Παρασκευή 7 Απριλίου 2023

Περί θανάτου

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ὑπό Ρουμάνου Γέροντος π. Κλεόπα Ἠλίε.

«Γρηγορείτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τήν ἡμέραν οὐδὲ τήν ὥραν έν ἦ ὁ υἱός τοῦ άνθρώπου έρχεται» (Ματθ. 25,13)
Πατέρες καί άδελφοί,
Ὁ άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μάς ομιλεί συχνά γιά τήν τελευταία ώρα καί τό λεπτό τής παρούσης ζωής μας, άπό τήν όποία κρίνονται όλες οί ήμέρες τής ζωής μας. Άλλά γιατί τόσο ένδιαφέρον καί προσοχή σ' αύτή τήν έσχάτη στιγμή τής παρούσης ζωής μας;
Ή τελευταία αύτή ώρα είναι άνώτερη άπό όλη τήν ζωή μας, όσο μακροχρόνια καί νά ήταν αύτή. Γιά νά κα­ταλάβουμε αύτό πρέπει νά σκεφθούμε ότι γι' αύτό τό τελευταῖο λεπτό ό Επουράνιος Πατήρ μας έστειλε στόν κό­σμο τόν Μονογενή Του Υίό. Γι' αύτό τό λεπτό ό Χριστός γεννήθηκε ώς βρέφος στήν σπηλιά, σπαργανώθηκε στήν φάτνη, έκλαυσε μέσα στά άχυρα καί ύπέμεινε τά πάντα άπό τό άχάριστο γένος τών άνθρώπων μέχρι τοῦ οδυνη­ρού καί σταυρικού Του θανάτου. Γι' αύτό τό λεπτό γρά­φθηκαν τά τέσσερα εύαγγέλια γιά νά μάς έλευθερώσουν άπό τήν πλάνη, νά μάς διδάξουν γιά τόν ούράνιο σκοπό μας καί νά μάς προετοιμάσουν γιά τήν τελευταία στιγμή τής ζωής μας. Γι' αύτό τό λεπτό δόθηκαν τά χαρίσματα τοῦ Άγίου Πνεύματος, τά έπτά Μυστήρια, ώς μέσα άγια σμοϋ μας, οί Δέκα Εντολές καί τελευταία ή κλήσις γιά τήν μοναχική ζωή μας. Γι' αύτό τό λεπτό τόσοι άγιοι έφυ­γαν άπό τόν κόσμο γιά τίς έρήμους, τίς σπηλιές καί τίς τρώγλες τής γής καί άγωνίσθηκαν μέχρι θανάτου γιά τήν εσχάτη καλή άπολογία ένώπιον τοῦ Δικαίου Κριτοῦ. Γι' αύτό τό λεπτό τόσα έκατομμύρια μάρτυρες ύπέφεραν τά βάσανα καί έθυσίαζαν τήν παρούσα ζωή γιά νά κερδίσουν τήν αιώνια.
Άδελφοί μου, άς μή ξεχνάμε ότι ό έχθρός τής σωτη­ρίας μας γνωρίζει καλλίτερα άπό έμάς πόση μεγάλη ση­μασία έχει αύτό τό τελευταίο λεπτό τής ζωής μας. Γι' αύ­τό τότε μάς προκαλεί μεγάλους καί φοβερούς πειρα­σμούς, γιά νά Θανατώση τήν ψυχή μας καί νά μάς άπομα κρύνη έστω τήν έσχάτη έκείνη στιγμή άπό τόν Θεό καί Σωτήρα μας.
Καί τώρα νά σάς κάνω τήν έρώτησι: "Αραγε γνωρίζε­τε ποιοί είναι οί πειρασμοί τούς όποιους παρουσιάζει ό διάβολος στήν ώρα τής έξόδου μας άπ' αύτή τήν ζωή;
Κατά τούς Αγίους Πατέρας τέσσερεις είναι οί επιθέ­σεις τοΰ διαβόλου έναντίον τών δούλων τοΰ Θεοϋ στίς ε­πιθανάτιες στιγμές.
Ό πρώτος πειρασμός τοϋ διαβόλου γίνεται έναντίον τής πίστεώς μας. Βλέποντας ό διάβολος ότι ό άνθρωπος άδυνάτισε, άρχίζει νά τοῦ σπέρνη στόν νοῦ λογισμούς ά πιστίας καί άμφιβολίας γιά τήν ορθόδοξο πίστι μας. Ό ά­γιος Νικόδημος ό Αγιορείτης σ' αύτή τήν περίπτωσι μάς συμβουλεύει τά έξής: «"Οταν ιδούμε ότι μάς φέρνει λογι­σμούς άπελπισίας καί άπιστίας κατά τήν ώρα τοϋ θανά­του μας, ν' άπομακρύνουμε αύτούς άπό τήν σκέψι μας λέγοντας: «Πήγαινε οπίσω μου, σατανά, πατέρα τοῦ ψεύ­δους, διότι δέν θέλω ούτε νά σέ άκούω. Μοῦ είναι άρκετό νά πιστεύω σ' αύτά πού πιστεύει ή Έκκλησία μου». Δέν πρέπει νά δίνουμε καθόλου σημασία στούς λογισμούς τής άπιστίας, όπως μάς διδάσκει καί ή Άγία Γραφή: «έάν πνεῦμα τοΰ έξουσιάζοντος άναβή έπί σέ, τόπον σου μή ά φής», (Έκκλησ. 10,4). Ένώ, έάν ό πονηρός όφις σέ έρωτήση: «Καί τί πιστεύει ή Έκκλησία»; Μή τού δώσης προ­σοχή καί μή τοῦ άπαντήσης καθόλου. Έάν είσαι δυνατός στήν πίστι καί θέλεις νά τόν έντροπιάσης, άπάντησέ του νοερά: «Ή Αγία μου Εκκλησία πιστεύει στήν αλήθεια». Έάν σέ έρωτήση πάλι: «ποιά αλήθεια;» νά τοῦ άπαντήσης: «Αύτή τήν οποία πιστεύει ή Εκκλησία». Κράτησε τόν νοῦ σου δυνατά καί σταθερά στόν Σταυρωθέντα Κύ­ριο, λέγοντάς Του: «Θεέ μου Πλάστη μου καί Δημιουργέ μου, βοήθησε με γρήγορα γιά νά μή άπομακρυνθώ άπό τήν άλήθειά Σου καί τήν πίστι Σου. Καθώς μέ τήν χάρι Σου μέ άνεγέννησες έτσι μέχρι τέλους τής παρούσης ζω­ής μου νά μέ φυλάξης πρός δόξα τού Όνόματός Σου».
Ό δεύτερος πειρασμός στήν ώρα τού θανάτου μας είναι τής άπελπισίας. Προσπαθεί δηλαδή ό διάβολος νά μας προκαλέση φόβο ένθυμίζοντας τίς αμαρτίες μας γιά νά μάς ρίξη έτσι στόν βυθό τής άπελπισίας. Άλλά έσύ, άδελφέ μου, στάσου γενναίος σ' αύτό τόν κίνδυνο καί νά γνωρίζης έκ τών προτέρων δύο πράγματα: Έάν ή ένθύμησις τών αμαρτιών σου σέ ταπεινώνη καί σοῦ προκαλή πό­νο στήν καρδιά σου, διότι έλύπησες τόν Θεό μέ τίς αμαρ­τίες σου, καί αύτός ό πόνος σοῦ φέρνει στήν ψυχή ειρή­νη, άγάπη γιά τόν Θεό καί πραότητα, τότε νά ξέρης ότι αύτή ή ένθύμησις είναι άπό τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, ένώ όταν σοΰ προκαλεί οργή στήν καρδιά, άδημονία καί ταραχή, νά γνωρίζης ότι είναι έργο τού δαίμονος, ό όποιος θέλει νά σέ ρίξη στόν λάκκο τής άπελπισίας πιστεύοντας ότι δέν ύπάρχει γιά εσένα σωτηρία καί ότι θά κολασθής. Τό­τε νά ταπεινώνεσαι περισσότερο καί νά έχης τήν έλπίδα σου στόν Θεό καί όχι στά έργα σου. Μόνο έτσι θά γλυτώσης άπό τούς νοητούς έχθρούς, θά σύντριψης τά άρματά τους καί θά δοξάσης τόν Θεό. Κατόπιν, έάν σου φαίνεται ότι ό ίδιος ό Θεός σού λέγει πώς δέν είσαι άπό τά πρόβατά Του, νά μή χάσης τήν έλπίδα σου πού έχεις πρός Αύ­τόν, άλλά μέ ταπείνωσι νά Τοῦ είπής: «Πράγματι έχεις δί­καιο, Θεέ μου, νά μέ άρνηθής λόγω τών άμαρτιών μου, άλλά έγώ έχω μεγάλη έλπίδα στό έλεός Σου ότι θά μέ συγχωρέσης. Ζητώ τήν σωτηρία γιά τήν παναθλία μου ψυχή, ή οποία γιά τήν κακία της είναι άξια τιμωρίας, άλ­λά πού γι' αύτήν έχυσες τό πάντιμο Αίμα Σου. Θέλω νά σωθώ, Λυτρωτά μου, γιά τήν δόξα Σου έχοντας ελπίδα στό άπειρο έλεός Σου, γι' αύτό καί άφήνω τόν εαυτό μου στά χέρια Σου. Κάνε γιά μένα αύτό πού θέλει ή εύσπλα χνία Σου, διότι γιά μένα μόνο εσύ είσαι ό Δεσπότης μου, καί άν άκόμη άποθάνης, εγώ πάλι σέ Εσένα θά έχω τήν έλπίδα μου».
Ό τρίτος πειρασμός τού διαβόλου στήν ώρα τοῦ θα­νάτου μας είναι τής κενοδοξίας καί τής έμπιστοσύνης στά έργα μας πού έκάναμε. Γι' αύτό ούδέποτε, μά προ­παντός στήν τελευταία στιγμή τής ζωής μας, νά μή άφή σουμε τόν νού μας νά αίσθανθή ίκανοποίησι γιά τά έργα πού έκανε, έστω καί νά έπέτυχε όλες τίς άρετές τών ά­γίων. Τό στήριγμά μας σέ εκείνη κυρίως τήν ώρα νά είναι μόνο ή έλπίδα μας στόν Θεό, στό έλεός Του, στό Τίμιο Αίμα Του πού έχυσε άπό άγάπη γιά έμας καί τήν σωτηρία μας. Πάντοτε, μά προπαντός εκείνη τήν ώρα, νά κατηγο­ρούμε τόν εαυτό μας, νά τόν καταδικάζουμε ώς άξιο τι­μωρίας, χωρίς νά χάνουμε τήν έλπίδα μας στό άπειρο έ­λεος τοΰ Θεού, καί έάν μάς παρουσιάση ό πειρασμός κά­ποιο καλό έργο μας, εμείς νά λέγωμεν τότε, ότι ό Θεός τό έκανε καί όχι εμείς. Έπί πλέον νά μή περιμένουμε τόν δί­καιο δήθεν μισθό γιά τά έργα μας, γιά τούς αγώνες μας καί τίς νίκες μας κατά τοΰ διαβόλου καί τής άμαρτίας. Νά παραμένουμε συνεχώς μέσα σέ ένα άγιο φόβο, σκε­πτόμενοι ότι όλοι οί κόποι καί οί αγώνες μας θά ήταν μά­ταιοι καί άνεκτέλεστοι, έάν ό Θεός δέν μάς είχε υπό τήν σκέπη Του καί τήν βοήθειά Του. "Οταν σκεπτώμεθα όλα αύτά, οί δαίμονες δέν θά μπορέσουν τότε νά σπάσουν τόν δεσμό μας μέ τόν Επουράνιο Πατέρα μας καί θά περά­σουμε μέ τό έλεός Του χαρούμενοι άπό αύτή τήν γή τής έξορίας στήν άνω Ιερουσαλήμ, τήν περιπόθητη πατρίδα μας.
Ό τέταρτος δαιμονικός πειρασμός στίς τελευταίες μας στιγμές εἶναι οί φαντασίες καί οί διάφορες μορφές καί παραστάσεις.
Σ' ολόκληρη τήν ζωή μας ό πονηρός έχθρός δέν μάς πολεμά μέ φαντασίες τόσο όσο στό τέλος τής ζωής μας, θέλοντας νά μάς πλανήση μέ τίς ψευδοαπάτες, δήθεν θε­ωρίες καί τούς μετασχηματισμούς του σέ άγγελο φωτός.
«Σ' όλα αύτά, άδελφέ μου, νά παραμένης σταθερά στήν συναίσθησι τής μηδαμινότητος καί άμαρτωλότητός σου. "Οταν έλθη μέ φαντασίες ό διάβολος νά σέ προσβά λη, μέ θάρρος καί τολμηρή καρδιά νά τού είπής: «Χάσου, άθλιε, στό σκοτάδι σου, διότι δέν μού χρειάζονται οί φαν­τασίες σου. Δέν έχω άνάγκη άπό άλλο τίποτε, παρά άπό τήν εύσπλαχνία τοῦ Ίησοῦ μου καί τίς πρεσβείες τής Ά ειπαρθένου, Μητρός Του καί τών άλλων Άγιων. Έάν καί μετά άπό πολλές άποδείξεις καί έμφανίσεις καταλάβης ότι είναι άληθινά σημεία άπό τόν Θεό καί πάλι διώξε τα καί όσο μπορείς νά τά άπομακρύνης άπό κοντά σου. Δέν θά λυπηθή ό Θεός γι' αύτή τήν στάσι σου, έστω καί νά προέρχωνται οί θεωρίες άπ' Αύτόν. Γνωρίζει Έκεῖνος νά σέ πείση, έάν τά σημεία είναι άπ' Αύτόν, ώστε νά τά δεχθής».
Αύτές εἶναι οί σπουδαιότερες έπιθέσεις μέ τίς όποιες συνηθίζουν οί νοητοί έχθροί μας νά μάς προσβάλλουν στά τελευταία λεπτά τής ζωής μας.
Καί τώρα μία ιστορία γιά ένα ήσυχαστή τοῦ παλαιοῦ καιροῦ πού πλανήθηκε άπό τόν διάβολο: Ἦταν ένας μεγάλος ήσυχαστής πού ζούσε στήν έρημο μέ πολλή εγκρά­τεια, νηστεία, άγρυπνία καί άλλους άσκητικούς κόπους γιά τήν σωτηρία του. Τόσο όμως έμπιστεύθηκε στούς κό­πους του, ώστε έθεώρησε τόν έαυτό του ισάξιο τών μεγά­λων Πατέρων τής Εκκλησίας. "Ετσι άρχισε ό νοητός έ­χθρός νά τόν εξαπατά μέ διάφορες φαντασίες καί συχνά τοΰ εμφανιζόταν ώς άγγελος φωτός γιά νά τόν συμβου λεύη καί διδάσκη γιά τήν σωτηρία του.
Γιά πολύ καιρό τού άπεκάλυπτε δήθεν άγνωστα πράγματα καί τοῦ εξηγούσε άνερμήνευτα μυστήρια, ώστε ό ήσυχαστής νά τόν εμπιστεύεται πλήρως καί νά τόν θεωρή ώς απεσταλμένο τοῦ Θεοῦ.
Κάποτε ό κατά σάρκα πατέρας του, ό όποιος ζούσε άκόμη στό χωριό του, έπεθύμησε νά έπισκεφθή τό μονά­κριβο παιδί του στήν έρημο, διότι ούδέποτε τό είχε έπι­σκεφθή άπό τότε πού άνεχώρησε άπό κοντά του. Παίρ­νοντας μαζί του τόν ντορβά του καί ένα τσεκούρι γιά τήν άντιμετώπισι πιθανών κινδύνων στόν δρόμο άπό άγρια θηρία, ξεκίνησε γιά τήν έρημο. Τότε έμφανίζεται ό διάβο­λος μέ άγγελική μορφή στόν ήσυχαστή καί τού λέγει: «Φυλάξου καί πρόσεχε, διότι ό διάβολος επήρε τήν μορ­φή τού πατέρα σου καί έρχεται εναντίον σου μέ ένα ντορ­βά καί ένα τσεκούρι στό χέρι καί θέλει νά σέ σκοτώση. Λοιπόν, πάρε καί έσύ γρήγορα ένα τσεκούρι καί έξελθε πρός συνάντησί του, πλησίασέ τον καί μέ τό τσεκούρι σκότωσέ τον». Άφού ό ήσυχαστής άκουσε καί έπίστευσε όλα αύτά έξήλθε στόν δρόμο καί βλέποντας τόν πατέρα του, τόν έκτύπησε μέ τό τσεκούρι στό κεφάλι καί τόν έ σκότωσε. Ταυτόχρονα όμως καί ό ίδιος κυριεύθηκε άπό άκάθαρτο πνεύμα καί δαιμονίσθηκε, μέχρις ότου μετά α­πό πολλή ταλαιπωρία καί βάσανα, άπέθανε καί χάθηκε γιά πάντα ψυχή τε καί σώματι.
Άπό τούς παλαιοτέρους καιρούς οι έκλεκτοί άνθρω­ποι τού Θεού ώπλίζοντο δυνατά κατά τής αμαρτίας μέ τήν συνεχή ένθύμησι τοΰ θανάτου. Ώς πρώτος διδάσκα­λος τής μνήμης τοΰ θανάτου θεωρείται ό Νώε, ό όποιος πρό τού χωρισμού τών παιδιών του, τά έκάλεσε καί τούς έμοίρασε τά οστά τού προπάτορος Αδάμ, τά όποια δια­τηρούσε στήν Κιβωτό ώς κληρονομιά άπό τούς παλαιοτέ­ρους πατριάρχας. "Οταν τά έμοίρασε στά παιδιά του, έ κείνα τόν ερώτησαν: «Σέ τί θά μάς ωφελήσουν αύτά τά ο­στά τοΰ Αδάμ, πάτερ;» καί έκεΐνος τούς είπε: «Παιδιά μου, μεγάλη ώφέλεια θά σάς προξενούν αύτά, έάν πάντο­τε τά άντικρύζετε. Άπό πολλές κακίες θά σάς έμποδί ζουν καί σέ πολλά καλά έργα θά σάς προτρέπουν. Βλέ­ποντας αύτά θά ένθυμήσθε τίς ψυχές τών προπατόρων μας, οί όποιες τώρα βασανίζονται στίς φοβερές φυλακές τού άδου, διότι κατεπάτησαν τήν έντολή τού Θεού φαγόν τες άπό τόν άπαγορευμένο καρπό. Μή ξεχνάτε ότι καί ε­σείς μετά άπό ολίγο καιρό θά άποθάνετε καί έάν έδώ κα­ταπατήσετε τίς έντολές τού Θεοΰ, θά βασανίζεσθε έκεΐ αιωνίως, όπως οί προπάτορες Αδάμ καί Εύα. Νά γιατί πρέπει νά μνημονεύετε τόν θάνατο, βλέποντας τά οστά αύτά, ώστε νά φυλάγετε έδώ τίς έντολές τοΰ Θεού» (Ά­πό τό βιβλίο «Θύρα τής Μετανοίας»).
Άλλά καί ό κανών τής υπομονής ό δίκαιος Ίώβ θέ­λοντας νά δείξη πόση ώφέλεια έχει ή θεωρία τών τάφων καί οστών τών νεκρών, γι' αύτούς πού θέλουν στήν ζωή των νά διορθωθούν, λέγει: «καί αύτός εις τάφους άπηνέχθη καί έπί σωρών ήγρύπνησεν» (Ίωβ 21,32). Πράγματι, τίποτε δέν ξυπνά τόν άνθρωπο άπό τήν χαύνωσι καί άναι σθησία καί τίποτε δέν τόν έμποδίζει τόσο άπό τήν διά πραξι τής άμαρτίας, όσο ή σκέψις τοΰ θανάτου. Τό ίδιο τονίζει καί ή Άγία Γραφή, όταν λέγη: «Υιέ μου, μνήσθητι τών εσχάτων σου καί ούδέποτε αμαρτήσει».
'Εμεῖς οί θνητοί, άφ' ότου γεννώμεθα, άρχίζουμε ολο­ταχώς νά τρέχουμε πρός τόν τάφο. Μεταξύ αύτών τών δύο άκρων καί ορίων, τής γεννήσεως καί τοΰ θανάτου, προσδιορίζεται ή άπόστασις τής παρούσης ζωής, ή όποία είναι όπως ό άντίλαλος μιάς φωνής πού άκούγεται καί γρήγορα χάνεται. Ή Άγία Γραφή λέγει στό βιβλίο τού Ίώβ (7,6): «ό δέ βίος μου έλαφρότερος λαλιάς». Κανείς άπό τούς φιλοσόφους καί ρήτορας αύτού τού κόσμου δέν μπορεί νά μάς ώφελήση περισσότερο, όσο ή φωνή του θα­νάτου.
"Οταν τό σώμα μας διεγείρεται άπό τίς κακές του επιθυμίες, νά ερωτάμε τόν θάνατο: «Τί λέγεις, ώ θάνατε, νά συγκατατεθώ στούς αισχρούς λογισμούς καί νά τελέ­σω τήν αμαρτία ενώπιον τού Θεού ή όχι;». Τότε άς άκούσωμε τήν Γραφή πού λέγει: «Τό δέ φρόνημα τής σαρκός θάνατος, τό δέ φρόνημα τού πνεύματος ζωή καί ειρήνη» (Ρωμ. 8,6) διότι «ει κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε άποθνήσκειν, ει δέ πνεύματι τάς πράξεις τοῦ σώματος θανατού τε, ζήσεσθε» (Ρωμ. 8,13). Ένώ, όταν ή φιλαργυρία μάς αιχμαλωτίζει τόν νού, ώστε νά συγκεντρώσουμε χρήμα­τα, χωρίς νά τά προσφέρουμε αύτά ώς ελεημοσύνη στούς πτωχούς, άς άκούσωμε πάλι τόν Κύριο στό κατά Ματ­θαίο Εύαγγέλιο νά μάς λέγει: «Μή θησαυρίζετε ύμῖν θη­σαυρούς επί τής γής, όπου σής καί βρώσις άφανίζει» (6, 19). Καί ποιό θά είναι τό τέλος τών άσπλάχνων καί φιλαργύρων: «καί άπελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οί δέ δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ. 25,46). Καί όταν πάλι ό λογισμός μάς συμβουλεύει νά τρώγωμε, νά πίνουμε καί νά διασκεδάζουμε σ' αύτό τόν κόσμο, άς ερωτάμε τόν θάνατο καί αύτός θά μάς λέγη: "Ανθρωπε, πρόσεχε διότι «ού γάρ έστιν ή βασιλεία τού Θεού βρώσις καί πόσις, άλ­λά δικαιοσύνη καί ειρήνη καί χαρά έν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. 14,17). Πρόσεχε διότι «ούτε μέθυσοι, ούτε πλεονέκται, ού λοίδοροι βασιλείαν Θεού κληρονομήσουσι» (Α' Κορ. 6,10).
Πατέρες καί άδελφοί, γνωρίζουμε σίγουρα ότι όλοι θά αποθάνουμε, άλλά τό πιό συγκλονιστικό είναι ότι δεν γνωρίζουμε πώς καί πότε θά αποθάνουμε. Μάς περιμένει λοιπόν ό θάνατος, άλλά είμεθα προετοιμασμένοι γι' αύ τόν; Ακούμε συχνά άπό τό Ιερό Εύαγγέλιο ότι Μαρία ή Μαγδαληνή καθόταν απέναντι τού τάφου τού Κυρίου καί έκλαιε, ένώ ό δίκαιος Ίώβ μέσα στούς πόνους καί τούς στεναγμούς του έλεγε: «έάν δέ ύπομείνω, άδης μου ό οί­κος, έν δέ γνόφω έστρωταί μου ή στρωμνή. Θάνατον έπεκαλεσάμην πατέρα μου εἶναι, μητέρα δέ μου καί άδελφήν σαπρίαν» (17,1314). Νά σκεπτώμεθα, άδελφοί μου, οτι τό μνήμα είναι ή πατρίς όλων τών καλών έργων καί ό τό­πος κάθε χριστιανικής φιλοσοφίας. Νά πηγαίνουμε καί ε­μείς συχνά στούς τάφους καί στό Κοιμητήριο καί έκεῖ θά διδασκώμεθα όσα δέν μπορούν νά μάς προσφέρουν όλες οί άνθρώπινες φιλοσοφίες. Καί έάν μέ τόν νού μας εισέλ­θουμε μέσα στόν τάφο, θά άκούσωμε τίς φωνές τών κε κοιμημένων νά λέγουν πρός έμάς: «Έδώ, βασιλεῦ, είναι τό σκήπτρο σου, έδώ ηγεμόνες τοῦ κόσμου είναι τά πα­λάτια σας, έδώ δικαστή είναι τό κρεββάτι σου, έδώ, άρχιερεῦ τοϋ Χριστοῦ είναι ή μίτρα σου, έδώ φιλόσοφε, εἶναι ή άκαδημία σου, έδώ διδάσκαλε, είναι τό σχολείο σου, έ­δώ ρήτορ είναι ό άμβων σου, έδώ μοναχέ, εΐναι ή άσκησί σου, έδώ θνητέ άνθρωπε, εἶναι ή κατοικία σου...».
Τήν παροδικότητα τής ζωής μας τήν περιγράφει σέ πολλά σημεία της ή Άγία Γραφή: Ό άνθρωπος είναι χόρ­τος καί άνθος χόρτου (Ψαλμ. 89,56), είναι σκιά, ή όποία άναχωρεΐ γρήγορα καί έξαφανίζεται (Α' Παραλειπ. 29,15) είναι καπνός: «ότι έξέλιπον ώσεί καπνός αί ήμέραι μου καί τά οστά μου ώσεί φρύγιον συνεφρύγησαν» (Ψαλμ. 101,4). Ή ζωή μας ομοιάζει μέ τό πέταγμα τοῦ άετοῦ (Ίώβ 9,26), εἶναι τόσο σύντομη όσο χρειάζεται νά γκρεμί­ση κάποιος μία καλύβα πού μόλις έφτιαξε (Ήσ. 38,12), τρέχει όπως τό νερό έπί τής γής (Β' Βασιλ. 14,14), ομοιά­ζει μέ τόν ύπνο καί τήν άτμίδα (Ίακωβ. 4,14).
Καί έάν, άδελφέ μου, όλα αύτά τά έγνώρίζες ή τά έ­μαθες άπό τίς "Αγιες Γραφές, γιά ποιά αιτία έδεσες τήν καρδιά σου μέ τά μάταια καί έφήμερα πράγματα τοϋ κό­σμου; Γιά ποιά αιτία δέν άγωνίσθηκες νά βάλης καλή άρ­χή μετανοίας καί καθαράς ζωής ένώπιον τοῦ Θεού; Ή φωνή τών νεκρών άς ήχοι πάντοτε στά αύτιά μας: «Νήφετε καί αγρυπνείτε, αδελφοί μου, δσο έχετε καιρό, διότι δέν γνωρίζετε τήν ακριβή ώρα πού θά έλθετε πρός έμάς»!
Μετά άπό όλα αύτά, άς έχουμε τήν σκέψι μας πάντο­τε στό τελευταίο λεπτό τής ζωής μας, όπου τότε θά κριθή ή απώλεια τής ψυχής μας ή ή σωτηρία της. Άπ' αύτό τό λεπτό κρίνεται ή αίωνιότης στήν κόλα σι ή στόν παράδει­σο, όπου ή κατάστασις παραμένει αμετάβλητος στούς αΙώνας τών αιώνων. Αμήν.

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου