Στις μέρες μας η περιοχή των Μελισσίων συγκαταλέγεται στις προνομιούχες, γιατί εκτός από το υγιεινό κλίμα και το όμορφο φυσικό περιβάλλον, οι συνοικίες της με τα σύγχρονα καλόγουστα κτίρια και το άφθονο πράσινο εξασφαλίζουν την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Γι' αυτό και σήμερα την επιλέγουν ως τύπο διαμονής τους αρκετοί πολίτες εύποροι και με ιδιαίτερες απαιτήσεις.
Αν γυρίσει όμως κανείς πίσω το χρόνο, λίγο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η εικόνα που θ' αντίκρυζε θα ήταν τελείως διαφορετική. Θα έβλεπε παντού στημένες παράγκες, προορισμένες να καλύψουν υποτυπωδώς τις ανάγκες των προσφύγων που κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τον εφιάλτη που έζησαν και να παραμείνουν ζωντανοί.
Μαζί μ' αυτούς έφτασε και ο ταπεινός, νέος τότε, ιερέας πατήρ Μιχαήλ με την πρεσβυτέρα του. Γύρω του συσπειρώθηκαν οι ταλαιπωρημένοι συμπατριώτες του, ζητώντας παρηγοριά και τόνωση της πίστης τους που θα αναπτέρωνε τις ελπίδες τους για την αρχή μιάς νέας ζωής.
Ανάμεσα στα ελάχιστα υπάρχοντά τους έφεραν και την εικόνα του προστάτη τους αγίου Γεωργίου από το Γκιουλμπαξέ, ως πολύτιμο θησαυρό που θέλησαν να διασώσουν. Μόλις τακτοποιήθηκαν στα πρόχειρα παραπήγματα, έντονη προέκυψε η ανάγκη τους να έχουν χώρο να στεγάσουν και τον άγιό τους.
Με πρωτοστάτη τον παπα-Μιχάλη, έστησαν τον πρώτο ξύλινο ναϊσκο τους για την προσωρινή κάλυψη των θρησκευτικών τους αναγκών κι εκεί τοποθέτησαν την εικόνα, με την υπόσχεση στον άγιο ν' αρχίσουν άμεσα τις ενέργειες για το κτίσιμο ιερού ναού που θα ετιμάτο στη μνήμη του. Συγχρόνως άρχισε και ο μακροχρόνιος αγώνας του ευλαβέστατου παπα-Μιχάλη. Συγκρότησε ερανική επιτροπή και καθημερινά διέσχιζε τους σκονισμένους ή λασπωμένους χωματόδρομους της περιοχής, ζητώντας από τους κατοίκους να ενισχύσουν την προσπάθεια ανέγερσης της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Δεν τον εμπόδιζαν ούτε οι καιρικές συνθήκες ούτε η πολύωρη πεζοπορία, έχοντας ως στόχο την υλοποίηση του χρέους τους προς τον 'Αγιο, προκειμένου να γίνει η θεμελίωση του καλαίσθητου Ι.Ναού,του οποίου τη μακέτα είχαν αναρτήσει στην είσοδο του προσωρινού.
'Ετσι, παρόλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν ως πρόσφυγες, κατόρθωσαν ώστε το 1958 στη θέση του πρώτου ξύλινου ναού να υπάρχει ο περικαλλής ναός του Αγίου Γεωργίου, στην είσοδο του οποίου τοποθετήθηκε μιά πέτρα που έφεραν από το Γκιουλμπαξέ, για να τους θυμίζει την αλησμόνητη πατρίδα τους.
Ο ακούραστος παπα-Μιχάλης δεν σταμάτησε εδώ. Τώρα ενεργοποιήθηκε γιά την αναβίωση του εορτασμού στη μνήμη του αγίου με το παραδοσιακό “κεσκέκι”, σπασμένο σιτάρι βρασμένο όλη νύχτα μαζί με μοσχάρι, που θα προσφερόταν στους προσκυνητές μετά από τη θεία Λειτουργία. Διήνυσε και πάλι χιλιόμετρα, προκειμένου να εξασφαλίσει το απαραίτητο ποσό που θα επέτρεπε την πραγματοποίηση του εθίμου. Με τη βοήθεια του αγίου, πέτυχε κι αυτό το στόχο και από τότε ανελλιπώς κάθε χρόνο πραγματοποιείται ο εορτασμός με τη συμμετοχή όλων των Μικρασιατών και πιστών που έρχονται απ' όλη την Αττική.
Ο παπα-Μιχάλης δεν γνώριζε πολλά γράμματα, δεν είχε κάνει κοσμικές σπουδές, είχε όμως την κατά Θεό μόρφωση και ακράδαντη πίστη. Λειτουργούσε με ευλάβεια, συμβούλευε τους ενορίτες να τηρούν τις θείες εντολές και πρόθυμα τελούσε ιερό Ευχέλαιο ή Αγιασμό στα σπίτια όσων επιθυμούσαν. Δεν είχε ιδιαίτερη ευχέρεια στο διάβασμα ούτε καλή άρθρωση και αρκετές φορές δυσκολευόταν στην ανάγνωση των ιερών κειμένων. Αυτό προκαλούσε το γέλιο των παιδιών που όμως εκείνος δεν τα μάλωνε αλλά ήρεμα τα προέτρεπε να κάνουν ησυχία.
Παρόλο που δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει κήρυγμα από στήθους, κάθε Κυριακή δεν παρέλειπε να διαβάζει το μήνυμα του Ευγγελίου που είχε προετοιμάσει γραπτώς και εξαντλούσε τις προσπάθειές του για την κατήχηση του ποιμνίου του.
Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Κάθε Πέμπτη πρωί ανέβαινε για να λειτουργήσει σ' ένα εξωκκλήσι του αγίου που βρίσκεται σ' ένα κοντινό λόφο. 'Οταν κάποια ενορίτισσα του έθεσε το ερώτημα γιατί δεν παρέλειπε τη λειτουργία στο εκκλησάκι όταν το χιόνι ήταν τόσο πολύ που η μετακίνηση ήταν δύσκολη και επικίνδυνη και δεν ήταν δυνατό στους πιστούς να συμμετέχουν, εκείνος της απάντησε: “'Εχω υποσχεθεί στον 'Αγιο Ιωάννη να πηγαίνω κάθε Πέμπτη όσο είμαι στα πόδια μου και πρέπει να τηρώ την υπόσχεσή μου, ακόμα κι αν χρειαστεί να λειτουργήσω μόνος μου. Μια φορά μάλιστα που δεν μπόρεσα ν' ανέβω, μου παρουσιάστηκε ο Τίμιος Πρόδρομος και μου παραπονέθηκε. Από τότε, ό,τι καιρό και αν κάνει, είμαι υποχρεωμένος να υπακούω”.
Πέρασαν και μεγάλες δοκιμασίες ο παπα-Μιχάλης και η πρεσβυτέρα του. Πόνεσαν όταν έχασαν την εικοσάχρονη μοναχοκόρη τους από καρκίνο. 'Ομως ο καλός ιερέας δεν έπαψε να δίνει θάρρος και να παρηγορεί και άλλους που αντιμετώπιζαν προβλήματα.
'Εζησε μια ζωή με φόβο Θεού και επίγνωση των υποχρεώσεών του που απέρρεαν από το ιερατικό του αξίωμα. Η σεβάσμια μορφή του ηλικιωμένου πλέον ιερέα ήταν πάντα αγαπητή στην περιοχή, είχε κερδίσει την εκτίμηση και αποτελούσε παράδειγμα θεοφιλούς βιοτής και αφοσίωσης στο Θεό και στο ποίμνιο που του είχε εμπιστευθεί.
Παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή του στον Κύριο, αφού τον είχε υπηρετήσει με όλες του τις δυνάμεις και είχε διακονήσει τον πιστό λαό με αγάπη, προθυμία και υπευθυνότητα, σε δύσκολους καιρούς και με αντίξοες συνθήκες.
Ας είναι αναπαυμένη η αγία ψυχή του κοντά στο Θεό και στους αγαπημένους του αγίους.