Σαράντος Καργάκος
Κανείς λογικός ἄνθρωπος δέν πρέπει νά ἐπιχαίρει γιά τήν ἐπιβεβαίωση κάποιων δυσοίωνων προβλέψεών του. Εἰλικρινά θά ἤθελα νά ἔχω διαψευσθεῖ γιά αὐτά πού ἔγραψα πρό 28ετίας γιά τήν μέλλουσα νά πλήξει τή χώρα μας ἀλαλία (λόγω τοῦ ἐξοβελισμοῦ τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν καί τήν ὁλοσχερῆ κατάργηση τῆς διδασκαλίας τῶν λογίων μορφῶν τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας) καί ἀνιστορησία, μετά τήν εἰσαγωγή νέων –δῆθεν– μεθόδων διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῆς ἱστορίας, μέ τήν ἀπόλυτη κυριαρχία τῆς λεγόμενης «ἄνευ γεγονότων ἱστορίας», μέ τήν ἐξαφάνιση παντελῶς τῆς χρονολογίας, πού ἀποτελεῖ τή σπονδυλική στήλη τῆς ἱστορίας, μέ τήν κυριαρχία τῆς ἀερολογίας, πού παρουσιαζόταν ὡς δῆθεν φιλοσοφία τῆς ἱστορίας, μέ παραπομπές σέ πηγές, πού μόνο πηγές δέν ἦσαν (ἦσαν ἠμετερόφρονες νεόκοποι ἱστορικοί), μ’ ἕναν ἐπιδερμικό προοδευτισμό πού μύριζε κομματική κινάβρα (= μυρωδιά τράγου, “τραγίλα”) σέ ἀκτίνα 2 χλμ, μέ ἐγχειρίδια ἱστορίας πού ἦσαν ὄντως «ἐγχειρίδια» καί κατά τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί γραφῆς καί κατά τῆς ἱστορίας, μέ διδακτέα/ ἐξεταστέα ὕλη κομμένη σέ φέτες, ἀποσυνδεδεμένες ἀπό τόν λοιπό ἱστορικό κορμό.
Μέ ὅλα, λοιπόν, αὐτά τά ἀνάποδα καί τά στραβά, ὅπου τυφλοί δάσκαλοι (δάσκαλοι πού πιστεύουν στό δόγμα ὅτι «σωστό εἶναι ὅ,τι γράφει τό σχολικό») ὁδηγοῦσαν μονόφθαλμους (καί μ’ αὐτό ἐννοῶ τούς μαθητές πού πιστεύουν στό παιδαγωγικό ὅραμα «νῦν ὑπέρ πάντων ὁ βαθμός»), φθάσαμε στό σημεῖο νά βγοῦν ἀπό τά ἑλληνικά –τρόπος τοῦ λέγειν– σχολεῖα δυό γενιές ἀνελλήνιστων, ἀνιστόρητων καί ἀγεωγράφητων μαθητῶν.
Ἡ ἀρχαιολατρία, πού ἀπό πολλές πλευρές ἦταν δικαιολογημένη, ἦταν φυσικό νά ἐξελιχθεῖ σέ «οὐφολογία», ἀφοῦ τό μάθημα τῆς ἱστορίας στά ἑλληνικά σχολεῖα καί στά πανεπιστήμια κατάντησε ἀρλουμπολογία.
Εἶχα συχνά τότε σ’ ἐκεῖνο τό μακρινό παρελθόν προειδοποιήσει: «Βγάλαμε τά Ἀρχαῖα, θά βγάλουμε τά μάτια μας». (Αὐτό ἦταν τίτλος ἄρθρου μου τό 1976). Κι ἔπεσαν πάνω μου μαῦρα κοράκια μέ νύχια γαμψά (ἄλλοτε ὑμνητές τῆς δικτατορίας) νά βγάλουν τά δικά μου μάτια. Εἶχα ἀκόμη προειδοποιήσει –σχετικά μέ τήν ἱστορία–, πώς ὅ,τι πετᾶς ἀπό τό παράθυρα, θά σοῦ ἔλθει ἀπό τή ρημαγμένη στέγη. Τήν ἱστορία θά ἀντικαταστήσει ἡ παραϊστορία. Καί τούτη ἡ παραϊστορία θά ἐξελιχθεῖ σέ ἰδεολογία μιᾶς ὑστερικῆς πατριδολαγνείας. Ἀλλ’ ὅπως λένε οἱ μαθητές, «στοῦ κουφοῦ τήν πόρτα, πάρε καί τήν… πόρτα».
Θά ἤμουν ὁ ἔσχατος πού θά κατηγοροῦσα αὐτούς πού σήμερα, ἀφοῦ δέν διδάσκονται τίποτα στό σχολεῖο γιά τόν ἀρχαῖο κόσμο (ἀπεναντίας ἀκοῦνε ἤ διαβάζουν χλευασμούς), στράφηκαν πρός μιά παραμυθολογική ἱστοριογραφία πού κάνει τόν ἑλληνικό κόσμο τῆς ἀρχαιότητας ἀμερικανικό Superman. Οἱ Ἕλληνες δέν ἦσαν γήινοι. ἦσαν ἐξωγήινοι! Ὅταν στούς πρώτους αἰῶνες τῆς χριστιανικῆς κυριαρχίας εἶχε ἀρχίσει ὁ σκληρός ἀγώνας ἐναντίον τῆς ἀρχαίας θρησκείας καί τῶν «ἐθνικῶν», τότε στή συνείδηση τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ τό γένος τῶν Ἑλλήνων ταυτίστηκε μέ τό γένος τῶν γιγάντων. «Στον καιρό τῶν Ἑλλήνων», λένε οἱ παράδοσεις πού κατέγραψε ὁ Νικ. Πολίτης. Κι ὁ λαός φανταζόταν τούς Ἕλληνες μέ γιγάντιο ἀνάστημα, πλάσματα ὑπερφυσικά πού σήκωναν δυναμάρια κι ἔφτιαχναν κάστρα μέ πέτρες ἀσήκωτες κι ἀπό βαροῦλκο.
Ἔχει γεμίσει ἡ χώρα μας ἀπό ἑλληνολάτρες χωρίς οὐσιαστική ἑλληνική κατάρτιση, χωρίς γνώση «γερῶν Ἑλληνικῶν», χωρίς ἐνβίωση τῆς συνέχειας πού κάνει τήν ἀρχαιότητα νά εἶναι παροῦσα καί στόν παρόντα καιρό.
Τό ἴδιο συνέβη στόν παρόντα καιρό. Ἡ ἀρχαιολατρία, πού ἀπό πολλές πλευρές ἦταν δικαιολογημένη, ἦταν φυσικό νά ἐξελιχθεῖ σέ «οὐφολογία», ἀφοῦ τό μάθημα τῆς ἱστορίας στά ἑλληνικά σχολεῖα καί στά πανεπιστήμια κατάντησε ἀρλουμπολογία. Στά σχολεῖα μας, ἐν ὀνόματι τῶν νέων δεξιοτήτων, ἐπιβλήθηκε ἕνα σύστημα ἀδεξιοτήτων. Οἱ ἀνθρωπιστικές μαθήσεις θυσιάστηκαν στό βωμό τῆς «στελεχοποίησης». Μαζί καί ἡ ἱστορία. Ὅ,τι, ὅμως –παρά πάντα νόμον ὀρθῆς ἀγωγῆς– διώκεται καί εἰς πῦρ βάλλεται, μυθοποιεῖται. Κι ἐπανέρχεται στή ζωή συχνά ὡς βρυκόλακας. Αὐτά πού σήμερα προβάλλονται ὡς νέες μελέτες, ὡς νέες ἀναζητήσεις, ὡς νέες ἀνακαλύψεις περί ἀρχαίου κόσμου, καρποί μελέτης καλοπροαίρετων συχνά ἐρασιτεχνῶν, εἶναι μιά νέα μυθολογία πού ἔχει πνευματικό πατέρα τόν Νταίνικεν. Τό γεγονός ὅτι ὁ εὐφυής αὐτός Ἐλβετός ξενοδόχος ἔγινε μέ τά βιβλία του ζάπλουτος, κάνει πολλούς νά πιστεύουν ὅτι, μέ τίς περίεργες ἀφηγήσεις τους περί ἀρχαίων Ἑλλήνων, θά ἀποκτήσουν τά πλούτη τῶν χρυσοφόρων Μήδων. Ὅλη ἡ ἀμερικανική μυθολογία –κυρίως διά τῆς τηλοψίας– μεταφέρεται ἔντεχνα στήν Ἑλλάδα, γιά τή διαμόρφωση μιᾶς νέας ἰδεολογίας, μέ στόχο τήν ἀποκοπή τῶν Ἑλλήνων ἀπό τή ζῶσα παράδοση, ἀπό τίς δυνάμεις ἐκεῖνες πού τόν γέμιζαν θέληση καί καρτερία στά χρόνια τῆς δουλείας, γιά νά φθάσει ὡς τόν ἀγῶνα τῆς παλιγγενεσίας. Δέν παραγνωρίζω ὅτι αὐτό εἶναι καί μιά ἀντίδραση πρός ἕνα μισαλλόδοξο χριστιανικό πνεῦμα, πού ὑπάρχει ἀκόμη σέ κάποιος κύκλους θρησκευόμενων, οἱ ὁποῖοι βλέπουν τήν ἀρχαία σοφία, τήν ἀρχαία λογοτεχνία ὡς σκέτη ἁμαρτία. Ὡς καθηγητής εἶχα ἀντιμετωπίσει πολλά τέτοια περιστατικά, ἄλλοτε φαιδρά καί ἄλλοτε τραγικά.
Φαινόμενα παραϊστορίας καί παραμυθολογίας εἴχαμε καί στό παρελθόν, ἀλλά τότε ὑπῆρχαν ἄνθρωποι πού ἤξεραν γερά ἑλληνικά καί ἤξεραν νά ἀπαντοῦν ἀποστομωτικά. Σήμερα ἡ ἀρχαιογνωσία θεωρεῖται σχεδόν ἁμαρτία. Κι ἦταν φυσικό νά συμβεῖ αὐτό. Καί ἀπό μιά ἄποψη τό θεωρῶ ἔκφραση ὑγείας τοῦ λαοῦ μας, πού διψᾶ νά μάθει ὅ,τι ἐπί τρεῖς δεκαετίες τοῦ ἔκρυβαν και τοῦ κρύβουν οἱ ἀρχαιομάσαγες πού ἐλέγχουν τήν παιδεία μας. Ὅταν οἱ ἐπίσημοι φιλόλογοι καί ἱστορικοί, ἀντί νά παίξουν τό ρόλο τοῦ Λεωνίδα, ἔπαιξαν τό ρόλο τοῦ Ἐφιάλτη, ἦταν φυσικό τή φύλαξη τῶν Θερμοπυλῶν νά τήν ἀναλάβουν ἐρασιτέχνες, οἱ περισσότεροι ἀπό ἀνυστεροβουλία, λίγοι ἀλλά εὐφυέστεροι ἀπό ὑστεροβουλία, γιά νά μετατρέψουν τήν ἀρχαιολατρία σέ ἰδεολογία ἑνός κενοῦ πατριωτισμοῦ, πού στρέφεται κατά των ὑπαρκτῶν στηριγμάτων τοῦ παρόντος Ἑλληνισμοῦ, ἑνός πατριωτισμοῦ καμουφλαρισμένου μέ ἕνα «πασπάλισμα» ψευδοπαγανισμοῦ.
Ἔχει γεμίσει ἡ χώρα μας ἀπό ἑλληνολάτρες χωρίς οὐσιαστική ἑλληνική κατάρτιση, χωρίς γνώση «γερῶν Ἑλληνικῶν», χωρίς ἐνβίωση τῆς συνέχειας πού κάνει τήν ἀρχαιότητα νά εἶναι παροῦσα καί στόν παρόντα καιρό. Γιά παράδειγμα, τό βαθύ μυστήριο τοῦ ἀρχαίου θεάτρου δέν βιώνεται μέ τις –συνήθως γελοῖες– παραστάσεις πού βλέπουμε κατά τή ραστώνη τοῦ καλοκαιριοῦ στά ἀρχαῖα θέατρα, βιώνεται μέσα στό βαθύ μυστήριο τῆς λειτουργίας πού τελεῖται στούς χριστιανικούς ναούς.
Θά μοῦ ἦταν εὔκολο νά μιλήσω γιά τήν αὐτάρκεια τῆς ἀμάθειας, γιά ἐπάνοδο, ἀπό ἄλλους δρόμους, στό χῶρο τῆς μαγείας καί τῆς μαγγανείας, γιά μουμιοποίηση τῆς ἀρχαιότητος, γιά ἀποσύνδεση τῶν ἀρχαίων ἀπό τόν ἑαυτό τους καί τήν συνταύτιση πρός τούς μυθικούς γερμανικούς ἥρωες, τό ἔνζυμο τῆς βαγκνερικῆς ἰδεολογίας τοῦ γερμανικοῦ ὑπερανθρωπισμοῦ, πού ἐκφράστηκε πολιτικά μέ τό κίνημα τοῦ χιτλερικοῦ ἐθνικοσοσιαλισμοῦ.Δέν ἀποκλείεται καί ἐδῶ, ἐν’ ὀνόματι τῆς προστασίας τῶν ἀρχαίων, νά ἐμφανισθεῖ ἕνα κίνημα «ἐθνικῆς σωτηρίας» μέ φασίζουσες τάσεις, πού φυσικά θά πάρει διαστάσεις, ὅταν καί στή λοιπή Εὐρώπη ἐμφανισθοῦν ἀνάλογες τάσεις, λόγω τοῦ ἰσοπεδωτικοῦ ὁδοστρωτηρικοῦ σχεδιασμοῦ τῶν χαρτογιακάδων πού κατοικοεδρεύουν στίς Βρυξέλλες καί οἱ ὁποίοι κάνουν «κλωτσοσκούφι» τίς εὐαισθησίες τῶν λαῶν πού δουλεύουν γι’ αὐτούς, ἐνῶ αὐτοί «δουλεύουν» τούς λαούς.
Δέν μπορῶ νά εἶμαι κατήγορος ὅλων αὐτῶν τῶν ἀρχαιομανῶν, πού σπεύδουν μέ τό ὑστέρημά τους νά ἀγοράσουν ἕνα βιβλίο περί ἀρχαιότητας, ὅ,τι κι ἄν λέει αὐτό, γιά νά μάθουν αὐτά πού δέν διδάχθηκαν στά σχολεῖα καί στά πανεπιστήμια. Δέν κατηγορῶ οὔτε καί τό πάθος μερικῶν, ὅταν αὐτή τή στιγμή τό μεγαλύτερο μέρος τῆς παγκόσμιας ἰστοριογραφίας πού ἀφορᾶ στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἔχει μεταβληθεῖ σέ πρωκτολογία. Τό μέγα πρόβλημα πού ἀπασχολεῖ τή πανεπιστημιακή ἱστοριογραφία Εὐρώπης καί Ἀμερικῆς εἶναι το ἄν οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦσαν… ὁμοφυλόφιλοι! Λές κι ἦταν θέμα πρωκτοῦ ἡ ἐποποιία τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἡ νίκη στή Σαλαμίνα, ἡ κατασκευή τοῦ Παρθενῶνος καί ἡ θυσία τῶν Θερμοπυλομάχων.
Δέν ἀποκλείεται καί ἐδῶ, ἐν’ ὀνόματι τῆς προστασίας τῶν ἀρχαίων, νά ἐμφανισθεῖ ἕνα κίνημα «ἐθνικῆς σωτηρίας» μέ φασίζουσες τάσεις…
Ὅταν, λοιπόν, ἕνας λαός ἀμύνεται γιά νά σώσει ὅ,τι νομίζει πώς τόν ἔχει σώσει, εἶναι φυσικό νά φθάνει ὡς τήν ὑπερβολή. Δέν ἀποκλείεται ὅμως καί ἀπό τήν ὑπερβολή αὐτή κάτι καλό νά βγεῖ: νά ξαναγυρίσουμε στή μελέτη τῶν ἀρχαίων ἀπό τό πρωτότυπο (οἱ περισσότερες μεταφράσεις, ἑλληνικές καί ξένες, εἶναι παραφράσεις) καί νά δοῦμε, ὅταν καταλαγιάσει ὁ σάλαγος, τά πράγματα πιό νηφάλια. Γνωρίζω ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ πού αὐτή τή στιγμή μελετοῦν μέ βοηθήματα τόν Νόννο (πού δέν νομίζω ὅτι ἔχει διδαχθεῖ ποτέ σέ πανεπιστήμιο), τά «Ἀργοναυτικά» τοῦ Ἡλιοδώρου, τά «Θραύσματα» τοῦ Ἡρακλείτου καί τῶν προσωκρατικῶν.
Ἄν, λοιπόν, πρέπει νά ρίξουμε κάποιο λίθο ἀναθέματος, ἄς μήν τόν ρίξουμε στούς «οὐφολόγους», ἀλλά σέ κείνους πού ἔδιωξαν τήν ἱστορία μας ἀπό τά σχολεῖα, σέ κείνους πού τήν σπιλώνουν μέσω τῆς ἔντυπης καί τῆς ἠλεκτρονικῆς δημοσιογραφίας, σέ κείνους πού ἐπιμελῶς ἀποκρύπτουν, συγκαλύπτουν καί κυριολεκτικά θάβουν κάθε βιβλίο ἱστορίας πού δέν κινεῖται στή γραμμή τῆς παγκοσμιοποιημένης ὑποτέλειας. Δέν θέλω οὔτε νά μιλῶ προσωπικά. Ἄς μοῦ συγχωρεθεῖ ὅμως τούτη τή φορά νά μιλήσω γιά μιά προσωπική μου περίπτωση: Στίς 2 Δεκεμβρίου τοῦ 2004 κυκλοφορήθηκε ἕνα ἔργο μου, ἡ τρίτομη «Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν». Ἔργο γραμμένο μέ Θουκυδίδειο πνεῦμα. Πόσο τό εἴδατε νά προβάλλεται στά κρατικά καί στά ὑπερκρατικά κανάλια; Πόσο μίλησαν γιά τό ἔργο αὐτό οἱ «φίλοι» μου δημοσιογράφοι (κάποτε μαθητές μου) πού ἀνταγωνίζονταν ἄλλοτε ποιός θά μέ «πρωτοβγάλει», τάχα γιά νά μάθουν, ἄν ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν gay! Φυσικά, ἄν ἔγραφα κι ἐγώ ὅτι τό μεγαλύτερο προσόν τοῦ Περικλῆ ἦταν ὁ πρωκτός του, καί ὅτι οἱ Τριακόσιοι τῶν Θερμοπυλῶν ἦσαν ὁμοφυλόφιλοι, θά γινόταν χαλασμός. Καί τότε θά βαφτιζόμουν κι ἐγώ ἀπό τούς «κεκράκτες» τῆς χούντας… «προοδευτικός»!