θεραπεύει τον επί 38 χρόνια άρρωστο της δεξαμενής της Βηθεσδά και μετά τον συμβουλεύει “ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε ίνα μη χείρόν σοι τι γένηται” συνδυάζοντας την ασθένεια με τις αμαρτίες του.
Ώστε είναι δυνατόν οι αμαρτίες οι δικές μας ή των γονέων μας (“αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα”) να ταλαιπωρούν το σώμα μας με τις ασθένειες και γι’ αυτό να καταφεύγουμε στην θεραπευτική χάρη του ευχελαίου. Και το ανάποδο, όμως, ισχύει. Δηλαδή, επειδή το σώμα μας υποφέρει, συχνά συμπαρασύρει και την ψυχή μας σε αμαρτίες που την ταλανίζουν και τότε αναζητούμε τη λύτρωση με την άφεση των αμαρτιών μας.
Το ιερό ευχέλαιο πραγματώνει και τα δύο. Αυτό, άλλωστε, τονίζει και το 2ο κάθισμα : “…δώρησαι την ίασιν τω νοσούντι σου δούλω…και των σφαλμάτων (αμαρτημάτων) λύτρωσαι Χριστέ…” ενώ και στο 2ο στιχηρό προσόμοιο ψάλλουμε “…τον προσδραμόντα σοι πιστώς, και εξαιτούντα πταισμάτων άφεσιν και δώρησαι την ίασιν, την της ψυχής και του σώματος… “.
Υπάρχουν όμως σαφείς προϋποθέσεις για την τέλεσή του και τη συμμετοχή μας σ’ αυτό και αυτές επίσης εξηγούνται μέσα στις διάφορες ευχές.
Ας τις δούμε για να οδηγηθούμε σε ασφαλή συμπεράσματα.
Πρώτα, στην ευχή μετά το Α’ Ευαγγέλιο “Άναρχε, αδιάδοχε…” διαπιστώνουμε πως οι χριόμενοι με το έλαιον “της αναγεννήσεως” (δηλ. της μετανοίας) διά Πνεύματος Αγίου γίνονται φοβεροί “τοις υπεναντίοις” (προφανώς των δαιμόνων αφού αυτοί δεν αντέχουν την ειλικρινή μετάνοια των ανθρώπων και την σφραγίδα της γνησιότητάς της που έρχεται με το έλαιο της αναγεννήσεως του πιστού. Έτσι, οι μετανοημένοι και εξομολογημένοι πιστοί εκτός από αποκρουστικοί στους δαίμονες, λάμπουν “εν ταις λαμπρότησι των Αγίων” του Θεού “μη έχοντες σπίλον, ή ρυτίδα” και τότε μόνο γίνονται δεκτοί στον Παράδεισο αποδεχόμενοι το βραβείο της κλήσης του Θεού.
Άρα χρειάζεται μετάνοια και εξομολόγηση το μυστήριο.
Πιό κάτω, στην ευχή μετά το Β’ Ευαγγέλιο, “Ο Θεός ο μέγας και ύψιστος” ζητάμε από τον Θεό να ακούσει τις προσευχές μας και όπου προσφέρουμε το έλαιο αυτό να μας παρέχει την ίαση του σώματος “και άφεσιν αμαρτιών”. Ιδιαίτερη έμφαση στην μετάνοια και εξομολόγηση δίνεται στις παρακάτω φράσεις όπου δηλώνεται και η βεβαιότητά μας ότι η άφεση των αμαρτιών παρέχεται μόνο από τον Θεό και εφόσον ο άνθρωπος αποδεχθεί την κατάστασή του και συνεργήσει με το πνέον Άγιο Πνεύμα. Συγκεκριμένα, αναγνωρίζουμε τον Κύριο ως τον “μετανοών επί ταις κακίαις ημών…ο διά την των αμαρτωλών σωτηρίαν ενανθρωπήσας…ο ειπών ‘Ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν’…ο ειπών ‘Χαρά γίνεται εν ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι’… Για να ζητήσουμε, τέλος, την” κατασκήνωσιν” του Αγίου Πνεύματος σε καθέναν από εμάς τους δούλους του Θεού που συμμετέχουμε στο μυστήριο αυτο: “ΕΠΕΓΝΩΚΟΤΑ ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΙΟΝΤΑ ΣΟΙ ΠΙΣΤΕΙ“. Συνεπώς, οι συμμετέχοντες στο ιερό ευχέλαιο προσέρχονται στον Κύριο με πίστη και ζητούν την υγεία του σώματός των και την υγεία των ψυχών που έρχεται όταν εμείς μετανοούμε και εξομολογούμαστε τα αμαρτήματά μας. Δεν μπορούμε δε να ξεχωρίσουμε την μετάνοια από την εξομολόγηση. Αυτός που μετανοεί προσέρχεται στην εξομολόγηση ώστε να ολοκληρωθεί το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως το οποίο είναι και υποχρεωτικό για όλους τους βαπτισμένους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Γι’ αυτό άλλωστε επελέγη η λέξη “επεγνωκότα“. Δηλαδή, για να δείξει ότι προηγείται του ευχελαίου η εξομολόγηση και δη το πρώτο στάδιό της που είναι η διά της αρετής της αυτογνωσίας αποδοχή από μέρους του πιστού των αμαρτιών αυτού.
Δράττομαι της ευκαιρίας να υπενθυμίσω την θεόπνευστη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας συνοψίζεται σε 4 στάδια. Την αυτογνωσία, την επίγνωση δηλαδή της αμαρτωλότητας. Μετά ακολουθεί η συντριβή και το πένθος της ψυχής. Ακολουθεί η μεταστροφή ή μεταμέλεια και τέλος η εξαγόρευση στον Πνευματικό. Κανένα στάδιο απ’ αυτά δεν μπορεί να είναι αυτόνομο, αποκομμένο από τα υπόλοιπα και χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ψυχική κατάσταση του Ιούδα του Ισκαριώτη η οποία αποτυπώνεται στην ευαγγελική φράση (Ματθ. κζ’ 3, 6) “Τότε Ιούδας…μεταμεληθείς απέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια…και απελθών απήγξατο”!
Και ο Απόστολος Πέτρος αρνήθηκε τον Κύριο και μεταμελήθη αλλά εκείνος ταπεινώθηκε, έκλαυσε πικρώς, μετανόησε και ο Κύριος με το τριπλό ερώτημα “φιλείς με” τον αποκατέστησε στο αποστολικό αξίωμα και τη χορεία των μαθητών Του. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά των δύο ανδρών.
Τα στάδια της μετανοίας που δεν πέρασε ο Ισκαριώτης θεοπνεύστως εμβαθύνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς όταν λέγει χαρακτηριστικά τα εξής: «Τη γαρ επιγνώσει των οικείων αμαρτημάτων έπεται η οικεία κατάγνωσις· ταύτη δε η επί τοις αμαρτήμασι λύπη, ην ο Παύλος κατά Θεόν προσηγόρευσε. Τη δε κατά Θεόν λύπη ταύτη πέφυκεν ακολουθείν η μετά συντετριμμένης καρδίας προς τον Θεόν εξαγόρευσις τε και δέησις, και η υπόσχεσις της εις το έξης των κακών αποχής και τούτό έστιν η μετάνοια» (www.pemptousia.gr, 14/11/2012)
Αυτό δείχνει και η επιλογή των λέξεων “επεγνωκότα” και “προσιόντα πίστει”.
Ένα ακόμη σχετικό επιχείρημα είναι η διόλου τυχαία τοποθέτηση μέσα στο “Μικρό Ευχολόγιο” της ακολουθίας του μυστηρίου αυτού ακριβώς μετά την “Ακολουθία των εξομολογουμένων” που κακώς έχει σχεδόν καταργηθεί στην πράξη αν και πρόκειται περί μιάς καθ όλα κατανυκτικής ακολουθίας.
Επανερχόμενος στις ευχές του Ευχελαίου, διακρίνουμε τον ισχυρότατο σύνδεσμο υγείας του σώματος και πνευματικής ζωής άρα και της ανάγκης αφέσεως των αμαρτιών αφού χωρίς αυτήν δεν προάγεται η πνευματική ζωή.
Στην ευχή μετά το 3ο Ευαγγέλιο “Δέσποτα παντοκράτωρ, άγιε Βασιλεύ…” διαπιστώνουμε αβίαστα πως η παροχή της σωματικής υγείας από τον Κύριό μας εκτός του ότι όπως τονίσαμε παραπάνω δεν είναι απροϋπόθετη, έχει συγκεκριμένο σκοπό. Συνδέεται τις πλείστες φορές με την αμαρτία και η ίαση πρέπει να οδηγήσει στην ανάληψη των αναγκαίων αλλαγών προκειμένου να μη γίνει ξανά υπενθύμιση της αμαρτωλότητάς μας από τον Κύριο μέσω της δοκιμασίας της ασθένειας. Και ναι μεν ο Θεός μας δεν είναι τιμωρός αλλά είναι όμως και δίκαιος και ενεργεί από αγάπη. Στον παραλυτικό άλλωστε δεν είπε να ζήσει εν μετανοία “ίνα μη χείρόν σοι τι γένηται”;
Στην εν λόγω ευχή, επιβεβαιώνεται η παραπάνω θέση διά της φράσης “Γενού ιατρός του δούλου σου…χάρισαι αυτόν τη Εκκλησία σου, ευαρεστούντα και ποιούντα το θέλημά σου”!
Έχω την πεποίθηση, όμως, πως το αποκορύφωμα έρχεται με την 7η ευχή του μυστηρίου” Κύριε ο Θεός ημών, ο παιδεύων και πάλιν ιώμενος…”! Πόσο βαθιά θεολογία αλήθεια!
Ο “παιδεύων και πάλιν ιώμενος“! Εδώ μπορεί να στηριχθεί αυτό που επισημάνθηκε παραπάνω περί της παιδαγωγικής αξίας της τιμωρίας του Θεού με σκοπό να παιδευθεί το πλάσμα Του που αγάπησε τόσο πολύ, μέχρι” θανάτου σταυρού”. Αλλά δίνει και τη λύση της δοκιμασίας διά της ίασης.
Καλό θα ήταν, βέβαια, στο σημείο αυτό να τονιστεί και μιά άλλη αλήθεια. Ότι κι αν μετανοήσει και μεταμεληθεί και εξομολογηθεί και ζήσει ύστερα πνευματικά και τελέσει το Ευχέλαιο, ο Κύριος δεν απαντά πάντοτε με την ίαση. Εδώ, όμως, έρχεται ο Μ. Βασίλειος να δώσει μιά παρηγορητική απάντηση υπογραμμίζοντας πως “καν λάβης καν μη λάβης, έλαβες παρά του μη λαβείν“.
Στη συνέχεια η ευχή αναφέρεται στον Κύριο τονίζοντας τους αψευδείς λόγους Του περί της ιεράς εξομολογήσεως, προφανώς θέλοντας να μας υπενθυμίσει τον κύριο λόγο τελέσεως του μυστηρίου. Γι αυτό και διαβάζουμε σχετικώς :” ο εμφυσήσας… και ειπών “Λάβετε Πνεύμα Άγιον, αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς”.
Παρατηρήστε τώρα πως συμπλέκονται οι δύο αυτές καταστάσεις, δηλαδή η άφεση των αμαρτιών και η ίαση των σωματικών παθών. “Ο δεχόμενος των αμαρτωλών την μετάνοιαν, και εξουσίαν έχων συγχωρείν αμαρτίας πολλάς και χαλεπάς, και ίασιν παρέχων πάσι τοις εν ασθενεία και μακρονοσία διάγουσιν…” για να συνεχίσει παρακάτω παρακαλώντας τον Κύριο να εισακουσθεί η προσευχή του πρεσβυτέρου ώστε” του δούλου σου (του δε) του εν ασθενεία ψυχής και σώματος όντος, την ίασιν δώρησαι, παρέχων άφεσιν αμαρτιών και συγχώρησιν πλημμελημάτων…θεραπεύων αυτού πληγάς ανιάτους, πάσαν τε νόσον και πάσαν μαλακίαν”!
Και να φανταστούμε ότι μπορεί κάποιος καρκινοπαθής να κάνει ευχέλαιο για την ίαση του σώματός του και η Εκκλησία να προσεύχεται για την ίαση αλλά και την μετάνοιά του. Ο Χριστός μας, πάντως, δεν ρωτούσε πάντα “θέλεις υγιής γενέσθαι; “, αλλά “πιστεύεις;” περιμένοντας την σωστή απάντηση, δηλαδή “πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τη απιστία”!
Τελειώνοντας, θα αναφέρουμε μιά ακόμη ευχή, αυτήν μετά το 6ο Ευαγγέλιο “Ευχαριστούμεν σοι Κύριε ο Θεός ημών…”.
Για μιά ακόμη φορά εδώ αποκαλύπτεται ο σκοπός της συμμετοχής μας στο μυστήριο του ιερού ευχελαίου και η αναντίρρητη, τελικά, αλήθεια ότι αν θελήσει ο Θεός να μας χαρίσει την υγεία του σώματος αναλόγως και της πίστεώς μας, αυτό θα γίνει προκειμένου να αφιερώσουμε τα μέλη αυτά στην δοξολογία του Θεού και την προαγωγή της λατρευτικής και πνευματικής μας ζωής. Αυτό ακριβώς φανερώνουν οι φράσεις της ευχής : “
“το στόμα αυτού της σης αινέσεως πλήρωσον, τα χείλη αυτού άνοιξον προς δοξολογίαν του ονόματός σου, τας χείρας αυτού έκτεινον προς εργασίαν των εντολών σου, τους πόδας αυτού προς τον δρόμον του Ευαγγελίου σου κατεύθυνον, πάντα αυτού τα μέλη και την διάνοιαν τη ση κατασφαλιζόμενος χάριτι”.
Στο σημείο αυτό και πριν φθάσουμε σε ασφαλή συμπεράσματα πρέπει να διευκρινιστεί πως σύμφωνα με τους Αγίους της Εκκλησίας μας το ευχέλαιο σε καμμία περίπτωση δεν πρέπει να εννοηθεί ότι υποκαθιστά το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως ενώ βοηθά στο να “σβήνονται” όσα αμαρτήματα δεν αντιλαμβανόμαστε λόγω άγνοιας, όσα κακώς θεωρούμε ως ασήμαντα και όσα δεν μπορούμε να θυμηθούμε με δική μας προφανώς ευθύνη. Γι αυτό, άλλωστε, σε μιά άλλη ευχή του μυστηρίου ζητάμε από τον Κύριο “αμαρτίας νεότητος ημών μη μνησθής”!
Επίσης, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι παλαιοί ευλαβείς ιερείς, ενίοτε και για σοβαρούς ποιμαντικούς λόγους είτε στον αγιασμό είτε στο ευχέλαιο χρησιμοποιούσαν σοφά και τα 11 εωθινά ευαγγέλια. Μου δημιουργήθηκε, λοιπόν, η απορία γιατί στα νεώτερα ευχολόγια έχουν αφαιρεθεί. Γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκε για το κείμενο αυτό μιά παλιά έκδοση του 1988.
Κλείνοντας, είναι ανάγκη να υπογραμμισθεί για μιά ακόμη φορά πως η σωστή σειρά προκειμένου να τελεσθεί το μυστήριο είναι :
Μετάνοια
Εξομολόγηση
Ευχέλαιο
Θ. Κοινωνία.
Γι’ αυτό και χρειάζεται πολλή προσοχή όταν τελούμε το μυστήριο στο σπίτι μας και καλούμε πολλούς γνωστούς και φίλους ή συγγενείς για να συμμετάσχουν, να μη παραμελούμε να τους διαφωτίζουμε από πριν τι ακριβώς θα γίνει, πως θα γίνει και ποιές οι προϋποθέσεις που θέτει η Εκκλησία μας. Το ίδιο, φρονώ, πρέπει να γίνεται και στις Εκκλησίες όταν την Μ. Τετάρτη ή σε κάποια άλλη περίσταση καλούμε τους πιστούς σε μαζική προσέλευση στο μυστήριο.
Μην ξεχνάμε ότι βάζουμε τους ανθρώπους να ομολογήσουν άμεσα και διά στόματος των ιερέων πως γνωρίζουν τις αμαρτίες τους, πως έχουν εξομολογηθεί, πως ζητούν την επισφράγιση αυτής της μετάνοιας διά της χρίσεως του ευλογηθέντος ελαίου, γονατίζουν, τοποθετούμε στα κεφάλια τους το ιερό Ευαγγέλιο. Αν δεν έχουν γνώση τι κάνουν μήπως και σ’ εκείνους προσθέτουμε ψυχικά φορτία και αμαρτίες κι εμείς αμαρτάνουμε με την αδιαφορία, υποτίμηση ή το χειρότερο με την άγνοιά μας σχετικά με τα τελούμενα;
Αυτά όλα, όμως, προϋποθέτουν και βίωμα, υπακοή, πίστη. Προϋποθέτουν ταπείνωση και ευήκοον ούς. Να ακούμε τι μας λέει η Ιερά Παράδοση. Το Ευαγγέλιο. Οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Επί τη ευκαιρία θα ήθελα να δώσω έμφαση σε δύο προβλήματα σχετικά με τις γνώμες των Πατέρων. Πρώτα είναι η τάση μας να ψάχνουμε τι είπαν οι Πατέρες της Εκκλησίας με σύγχρονους όρους για θέματα της εποχής μας και μετά η προτεσταντίζουσα τακτική πολλών να μη δέχονται ή να σχετικοποιούν τον πατερικό λόγο.
Όσον αφορά στο πρώτο, μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας πως οι λόγοι των Πατέρων είναι πάντα επίκαιροι και αφορούν σε όλα τα σύγχρονα θέματα. Για παράδειγμα, πολλοί ισχυρίζονται ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αντιμετώπισαν ποτέ το θέμα του “εγκεφαλικού θανάτου” αφού τότε αυτό δεν υπήρχε ως ορολογία και γι’ αυτό πουθενά δε θα βρούμε αναφορές των Πατέρων με τους σύγχρονους όρους της επιστήμης. Αυτό το επιχείρημα, όμως, καταρρίπτεται εύκολα αν αναλογιστούμε ότι οι θεοδίδακτοι και απλανείς Πατέρες και Διδάσκαλοι, φωτιζόμενοι από το Άγιο Πνεύμα “κατέβηκαν” στο “κεκρυμμένο βάθος” των λέξεων και φράσεων της Αγ. Γραφής και μας το φανέρωσαν μέσα από τα συγγράμματά τους με τους όρους της εποχής που είναι διαχρονικοί. Όρους όπως “ψυχή”, “καρδία”, “εγκέφαλος”, “νους”, “άνθρωπος”, “ζωή”, “θάνατος”, κλπ.
Η Αγ. Γραφή δεν έχει καιρική ισχύ, το ίδιο και ο πατερικός λόγος. Γιατί ούτε το Αγ. Πνεύμα έχει ημερομηνία λήξεως. Ίσως να αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο τα μηνύματα και νοήματα μεταδίδονται στη σημερινή εποχή αλλά όχι η ουσία, όχι η ερμηνεία. Σ’ αυτήν την παγίδα έπεσαν κάποιοι θεολόγοι που αστόχως δημιούργησαν την “εποχή της μεταπατερικότητας“!
Αν κανείς χρειάζεται απαντήσεις για οποιοδήποτε σύγχρονο πρόβλημα του ανθρώπου, θα τις βρει στην Ορθόδοξη Παράδοσή μας.
Σε πλάνη, όμως, έπεσαν και οι προτεσταντίζοντες οι οποίοι ερμηνεύουν την Αγ. Γραφή χωρίς την Ιερά Παράδοση. Δε θα πλατειάσω γιατί άλλο είναι το υπό διαπραγμάτευση θέμα. Είναι μεγάλη η ανάγκη, όμως, να μπορούμε να διακρίνουμε τα “καλά και συμφέροντα ταις ψυχαίς ημών” από τα σαθρά. Γι αυτό, μέσα σε πολύ λίγες γραμμές ας τονιστούν κάποιες αλήθειες.
Αρχικά, πρέπει να γίνει κατανοητό πως οι προσωπικές παρεμβάσεις στην ερμηνεία της Αγ. Γραφής των αδιάφορων ή χειρότερα των νομιζόντων ότι θεολογούν υπήρξε διαχρονικό πρόβλημα της Εκκλησίας μας. Ο Μ. Βασίλειος έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου αλλοιώσεως των της πίστης μας αληθειών διά των νεωτερισμών. “Καταπεφρόνηται τα των Πατέρων δόγματα, αποστολικαί παραδόσεις εξουθένηνται, νεωτέρων ανθρώπων εφευρέματα ταις Εκκλησίαις εμπολιτεύεται, τεχνολογούσιν λοιπόν ου θεολογούσιν οι άνθρωποι, η του κόσμου σοφία τα πρωτεία φέρεται, παρωσαμένη το καύχημα του Σταυρού” (Επιστ. 90, PG 32, 473).
Επιπλέον, αποτελεί αναγκαιότητα για την ορθή ερμηνεία της Αγ. Γραφής η καταφυγή στους αληθινούς θεολόγους-ερμηνευτές που είναι οι θεόπνευστοι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτήν την αλήθεια υπερασπίζεται ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διακηρύσσοντας πως “ουδέ γαρ σοφίας ανθρωπίνης δείται η θεία Γραφή προς την κατανόησιν των γεγραμμένων, αλλά της του Πνεύματος αποκαλύψεως, ίνα τον αληθή νουν των εγκευμένων καταμαθόντες, πολλήν εκείθεν δεξώμεθα την ωφέλειαν”.
Τέλος, να πούμε το αυτονόητο έτσι όπως μας το παρουσίαζε ο μακαριστός καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος (“Θεολογία και Γλώσσα”, σελ. 139) : “Εφόσον η ιερή Παράδοση αποτελεί γνήσια φανέρωση της αλήθειας, είναι αναγκαία τόσο στον Δ’ όσο και στον ΚΑ’ αιώνα. Εκείνο που έχει σημασία είναι η βίωση σε κάθε εποχή της ίδιας πραγματικότητας-αλήθειας, κάτι που συχνά είναι ανάγκη να γίνεται με διάφορες συνθήκες, ζήλο και νέα μορφή. Αλλά όσο βαθύτερα βιώνεται η αλήθεια, τόσο πιό αυτονόητα ανανεώνονται οι μορφές. Αντίθετα, ποτέ οι μορφές δεν γίνονται παράγοντας βιώσεως της αληθείας και άρα δημιουργοί γνησιότερης εκκλησιαστικής ζωής”.
Εν κατακλείδι, και ο τελών το μυστήριο του Ι. Ευχελαίου και ο συμμετέχων σ’ αυτό πρέπει να είναι συνειδητοί χριστιανοί, αγωνιστές, να βιώνουν την πνευματική ζωή, να μετανοούν, να εξομολογούνται κι έτσι να ζητούν την θεία χάρη διά του ελαίου. Να μην αμβλύνουν τις συνειδήσεις τους και να μη παραθεωρούν την πίστη της Εκκλησίας μας ότι η ίαση των σωμάτων και η άφεση των αμαρτιών είναι συμπλεκόμενες και αλληλοεξαρτώμενες καταστάσεις. Να μη συμμετέχουν ομαδικά στο μυστήριο αυτό χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις ακόμα κι αν τους παρακινήσουν οι πλημμελώς τελούντες το μυστήριο αυτό.
Τελικά, είναι μάλλον απλό. Ας ακολουθήσουμε αυτό που μας παρέδωσαν οι αληθινοί θεολόγοι σύμφωνα και με την πατερική προτροπή : “μη πολυπραγμόνει τοίνυν αλλ’ έπου τοις πεποιραμένοις, μάλιστα μεν έργοις”!