Παράδοσις τῆς εὐχῆς ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ
Γνωρίζομεν,
ἀπὸ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, ὅτι ἐκείνην τὴν ἀνεπανάληπτον νύκτα, τῆς
εἰκοστῆς δευτέρας Μαρτίου τοῦ ἔτους τριάντα τρία ἀπὸ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ μας, ἐκεῖ, εἰς τὸ ὑπερῶον, εἰς τὸ Μυστικὸν Δεῖπνον τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὁ γλυκύτατος Χριστός μας, διὰ πρώτην φορὰν καὶ διὰ τελευταίαν, ὡμίλησεν κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον. Οἱ δώδεκα ἅγιοι Ἀπόστολοι Τὸν ἐγνώριζαν τρία ὁλόκληρα χρόνια καὶ οἱ ἑβδομήκοντα καὶ οἱ ὑπόλοιποι μαθηταί Του, τὸ κατὰ δύναμιν. Περισσότερον, ὅμως, Τὸν ἐγνώριζε ἡ Παναγία Μητέρα Του, ἡ ἁγία Θεοτόκος. Ὁ στενὸς κύκλος τῶν δώδεκα μαθητῶν ποὺ ἦταν ἐκεῖ συνηγμένοι ἐκεῖνο τὸ βράδυ, περίμεναν νὰ γίνῃ τὸ γεγονὸς τῆς προδοσίας τοῦ Ἰούδα, καὶ ἀφοῦ ἐκοινώνησαν καὶ ἐξῆλθεν ὁ Ἰούδας, ὁ Χριστός μας ὡμίλησε καὶ τοὺς ἀπεκάλυψεν σπουδαιοτάτους λόγους.
Αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἶπε ἐκεῖνο τὸ βράδυ ὁ Χριστός μας εἶναι μεγαλεῖο. Εἶναι κάλλος ἄφθαστο. Δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ γράψῃ κανένας κάλαμος κανενὸς ἁγίου, οὔτε ἀγγέλου, οὔτε ἀνθρώπου, αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἐλάλησε ὁ Χριστός μας καὶ τὰ διέσωσε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος· καὶ μάλιστα δὲν τὰ διέσωσε ὅλα, ἀλλὰ ἐλάχιστα. Εἶπε πάρα πολλὰ τὰ ὁποῖα, τὰ συζητοῦσαν εἰς τὰς διδασκαλίας των καὶ εἶναι καταγεγραμμένα μέσα εἰς τὴν ἄγραφον Ἱερὰν Παράδοσιν. Δι' αὐτὸ ἔχει μέγα κῦρος ἡ Ἱερὰ Παράδοσις τῶν Ἁγίων Πατέρων μας. Τὸν μεγαλύτερον θησαυρόν, τὴν μεγαλυτέραν προσευχήν, τὴν ἰσχυροτέραν προσευχήν, ὁ Χριστός μας τὴν ἀποκαλύπτει ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Καὶ τοὺς εἶπε: «Πολλὰ ἔχω λαλεῖν καὶ λέγειν, ἀλλ᾽ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι».
Θέλω νὰ σᾶς ἐκφράσω καὶ νὰ σᾶς ἀποκαλύψω πολλὰ ἀκόμη - ὡς Θεὸς πλέον ὁμιλεῖ καθαρώτερα, σὰν σεσαρκωμένος, καθαρώτερα καὶ τηλαυγέστερα - καὶ ἐξίστανται. Οἱ Ἀπόστολοι Τὸν βλέπουν
κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον, πρώτην φοράν. Καὶ τοὺς ἀποκαλύπτει τὸν μέγα θησαυρόν, τὸν πολύτιμον καὶ μέγα καὶ ἀνεπανάληπτον, ὅτι ἐὰν κανεὶς προσεύχεται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα, ὅ,τι καὶ ἂν ζητήσῃ, θὰ λάβῃ.
Αὐτὴν τὴν πρότασιν μετέπειτα οἱ ἅγιοι Απόστολοι, κατὰ τὴν Μεγάλην
Πεντηκοστήν, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου πλέον, τὴν ἀπεκάλυψαν, τὴν
ἀνέδειξαν, τὴν ἐδίδαξαν. Οἱ μαθηταὶ αὐτῶν ἐπανέλαβαν τὸ αὐτὸ καὶ οἱ μετέπειτα ἀποστολικοὶ Πατέρες ἄρχισαν σιγά - σιγὰ νὰ γράφουν πάνω εἰς τὸ θέμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ὅμως, ὁ Χριστός μας ἐδίδαξεν καὶ ἀποκάλυψεν ὅτι ὅποιος ἔχει ἀδίστακτον πίστιν καὶ δὲν ἀμφισβητεῖ εἰς τίποτα
ὅ,τι διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ ὅ,τι παραγγέλλουν εἰς τὴν συνέχειαν οἱ
Ἱεροὶ Κανόνες - διαχρονικὰ πάντοτε ὁμιλεῖ ὁ Χριστός μας - καὶ ὅποιος
διάγει σύμφωνα μὲ τὸν Εὐαγγελικὸν νόμον τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ κρατεῖ ἁγνὸ τὸ σῶμα καὶ ἁγνὰς τὰς αἰσθήσεις καὶ ἁγνὸν τὸν νοῦν, ξεκινᾶ μία συνεργασία μὲ τὸν Παράκλητον, μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Τὸ νὰ παρθενεύῃ δηλαδὴ ὁ νοῦς καὶ ἡ σκέψις εἶναι ὡς τὸ ἄλφα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.