Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης Κατραμάδος, θεολόγος
Α΄ Μέρος
Μετά ἀπό καταγγελίας πιστῶν ἐζητήσαμεν μὲ ἄρθρα μας (φ. 2436/17.2.2023 καὶ 2439/ 10.3.2023) ἀπό τὸν Σεβ. Περιστερίου κ. Γρηγόριον νὰ τοποθετηθῆ ἐπὶ τοῦ ζητήματος τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, τὸ ὁποῖον ἔχει ὑπονομεύσει τὴν ἑνότητα τοῦ ποιμνίου του. Ἀπεφάσισε νὰ ἀπαντήση μὲ δημοσίαν ὁμιλίαν του. Πρὸς τιμὴν του προσεκάλεσε τὴν Κυριακὴν 14ην Μαΐου εἰς τὴν αἴθουσαν τοῦ Ἐπισκοπείου τῆς Μητροπόλεώς του ὅλον τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα, ὅπου ἀφοῦ πρῶτα ὡμίλησεν ἐκτενῶς, ἔπειτα ἐδέχθη ἐρωτήσεις καὶ συνωμίλησε μὲ τὸ ἀκροατήριον περισσότερον ἀπὸ τρεῖς καὶ ἥμισυ ὥρας. Ὡς ἐτόνισε καὶ παριστάμενος, οὐδεὶς ἕτερος Μητροπολίτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔχει πράξει κάτι ἀνάλογον, διὰ τοῦτο -καίτοι ἔπραξεν ἁπλῶς τὸ ἐπιτασσόμενον ἐπισκοπικόν του καθῆκον- ὑποχρεούμεθα νὰ τὸν συγχαρῶμεν, καθὼς σήμερα τὸ αὐτονόητον ἔχει καταστῆ ζητούμενον. Εἴθε καὶ οἱ ὑπόλοιποι Μητροπολῖται νὰ συγκαλοῦν κληρικολαϊκάς συνάξεις, εἰς τὰς ὁποίας νὰ δέχωνται παράπονα καὶ νὰ ἀπολογοῦνται διὰ τὴν ποιμαντικὴν των πορείαν. Ἂς ἐπισημανθῆ, ἐπίσης, ὅτι παρὰ τὴν τεταμένην ἀτμόσφαιραν ὁ Σεβασμιώτατος ὑπῆρξε μειλίχιος, ἀλλὰ καὶ οἱ λαϊκοὶ ἀπηυθύνθησαν εἰς τὸν Ποιμένα τους μὲ τὸν προσήκοντα σεβασμόν, ὄχι ἀπαιτοῦντες, ἀλλὰ παρακαλοῦντες αὐτὸν νὰ μὴ προβῆ εἰς ἀντιπαραδοσιακάς καινοτομίας.
Θεολογικὴ τοποθέτησις
Ὅπως ὑπεστηρίξαμεν καὶ εἰς τὰ προηγούμενα ἄρθρα ἡ θεολογία εἶναι σπουδαιοτέρα τῆς ἱστορίας, χωρὶς ὅμως αὐτὸ νὰ σημαίνη ὅτι ἡ θεολογία πρέπει νὰ εἶναι ἀνιστόρητος. Ὀρθῶς λοιπὸν καὶ ὁ Σεβασμιώτατος ἐπέλεξε κατὰ τὴν ὁμιλίαν του νὰ τοποθετηθῆ πρωτίστως θεολογικά, ὡστόσον ὑπέπεσεν εἰς καίρια λάθη, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐνδεικτικὰ περὶ τοῦ συνόλου τῶν ἰσχυρισμῶν του.
Ἀρχικῶς, χαράσσων δύο καθέτους γραμμάς εἰς ἕνα πίνακα ἐχώρισεν αὐτὸν εἰς τρία μέρη καὶ εἶπεν ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν πρώτην εἶναι τὸ προαιώνιον φάσμα, ἔπειτα ἡ ἱστορία καὶ μετὰ τὴν δευτέραν γραμμὴν τὰ ἔσχατα. Ἐνῶ πολὺ σωστὰ ἀνέφερεν ὅτι εἰς τὸ πρῶτον φάσμα εὑρίσκεται μόνον ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἰς τὴν συνέχειαν εἶπεν ὅτι ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου τοποθετοῦνται εἰς τὸ ἴδιον φάσμα, ἐνῶ ἡ περίοδος τῆς ἱστορίας ἀρχίζει μὲ τὴν «πτῶσιν». Ἀπὸ αὐτὰ συμπεραίνει κανεὶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐδημιουργήθη πρό τοῦ χρόνου! Προφανῶς, συνδέει τὴν ἱστορίαν μὲ τὴν φθορὰν καὶ ὄχι μὲ τὸν χρόνον, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον τοποθετεῖ τὴν δημιουργίαν ἐκτὸς χρόνου, ὅ,τι ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὰς μυθολογίας τῶν θρησκειῶν. Κατὰ συνέπειαν ὁ ἄνθρωπος ὡς ἄχρονος καθίσταται ἰσόθεος! Ἴσως δὲν ἐξεφράσθη μὲ σαφήνειαν, ἀλλ’ ἐξ ὅσων ἀνέφερεν αὐτὸ ἀντιλαμβάνεται κανείς. Ἔπειτα εἶπεν ὅτι:
«…λειτουργοῦμε στὴν Ἐκκλησία τῶν ἐσχάτων, ἡ ὁποία καλεῖται νὰ εἶναι μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ καὶ ὄχι διασπασμένη, ὅπως ἐμφανίζονται σήμερα οἱ διάφορες ἐκκλησίες ἀνὰ τὴν οἰκουμένη. Μία Ἐκκλησία, αὐτὴ ποὺ εἶναι στὴ Βασιλεία θὰ εἶναι καὶ στὴν Ἱστορία. Ἂν πάρω ἕνα καθρέπτη καὶ τὸν σπάσω σὲ κομμάτια, πόσους ἥλιους θὰ δεῖτε ἐπάνω; Θὰ δεῖτε πάρα πολλούς, ἀλλὰ κανένα ἥλιο».
Ἡ ἄποψις αὐτὴ ἂν δὲν εἶναι καθαρῶς προτεσταντικὴ τὸ ὀλιγώτερον ἀποσυνδέει τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἀπὸ τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, ἐφόσον δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Βασιλείας, οὔτε κατέχει τὸ πλήρωμα τοῦ «ἡλίου»…
Ἕτερος μετέωρος λόγος ἦτο ὁ σχετικὸς μὲ τὸ κορωνοϊόν:
«Ὅταν ἔλεγαν οἱ Προτεστάντες ὅτι τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μεταδίδει ἰοὺς, ἐννοοῦσαν αὐτὸ τὸ δικό τους ψωμὶ καὶ κρασὶ ποὺ συμβόλιζε τὸ Χριστὸ, γιατί δὲν ἦταν σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἐνῶ γιὰ ἐμᾶς ποὺ ἔχουμε πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ αὐτὸ δὲν μεταδίδει πτωτικὰ ἰδιώματα, ἀρρώστιες, παθήσεις καὶ ἰούς».
Βεβαίως, ἔχει δίκαιον, ἀλλὰ δὲν ἐξηγεῖ ἂν οἱ μετέχοντες εἰς τὴν Θ. Λειτουργίαν μεταδίδουν ἰούς…, διότι εἷς λαϊκὸς ἐκ τοῦ ἀκροατηρίου ἐζήτησε νὰ λάβη ἄδειαν ὁ Σεβασμιώτατος ἀπὸ τὴν Σύνοδον σχετικῶς τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ Ἐσταυρωμένου, βεβαιών μάλιστα ὅτι θὰ ὑπακούση εἰς τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἱ. Συνόδου, μὲ τὸν Σεβ. Γρηγόριον νὰ ἀπαντᾶ: «ναί, ὅπως ὑπακούσατε καὶ γιὰ τὸν κορωνοϊόν». Ὀφείλομεν νὰ ὑπενθυμίσωμεν ὅτι ἡ Ἱ. Σύνοδος διὰ τὴν μετάδοσιν τοῦ ἰοῦ ἐνέμεινε καὶ αὐτὴ μόνον εἰς τὰ Τίμια Δῶρα, ἐνῶ συνεμορφώθη πλήρως εἰς τὰ πολιτικὰ μέτρα, τὰ ὁποῖα ἔφθασαν εἰς τὸ ἀντιστυνταγματικὸν σημεῖον νὰ ἐντέλλωνται τὴν παῦσιν τῆς Θ. Λειτουργίας. Τὸ ἐρώτημα ἑπομένως εἶναι: ἡ μεταβολὴ τῶν Τ. Δώρων θὰ ἐπραγματοποιεῖτο ἀφ’ ἑαυτῆς ἄνευ πιστῶν; Ἂν, ὅπως εἶπεν ὁ Σεβασμιώτατος «μὲ τὴν εἴσοδο στὴ Θ. Λειτουργία εἰσερχόμαστε στὴν Βασιλεία» τότε εἰς τὴν Βασιλείαν μεταδίδονται ἰοί; Ἢ μήπως δὲν εἰκονίζει ὁ λαὸς τὴν Βασιλείαν, ἀλλὰ μόνον τὰ Τίμια Δῶρα ἀφ’ ἑαυτῶν; Δικαιώνεται ἢ ἀναιρεῖται ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶχε κηρύξη πρὸ μηνῶν (3.12.2022) ὁ Σεβ. Νέας Ἰωνίας «δὲν κατέρχεται ὁ Χριστὸς ἀλλὰ ἐμεῖς ἀνεβαίνουμε»; Ὅσο καὶ νὰ διαφωνῆ μὲ τοὺς Προτεστάντας, πόσον πραγματικὰ ἀπέχουν αἱ ἀπόψεις του ἀπὸ τὰς θέσεις τῶν Προτεσταντῶν, ὅταν τελῆται Θ. Λειτουργία μὲ ἀποκλεισμὸν τῶν πιστῶν;
Περαιτέρω ἀνέφερεν ὅτι ἡ ἀκοίμητος κανδύλα εἰκονίζει τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι εἶναι ἐσφαλμένη ἡ σύνδεσίς της μὲ τὸν Ἐσταυρωμένον. Μήπως ὁ Ἐσταυρωμένος δὲν εἶναι ὁ «Βασιλεὺς τῆς Δόξης», «ὁ Βασιλεὺς τῶν Οὐρανῶν», ὁ Βασιλεὺς τῆς Βασιλείας; Αὐτὸς διὰ τῆς Μεταμορφώσεως δὲν ἐφανέρωσε τὸ φῶς τῆς Βασιλείας; Ἄλλωστε, μήπως εἰς ὅλας τὰς εἰκόνας δὲν καίει ἔμπροσθεν κανδύλα, μόνον ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένον θὰ ἐξαιρέσωμεν;
Διὰ δὲ τὴν Ἁγίαν Πρόθεσιν ἰσχυρίσθη ὅτι:
«…ἐδῶ βάζουμε τὴν εἰκόνα τῆς Γέννησης, δὲν βάζουμε τὸν Χριστὸ πάσχοντα ἀπὸ δυτικὸ ἐπηρεασμό, ἀπὸ προτεσταντικὸ καὶ ρωμαιοκαθολικὸ ἐπηρεασμό… τί δουλειὰ ἔχει ὁ Χριστὸς πάσχων στὴν πρόθεση;».
Θὰ πρέπει εἰς αὐτὸ τὸ σημεῖον νὰ ὑπενθυμίσωμεν εἰς τὸν Σεβασμιώτατον πῶς ἐδημιουργήθη ἡ προσκομιδὴ καὶ ποία ἦτο ἡ ἀρχική της σημασία, ἡ ὁποία παρέμεινε ζωντανὴ διὰ μέσου τῶν αἰώνων:
«Ὡς μία πρώτη φάση θὰ πρέπει νὰ θεωρήσουμε τὴν κατὰ τὴν τελετουργικὴ προετοιμασία τοῦ προτιθέμενου ἄρτου ἐμφάνιση τῆς λόγχης, ὡς ἑνὸς νέου λειτουργικοῦ σκεύους. Ἀφορμὴ ἔμπνευσης γιὰ τὴν καθιέρωσή της φαίνεται ὅτι ἀποτέλεσε ἡ κατὰ τὴν 28ην Ὀκτωβρίου τοῦ 624 μ.Χ. μεταφορὰ τῆς σωζόμενης λόγχης τῆς σταυρώσεως ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Κωνσταντινούπολη ὅπου, μέχρι τουλάχιστον τὸν 11ο αἰ., εἶναι γνωστὸ ὅτι ἐξετίθετο, ἰδιαίτερα κατὰ τὴ Μ. Ἑβδομάδα, σὲ προσκύνηση. Ἡ ἐπακολουθήσασα χρήση τοῦ νέου αὐτοῦ λειτουργικοῦ σκεύους κατὰ τὴν κοπὴ τοῦ ἄρτου καὶ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀπαγγελία τῶν στίχων Ἡσ. 53,7 («ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος») καὶ Ἰω. 19,34 («ἀλλ’ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ»), ποὺ ἐπελέγησαν νὰ συνοδεύσουν τὴ διαδικασία αὐτή, ἦταν φυσικὸ νὰ ἀναδείξει προοδευτικὰ τὴν ἔννοια τοῦ προσφερομένου ἄρτου ὡς τελετουργικῆς ἀπεικόνισης τοῦ σφαγιαζομένου ἀμνοῦ… αὐτὴ ἡ διαμέσου τῆς λειτουργικῆς συμβολικῆς ἀπεικόνιση καὶ παροντοποίηση τῶν σωτηριολογικῶν πραγματικοτήτων εἰσάγεται γιὰ πρώτη φορὰ συστηματικὰ στὴ βυζαντινὴ λειτουργικὴ ἑρμηνευτικὴ ἀπὸ τὸν εἰκονόφιλο πατριάρχη Κων/λεως Γερμανὸ (733)…: ἡ προσκομιδή… ἐμφαίνει τοῦ κρανίου τὸν τόπον ἐν ᾧ ἐσταυρώθη ὁ Χριστός…» (π. Δ. Τζέρπου, Λειτουργικὴ Ἀνανέωση, Ἀθήνα 2001, σ. 74-75)
Ὅσο διὰ τὴν ταύτισιν τῆς Προσκομιδῆς μὲ τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μεταγενεστέρα:
«Ἀπὸ τὸν 11ο αἰ. καὶ ἑξῆς ἡ κόγχη τῆς προθέσεως εἶναι ἐκείνη ποὺ συμβολίζει κυρίως τὰ γεγονότα τῆς Βηθλεὲμ» (Χ. Σολτς, Ἡ βυζαντινὴ λειτουργία, Ἀθήνα 1998)
Ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ἐκ τῶν ὅσων παρετέθησαν ὅτι ἡ εἰκονιζομένη «Ἄκρα Ταπείνωσις» εἰς τὴν κόγχην τῆς Προσκομιδῆς δὲν εἶναι αἱρετικὴ ἐπιρροή, τουναντίον ἀποτυπώνει μία ἀρχαία παράδοσιν.
Εἰς ἕτερον σημεῖον ὁ Σεβασμιώτατος εἶπεν:
«Ἂν σᾶς ρωτήσω ὅλους γιατί τὴν Ἐκκλησία τὴν λέμε ἀποστολική, ὅλοι θὰ μοῦ ἀπαντήσετε: ἐπειδὴ τὴν ἵδρυσαν οἱ Ἀπόστολοι. Ζήτω ὁ ρωμαιοκαθολικισμὸς καὶ ὁ προτεσταντισμός! Γιατί (τὴν λέμε ἀποστολική); Ἐπειδὴ οἱ Ἀπόστολοι θὰ συνοδεύουν τὴν ἡμέρα τῆς Βασιλείας τὸν Χριστὸ καὶ οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι θὰ ποῦν: αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε ἐπηρεαστεῖ.».
Τὴν πηγὴν αὐτῆς τῆς θεωρήσεως ἀδυνατοῦμεν νὰ ἀνεύρωμεν. Μελετῶντες πλεῖστα ἐγχειρίδια Δογματικῆς, ἑρμηνείας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ἀλλὰ καὶ ἐπισκεψάμενοι ἱστοσελίδας Ἱ. Μητροπόλεων, ὅπου ἐκθέτουν τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, οὐδαμοῦ ἐνετοπίσαμεν κάτι παρόμοιον. Ἀπεναντίας ὅλοι ἀναφέρουν ὅτι ἡ ἀποστολικότης τῆς Ἐκκλησίας «ἐκφαίνεται διά τε τῆς ἀποστολικῆς ἀρχῆς καὶ προελεύσεως αὐτῆς, διά τε τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας της καὶ διὰ τῆς ἀδιακόπου ἀποστολικῆς διαδοχῆς αὐτῆς» (Καρμίρη, Ἰ., Σύνοψις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἐν Ἀθήναις 1960, σ. 91). Ἂς σπεύσουν οἱ Μητροπολῖται νὰ κατεβάσουν τὰς ἀναρτήσεις, διότι κατὰ τὸν Σεβ. Περιστερίου εἶναι δυτικόφρονες.
«Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα» ἐπιλήψιμα ἀνέφερεν ὁ Σεβασμιώτατος, ὅμως δὲν καταφεύγομεν εἰς ἐξαντλητικὴν καταγραφήν, καθὼς ἀρκοῦν αὐτὰ, διὰ νὰ σχηματίση μία εἰκόνα ὁ ἀναγνώστης, σχετικῶς μὲ τὴν προβληματικήν θεολογίαν τοῦ Σεβασμιωτάτου. Πρὶν ἀσχοληθῶμεν ὅμως μὲ τὰς θεολογικάς καὶ ἱστορικάς παρατηρήσεις του συγκεκριμένως μὲ τὴν θέσιν τοῦ Ἐσταυρωμένου εἰς τὸν ἱ. ναόν, ὀφείλομεν εἰς αὐτὸ τὸ σημεῖον νὰ ἀναφερθῶμεν καὶ εἰς τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας του.
Ὁ Σεβ. Περιστερίου παρουσίασεν εἰς γιγαντοοθόνην πολλάς φωτογραφίας, ὅπου εἰς προτεσταντικοὺς καὶ παπικοὺς ναοὺς δεσπόζει ὁ Ἐσταυρωμένος, λέγων ὅτι οἱ δυτικοὶ προβάλλουν συνεχῶς τὸν Σταυρὸν καὶ δὲν πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ ἀκολουθοῦν αὐτὸ τὸ παράδειγμα. Λαμβάνων κάποιος λαϊκὸς τὸν λόγον μεταξὺ ἄλλων εἶπεν: «Ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἐμμονή μας μὲ τὸ Σταυρό, λέω ὅτι (ὄντως) ἔχουμε ἐμμονὴ μὲ τὸ Σταυρὸ» μὲ τὸν Σεβασμιώτατον νὰ ἀπαντᾶ: «αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ἔχει καὶ ἡ Δύση τὴν ἴδια ἐμμονή». Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ Σεβ. Γρηγόριος πολλάκις ἀνεφέρθη εἰς ἐμμονὴν τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τὸν Σταυρὸν καὶ ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι σωστόν. Πρόδηλον ὅτι ἡ ἀγάπη αὐτὴ τῶν πιστῶν διὰ τὸν Σταυρὸν οὔτε πρέπει νὰ χαρακτηρίζεται ἐμμονὴ οὔτε βεβαίως νὰ χαρίζεται εἰς τοὺς δυτικοὺς ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ θεολογία του, καθὼς ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν εἶναι συνυφασμένη μὲ τὸν Σταυρὸν ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτην Ἐκκλησίαν:
«Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ καὶ μάλιστα ἀπὸ τοῦ Μ. Κων/νου φανερὰ ἐχάρασαν τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ εἰς τὰς οἰκίας των, εἰς τὰ σκεύη των, εἰς τὰ φορέματά των, εἰς τὰ μέτωπά των, εἰς τὰ ἐργαλεῖα των, οἱ τεχνῖται, εἰς τὰ ὅπλα των, οἱ στρατιῶται. Ἡ συνήθεια δὲ αὐτὴ ἦτο τόσον διαδεδομένη μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν, καὶ τόσον ἀρχαία, ὥστε ὁ ποτὲ αὐτοκράτωρ Ἰουλιανὸς ὁ παραβάτης ὠνόμαζε διὰ τοῦτο τοὺς Χριστιανοὺς Σταυρολάτρας» (Χ. Ἐνισλείδου, Ὁ Σταυρὸς εἰς τὴν ἱστορίαν, τὴν πίστιν, τὴν λατρείαν, Ἀθῆναι 1953, σ. 58)
Ἑπομένως, ἡ μομφὴ τὴν ὁποίαν ἀπευθύνει ὁ Σεβασμιώτατος πρὸς τοὺς πιστούς, φανερώνει μᾶλλον παχυλὴν ἄγνοιαν, ἐκτὸς καὶ ἂν πρεσβεύη τὴν κακόδοξον θεωρίαν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως, ἐνῶ ἡ Δύσις εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Σταυρώσεως καὶ μὲ τὴν «ἕνωσιν» θὰ ἐπέλθη ἰσορροπία.
(Συνεχίζεται)