Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης
Οχτακόσια χρόνια προτού να ‘ρθη ο Χριστός στον κόσμο ζούσε ένας
βασιλιάς άδικος. Είχε δε δίπλα του και μια βασίλισσα που ήταν εκατό
φορές πιο άδικη απ’ αυτόν. Ζούσαν στα παλάτια ζωή τρυφηλή. Το δε
χειρότερο ήταν, ότι παρέσυραν τον περιούσιο λαό του Θεού στην
ειδωλολατρία και τη διαφθορά.
Ο
Θεός οργίστηκε και έξαφνα διατάζει, να σταματήσει ο ουρανός να βρέχει.
Και σταμάτησε πράγματι επί τρεισήμισι χρόνια! Ξεράθηκαν τα πάντα. Τα
πηγάδια και οι βρύσες στέρεψαν. Τα ζώα δε μπορούσαν πια να ζήσουν. Οι
άνθρωποι πήγαιναν μέσα στις σπηλιές και κολλούσαν τη γλώσσα τους στα
βράχια σαν το σκύλο, για να βρουν λίγη υγρασία. Είχε ανοίξει πια η γη,
είχε γίνει σκληρή σαν το κεραμίδι. Κινδύνευαν να πεθάνουν όλοι, να μη
μείνει ούτε ένας.
Τότε ποιος τους έσωσε; Για διαβάστε. Τους έσωσε ο βασιλιάς; Οι
πλούσιοι; οι μεγάλοι; οι γραμματισμένοι; Κανείς απ’ αυτούς. Τους έσωσε
ένας που δεν είχε σπίτι, δεν είχε χρήματα, δεν είχε ρούχα πολυτελείας.
Φορούσε μια κάπα και μ’ ένα ραβδί γύριζε ξυπόλητος βουνά – λαγκάδια, από
ριζοβούνι σε ριζοβούνι κι από σπηλιά σε σπηλιά, και τον έτρεφαν τα
κοράκια του ουρανού.
Ποιος ειν’ αυτός; Είναι ο προφήτης Ηλίας – να ‘χουμε την ευχή του. Αυτός γονάτισε και προσευχήθηκε...
Αν πούμε κ’ εμείς πως προσευχόμεθα, θα πούμε ψέματα. Συγχωρήστε με, μα
ούτε σεις ο λαός ούτε εμείς οι παπάδες (βάζω και τον εαυτό μου) που
λειτουργούμε προσευχόμεθα.
Πριν 100 – 200 χρόνια στο Μοριά, στη Θεσσαλία, στην Κρήτη, στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στη Μικρά Ασία, από την ώρα που έμπαιναν στην εκκλησία τα μάτια τους ήταν βουρκωμένα και τα δάκρυα πέφτανε κάτω στα πλακάκια κορόμηλο. Πού τώρα αυτά! Είμεθα θεομπαίκται. Θα μας τις κλείσει ο Θεός τις εκκλησίες• θα γίνουν αχούρια, κινηματογράφοι, θέατρα. Ποιος μπαίνει μέσα με φόβο Θεού;…
Έκανε, λοιπόν, ο Ηλίας την προσευχή του. Όχι πολλή ώρα. Αλλα μόλις
ύψωσε τα χέρια, λες κ’ ήτανε μαγνήτης, τράβηξε τα σύννεφα• γέμισε ο
ουρανός, έβρεξε, και δροσίστηκε η γη. Να λοιπόν ένας απόκοσμος ερημίτης
έσωσε τον κόσμο, ολόκληρο βασίλειο. Αυτός είχε την αξία, όχι ο κόσμος.
«Ων ουκ ην άξιος ο κόσμος»!
Τέτοιο
διαμάντι ήταν στην εποχή του, αλλά ποιος τον υπολόγιζε; Τον κυνηγούσαν,
και αυτός ο κυνηγημένος ήρθε ώρα που τους έσωσε. Να τι αξίζει ένας
άγιος...