Κυριακή 30 Απριλίου 2023

«Τίποτε δὲν πάει χαμένο»

 

«Ὁ δὲ ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἔµφοβος γενόµενος εἶπε· τί ἐστι, κύριε; Εἶπε δὲ αὐτῷ· αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεηµοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς µνηµόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 10, 4). (:Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἔστρεψε καὶ προσήλωσε τὰ µάτια του εἰς αὐτόν, ἐκυριεύθη ὁλόκληρος ἀπὸ φόβον καὶ εἶπε· Τί εἶναι, κύριε; Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος: Αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεηµοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς τὸν οὐρανὸν ὡς προσφορὰ εὐπρόσδεκτος εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἀξία διὰ νὰ σὲ ἐνθυµῆται καὶ νὰ µὴ σὲ λησµονῇ ποτέ).

Ναί ὅλες οἱ πράξεις μας τῶν ἀρετῶν ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανό.

  • Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς συνιστᾶ:

«Ποιὸς εἶναι τόσο ἄθλιος, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ θέλη νὰ ἀπολαμβάνη τὰ χρήματά του διαπαντός; Ἂς τὸν μετακομίσουμε λοιπὸν τὸν πλοῦτο μας καὶ ἂς τὸν μεταφέρουμε ἐκεῖ. Δὲν θὰ μᾶς χρειασθοῦν οὔτε ὄνοι, οὔτε καμῆλες, οὔτε ὀχήματα, οὔτε πλοῖα γι’ αὐτὴ τὴ μεταφορά. Γιατί κι ἀπὸ αὐτὴ τὴ δυσκολία μᾶς ἀπάλλαξε ὁ Θεός. Μᾶς χρειάζονται μόνο πτωχοί, οἱ χωλοί, οἱ ἀνάπηροι, οἱ ἄρρωστοι. Σ’ αὐτοὺς ἔχει ἀνατεθῆ ἡ μεταφορὰ αὐτή. Αὐτοὶ στέλνουν τὰ χρήματά μας στὸν οὐρανό. Αὐτοὶ εἰσάγουν τοὺς κυρίους αὐτῶν τῶν χρημάτων στὴν κληρονομιὰ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν».

  • Ἀναφέρεται στὸ βιβλίο (τοῦ Ἁγ. Πορφυρίου) «Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν»:

«Κάποτε παραπονέθηκα στὸ Γέροντα ὅτι δὲν ἀντέχω ἄλλο.

– Κάναμε τόσες δουλειὲς αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ποὺ «ξεπατωθήκαμε». Δὲν ἔχω δύναμη νὰ σηκώσω τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια μου. Τί χρειάζονται τόσες δουλειὲς στὸ Μοναστήρι;

Πῆρε σοβαρὸ ὕφος καὶ ἀπάντησε εὐθέως:

-Εἶναι θανάσιμο ἁμάρτημα νὰ κουραζόμεθα γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τώρα νὰ μετανοιώνουμε καὶ νὰ γογγύζουμε. Κατάλαβέ το καλά. Χωρὶς σωματικὸ κόπο, δὲν κερδίζεται ἡ ἀρετή, ξάπλα στὸ κρεβάτι! Ὁ σωματικὸς κόπος εἶναι τὸ μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας. Γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄλλοι μὲ χαρὰ ἐδέχοντο ἐξευτελισμούς, κόπους κι ἐσὺ ὑποφέρεις; Ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία εἶναι ἐνῷ κοπιάζουμε γιὰ τὸ Χριστό, ὕστερα νὰ μετανιώνουμε καὶ νὰ ὑποφέρουμε.

Βρέ, ἐσὺ νέος ἄνθρωπος λὲς ὅτι κουράζεσαι; Στὴν ἡλικία σου ἐγὼ πετοῦσα. Ἤθελα ὅλα νὰ τὰ τελειώσω. Μὴ κοιτᾶς τώρα ποὺ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτα. Σὲ βλέπω πολὺ πίσω. Κατέκτησε ἔδαφος ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος καὶ συνετρίβης. Ὄχι! Ἀνάνηψε! Ψάλλε μὲ νεῦρο, μὲ τόνο, χαρούμενα!

“Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν,

Ἅδου τὴν καθαίρεσιν,

Ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν.

Καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον.

Τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν Πατέρων,

Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον”.

  • Στὸ περιοδικὸ «Μεταμόρφωσις» διαβάζουμε:

«Ὅσα βήματα κάνει κανεὶς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὅσο ἐργάζεται γιὰ τὸν Θεό, τόσο Ἐκεῖνος τὸν ἀνταμείβει. Μία ἀδελφὴ ποὺ ἀδιαφορεῖ καὶ λέει, ἂς τὸ κάνη ἡ ἄλλη, ὅταν θάρθη ἡ ὥρα της οὔτε ἀποσκευὲς θἄχη οὔτε τίποτε. Ὅ,τι κανεὶς ἐργάζεται, θὰ τὸ παρουσιάση στὸν Θεό. Ὅ,τι δίνουμε, ὅλα τὰ δέχεται, τίποτε δὲν πάει χαμένο. Ὅλα τὰ δέχεται, ὅπως μᾶς ἔλεγε καὶ τῆς ἀδελφῆς Εὐπραξίας ἡ νονά. Εἶχε δεῖ μία ὀπτασία. Εἶδε ὅτι πέθανε καὶ ἕνας Ἄγγελος τῆς ἔδειχνε διάφορα πράγματα ποὺ εἶχε δώσει. Ἐκείνη κάποτε εἶχε δώσει ἕνα κουβαράκι σὲ ἕνα παιδάκι, γιὰ νὰ τοῦ φτιάξη ἡ μητέρα του τὶς φτέρνες στὶς κάλτσες του ποὺ ἦταν τρύπιες. Ὅταν πῆγε στὸν οὐρανό, Ἄγγελος Κυρίου τὴν πῆρε καὶ τῆς εἶπε: «Ἔλα ’δῶ, πῆγε τίποτε χαμένο ἀπὸ ὅ,τι ἔδωσες; Ὅλα, νά ’τα!». Κοίταζε αὐτή, νὰ τὰ σπίρτα, νὰ τὸ κρεμμύδι, νὰ τὸ ψωμί, νὰ τὸ ἄλλο, νὰ τὰ παπλώματα, νὰ τὰ στρώματα, ἦταν ἕνας σωρὸς ἐκεῖ. «Αὐτὰ δικά σου δὲν εἶναι;». «Δικά μου». «Πῆγε τίποτε χαμένο;». «Ὄχι». Μετὰ τῆς ξαναεῖπε: «Ἔλα νὰ δῆς τὰ ἐκκλησάκια ποὺ τὰ καθάριζες καὶ τὰ βόλευες καὶ ἄναβες τὰ καντηλάκια, ἔλα νὰ τὰ δῆς, ἀναμμένα σὲ περιμένουν». Ὅπως τὰ ἔφτιαχνε, ἔτσι τὰ εἶδε ὅλα στὸν οὐρανό. Οἱ ψυχοῦλες ποὺ τοὺς ἔδινε ψωμάκι, ποὺ τοὺς τάιζε κουρκουτίτσα στὴν πεῖνα, παρουσιαστήκανε μὲ τὶς λαμπαδοῦλες ἀναμμένες καὶ τὴν ὑποδέχονταν. «Νά, αὐτοὶ εἶναι ποὺ τοὺς ἔδινες νὰ φᾶνε». Δὲν πάει χαμένο τίποτε· γιὰ ἕνα νεράκι ψυχρὸ ποὺ θὰ δώσουμε σὲ ἕνα ἄνθρωπο, ἑκατονταπλάσια θὰ λάβουμε. Ἂν διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ μελετοῦμε, τὸ τηροῦμε καὶ τὸ ἐφαρμόζουμε, θὰ πετᾶμε ὅταν θὰ βλέπουμε ἕνα ἄνθρωπο νὰ ἔρχεται, γιὰ νὰ τοῦ δώσουμε ἕνα νεράκι, νὰ τὸν κεράσουμε, νὰ τὸν περιποιηθοῦμε· πόση χαρὰ θὰ μᾶς δίνη! Ὅ,τι δίνει κανεὶς μὲ τὸ χέρι του, ὅ,τι κάνει μὲ εὐλογία, ὁ,τιδήποτε κάνει καὶ ἀγωνίζεται, μετάνοιες θὰ κάνη γιὰ τὸν ἄλλο, κομποσχοινάκια, ὅλα θὰ τὰ βρῆ στὸν οὐρανό, ἰδίως ὅταν κάνουμε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους. Οἱ νεκροὶ περιμένουν καὶ ὁ κόσμος ἔχει τόση ἀνάγκη γιὰ προσ­ευχὴ ποὺ δὲν λέγεται! Νὰ ξέραμε τί τρέξιμο κάνουν μέρα- νύχτα οἱ Ἅγιοι, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν! Ἐμεῖς πᾶμε νὰ διαβάσουμε ἕνα ὄνομα, νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ ἕνα ἄνθρωπο, πᾶμε νὰ ἑνωθοῦ­με μὲ τὸν Θεό, νὰ βοηθήσουμε τὶς ψυχοῦλες; Πόσοι κεκοιμημένοι εἶναι μέσα στὴν Κόλασι, πόσοι εἶναι μέσα στὴν φωτιὰ καὶ τὰ σκοτάδια».

  • Κάποτε ὁ Ἅγιος Εὐμένιος, ὅταν ἦταν στὸ Λοιμωδῶν, ὑπηρετοῦσε τοὺς φιλοξενούμενους, προσφέροντας διάφορα ἀναψυκτικά, γλυκά, διάφορα κεράσματα. Τοῦ εἶπαν παπούλη κάθησε νὰ ξεκουρασθῆς, αὐτὸ θὰ τὸ κάνουμε ἐμεῖς. Καὶ ἀπάντησε: «Γράφουν οἱ Ἄγγελοι, παιδί μου, γράφουν». Τί σημαίνει αὐτό, ὅτι κάθε κόπος γράφεται στὸν οὐρανό.