Κυριακὴ τῶν Βαΐων
Ἀπόψε, ἀγαπητοί μου, ἀρχίζει ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Λέγεται ἁγία γιατί, ἂν ὅλος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας πρέπῃ νὰ διέρχεται ἐν ἁγιότητι, πολὺ περισσότερο ἡ ἑβδομάδα αὐτή· εἶνε ἡ κατ᾽ ἐξοχὴν ἁγία. Καὶ λέγεται Μεγάλη, ὄχι διότι ἐκτείνεται χρονικῶς περισσότερο, ἀλλὰ γιὰ τὰ μοναδικὰ κοσμοϊστορικὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν καὶ ἑορτάζονται κατ᾽ αὐτήν. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὴν ἑβδομάδα αὐτὴ ὅλη ἡ φτωχὴ πατρίδα μας γινόταν σὰν ἕνα Ἅγιο Ὄρος!
Νὰ μιλήσουμε τώρα μὲ σύγχρονη γλῶσσα; Σήμερα ἀνοίγει ἕνα
πνευματικὸ ὑπερ-θέαμα, μία τηλεόρασι τοῦ οὐρανοῦ. Ἐδῶ ἔλα, νὰ δῇς καὶ ν᾽
ἀκούσῃς πράγματα καὶ θαύματα, λόγους καὶ γεγονότα ὑπερφυᾶ καὶ
παγκόσμια. Θὰ ἐπιχειρήσω νὰ σᾶς δώσω πολὺ σύντομα μία γενικὴ εἰκόνα,
ἕνα ἂς ποῦμε πανόραμα ὅλης τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος.
Νὰ ξέρουμε, ὅτι τὰ «γράμματα» καθεμιᾶς ἀπὸ τὶς βραδινὲς αὐτὲς
ἀκολουθίες εἶνε ὄχι τοῦ ἑσπερινοῦ ἀλλὰ τοῦ ὄρθρου. Θὰ ἔπρεπε νὰ λεχθοῦν
τὸ ἑπόμενο πρωί. Ἡ μετάθεσις αὐτὴ γίνεται –ἂς τ᾽ ἀκούσουν αὐτὸ καὶ οἱ
ἀγαπητοί μας παλαιοημερολογῖτες–, διότι ἡ Ἐκκλησία εἶνε μάνα καὶ
συγκαταβαίνει στὴν ἀδυναμία τῶν παιδιῶν της, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ
ἐκκλησιάζωνται τὸ πρωὶ γιατὶ ἐργάζονται· θέλει δηλαδὴ νὰ τοὺς
διευκολύνῃ. Καὶ ἔχει τὸ δικαίωμα ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀλλάζῃ ἡμέρες, πλὴν μόνον
τῆς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, γιὰ τὴν ὁποία δεσμεύεται ἀπὸ τὴν Πρώτη
Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Βλέπουμε δηλαδή, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δὲν
ἐνδιαφέρεται τόσο γιὰ τὸ πότε θὰ ἑορτάσῃ ὅσο γιὰ τὸ πῶς θὰ ἑορτάσῃ.
* * *
☼ Ἀπόψε, Κυριακὴ τῶν Βαΐων,
ψάλλεται ὁ ὄρθρος τῆς Μεγάλης Δευτέρας. Ἀκοῦμε τὸ κατανυκτικὸ «Ἰδοὺ ὁ
Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…». Τὸ πρῶτο ποὺ προβάλλει μπροστά
μας ἡ Ἐκκλησία εἶνε ὁ ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ πάγκαλος, ἕνα ἱστορικὸ πρόσωπο
τῆς παλαιᾶς διαθήκης μὲ πολλὲς ἀρετὲς καὶ μάλιστα τὴν σωφροσύνη. Ὁ
Ἰωσὴφ εἶνε πρότυπο τοῦ Χριστοῦ· ὅπως δηλαδὴ αὐτὸς μισήθηκε, φθονήθηκε
καὶ καταδιώχθηκε ἀπὸ τ᾽ ἀδέρφια του, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε
ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του· ὅπως ὁ Ἰωσὴφ πουλήθηκε γιὰ «εἴκοσι χρυσᾶ»
νομίσματα (Γέν. 37,28), ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς προδόθηκε γιὰ «τριάκοντα
ἀργύρια» (Ματθ. 26,15)· καὶ ὅπως ὁ Ἰωσὴφ δοξάστηκε καὶ ἔγινε βασιλεὺς
μεγάλου κράτους, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ὑψώθηκε καὶ εἶνε –καὶ ὡς ἄνθρωπος
πλέον– ὁ βασιλεὺς τοῦ σύμπαντος κόσμου. Καὶ τὸ δεύτερο ποὺ μᾶς
ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἡ καταραμένη ἄκαρπη συκιά, ἡ ὁποία
εἰκονίζει τὴν ἰουδαϊκὴ συναγωγὴ ποὺ ἐγκαταλείφθηκε πλέον.
☼ Αὔριο Μεγάλη Δευτέρα, τὸ βράδυ ποὺ ψάλλεται ὁ ὄρθρος τῆς
Μεγάλης Τρίτης, ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει στὴν πνευματική της
τηλεόρασι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων (βλ. Ματθ.
25,1-13). Αὐτὴ στηρίζεται στὰ ἔθιμα τοῦ ἰσραηλιτικοῦ γάμου(*). Ὅταν
γινόταν γάμος, λοιπόν, ὁ γαμπρὸς ἄφηνε πλέον τὸ πατρικό του σπίτι καὶ
συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς φίλους του ἔφτανε πολλὲς φορὲς λόγῳ ἀποστάσεως
ἀργὰ τὴ νύχτα στὸ σπίτι τῆς νύφης. Ἐκεῖ ἔβγαιναν συγγενεῖς της παρθένες
κοπέλλες καὶ τὸν προϋπαντοῦσαν ντυμένες στὰ λευκὰ καὶ μὲ λαμπάδες
(λυχνάρια) στὸ χέρι. Καὶ ὅταν ἡ πομπὴ ἔμπαινε στὸ σπίτι τῆς νύφης,
ἔκλεινε ἡ πόρτα καὶ ἄρχιζε ἡ τελετή (βλ. Μ. Σιώτου, Γάμος Θ.Η.Ε. τ. 4ος,
στ. 199). Ἐπάνω σ᾽ αὐτὸ τὸ ὡραῖο ἔθιμο στηρίζει ὁ Κύριος τὴν παραβολὴ
ποὺ εἶπε· ὅτι δηλαδὴ δέκα παρθένες, περιμένοντας τὸ γαμπρὸ ποὺ ἀργοῦσε
νὰ φτάσῃ, νύσταξαν κι ἀποκοιμήθηκαν. Μόλις ἀκούστηκε «Ἰδοὺ ὁ νυμφίος
ἔρχεται…» πετάχτηκαν ν᾽ ἀνάψουν τὰ λυχνάρια τους. Ἀλλὰ μόνο οἱ πέντε
εἶχαν προνοήσει νὰ ἔχουν λάδι, οἱ ἄλλες οἱ ἀπερίσκεπτες δὲν εἶχαν· καὶ
τρέχοντας τὴν ὥρα ἐκείνη ν᾽ ἀγοράσουν ἡ πομπὴ προχώρησε, μπῆκε στὸ
σπίτι, ἡ πόρτα ἔκλεισε, κι αὐτὲς ἔμειναν ἔξω. Τί ἐννοεῖ ἡ παραβολή;
Νυμφίος, ὁ ὡραῖος Νυμφίος, μὲ Νῦ ὄχι μικρὸ ἀλλὰ κεφαλαῖο, εἶνε ὁ Κύριος
ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Νύμφη ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Καὶ δέκα
παρθένες ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ πρέπει ἕτοιμοι νὰ περιμένουμε τὴν ὥρα τῆς
Δευτέρας Παρουσίας του – ἢ τοῦ θανάτου μας, γιὰ νὰ εἴμαστε πλέον
αἰωνίως μαζί του. Ναί, θὰ ἔλθῃ. Τὸ πότε εἶνε ἄγνωστο, καὶ ἂς ὁρίζουν οἱ
χιλιασταὶ χρονολογίες ποὺ διαψεύδονται. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία κελεύει·
«Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ» (κοντάκ. & οἶκ.) καὶ
«Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ.
25,13· 26,41 & γ΄ ἀντίφ. ὄρθρ. Μ. Παρ).
☼ Συνεχίζουμε τώρα. Τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Τρίτης, δηλαδὴ στὸν
ὄρθρο τῆς Μεγάλης Τετάρτης, ἡ Ἐκκλησία προβάλλει μπροστά μας τὴ
μετάνοια τῆς πόρνης, τῆς ἁμαρτωλῆς ἐκείνης γυναίκας ποὺ ἄλειψε μὲ μύρο
τὸν Κύριο καὶ ὁ Χριστὸς τὴ συγχώρησε· μιλήσαμε γι᾽ αὐτὴν ἄλλοτε πολλὲς
φορές, δὲν λέω ἐδῶ περισσότερα.
☼ Προχωροῦμε. Τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Τετάρτης, ποὺ ψάλλεται ὁ
ὄρθρος τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ἑορτάζουμε τέσσερα γεγονότα. Τὸ πρῶτο εἶνε ὁ
ἱερὸς Νιπτήρ· ὅτι ὁ Χριστός, ποὺ ἐξουσιάζει τὸ σύμπαν, ἔδειξε τέτοια
ταπείνωσι, ὥστε φόρεσε ποδιά, ἔγινε «γκαρσόνι», γέμισε μιὰ λεκάνη νερό,
ἔσκυψε καὶ ἔπλυνε τὰ ἀκάθαρτα πόδια τῶν μαθητῶν, κι αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ
Ἰούδα. Τὸ δεύτερο εἶνε ὁ μυστικὸς δεῖπνος, τὸ μυστήριο τῆς θείας
εὐχαριστίας ποὺ ἐτέλεσε ὁ Κύριος καὶ κοινώνησε τοὺς μαθητάς του. Τὸ
τρίτο εἶνε ἡ ὑπερφυὴς προσευχή, ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς μετὰ τὸ μυστικὸ
δεῖπνο καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα, τὰ παιδιά του νὰ εἶνε
ἑνωμένοι, «νὰ εἶνε ἕνα» (Ἰω. 17,12 κ.ἑ.), μὲ βάσι τὸ λόγο καὶ τὴν
ἀλήθειά του. Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε. Ἡ ἑνότης
εἶνε τὸ ὅραμα – ὁ πόθος τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας του,
ὅπως ὥρισε ὅταν εἶπε «καὶ γενήσεται μία ποίμνη εἷς ποιμήν» (ἔ.ἀ.
10,16). Τέλος τὸ τέταρτο, ποὺ μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία στὸν ὄρθρο
τῆς Μεγάλης Πέμπτης, εἶνε θλιβερό· εἶνε ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα, ὅτι ἐξ
αἰτίας τῆς φιλαργυρίας ἕνας μαθητὴς ἐπούλησε τὸν Διδάσκαλό του γιὰ
τριάκοντα ἀργύρια.
☼ Φτάνουμε, ἀγαπητοί μου, στὴ Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ, δηλαδὴ
στὸν ὄρθρο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἐδῶ εἶνε ἡ συγκλονιστικὴ ἀκολουθία
τῶν ἀχράντων παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ χαρακτηριστικό της
εἶνε, ὅτι κατ᾽ αὐτὴν διαβάζονται τὰ Δώδεκα εὐαγγέλια. (Θυμᾶμαι, ὅταν
ἤμουν ἱεροκήρυκας στὴν Ἀθήνα, ὅτι ἕνας μεγαλοδικηγόρος, ποὺ ὡς πρὸς τὴν
ἁγία Γραφὴ ὅμως εἶχε μεσάνυχτα, ἐπέμενε ὅτι τὰ Εὐαγγέλια εἶνε
δώδεκα· τοῦ ἐξηγοῦσα, ὅτι τὰ Εὐαγγέλια εἶνε τέσσερα (τοῦ Ματθαίου, τοῦ
Μάρκου, τοῦ Λουκᾶ καὶ τοῦ Ἰωάννου) κι ὅτι τὰ Δώδεκα εὐαγγέλια τῆς
Μεγάλης Πέμπτης εἶνε ἁπλῶς δώδεκα περικοπὲς διαλεγμένες ἀπὸ τοὺς
τέσσερις εὐαγγελιστάς· εἶδα κ᾽ ἔπαθα νὰ τὸν πείσω). Τὸ σπουδαιότερο
λοιπὸν ἀπὸ τὰ δώδεκα εὐαγγέλια εἶνε τὸ πρῶτο, τὸ μεγάλο· ὠκεανὸς
θεολογίας, ποὺ ἕνας ἀπὸ τοὺς νεωτέρους φιλοσόφους τὸ διάβαζε κάθε βράδυ
μετὰ δακρύων. Στὸ μέσον τῆς ἀκολουθίας, πρὶν ἀπὸ τὸ ἕκτο εὐαγγέλιο,
ἀκούγεται τὸ «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου…» καὶ ὑψώνεται στὸ κέντρο τῆς
ἐκκλησίας ὁ ἐσταυρωμένος Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου· εἶνε ἡ πιὸ ἱερὴ σκηνὴ τῶν
παθῶν τοῦ Κυρίου. Τέλος, στὸ δωδέκατο εὐαγγέλιο, ὁ Πιλᾶτος δύσθυμος,
ἀφοῦ ὑπέκυψε στὶς πιέσεις τῶν ἀρχιερέων καὶ φαρισαίων, ὑπογράφει τὴν
τελευταία διαταγὴ γιὰ τὴν ταφὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου μὲ φρουρά, ὥστε ν᾽
ἀποκλεισθῇ κάθε ἐνδεχόμενο νὰ κλέψῃ κάποιος τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ (αὐτὸ
ποὺ οἱ ἴδιοι ὅμως θὰ διαδώσουν κατόπιν ψευδῶς), καὶ τοὺς λέει· «Ἔχετε
κουστωδίαν· ὑπάγετε ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε»· καὶ αὐτοὶ «πορευθέντες
ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας»
(Ματθ. 27,65-66). Ἡ ἀκολουθία κλείνει μὲ τὸ κατανυκτικὸ ἀπολυτίκιο
«Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ Νόμου τῷ τιμίῳ σου αἵματι…».
☼ Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ τὸ πρωὶ γίνονται οἱ μεγάλες Ὧρες καὶ ὁ
ἑσπερινὸς τῆς Ἀποκαθηλώσεως. Καὶ τὸ βράδυ, ποὺ ψάλλεται ὁ ὄρθρος τοῦ
Μεγάλου Σαββάτου, ἔχουμε τὸν λαοφιλῆ Ἐπιτάφιο Θρῆνο. Ἡ Ἐκκλησία μας,
μαζὶ μὲ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ συμμετέχοντας στὸ ἀπέραντο πένθος της,
προσφέρει σὲ μία συλλογὴ τρία μπουκέτα ἀπὸ ποιητικὰ ἄνθη· εἶνε τὰ
παρήγορα Ἐγκώμια σὲ τρεῖς Στάσεις· «Ἡ Ζωὴ ἐν τάφῳ κατετέθης, Χριστέ…»,
«Ἄξιόν ἐστι μεγαλύνειν σε τὸν ζωοδότην…» καὶ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι ὕμνον τῇ
ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου». Αὐτά, κοντὰ στὰ λουλούδια τῆς
ἀνοίξεως ποὺ φέρνουν οἱ πιστοὶ στὸ κουβούκλιο, συνθέτουν ἕνα ἄλλο
στεφάνι, ποὺ μένει ἀμάραντο στὰ χείλη ὅλων τῶν ὀρθοδόξων στὰ Βαλκάνια
καὶ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθοδοξία.
☼ Τὸ πρωὶ πλέον τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἀκούγονται τὰ πρῶτα
ἀναστάσιμα μηνύματα. Αὐτὸ εἶνε «τὸ εὐλογημένον Σάββατον, …ἡ τῆς
καταπαύσεως ἡμέρα» (δοξ. στιχηρ.). Γίνεται ὁ ἑσπερινὸς μὲ μία σειρὰ ἀπὸ
ὑπέροχα ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κ᾽ ἐν συνεχείᾳ τελεῖται ἡ
θεία Λειτουργία τοῦ μεγάλου Βασιλείου. Τὸ χαρακτηριστικό της εἶνε,
ὅτι μετὰ τὸν ἀπόστολο ὁ ἱερεὺς κρατώντας ἕνα πανέρι γεμᾶτο φύλλα
δάφνης, σύμβολο τῆς νίκης καὶ τοῦ θριάμβου, τὰ σκορπάει παντοῦ σὲ
ὅλους, δεξιὰ-ἀριστερά, ἄνω-κάτω, σὲ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ἐκκλησίας, καὶ
ψάλλει τὸ νικητήριο ᾆσμα «Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν, ὅτι σὺ
κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι» (Ψαλμ. 81,8). ͺἩ Λειτουργία αὐτὴ
ἔχει καὶ τὸν ἰδιαίτερο καὶ γλυκύτατο χερουβικὸ ὕμνο «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ
βροτεία…».
☼ Τέλος τὸ βράδυ, ἀργὰ τὴ νύχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὅταν
πλησιάζουν τὰ μεσάνυχτα, θὰ χτυπήσῃ ἡ καμπάνα καὶ θὰ μαζευτοῦμε στὴν
ἐκκλησία γιὰ τὴν τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως. Μετὰ τὸν κανόνα «Κύματι
θαλάσσης…» θὰ βγῇ στὰ σκοτεινὰ ὁ ἱερεὺς στὴν ὡραία πύλη κρατώντας
λαμπάδα καὶ θὰ δώσῃ στοὺς πιστοὺς τὸ ἅγιο φῶς ψάλλοντας «Δεῦτε λάβετε
φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός…». Κατόπιν ὅλοι μὲ τὶς λαμπάδες καὶ
ψάλλοντας τὸ τροπάριο «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν
ἐν οὐρανοῖς· καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ
δοξάζειν» (ἀπόστ. ἑσπ. πλ. β΄), θὰ βγοῦμε ἔξω καὶ θὰ πᾶμε στὴν ἐξέδρα,
γιὰ ν᾽ ἀκούσουμε ἀπὸ ᾽κεῖ τὸ ἀναστάσιμο εὐαγγέλιο καὶ τὸ θριαμβευτικὸ
«Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…» πολλὲς φορές. Καὶ ὅταν ἐπιστρέψουμε μέσα στὸ
ναὸ θ᾽ ἀκολουθήσῃ ἡ χαρμόσυνη λειτουργία τοῦ Πάσχα.
* * *
Μὲ τὰ λίγα αὐτὰ καὶ συνοπτικὰ
σᾶς ἔδωσα, ἀδελφοί μου, μία περίληψι τῶν ἀκολουθιῶν. Τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ
βρῆτε στὰ εἰδικὰ βιβλιαράκια.
Εὔχομαι, αὐτὴ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα νὰ μετάσχουμε μὲ συναίσθησι στὶς ἀκολουθίες τῶν ἁγίων παθῶν τοῦ Κυρίου.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 3-4-1977 βράδυ, μὲ ἐλαφρῶς νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 14-3-2023.