Η γνωριμία και μάλιστα η φιλία με τον Κώστα ήταν κάτι που δεν είναι εύκολο να ξεχαστεί. Αντίθετα, η ανάμνηση αυτή μένει ως ένα σύγχρονο παράδειγμα πίστης στο Θεό και ανεξάντλητης υπομονής.
Από μικρό παιδί ο Κώστας έμαθε να σηκώνει σταυρό. Δεν ήταν ακόμα εννέα χρόνων όταν αυτοκτόνησε ο πατέρας του. 'Ηταν ιδιοκτήτης μεγάλης αποθήκης τροφίμων με φιλάνθρωπη δράση προς τους φτωχούς. 'Οταν έμαθε ότι ο συνεταίρος του που εμπιστευόταν χρόνια, με απάτες τον οδήγησε σε χρεωκοπία, δεν άντεξε τον εξευτελισμό.
'Επεσε κεραυνός στην μέχρι τότε εύπορη οικογένειά τους με τα τέσσερα παιδιά. Αντιμετώπιζαν τώρα σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης. Ο Κώστας θέλησε να στηρίξει τη μητέρα του στον αγώνα που αναλάμβανε και αποφάσισε να βοηθήσει με όποιο τρόπο μπορούσε. Μόλις τελείωνε το σχολείο, έκανε θελήματα, μεταφέροντας ψώνια από τα καταστήματα σε πελάτες.
'Οταν έφτασε δεκαπέντε χρόνων, μπάρκαρε στα καράβια κι έφυγε σε μακρινά μέρη. Ενώ βρισκόταν στην Αμερική μεταξύ δυο ταξιδιών, οδηγώντας αυτοκίνητο με ριψοκίνδυνο τρόπο, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, έπεσε σε βαθιά χαράδρα. Τον ανέσυραν βαρειά τραυματισμένο, με σοβαρότατα κατάγματα στη σπονδυλική στήλη, ώστε η ζωή του διέτρεχε άμεσο κίνδυνο. Επί δύο χρόνια ζούσε σαν “σάντουιτς”, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος, δηλαδή ανάμεσα σε δύο ειδικά στρώματα που μ' αυτά τον γύριζαν.
Χρειάστηκε να υποβληθεί συνολικά σε 38 χειρουργικές επεμβάσεις και τελικά επιβίωσε και γύρισε στην Ελλάδα, με αναπηρικό καρότσι, μόνιμα παράλυτος από τη μέση και κάτω. Επειδή ήταν πολύ επιδέξιος στα χέρια, εργάστηκε σε διάφορες εργασίες. Μετακινείτο με αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ίδιος, με χειροκίνητο χειρισμό, χωρίς πεντάλ, και κάλυπτε τις ανάγκες του. Τον βρήκαν και διάφορες άλλες δοκιμασίες, όπως έξωση από το κατάστημα που είχε ανοίξει στην Κηφισιά, εκμετάλλευση από άλλον εργοδότη, αξεπέραστα οικονομικά προβλήματα.
Ακούγοντας όλα αυτά, θα περίμενε κανείς να συναντήσει έναν ιδιότροπο και μεμψίμοιρο άνθρωπο, με δύστροπο χαρακτήρα. Αντί γι' αυτό όμως αντίκριζε ένα χαμογελαστό, ευχάριστο πρόσωπο, που αντανακλούσε χαρά και αισιοδοξία. Γνωρίζοντας τον καλύτερα, ανακάλυπτε το μυστικό του: Μέσα από τις συνεχείς ταλαιπωρίες και ύστερα από διάφορες φάσεις απογοήτευσης και αποθάρρυνσης, ανακάλυψε ότι μπορούσε να έχει προσωπική σχέση με το Χριστό, στον οποίο μπορούσε πλέον να εμπιστεύεται κάθε του πρόβλημα. 'Επαιρνε δύναμη από την ακλόνητη πίστη του σ' Αυτόν και δεν έπαυε να τον δοξάζει καθημερινά. Εξέφραζε με κάθε ευκαιρία την ευγνωμοσύνη του για τη στήριξη που δεχόταν και για το ότι ο Θεός στις πιο δύσκολες και αδιέξοδες κατ' άνθρωπον στιγμές, του παρουσίαζε ανθρώπους που του πρόσφεραν βοήθεια.
Σε μια τέτοια πολύ δύσκολη περίοδο, η Θεία Πρόνοια ενήργησε ώστε να γνωριστεί με μια εξαιρετική κοπέλα από τη Βουλγαρία, την 'Ασια, και ανάμεσά τους αναπτύχθηκε βαθύ αίσθημα που κατέληξε σ' έναν ευτυχισμένο γάμο. 'Εζησαν μαζί δεκαοκτώ χρόνια, αγαπημένοι και στηρίζοντας ο ένας τον άλλο σε κάθε δυσκολία. 'Ελεγε ότι ο λατρευτός Κύριός του του έστειλε έναν άγγελο να του συμπαρασταθεί στη ζωή του και να έχει πλέον σύντροφο και βοηθό. Και η κοπέλα βρήκε στο πρόσωπό του αγάπη και κατανόηση που της έλειπαν μέχρι τότε, έχοντας ζήσει δύσκολες οικογενειακές καταστάσεις.
Το σπίτι τους ήταν ένα χαρούμενο καταφύγιο και για τα προβλήματα των φίλων τους. Ο καθημερινός κοινός τους αγώνας τους δυνάμωνε και τους άνοιγε την καρδιά να μοιραστούν τις ανάγκες και άλλων ανθρώπων.
Τα δεκατέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν υποχρεωμένος να κάνει αιμοκάθαρση τρεις φορές την εβδομάδα. Είχε εξοικιωθεί με τη διαδικασία τόσο, που με την εμπειρία του βοηθούσε και τους άλλους αρρώστους, συμβουλεύοντας τους για στοιχεία που τυχόν έπρεπε να συμπληρώσουν στον οργανισμό τους, ανάλογα με τα συμπτώματα που παρουσίαζαν κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Είχε συνεχώς πληγές από την ακινησία και αγωνιζόταν να τις επουλώνει με αφάνταστη υπομονή, πάντα με τη βοήθεια της αφοσιωμένης συζύγου του.
Βλέποντας κανείς την πάντα χαρούμενη διάθεσή του, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αντιμετώπιζε τόσο σοβαρά προβλήματα. Στην ερώτηση “Πώς είσαι, Κώστα;” η απάντηση ήταν: “Δοξάζω το Θεό που υπάρχω”. Αν κάποιος από τους φίλους του έδειχνε απογοήτευση για δυσκολίες που τύχαινε να έχει, τον έφερνε σε επίγνωση, λέγοντάς του: “'Αν μου πρότεινες αυτή τη στιγμή ν' αλλάξουμε θέση και να έλθεις εσύ στο καρότσι κι εγώ να μην έχω αναπηρία, δεν θα ήθελα σε καμιά περίπτωση. Δεν επιτρέπεται να είσαι απαισιόδοξος. Λες να έπαψε ο Χριστός να σε αγαπάει;”.
Και πάλι μας συμβούλευε: “Αν δεν έχεις να πεις κάτι καλό στον άλλο, μη λες τίποτα”.
Σε κάθε ευκαιρία αποδείκνυε την εμπιστοσύνη του στο Χριστό που, όπως έλεγε, δεν μας αφήνει ποτέ. Δίνει τη λύση, έστω και την τελευταία στιγμή.
'Οταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που έμεναν, θέλοντας να το χρησιμοποιήσει ο ίδιος, άρχισε τη διαδικασία έξωσης, έγινε αγώνας για να βρεθεί κατάλληλη ισόγεια κατοικία που να εξυπηρετεί τις ανάγκες μεταφοράς του με το καρότσι. Παρά τις προσπάθειες της 'Ασιας και φίλων του ζεύγους για πολλούς μήνες, δεν υπήρξε αποτέλεσμα. 'Εφθασε η τελευταία ημέρα και την επομένη θα ερχόταν δικαστικός κλητήρας για την έξωση.
'Ολοι οι γνωστοί του είχαν απογοητευτεί και θεωρούσαν αδιέξοδη την κατάσταση. Ο μόνος που ήταν απόλυτα ήρεμος ήταν ο ίδιος. “Ξέρω”, έλεγε, “ότι ο Χριστός που δεν μ' εγκατέλειψε ποτέ, δεν μπορεί να μ' αφήσει και τώρα. Θα δείτε ότι θα δώσει λύση”.
Και το θαύμα έγινε. Το ίδιο εκείνο απόγευμα της τελευταίας ημέρας, έλαβε τηλεφώνημα από φίλο ότι θα μπορούσαν την επομένη να μετακομίσουν σε σπίτι που βρέθηκε και διέθετε τις προϋποθέσεις για τη στέγασή τους. Αποδείχθηκε η δύναμη της πίστης και τ' ανέλπιστα αποτελέσματά της.
Αγαπούσε τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Τον συγκινούσε ιδιαίτερα η λέξη “κατεφίλησε”, που αναφέρεται στον πατέρα της παραβολής του Ασώτου. Πόσο εκφράζει αυτή η λέξη, έλεγε, την αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους”! Και τί ωραία ελληνική λέξη που δεν νομίζω να υπάρχει αντίστοιχη σε άλλες γλώσσες! Επίσης μας προέτρεπε να διαβάζουμε την επιστολή προς την Εκκλησία της Φιλαδελφείας από την Αποκάλυψη του Ιωάννη και συνιστούσε επίσης στους φίλους να μην ξεχνούν όσα αναφέρονται στην επιστολή του Αποστόλου Ιακώβου και βέβαια τον “'Υμνο της Αγάπης” στην προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου.
Του άρεσε να διηγείται με μοναδικό τρόπο την ιστορία σχετικά με κάποιον που ενώ περπατούσε στην ακρογιαλιά έβλεπε δίπλα του και τις πατημασιές του Χριστού. Στην πιο δύσκολη όμως περίοδο της ζωής του, δεν έβλεπε πλέον δεύτερο αποτύπωμα στην άμμο. Στο παράπονό του στο Χριστό γιατί τον είχε εγκαταλείψει την πιο δύσκολη στιγμή, Εκείνος του απάντησε: “Πολυαγαπημένο μου παιδί, εκείνη την ώρα εγώ σε κρατούσα στην αγκαλιά μου”.
Κάθε επικοινωνία μαζί του είχε ως αποτέλεσμα ν' αλλάξει τη διάθεση του συνομιλητή και να τον κάνει να ξεχνά κάθε θλίψη και στενοχώρια. 'Ηταν χαρούμενος. 'Ακουγε μουσική και τραγουδούσε και ο ίδιος, αγαπούσε τη φύση, τα πουλιά και τα λουλούδια.
Καλούσε συγγενείς, φίλους και την ομάδα νοσηλευτριών του τμήματος αιμοκάθαρσης του Σισμανόγλειου νοσοκομείου που τον υπεραγαπούσαν και τον έλεγαν “ο σύγχρονος Ιώβ” και περνούσαν όλοι αξέχαστα βράδια, προσφέροντας αυτά που είχαν ετοιμάσει με αγάπη αυτός και η 'Ασια, παρά τα πενιχρά τους εισοδήματα, αφού με τις συνεχείς προσπάθειές τους κατόρθωσαν να λάβει σύνταξη μόνο το τελευταίο χρονικό διάστημα της ζωής του.
'Εφυγε για τον ουρανό ευτυχισμένος σε ηλικία 67 ετών, ένα απόγευμα, λίγο μετά την επιστροφή του από την αιμοκάθαρση, μόλις είχε προλάβει να μιλήσει με τη γυναίκα του.
'Αφησε σ΄όλους μια αγαπημένη ανάμνηση, το παράδειγμά του, το αίσθημα ευγνωμοσύνης στο Θεό για την πολύτιμη φιλία του και την ελπίδα ότι τώρα που βρίσκεται κοντά στον Κύριο που τόσο αγάπησε, θα πρεσβεύει για όλους.
Από μικρό παιδί ο Κώστας έμαθε να σηκώνει σταυρό. Δεν ήταν ακόμα εννέα χρόνων όταν αυτοκτόνησε ο πατέρας του. 'Ηταν ιδιοκτήτης μεγάλης αποθήκης τροφίμων με φιλάνθρωπη δράση προς τους φτωχούς. 'Οταν έμαθε ότι ο συνεταίρος του που εμπιστευόταν χρόνια, με απάτες τον οδήγησε σε χρεωκοπία, δεν άντεξε τον εξευτελισμό.
'Επεσε κεραυνός στην μέχρι τότε εύπορη οικογένειά τους με τα τέσσερα παιδιά. Αντιμετώπιζαν τώρα σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης. Ο Κώστας θέλησε να στηρίξει τη μητέρα του στον αγώνα που αναλάμβανε και αποφάσισε να βοηθήσει με όποιο τρόπο μπορούσε. Μόλις τελείωνε το σχολείο, έκανε θελήματα, μεταφέροντας ψώνια από τα καταστήματα σε πελάτες.
'Οταν έφτασε δεκαπέντε χρόνων, μπάρκαρε στα καράβια κι έφυγε σε μακρινά μέρη. Ενώ βρισκόταν στην Αμερική μεταξύ δυο ταξιδιών, οδηγώντας αυτοκίνητο με ριψοκίνδυνο τρόπο, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, έπεσε σε βαθιά χαράδρα. Τον ανέσυραν βαρειά τραυματισμένο, με σοβαρότατα κατάγματα στη σπονδυλική στήλη, ώστε η ζωή του διέτρεχε άμεσο κίνδυνο. Επί δύο χρόνια ζούσε σαν “σάντουιτς”, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος, δηλαδή ανάμεσα σε δύο ειδικά στρώματα που μ' αυτά τον γύριζαν.
Χρειάστηκε να υποβληθεί συνολικά σε 38 χειρουργικές επεμβάσεις και τελικά επιβίωσε και γύρισε στην Ελλάδα, με αναπηρικό καρότσι, μόνιμα παράλυτος από τη μέση και κάτω. Επειδή ήταν πολύ επιδέξιος στα χέρια, εργάστηκε σε διάφορες εργασίες. Μετακινείτο με αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ίδιος, με χειροκίνητο χειρισμό, χωρίς πεντάλ, και κάλυπτε τις ανάγκες του. Τον βρήκαν και διάφορες άλλες δοκιμασίες, όπως έξωση από το κατάστημα που είχε ανοίξει στην Κηφισιά, εκμετάλλευση από άλλον εργοδότη, αξεπέραστα οικονομικά προβλήματα.
Ακούγοντας όλα αυτά, θα περίμενε κανείς να συναντήσει έναν ιδιότροπο και μεμψίμοιρο άνθρωπο, με δύστροπο χαρακτήρα. Αντί γι' αυτό όμως αντίκριζε ένα χαμογελαστό, ευχάριστο πρόσωπο, που αντανακλούσε χαρά και αισιοδοξία. Γνωρίζοντας τον καλύτερα, ανακάλυπτε το μυστικό του: Μέσα από τις συνεχείς ταλαιπωρίες και ύστερα από διάφορες φάσεις απογοήτευσης και αποθάρρυνσης, ανακάλυψε ότι μπορούσε να έχει προσωπική σχέση με το Χριστό, στον οποίο μπορούσε πλέον να εμπιστεύεται κάθε του πρόβλημα. 'Επαιρνε δύναμη από την ακλόνητη πίστη του σ' Αυτόν και δεν έπαυε να τον δοξάζει καθημερινά. Εξέφραζε με κάθε ευκαιρία την ευγνωμοσύνη του για τη στήριξη που δεχόταν και για το ότι ο Θεός στις πιο δύσκολες και αδιέξοδες κατ' άνθρωπον στιγμές, του παρουσίαζε ανθρώπους που του πρόσφεραν βοήθεια.
Σε μια τέτοια πολύ δύσκολη περίοδο, η Θεία Πρόνοια ενήργησε ώστε να γνωριστεί με μια εξαιρετική κοπέλα από τη Βουλγαρία, την 'Ασια, και ανάμεσά τους αναπτύχθηκε βαθύ αίσθημα που κατέληξε σ' έναν ευτυχισμένο γάμο. 'Εζησαν μαζί δεκαοκτώ χρόνια, αγαπημένοι και στηρίζοντας ο ένας τον άλλο σε κάθε δυσκολία. 'Ελεγε ότι ο λατρευτός Κύριός του του έστειλε έναν άγγελο να του συμπαρασταθεί στη ζωή του και να έχει πλέον σύντροφο και βοηθό. Και η κοπέλα βρήκε στο πρόσωπό του αγάπη και κατανόηση που της έλειπαν μέχρι τότε, έχοντας ζήσει δύσκολες οικογενειακές καταστάσεις.
Το σπίτι τους ήταν ένα χαρούμενο καταφύγιο και για τα προβλήματα των φίλων τους. Ο καθημερινός κοινός τους αγώνας τους δυνάμωνε και τους άνοιγε την καρδιά να μοιραστούν τις ανάγκες και άλλων ανθρώπων.
Τα δεκατέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν υποχρεωμένος να κάνει αιμοκάθαρση τρεις φορές την εβδομάδα. Είχε εξοικιωθεί με τη διαδικασία τόσο, που με την εμπειρία του βοηθούσε και τους άλλους αρρώστους, συμβουλεύοντας τους για στοιχεία που τυχόν έπρεπε να συμπληρώσουν στον οργανισμό τους, ανάλογα με τα συμπτώματα που παρουσίαζαν κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Είχε συνεχώς πληγές από την ακινησία και αγωνιζόταν να τις επουλώνει με αφάνταστη υπομονή, πάντα με τη βοήθεια της αφοσιωμένης συζύγου του.
Βλέποντας κανείς την πάντα χαρούμενη διάθεσή του, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αντιμετώπιζε τόσο σοβαρά προβλήματα. Στην ερώτηση “Πώς είσαι, Κώστα;” η απάντηση ήταν: “Δοξάζω το Θεό που υπάρχω”. Αν κάποιος από τους φίλους του έδειχνε απογοήτευση για δυσκολίες που τύχαινε να έχει, τον έφερνε σε επίγνωση, λέγοντάς του: “'Αν μου πρότεινες αυτή τη στιγμή ν' αλλάξουμε θέση και να έλθεις εσύ στο καρότσι κι εγώ να μην έχω αναπηρία, δεν θα ήθελα σε καμιά περίπτωση. Δεν επιτρέπεται να είσαι απαισιόδοξος. Λες να έπαψε ο Χριστός να σε αγαπάει;”.
Και πάλι μας συμβούλευε: “Αν δεν έχεις να πεις κάτι καλό στον άλλο, μη λες τίποτα”.
Σε κάθε ευκαιρία αποδείκνυε την εμπιστοσύνη του στο Χριστό που, όπως έλεγε, δεν μας αφήνει ποτέ. Δίνει τη λύση, έστω και την τελευταία στιγμή.
'Οταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που έμεναν, θέλοντας να το χρησιμοποιήσει ο ίδιος, άρχισε τη διαδικασία έξωσης, έγινε αγώνας για να βρεθεί κατάλληλη ισόγεια κατοικία που να εξυπηρετεί τις ανάγκες μεταφοράς του με το καρότσι. Παρά τις προσπάθειες της 'Ασιας και φίλων του ζεύγους για πολλούς μήνες, δεν υπήρξε αποτέλεσμα. 'Εφθασε η τελευταία ημέρα και την επομένη θα ερχόταν δικαστικός κλητήρας για την έξωση.
'Ολοι οι γνωστοί του είχαν απογοητευτεί και θεωρούσαν αδιέξοδη την κατάσταση. Ο μόνος που ήταν απόλυτα ήρεμος ήταν ο ίδιος. “Ξέρω”, έλεγε, “ότι ο Χριστός που δεν μ' εγκατέλειψε ποτέ, δεν μπορεί να μ' αφήσει και τώρα. Θα δείτε ότι θα δώσει λύση”.
Και το θαύμα έγινε. Το ίδιο εκείνο απόγευμα της τελευταίας ημέρας, έλαβε τηλεφώνημα από φίλο ότι θα μπορούσαν την επομένη να μετακομίσουν σε σπίτι που βρέθηκε και διέθετε τις προϋποθέσεις για τη στέγασή τους. Αποδείχθηκε η δύναμη της πίστης και τ' ανέλπιστα αποτελέσματά της.
Αγαπούσε τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Τον συγκινούσε ιδιαίτερα η λέξη “κατεφίλησε”, που αναφέρεται στον πατέρα της παραβολής του Ασώτου. Πόσο εκφράζει αυτή η λέξη, έλεγε, την αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους”! Και τί ωραία ελληνική λέξη που δεν νομίζω να υπάρχει αντίστοιχη σε άλλες γλώσσες! Επίσης μας προέτρεπε να διαβάζουμε την επιστολή προς την Εκκλησία της Φιλαδελφείας από την Αποκάλυψη του Ιωάννη και συνιστούσε επίσης στους φίλους να μην ξεχνούν όσα αναφέρονται στην επιστολή του Αποστόλου Ιακώβου και βέβαια τον “'Υμνο της Αγάπης” στην προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου.
Του άρεσε να διηγείται με μοναδικό τρόπο την ιστορία σχετικά με κάποιον που ενώ περπατούσε στην ακρογιαλιά έβλεπε δίπλα του και τις πατημασιές του Χριστού. Στην πιο δύσκολη όμως περίοδο της ζωής του, δεν έβλεπε πλέον δεύτερο αποτύπωμα στην άμμο. Στο παράπονό του στο Χριστό γιατί τον είχε εγκαταλείψει την πιο δύσκολη στιγμή, Εκείνος του απάντησε: “Πολυαγαπημένο μου παιδί, εκείνη την ώρα εγώ σε κρατούσα στην αγκαλιά μου”.
Κάθε επικοινωνία μαζί του είχε ως αποτέλεσμα ν' αλλάξει τη διάθεση του συνομιλητή και να τον κάνει να ξεχνά κάθε θλίψη και στενοχώρια. 'Ηταν χαρούμενος. 'Ακουγε μουσική και τραγουδούσε και ο ίδιος, αγαπούσε τη φύση, τα πουλιά και τα λουλούδια.
Καλούσε συγγενείς, φίλους και την ομάδα νοσηλευτριών του τμήματος αιμοκάθαρσης του Σισμανόγλειου νοσοκομείου που τον υπεραγαπούσαν και τον έλεγαν “ο σύγχρονος Ιώβ” και περνούσαν όλοι αξέχαστα βράδια, προσφέροντας αυτά που είχαν ετοιμάσει με αγάπη αυτός και η 'Ασια, παρά τα πενιχρά τους εισοδήματα, αφού με τις συνεχείς προσπάθειές τους κατόρθωσαν να λάβει σύνταξη μόνο το τελευταίο χρονικό διάστημα της ζωής του.
'Εφυγε για τον ουρανό ευτυχισμένος σε ηλικία 67 ετών, ένα απόγευμα, λίγο μετά την επιστροφή του από την αιμοκάθαρση, μόλις είχε προλάβει να μιλήσει με τη γυναίκα του.
'Αφησε σ΄όλους μια αγαπημένη ανάμνηση, το παράδειγμά του, το αίσθημα ευγνωμοσύνης στο Θεό για την πολύτιμη φιλία του και την ελπίδα ότι τώρα που βρίσκεται κοντά στον Κύριο που τόσο αγάπησε, θα πρεσβεύει για όλους.