Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

Η Μαρία της υπομονής

'Ενα κατάλευκο εκκλησάκι στολίζει το λόφο που βρίσκεται στο χωριό Βουνιά της Πάρου και τιμάται στο όνομα του αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Το έκτισε η Μαρία, που γεννήθηκε και μεγάλωσε σ' αυτόν τον τόπο, στη μνήμη του μονάκριβου γιού της που είχε το όνομα του αγίου και της έφυγε για την αιωνιότητα σε ηλικια 24 ετών. Κάθε χρόνο η 82χρονη τώρα Μαρία επιμελείται με κάθε λεπτομέρεια τις προετοιμασίες για το πανηγύρι, που θα γίνει τη μέρα που εορτάζει ο άγιος, και χαίρεται πολύ όταν οι καιρικές συνθήκες είναι καλές και ανέβει πολύς κόσμος στο εκκλησάκι για τον εσπερινό και τη θεία Λειτουργία.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γιορτή αυτή αποτελεί και το μοναδικό γεγονός που της δίνει χαρά, αφού κάθε μέρα προσεύχεται στον άγιο να έχει το παιδί της κοντά του και να το προστατεύει και, αν θέλει ο Θεός, να την πάρει κι εκείνη όταν έλθει η ώρα της για να το έχει συντροφιά τουλάχιστον εκεί, αφού μια καρδιακή ανεπάρκεια της το στέρησε τόσο πρόωρα.

Δεν είναι εύκολη η ζωή της Μαρίας. Ούτε στο παρελθόν ούτε και τώρα. 'Ηταν η μεσαία κόρη μιάς οικογένειας με πέντε παιδιά, δύο αγόρια και τρία κορίτσια. Φτωχός γεωργός ο πατέρας της αγωνιζόταν για την επιβίωσή τους στα άγονα χωραφάκια που είχε στο ορεινό χωριό. Αγαπούσε ιδιαίτερα τη Μαρία, πιο πολύ από τη μάνα της όπως λέει η ίδια, γιατί είχε καλό χαρακτήρα, ήταν προκομένη και της άρεσαν τα γράμματα. Της έδινε συμβουλές ν' ακολουθεί το δρόμο του Θεού και να έχει εμπιστοσύνη σ' Αυτόν. Το ίδιο εφάρμοζε και στη ζωή του ο αγνός νησιώτης και δεν παραπονιόταν για τη δύσκολη ζωή της σκληρής δουλειάς που όμως δεν του απέφερε παρά ελάχιστα.

'Οταν έφτασε η Μαρία σε ηλικία γάμου, ο πατέρας της της πρότεινε να παντρευτεί τον Αλέκο, ένα παληκάρι από το χωριό, που φαινόταν ήσυχο και τίμιο, και αυτή δεν έφερε αντίρρηση να δημιουργήσει οικογένεια μαζί του.

Λόγω των δυσκολιών στο νησί, μετά το γάμο ήλθαν στην περιοχή της 'Ανω Κηφισιάς, εκτός σχεδίου τότε, με την προοπτική να εργάζεται ο Αλέκος ως εργάτης στα λατομεία Διονύσου. Στην Κηφισιά ήλθε και ο ένας της αδελφός που έγινε μαρμαράς, απέκτησε ωραία οικογένεια και προόδευσε, καθώς και η μικρότερη αδελφή της που εργαζόταν ως εσωτερική οικιακή βοηθός.

Νοίκιασαν ένα μικρό σπιτάκι. Στην πραγματικότητα ήταν ένα μοναδικό δωμάτιο. Την επίπλωση του αποτελούσαν ένα τραπέζι με τέσσερις καρέκλες, ένα κρεβάτι, μια μικρή ντουλάπα και μια ξυλόσομπα για το χειμώνα. Στη μια πλευρά του δωματίου τοποθετήθηκε η ραπτομηχανή της Μαρίας. Μ' αυτή εξυπηρετούσε όλη τη γειτονιά για ράψιμο. 'Εραβε καινούργια φορέματα, έκανε μεταποιήσεις σε παλιά καί ό,τι άλλο σχετικό χρειαζόταν ο φτωχός εργατικός κόσμος της περιοχής. Η κοινωνικότητα, η ευγένεια και η προθυμία της την έκαναν αγαπητή στον περίγυρο και δεν της έλειπε η καθημερινή δουλειά.

Ο σύζυγός της, αν και δεν ήταν κακός, ήταν όμως γενικά αδιάφορος, άτολμος και άβουλος, σε αντίθεση με την δραστήρια και εφευρετική Μαρία, που αν και πολύ μικρόσωμη, δεν σταματούσε όλη την ημέρα να ράβει με επιμέλεια και συγχρόνως να φροντίζει ώστε το δωμάτιό τους να είναι πάντα καθαρό και συγυρισμένο.

Μετά από ένα χρόνο απέκτησε ένα χαριτωμένο ξανθό αγοράκι, το Γιώργο της, ένα ήσυχο και ευγενικό παιδί, που έδινε χαρά στη ζωή της. Νοίκιασε ένα μεγαλύτερο σπίτι με δύο δωμάτια και κουζίνα στην περιοχή Αλωνίων, ώστε να έχει το παιδί το δικό του χώρο κι εκεί συνέχισε τον αγώνα της, έχοντας πάρει απόφαση ότι ο άντρας της, εκτός από την εργασία του, δεν είχε ούτε διάθεση ούτε ικανότητες να τη βοηθήσει σε κάτι άλλο. 'Εδειχνε αδιαφορία για όλα και περίμενε τα πάντα στο χέρι, χωρίς ποτέ να συναισθάνεται τη δική της κούραση και την ανάγκη της για ανθρώπινη επικοινωνία.

Πέρασαν τα χρόνια και, ενώ ονειρευόταν να δει το Γιώργο της γαμπρό με δική του οικογένεια, διαπιστώθηκε σοβαρό καρδιολογικό πρόβλημα που, παρά τις προσπάθειες της Μαρίας και των γιατρών, δεν υπήρξε τρόπος ν' αντιμετωπιστεί και κατέληξε να φύγει από τη ζωή.

Ο πόνος της ήταν απερίγραπτος. Αν δεν είχε βαθιά πίστη στο Θεό, θα είχε απελπιστεί. Αλλά προσπάθησε να μη λυγίσει. 'Οταν ο Αλέκος μπόρεσε να πάρει σύνταξη, αποφάσισαν να γυρίσουν στην Πάρο. Εκεί με τις αιματηρές οικονομίες της, κατάφερε να αποκτήσει δικό τους σπίτι, λίγο έξω από την Παροικιά. Πήγαινε στην Παναγία την Εκατονταπυλιανή κι εκεί άφηνε να τρέξουν τα δάκρυά της και γονατιστή να μοιραστεί με τη “Μάνα” της, όπως την έλεγε, τη μεγάλη της λύπη. Ενιωθε ότι μόνο η Θεοτόκος που κι εκείνη είχε πονέσει θα μπορούσε να τη νιώσει και να δώσει παρηγοριά στην ψυχή της.

'Οταν μπήκαν πια στο καινούργιο τους σπίτι, χωρίς καθυστέρηση, φρόντισε να πραγματοποιήσει το τάμα που είχε κάνει στον Τροπαιοφόρο άγιο. Του ανέθεσε το παιδί της και αυτό έφερε μια ήρεμη γαλήνη μέσα της. “Ποτέ δεν θα περάσει αυτή η θλίψη”, λέει, “όμως αισθάνομαι ότι ο Γιώργος μου βρίσκεται σε καλά χέρια”.

Μετά κι απ' αυτό το καθήκον που λαχταρούσε να ολοκληρώσει, καμάρωνε το πανέμορφο εκκλησάκι, το καθάριζε, στόλιζε την εικόνα του αγίου με αγριολούλουδα και έμενε να προσευχηθεί για αρκετή ώρα.

Τα επόμενα χρόνια που διατηρούσε ακόμα δυνάμεις, αφού τελείωνε τις δουλειές του σπιτιού, βρισκόταν καθημερινά στο δεύτερο σπίτι της, όπως έλεγε το ναό της Παναγίας. Προσευχόταν με πόνο για την ανάπαυση της ψυχής του παιδιού της αλλά όχι μόνο γι' αυτό. Προσευχόταν και για τα παιδιά όλου του κόσμου και ζητούσε να προστατεύει η Παναγία τη ζωή και την υγεία τους και να τα προφυλάσσει από κάθε κίνδυνο και πειρασμό. 'Οταν για κάποιες μέρες η θαυματουργή εικόνα μεταφέρθηκε στον Πειραιά για προσκύνημα των πιστών, η Μαρία έκλαιγε και πενθούσε, νιώθοντας ότι ορφάνεψε, μέχρι να γυρίσει και πάλι η εικόνα στο νησί.

Ειδικά τις ημέρες του δεκαπενταύγουστου που η Παναγία η Εκατονταπυλιανή αποτελεί μεγάλο προσκύνημα, δεύτερο μετά την Ευαγγελίστρια της Τήνου, η Μαρία ανελάμβανε “βάρδια” στο ναό για πολλές ώρες. Εκεί βρισκόταν σαν μια ανοιχτή αγκαλιά, γεμάτη αγάπη για τους άλλους πονεμένους προσκυνητές που έρχονταν να καταθέσουν τα προβλήματά τους στα πόδια της Μεγαλόχαρης. Ο καλός παρηγορητικός της λόγος ερχόταν σαν βάλσαμο στις ψυχές τους, ενίσχυε την πίστη τους και τους τροφοδοτούσε με αισιοδοξία για την έκβαση του θέματός τους. 'Ενιωθε πια η Μαρία πως βρήκε έναν προορισμό που άξιζε και της άρεσε να συμπεριφέρεται ως διακόνισσα της Παναγίας στον οίκο του Θεού που ήταν αφιερωμένος στη Χάρη της.

Στο χώρο αυτό αναπτύχθηκαν φιλίες με προσκυνήτριες που επαναλάμβαναν το ταξίδι τους και με χαρά συναντούσαν και πάλι τη Μαρία, πρόθυμη να τις ακούσει, να τους συμπαρασταθεί και να προσευχηθεί μαζί τους μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Χαιρόταν όταν αρκετές απ' αυτές της τηλεφωνούσαν πλέον συχνά , την αποκαλούσαν “μάνα” κι αυτή μιλούσε γι' αυτές στη μεγάλη Μάνα όλων μας και ζητούσε τη βοήθειά της στις δυσκολίες τους.

Κάποια χρονιά όμως ένα σοβαρό κάταγμα στο πόδι την κράτησε μακριά από την Πάρο τον Αύγουστο, αφού έπρεπε να χειρουγηθεί στην Αθήνα. Λυπήθηκε αλλά έκανε υπομονή, με την ελπίδα να γιατρευτεί σύντομα και να μπορέσει και πάλι να βρεθεί στον αγαπημένο τόπο.

Παρά την αναπηρία που της άφησε η περιπέτειά της, τον επόμενο χρόνο με το μπαστούνι βρέθηκε και πάλι στο ναό τις μέρες της μεγάλης γιορτής, για να συνεχίσει να προσφέρει αγάπη και παρηγοριά σε κάθε κατατρεγμένο από τα βάσανα της ζωής.

Βγαίνοντας το βράδυ της παραμονής της Κοίμησης της Θεοτόκου από την εκκλησία όταν έφυγαν και οι τελευταίοι πιστοί, ένιωθε το πόδι της βαρύ και η κούραση δυσκόλευε τη μετακίνησή της. Στάθηκε μπροστά στη λεωφόρο που έπρεπε να διασχίσει αλλά η κίνηση των αυτοκινήτων ήταν τόσο πυκνή, που αναγκάστηκε να παραμείνει πολλή ώρα στο πεζοδρόμιο γιατί δεν είχε τις δυνάμεις να περάσει γρήγορα απέναντι ώστε ν' αποφύγει τα οχήματα. Αισθάνθηκε μόνη και αβοήθητη.

Παναγιά μου”, ψιθύρισαν τα χείλη της, “σε παρακαλώ, βοήθησέ με να περάσω το δρόμο. Φοβάμαι ότι έτσι αργά που πηγαίνω θα με παρασύρει κάποιο αυτοκίνητο”.

Δεν θα το πιστέψεις”, συνεχίζει τη διήγηση, “αλλά δεν πέρασε ούτε λεπτό και ένιωσα ένα χέρι να πιάνει απαλά το μπράτσο μου και να με υποβαστάζει και μια γλυκειά φωνή να μου λέει: “Ελάτε να σας βοηθήσω να περάσουμε μαζί”. Γύρισα και είδα μια όμορφη κυρία με ευγενική φυσιογνωμία που με πέρασε απέναντι με ασφάλεια. Δεν πρόλαβα να την ευχαριστήσω και την έχασα μέσα στον κόσμο που βρισκόταν εκεί εκείνη την ώρα. Ρώτησα αν την είδε κάποιος αλλά κανείς δεν είχε παρατηρήσει μια τέτοια κυρία”. Και κατάληξε σκεπτική: “Λες να ήταν η Παναγία; Αλλά ποιά είμαι εγώ”, πρόσθεσε, “να έχω τέτοια τιμή; 'Οπως και να είναι όμως η Μάνα μας άκουσε την προσευχή μου και με βοήθησε. Ας είναι ευλογημένο το όνομά της”.

Το επόμενο διάστημα η Μαρία άρχισε να υποφέρει από συνεχείς ιλίγγους που της στερούν τη δυνατότητα να κυκλοφορεί μόνη της. Δυο καλές γειτόνισσες που την αγαπούν τη συνοδεύουν, όταν χρειάζεται να τη δει γιατρός, γιατί, εκτός των άλλων, έχει χάσει το φως της από το ένα μάτι λόγω υψηλής πίεσης και με το άλλο έχει ελλειπή όραση. Συνεχίζει όμως με υπομονή να κάνει τις καθημερινές της δουλειές, να καθαρίζει το σπίτι της, να φροντίζει να έχει στην ώρα του έτοιμο το φαγητό του συζύγου της και τα καθαρά σιδερωμένα του ρούχα. Μοναδικό της παράπονο είναι ότι ο Αλέκος δεν συμμερίζεται τα προβλήματά της και δεν την ρωτάει ποτέ αν χρειάζεται βοήθεια. Παρόλα αυτά ο λόγος που βγαίνει συχνότερα από το στόμα της είναι: “Δόξα τω Θεώ. Αυτός γνωρίζει τις δοκιμασίες που πρέπει να περάσει ο καθένας”. Βέβαια θεωρεί ευλογία το ότι ο σύζυγός της, αν και έχει περάσει τα 90, είναι σε θέση να κυκλοφορεί και δεν χρειάζεται να μένει στο κρεβάτι.

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια η Μαρία έχει χάσει και την ικανοποίηση να πηγαίνει στην εκκλησία. Λόγω των προβλημάτων της παραμένει συνεχώς στο σπίτι και, στηριζόμενη σε ειδικό μπαστούνι, προσπαθεί να μην παραμελεί τίποτα από τις οικιακές της υποχρεώσεις. Βγαίνει και στην αυλή και φροντίζει τις γλάστρες της με τα όμορφα λουλούδια. Με τη βοήθεια των καλών γυναικών που τη συμπαραστέκονται πηγαίνει κάθε χρόνο για να καθαρίσουν μαζί το εκκλησάκι για το πανηγύρι του αγίου.

Επειδή δεν θέλει να επιβαρύνει συχνά τις γειτόνισσές της με τις δικές της ανάγκες, αποφάσισε τη Μεγάλη Πέμπτη να πάει μόνη της στο ναό για να μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων. Στο δρόμο όμως έπεσε και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Τη βοήθησαν δυο παιδιά και, παρόλο που πονούσε πολύ το χέρι της, έμεινε στη Θεία Λειτουργία και μόνο αφού κοινώνησε και άκουσε το “Δι' ευχών”, ζήτησε ιατρική βοήθεια γιατί το χέρι της είχε πριστεί και ο πόνος ήταν ανυπόφορος. Ειδοποιήθηκαν οι γειτόνισσες, οι καλές της “κόρες”, όπως τις αποκαλεί, και στο Κέντρο Υγείας διαπίστωσαν ότι έχει υποστεί κάταγμα.

Τώρα με το χέρι στο γύψο εξακολουθεί το ημερήσιο πρόγραμμά της. “Δόξα τω Θεώ”, επαναλαμβάνει, “που είναι το αριστερό χέρι και μπορώ να κάνω τις δουλειές μου. Θα μπορούσε να είναι χειρότερα τα πράγματα. Θα κάνω υπομονή και θα περάσει κι αυτό. Δοξασμένο να είναι το όνομα του Κυρίου”.

Η Μαρία συνεχίζει ν' αγωνίζεται με υπομονή, έχοντας την πεποίθηση ότι η Παναγία δεν θα την αφήσει αβοήθητη. “Εκεί που κάνω τις δουλειές μου”, λέει, “της μιλάω και της λέω μανούλα μου εσύ ξέρεις τι πρέπει να περάσω. Μείνε κοντά μου και βοηθησέ με”.

Σε λίγες μέρες θα παρακαλέσει να την ανεβάσουν στο λόφο για να προετοιμάσει και πάλι τη γιορτή. “Δεν ξέρω”, λέει γελώντας, “αν θα είμαι εδώ και τον άλλο χρόνο. Δεν με πειράζει. Αρκεί να με φέρει ο άγιος κοντά στο παιδί μου”.

 

Καλό αγώνα Μαρία. Η Παναγία μας να σου δίνει κάθε ευλογία και δύναμη να βαδίσεις μέχρι τέλους το δρόμο της υπομονής, της προσφοράς και της αγάπης στα παιδιά όλου του κόσμου που κάθε βράδυ στην προσευχή σου γι' αυτά ζητάς την προστασία Της.

 

Κ. Ρ.