Έχει επικρατήσει σε μερικά μέρη εξ αιτίας κάποιων αντιλήψεων η άποψη
ότι όσοι πενθούν δεν πρέπει να εξέρχονται από το σπίτι τους, για να πάνε
πουθενά αλλού εκτός από το κοιμητήριο.
Η άποψη αυτή είναι πέρα για πέρα αντίθετη με το πνεύμα της Εκκλησίας
μας. Πουθενά στη διδασκαλία της Εκκλησίας μας δεν αναφέρεται κάτι
τέτοιο.
Το πένθος δεν ξεπερνιέται με την απομόνωση. Η ίδια ως κατάσταση είναι δαιμονική.
Ο
άνθρωπος καθήμενος μόνος του χωρίς τη βοήθεια των συνανθρώπων του και
χωρίς εκκλησιασμό αισθάνεται τον απότομο εγκλεισμό του ως τιμωρία.
Αυτή
φυσικά η κατάσταση προκαλείται από το διάβολο ο όποιος επιδιώκει να
απομονώσει τον άνθρωπο και να τον απομακρύνει από την θεία παρηγοριά πού
προσφέρει ο Θεός διά της Εκκλησίας και διά της επαφής μετά των
συνανθρώπων των οποίων η συναναστροφή μπορεί να φανεί φάρμακο στον πόνο
του πένθους.
Η έξοδος των πενθούντων καθίσταται αναγκαία και για έναν άλλο λόγο. Το
πένθος δεν είναι μια κατάσταση που έχει σαν αποτέλεσμα το χάος, αλλά τη
χαρά πού διαποτίζεται και επαυξάνει από την πίστη του ορθοδόξου
χριστιανού στην Ανάσταση του Χριστού μας. Όποιος από τους πιστούς βιώνει βαθειά το γεγονός της Αναστάσεως δεν διαιωνίζει το πένθος του για πολύ χρόνο. Ως άνθρωπος ο κάθε πιστός μπορεί να λυπάται για τον απορφανισμό των αγαπημένων του προσώπων. Η ελπίδα και η προσδοκία της Αναστάσεως όμως του δίδει άλλες διαστάσεις για την αντιμετώπιση του πένθους που σίγουρα δεν έχει σχέση με εγκλεισμούς.
Και
στο ερώτημα αυτό εμφανίζονται δεισιδαίμονες απόψεις οι οποίες ορίζουν
ότι οι πενθούντες φέρουν επάνω τους το θάνατο και ότι όποιος τους
πλησιάσει μπορεί κι εκείνος να φιλοξενήσει το θάνατο στο σπιτικό του.
Έτσι θέλουν τους πενθούντας να παραμένουν στο σπίτι τους χωρίς να έχουν
το δικαίωμα να επισκέπτονται κανένα άλλο σπίτι, ούτε ακόμη και φίλων
τους.