Κωνσταντίνου Καραστάθη
Ιδρυτής μιας χιλιόχρονης Αυτοκρατορίας και της «βασιλίδος των πόλεων».
Ο Κων/νος, με την ισχυρή στρατηγική του ιδιοφυία και διορατικότητα, από την εποχή της νίκης του εναντίον του Λικίνιου αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που προερχόταν από την ανατολή και θέλησε να βρίσκεται εγγύτερα στ’ ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Παράλληλα, είχε αισθανθεί την ανάγκη μιας νέας και χριστιανικής πρωτεύουσας για την ανανεωμένη χριστιανική αυτοκρατορία που σχεδίαζε. Θα ήταν πολύ δύσκολο μια νέα αυτοκρατορία να έχει μια παλιά πρωτεύουσα, διεφθαρμένη και παρακμασμένη, όπως ήταν τότε η Ρώμη. «Ουδέ βάλλουσιν οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς», είχε πει με πολλαπλή σημασία ο Κύριος και οι Κων/νος θα γνώριζε καλά αυτό το χωρίο της αγίας Γραφής. Έλαβε λοιπόν την ύψιστη απόφαση να μεταφέρει τον αυτοκρατορικό του θρόνο στην ανατολή και αυτό δεν του το συγχώρεσε ποτέ η Δύση!
Αρχικά είχε επιλέξει για το σκοπό αυτό τη Θεσσαλονίκη και αργότερα το χώρο της αρχαίας Τροίας, επάνω από τον τάφο Αίαντα. Και στους δύο χώρους είχε προβεί σε ορισμένες προκαταρκτικές εργασίες. Μάλιστα στην Τροία είχε θεμελιώσει και τα τείχη της πόλης. Αλλά γρήγορα αναθεώρησε την απόφασή του.*
*Σύμφωνα με μια παράδοση, που διαφυλάσσεται στο Άγιον Όρος, ο Κων/νος είχε ξεχωρίσει και το χώρο κοντά στον ισθμό των Νέων Ρόδων (περιοχής Ιερισσού), για να χτίσει τη νέα πρωτεύουσα. Εγκατέλειψε όμως το σχέδιό του, ύστερα από παρέμβαση ενός επισκόπου, και αναχώρησε, αφού πρώτα μερίμνησε για την ανέγερση τριών ναών στις θέσεις που βρίσκονται σήμερα, το Πρωτάτο και οι μονές Ιβήρων και Βατοπεδίου.
Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, που αφηγείται ο Σωζομενός, ο Θεός εμφανίστηκε στον Κων/νο μια νύχτα, και τον διέταξε ν’ αναζητήσει άλλο σημείο για τη νέα πρωτεύουσα. Οδηγημένος από το χέρι του Θεού έφθασε στο Βυζάντιο και εδώ αποφάσισε να χτίσει την πόλη του και να την καταστήσει αντάξια του ονόματός του.
Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση που καταγράφουν ο Ζωναράς και ο Γλυκάς, όσο οι εργασίες για τη νέα πόλη συνεχίζονταν στην περιοχή της Τροίας, αετοί άρπαζαν τα σχοινιά των οικοδόμων, περνούσαν τον πορθμό και τα έρριχναν προς το μέρος του Βυζαντίου. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές και τα νέα φτάνανε στ’ αυτιά του αυτοκράτορα. Το συμβάν θεωρήθηκε πως δεν ήταν τυχαίο και πως φανέρωνε κάποιο θεϊκό σημάδι. Ξεκινά λοιπόν ο ίδιος ο Κων/νος για το βυζάντιο, επιθεωρεί την τοποθεσία, του αρέσει και αποφασίζει να χτίσει εκεί τη νέα πρωτεύουσά του, στην αρχαία αποικία των Μεγαρέων, στο «σύνδεσμο ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση», όπως σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός.*
*Τον παραπάνω θρύλο αφηγείται εμμέτρως και ο Μανασσής (12ος αιώνας) στην έμμετρη χρονογραφία του «Χρονική Σύνοψη: «πόλεως δε βουλόμενος δομήτωρ χρηματίσαι την των τυφλών κατέλαβε Χαλκηδονίων πόλιν. Και κτίζειν μεγαλοπτέρυγες όρνιθες επιπτάντες τους λίθους αφαρπάσαντες μετήνεγκαν εκείθε επί την πόλιν Βύζαντος την περικαλλεστάτην. Ο τοίνυν θεοφρούρητος αυτάναξ Κων/νος ουκ από τύχης εγνωκώς, άλλ’ ουδ’ εκ ταυτομάτου συμβήναι το γενόμενον τούτο περί τους λίθους, εκείθεν μεταθέμενος στρέφει την γνώμην όλην επί την πανευδαίμονα πόλιν των Βυζαντίων, και πόλιν ολβιόπολιν αυτή προσανεγείρει…»
Ο Κων/νος διέγνωσε πόσο σημαντικός είναι ο χώρος αυτός από κάθε πλευρά, πολιτική, στρατιωτική, εμπορική, πολιτιστική κ.ά. για τη νέα πρωτεύουσα, καθώς βρίσκεται στα όρια δύο ηπείρων και στο πέρασμα δύο θαλασσών και είναι οχυρωμένη κι απόρθητη από την ίδια τη φύση της, καθώς περιβάλλεται από τις τρεις πλευρές από θάλασσα, ενώ από την τετάρτη θα μπορούσε να προστατευτεί από ισχυρό τείχος.
Αξιοπερίεργο είναι ότι ο τόπος, όπου χτίσθηκε η Κων/πολη, έχει δεθεί με πολλές γοητευτικές παραδόσεις και θρύλους, αλλά και με πανάρχαιους και περίεργους χρησμούς, που είχαν κατά καιρούς διάφορες ερμηνείες, και κατά τους χρόνους του Κων/νου μία ακόμη…
Ένας χρησμός του μαντείου των Δελφών προς τους πρώτους Μεγαρείς αποίκους (685 π. Χ.), που καταγράφει ο Ησύχιος, τους προέτρεπε να εγκατασταθούν εκεί, «ένθα δύο σκύλακες πολιάν μάρπτουσι θάλασσαν ένθ’ ιχθύς έλαφός τε νομόν βόσκουσιν ες αυτόν». («όπου δύο σκυλάκια την άσπρη αρπάζουν θάλασσα όπου ο ιχθύς και η έλαφος βόσκουν στον ίδιο βοσκότοπο»).
Και για τους Αργείους, που και αυτοί φέρονται ως οικιστές του Βυζαντίου, προσδιόριζε τον τόπο με παραπλήσιο χρησμό ως εξής:
«Όλβιοι οι κείνην ιεράν πόλιν οικήσουσιν Ακτήν Θρηϊκίην τ’ όνυγρον παρά τε στόμα Πόντου Ένθα δύο σκύλακες πολιάν λάπτουσι θάλασσαν, Ένθα ιχθύς έλαφός τε νομόν βόσκονται εις αυτόν».
(«Ευτυχείς όσοι εκείνη την ιερή πόλη θα κατοικήσουν, τη Θρακική ακτή κοντά στο υγρό στόμα του Πόντου όπου δύο σκυλάκια την άσπρη πίνουν θάλασσα όπου ο ιχθύς και η έλαφος στον ίδιο βοσκότοπο βόσκουν»).
Μεταγενέστερα οι χριστιανοί έδωσαν στο χρησμό την εξήγηση ότι ο τόπος θα οικοδομούνταν δύο φορές, αλλά τη δεύτερη φορά από το Χριστό, που το σύμβολο του είναι ο ΙΧΘΥΣ (από τα αρχικά των λέξεων Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ).*
*Ένας άλλος χρησμός προς τη δεύτερη μεταναστευτική ομάδα Μεγαρέων στην περιοχή (657 π. Χ.0 προσδιόριζε τον τόπο της εγκατάστασής τους «αντίκρυ στη χώρα των τυφλών». Οι Μεγαρείς εξήγησαν το χρησμό θεωρώντας ως «τυφλούς» τους συμπατριώτες τους, που λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν χτίσει την αποικία τους στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου (Χαλκηδόνα), αφού ο τόπος από την άλλη πλευρά, την ευρωπαϊκή, ήταν ασύγκριτης αξίας και ομορφιάς, όπου τελικά έχτισαν την αποικία τους, ονομάζοντάς την «Βυζάντιο», από το όνομα του αρχηγού τους «Βύζας».
Σύμφωνα με μια παράδοση, που διασώζεται στη δύση, ο Κων/νος, επέλεξε τον τόπο αυτό για τη νέα πρωτεύουσα ύστερα από ένα προφητικό όνειρό του. Μια μέρα λοιπόν που κοιμόταν στο Βυζάντιο, ονειρεύτηκε πως στάθηκε εκεί μπροστά του μια ηλικιωμένη γυναίκα με αυλακωμένο μέτωπο. Αλλά ξαφνικά εκείνη η γυναίκα μετασχηματίσθηκε σ’ ένα πολύ όμορφο κορίτσι. Θαμπωμένος από την ομορφιά της ο αυτοκράτορας, την πλησίασε, την έντυσε με τον αυτοκρατορικό χιτώνα του, της έβανε το διάδημα με τους λαμπερούς πολύτιμους λίθους στο κεφάλι και τη φίλησε. Η Ελένη, η μητέρα του, που ήταν παρούσα, του είπε: «Αυτή θα είναι δική σου για πάντα και δε θα πεθάνει μέχρι το τέλος του χρόνου».
Την εξήγηση εκείνου του ονείρου ζήτησε ο Κων/νος από τον ουρανό με νηστεία και ελεημοσύνη. Και απάνω στις οχτώ, καθώς έπεσε σ’ ένα βαθύ ύπνο, ονειρεύτηκε τον επίσκοπο Σίλβεστρο, ο οποίος είχε πεθάνει πριν από λίγο καιρό, να του λέει με χαρά: «Έχεις ενεργήσει με τη γνωστή σύνεσή σου περιμένοντας από το Θεό μιαν εξήγηση εκείνου του αινίγματος, που ήταν πέρα από τη δυνατότητα κατανόησης του ανθρώπου.
Η ηλικιωμένη γυναίκα που είδες, είναι αυτή η παλιά πόλη, της οποίας τα ετοιμόρροπα και απειλούμενα από καταστροφή τείχη χρειάζονται τον επισκευαστή τους. Άλλ’ ανανεώνοντας τα τείχη και την ευημερία της, θα τη δοξάσεις επίσης με τ’ όνομά σου και εδώ οι αυτοκρατορικοί σου απόγονοι θα βασιλέψουν για πάντα».
Τα όρια της πόλης χάραξε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Κων/νος με το κοντάρι του καβάλα στ’ άλογό του, σύμφωνα με την παράδοση, που διασώζει ο Φιλοστόργιος. Συμπεριέλαβε τα ελληνικά παράλια, τη θέση της αρχαίας πόλης «Βυζάντιο» και τριπλάσιο χώρο εκείνης, που περιελάμβανε επτά λόφους, όσους και η Ρώμη. Οι αξιωματικοί που τον συνόδευαν, παραξενεύτηκαν για τη μεγάλη έκταση, που περιέκλεινε στον κύκλο, και τον ερώτησαν: «Κύριέ μας, πόσο θα προχωρήσεις ακόμα;» «Θα προχωρήσω μεχρισότου σταματήσει εκείνος εκέι, που προχωρεί μπροστά μου», αποκρίθηκε ο Κων/νος και υπονοούσε τον Άγγελο, που δεν ήταν ορατός από τους άλλους.
Αναφορά της παραπάνω παράδοσης κάνει και ο Κωδινός.
Αλλά και η ευρύτερη περιοχή των Στενών είναι δεμένη με θρύλους.*
*Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Μαλάλα (6ος αιώνας μ. Χ.), ένας θρύλος που αποτελεί παραλλαγή του μύθου σύγκρουσης Αργοναυτών και Αμύκου και που αναφέρει ο αρχαίος συγγραφέας Απολλόδωρος, οι Αργοναύτες πάλαιψαν στην περιοχή της Νίκαιας με τον Άμυκο (σ.σ. βασιλιά των Βεβρύκων, κατοίκων της Βιθυνίας) και τον νίκησαν χάρη στη βοήθεια ενός ισχυρού άνδρα με φτερούγες, που κατέβηκε από τον ουρανό. Προς τιμήν του αγνώστου συμπαραστάτη τους έκτισαν ιερό που το ονόμασαν Σωσθένη και έστησαν στήλη με ανάγλυφη μορφή του δυνατού άνδρα με τις φτερούγες. Όταν με χρόνους με καιρούς έφτασε εκεί ο χριστιανός μεγάλος βασιλιάς Κων/νος κα είδε το ανάγλυφο, είπε ότι αυτός είναι Άγγελος. Εκεί κοιμήθηκε για λίγο και ακούοντας μέσα από όραμα άκουσε το όνομα του δυνατού άνδρα, ανασηκώθηκε και στόλισε τον τόπο με ναό του αγίου Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Παραπλήσιο παραθέτει το μύθο και ο Ιωάννης ο Αντιοχεύς:
Και
οι Αργοναύτες «καταφυγόντες εν κόλπω δασυτάτω εθεάσαντο εν οπτασία τινά
φοβεράν ανδρός εικόνα αετού έχοντος πτέρυγας κατά των ώμων,
προθεσπίζοντος αυτοίς την κατά Αμύκου νίκην. Συμβαλόντες γουν αναιρούσι
τον Άμυκον, και υποστρέψαντες ωκοδόμησαν εν εκείνω τω τόπω ιερόν,
γράψαντες εν εικόνι όπερ είδον εκτύπωμα, και ονομάσαντες τον τόπον
Σωσθένιον˙ όπερ ιερόν χρόνοις ύστερον ο του Βυζαντίου βασιλεύς Κων/νος ο
μέγας εις όνομα του αρχαγγέλου Μιχαήλ ωνόμασεν».
Παραλλαγή του θρύλου καταγράφει και ο Κεδρηνός:
«εκείθεν
τοίνυν οι Αργοναύται εξορμήσαντες, και δια του ανάπλου βουλόμενοι
παρελθείν, εκωλύοντο υπό Αμύκου στρατευομένου κατ’ αυτών. Δεδιότες ουν
κόλπω τινί αγρίω και αλσώδει προσίσχουσι. Κακεί οπτασίαν θείαν εξ
ουρανού αυτοίς επιφανείσαν εν ανδρός φοβερού είδει, πτέρυγας ως αετού
περικειμένου, θεασάμενοι, τούτω καταθαρρήσαντες εις πόλεμον τω Αμύκω
συμβάλλουσι, και αποκτείναντες αυτόν έκτισαν εν τω της οπτασίας τόπω
ιερόν. Και δι’ εικόνος της αυτοίς οραθείσης μορφής το εκτύπωμα
αναστηλώσαντες Σωσθένιον το ιερόν ωνόμασαν δια το εν τούτω αυτούς
σωθήναι. Τούτο το ιερόν ύστερον ο μέγας εν βασιλεύσι Κων/νος κατ’ όναρ
χρηματισθείς μετεποίησε, και το μεν θυσιαστήριον προς ανατολάς οράν
ετύπωσε, τον δε ναόν του αρχαγγέλου Μιχαήλ εκάλεσε, πάσαν καλλιεργίαν
και καρποφορίαν εν αυτώ τυπώσας».
Η θεμελίωση της νέας πρωτεύουσας έγινε στις 8 Νοεμβρίου 324 μ. Χ. Χιλιάδες τεχνίτες και εργάτες ρίχτηκαν στη δουλειά για να χτίσουν την καινούργια πρωτεύουσα, που δε θα υστερούσε σε τίποτε από την παλιά. Ο αυτοκράτορας, για να αυξήσει γρήγορα τον πληθυσμό της νέας πρωτεύουσάς του, παραχώρησε και στους νέους πολίτες της το προνόμιο που απολάμβαναν οι πολίτες της Ρώμης, δηλαδή τη δωρεάν χορήγηση ψωμιού. Και κατά διαταγή του η ροή του μεταφερόμενου με καράβια σιταριού από την Αίγυπτο στη Ρώμη, κατά το ένα τέταρτό της στράφηκε προς το απέραντο εργοτάξιο.
Ο Ευάγριος γράφει ότι ο Κων/νος επέκτεινε το χώρο της μέχρι τότε πόλης, την οχύρωσε με τείχη και την εξωράισε με θαυμάσια κτήρια, ώστε να μην υπολείπεται κατά πολύ της Ρώμης. Προσθέτει ακόμη ότι έκαμε διανομή παροχών με δημόσιο κόστος στον πληθυσμό του δήμου Βυζαντίου (δηλαδή της νέας πρωτεύουσας), και παραχώρησε ένα πολύ μεγάλο ποσόν χρυσού σ’ εκείνους που είχαν φτάσει εκεί για την ανέγερση ιδιωτικών σπιτιών. Νέα Ρώμη και Κωνσταντίνου πόλις ονομάστηκε η νέα πρωτεύουσα, μα ο λαός χρησιμοποιούσε μονάχα τη δεύτερη ονομασία.
Το εμβαδόν της πόλης που σχεδίασε ο Κων/νος ήταν τρεις και μισή φορές μεγαλύτερο από το εμβαδόν της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου, που προϋπήρχε. Τέσσερις μεγάλοι λεωφόροι διέσχιζαν την πόλη. Οι δύο από αυτές αποτελούσαν τους κύριους οδικούς άξονες της πόλης, από όπου διακλαδίζονταν οι μικρότεροι δρόμοι.
Ο Ευσέβιος γράφει ότι την επώνυμη πόλη του λάμπρυνε με περίλαμπρες εκκλησίες και μεγάλα και περικαλλέστατα μαρτύρια, με τα οποία και τη μνήμη των μαρτύρων τιμούσε και την πόλη στο Θεό αφιέρωσε.
Σύμφωνα με τα γραφόμενα του ιστορικού Ιωάννη Μαλάλα (6ου αιώνα), κατασκεύασε και τον Ιππόδρομο, όμοιο με εκείνο της Ρώμης, και τον κόσμησε με πολλά έργα τέχνης από χαλκό. Έχτισε μεγάλο και ευπρεπές παλάτι, όμοιο επίσης με εκείνο της Ρώμης κοντά στον Ιππόδρομο, κατασκεύασε και τον Κοχλία, με τον οποίο ανέβαινε κανείς από το παλάτι στο κάθισμα του Ιπποδρόμου. Έκτισε και το Φόρουμ μεγάλο και ευπρεπές, και έστησε στο μέσον του ολοπόρφυρο κίονα αξιοθαύμαστο, και επάνω σ’ αυτόν έστησε τον ανδριάντα του, που είχε στο κεφάλι επτά ακτίνες. Έστησε επίσης και για τη μητέρα του Ελένη κόκκινη στήλη Αυγούστας σε πορφυρό μικρό κίονα και ονόμασε την τοποθεσία Αυγουστινιώνα.
Ο Κωδινός αναφέρει με λεπτομέρεια τις πάμπολλες εκκλησίες και τα λοιπά λαμπρά οικοδομήματα που ο Κων/νος έχτισε στην Κων/πολη. Και ο Σωκράτης κάνει λόγο για τη διακόσμηση της πόλης με αγάλματα.
Γενικά
από τις υπάρχουσες ιστορικές πηγές πληροφορούμαστε ότι ο Κων/νος
κατασκεύασε χερσαία τείχη στην πόλη και επισκεύασε τα υπάρχοντα θαλάσσια
τείχη. Στόλισε την πόλη με τους θαυμάσιους χριστιανικούς ναούς των
Αγίων Αποστόλων, της Αγίας Ειρήνης, της αγίας Σοφίας και πολλούς άλλους
ναούς και μαρτύρια.*
*Μαρτύρια
ονομάζονται τα μνημεία που χτίζονταν πάνω στους τάφους των μαρτύρων σε
σχήμα σταυρού, το κεντρικό τετράγωνο των οποίων στεγαζόταν με
σταυροθόλιο ή υποτυπώδη θόλο.
Ο
Ναός της Αγίας Σοφίας, που άρχισε να κτίζεται στα χρόνια του Μ.
Κων/νου, εγκαινιάστηκε επί Κων/νου Β’. Ήταν ξυλόστεγη πεντάκλιτη
βασιλική με υπερώα. Καταστράφηκε το 404, κατά την εξέγερση του λαού,
λόγω της εξορίας του Ιωάννου του Χρυσοστόμου από την αυτοκράτειρα
Ευδοξία. Εξωράισε την πόλη με περίφημα κτήρια και δημόσιους χώρους
μεγαλοπρεπή ανάκτορα, δημόσια οικοδομήματα, δεξαμενές, πλατείες,
λιμάνια, τείχη, πηγές, σκεπαστές εισόδους πρόσοψης, και άλλες υποδομές.
Ξεχώριζαν το Μέγα Παλάτιον, η Σύγκλητος, το στρογγυλό Φόρουμ του
Κων/νου, στη μέση του οποίου είχε στηθεί η σ΄τηλη από πορφυρίτη λίθο,
που πάνω της κρατούσε το τεράστιο και μερικώς επίχρυσο άγαλμα του
αυτοκράτορα και κάτωθέ της είχε ταφεί το παλλάδιο της Παλαιάς Ρώμης, ο
Ιππόδρομος στη βόρεια πλευρά του Φόρουμ, το Στρατηγείο, το Αυγουσταίο,
κέντρο της πολιτικής και εμπορικής ζωής της πόλης, η τεράστοη πλατεία
μπροστά από τα ανάκτορα, το Φιλαδέλφιον, η Δημόσια βιβλιοθήκη, το
Πανεπιστήμιο, το δικαστήριο, το Μίλιον, απ’ όπου άρχιζαν να μετρούν
τις αποστάσεις, στη στέγη του οποίου βρίσκονταν τοποθετημένα τα αγάλματα του Κων/νου και της Ελένης.
Έτσι η Κων/πολη κατέστη ίση από κάθε άποψη με αυτή τη Ρώμη.*
*Ο Μανασσής, συνεχίζοντας την έμμετρη ιστορική του αφήγηση, που παραθέσαμε πιο πάνω, πλέκει και το εγκώμιο στην Κων/πολη:
Πόλιν την μεγαλόπολιν, πόλιν την Νέαν Ρώμην,
Ρώμην την αρρυτίδωτον, την μήποτε γηρώσαν,
Ρώμην αεί νεάζουσαν, αεί καινιζομένην,
Ρώμην αφ’ ής προχέονται χαρίτων αι συρμάδες,
ην ήπειρος προσπύσσεται, θάλασσα δεξιούται,
ηπίως αγκαλίζονται παλάμαι της Ευρώπης,
αντιφιλεί δ’ ετέρωθεν το της Ασίας στόμα.
Μονάχα καπνοί από ειδωλολατρικές θυσίες δεν ανυψώνονταν στον ουρανό αυτής της πόλης και κραυγαλέα ήταν η απουσία ειδωλολατρικών ναών και οποιουδήποτε άλλου ειδωλολατρικού στοιχείου.
Τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας έγιναν με κάθε επισημότητα στις 11 Μαΐου 330, αλλά τα έργα συνεχίστηκαν ως το 336 μ. Χ.
Η κύρια αίθουσα του παλατιού εξωραΐστηκε με εικόνες της Σταύρωσης και άλλων βιβλικών σκηνών. Γράφει ο Ευσέβιος: «Τόσος θείος έρως είχε καταλάβει την ψυχή του βασιλέως, ώστε στα βασιλικά του ανάκτορα, συγκεκριμένα στο κύριο διαμέρισμά τους, να έχει μπηχτεί το σύμβολο του Σωτηρίου πάθους (πελώριος σταυρός στολισμένος με πολύτιμους λίθους).
Αρχαιότητες φερμένες από κατερειπωμένους αρχαίους ναούς στόλιζαν τη νέα πόλη.
Έγινε τόσο όμορφη η πόλη, που ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός εξέφρασε το θαυμασμό του και μάλιστα ομιριστί: «Ώ Κων/νου κλεινόν έδος μεγάλου, Οπλοτέρα Ρώμη, τόσσον προφέρουσα πολήων, οσσάτιον γαίης ουρανός αστερόεις». (Ώ! δοξασμένη έδρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, νεώτερη Ρώμη, τόσο ξεπερνάς κάθε άλλη πόλη, όσο τη γη ο έναστρος ουρανός).
Λόγω της ανοικοδόμησης της βιβλιοθήκης, βάσης του νέου πανεπιστημίου, η πόλη έγινε γρήγορα το πνευματικό κέντρο της Ανατολής.
Ο Κων/νος αφιέρωσε τη νέα πρωτεύουσα στο Χριστό και στην Υπεραγία Θεοτόκο που αποδείχτηκε μέσα στους αιώνες η Υπέρμαχος Στρατηγός της. Στην ιδρυτική στήλη έγραψε την προσευχή: «Σοι Χριστέ, κόσμου Βασιλεύς και Δεσπότης, Σοι προστίθημι τήνδε την δούλην πόλιν και σκήπτρα τήσδε και το παν Ρώμης κράτος φύλαττε ταύτην, σώζε δ’ εκ πάσης βλάβης».
Μετά τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας ο αυτοκράτορας εγκαθίσταται εκεί οριστικά. Η αποδέσμευση αυτή των αυτοκρατόρων από τη Ρώμη, που στην πραγματικότητα είχε συντελεσθεί πριν από εκατό χρόνια, έλαβε τώρα και επίσημο χαρακτήρα.
Τα αριστουργήματα με τα οποία ο Μέγας Κωνσταντίνος στόλισε τη νέα πρωτεύουσα της ανανεωμένης αυτοκρατορίας του, με την πάροδο του χρόνου, άλλα καταστράφηκαν και άλλα αρπάχτηκαν από τους Σταυροφόρους της δύσης. Χαρακτηριστική είναι η πληροφορία του Μαλάλα για τον Ιωάννη τον Παφλαγόνα, υπεύθυνο των βασιλικών θησαυρών, ο οποίος «τα χαλκουργήματα της πλατείας Κωνσταντινουπόλεως εχώνευσεν (=έλιωσε), άπερ ο θειότατος βασιλεύς Κωνσταντίνος ως καλλιστεύοντα από εκάστης πόλεως συναγαγείν ήνεγκεν εις κόσμησιν της αυτής Κωνσταντινουπόλεως δι’ αρετής. Ο δε Ιωάννης χωνεύσας αυτά εποίησεν εξ αυτών στήλην μεγάλην εις πάσαν υπερβολήν τω αυτώ Αναστασίω βασιλεί, ήντινα έστησεν εις τον κίονα τον μέγαν εις τον Φόρον του Ταύρου, αφαιρών την στήλην του Θεοδοσίου».
Από το βιβλίο: Μέγας Κωνσταντίνος : Κατηγορίες και αλήθεια, του Κωνσταντίνου Καραστάθη. Αθήναι, Απρίλιος του 2012 Εκδόσεις «ΑΘΩΣ». Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη. Ο ρόλος του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην Α’ Οικουμενική σύνοδο – Κωνσταντίνου Καραστάθη. | ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ – orp.gr