Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Οἱ οἰκουμενιστὲς συχνὰ συμπροσεύχονται μὲ αἱρετικούς καὶ ἀλλόθρησκους, προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν», ἡ εἰρήνη τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἡ προστασία τοῦ περιβάλλοντος, ἀλλὰ καὶ ἡ προσέγγιση τῶν θρησκειῶν, γιὰ κοσμικοὺς καὶ πολιτικοὺς σκοπούς.
Αὐτοὶ ποὺ συμμετέχουν στὶς συμπροσευχὲς εἶναι τέλειοι θεατρίνοι καὶ δὲν πιστεύουν στὴ δύναμη τῆς προσευχῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἰσακούονται οἱ προσευχές τους. Εἶναι θεατρικὲς παραστάσεις γιὰ τὸν ἀνυποψίαστο λαό.
Εἶναι προκλητικὸ καὶ ἀδιανόητο νὰ προσεύχονται Ὀρθόδοξοι μὲ τοὺς αἱρετικοὺς παπικοὺς καὶ προτεστάντες. Ἡ ὀρθὴ πίστη εἶναι ἡ ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ κοινὴ προσευχὴ . Οἱ αἱρετικοὶ ποὺ ἔχουν νοθεύσει καὶ διαστρεβλώσει τὴν χριστιανικὴ πίστη, πῶς νὰ προσευχηθοῦν μὲ τοὺς Ὀρθόδοξους; Πῶς νὰ γεφυρωθεῖ τὸ χάσμα πού ὑπάρχει ἀνάμεσά μας; Οἱ ἱεροὶ κανόνες ἀπαγορεύουν τὶς συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὅπως γενικὰ καὶ τὶς στενὲς κοινωνικὲς σχέσεις. Μιλοῦν γιὰ ἀφορισμὸ σὲ λαϊκοὺς καὶ γιὰ καθαίρεση σὲ κληρικούς.
Οἱ συμπροσευχὲς γίνονται πάντα μπροστὰ στὶς στημένες τηλεοπτικὲς κάμερες, γιὰ νὰ εἶναι «ἀποτελεσματικές». Σκοπὸς εἶναι νὰ προβληθοῦν οἱ θεατρίνοι καὶ νὰ σχολιασθοῦν. Νὰ ἐμφανισθοῦν ὅτι ἐπικαλοῦνται τὸ Θεό, καὶ ἀποκτοῦν οἱ ἴδιοι δύναμη γιὰ νὰ συμβάλλουν καὶ αὐτοί, ὅπως οἱ πολιτικοί, στὴ λύση τῶν προβλημάτων τοῦ κόσμου!
Οἱ οἰκουμενιστὲς περιφρονοῦν τοὺς ἱεροὺς κανόνες μὲ ἀδικαιολόγητη τόλμη, γεγονὸς ποὺ ἀποκαλύπτει ὅτι οἱ συγκεκριμένοι αὐτοὶ μεγαλόσχημοι κληρικοὶ δὲν θεωροῦν τὴν Ἐκκλησία ὡς κιβωτὸ τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ ὡς χῶρο ἱκανοποίησης τῆς φιλοδοξίας τους, ἡ ὁποία, ὅπως γνωρίζει κάθε χριστιανός, εἶναι μεγάλο πάθος καὶ ἐπηρεάζει ὅλες τὶς παραδοσιακὲς λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις. Ἡ προσευχὴ δὲν γίνεται πιὸ δυνατή, ὅταν καταντᾶ συμπροσευχὴ μὲ αἱρετικοὺς καὶ φυσικὰ δὲν εἶναι θεοπειθής. Δὲν εἶναι εὐπρόσδεκτες αὐτὲς οἱ ἀπαράδεκτες κινήσεις τῶν οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι, χωρὶς ἴχνος φόβου Θεοῦ, προκαλοῦν καὶ συνάμα ὑποβαθμίζουν τὴν μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ οἰκουμενιστὲς ἔχουν καὶ τοὺς «μεγάλους» θεολόγους τους, οἱ ὁποῖοι ἐπηρεάζουν τὶς «συνόδους» τους καὶ δέχονται ὡς «ἐκκλησίες» τοὺς ποικίλους αἱρετικούς, ἀρνούμενοι κάθε ἐμπόδιο ποὺ ὑπάρχει. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ προχωροῦν πρὸς τὴν καταστροφή τους, ἐνῷ πιστεύουν ὅτι θὰ ἐπιλύσουν ὅλα τὰ προβλήματα τῆς οἰκουμένης!
Δυστυχῶς, οἱ οἰκουμενιστὲς δὲν εἶναι ποιμένες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λαὸς δὲν τοὺς ἔχει σὲ ὑπόληψη. Ἐκεῖνοι προσπαθοῦν νὰ ἔχουν σχέσεις μὲ πολιτικοὺς ἡγέτες, οἱ ὁποῖοι τοὺς χρησιμοποιοῦν γιὰ τοὺς δικούς τους σκοποὺς καὶ προτιμοῦν τὶς μυστικὲς συνεργασίες, γιὰ νὰ ἀποκτοῦν χρήματα καὶ νὰ λύνουν προβλήματα, ὄχι μὲ βάση τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μέ πολιτικὲς σκοπιμότητες, ποὺ τοὺς ὑποδεικνύουν οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς. Καυχῶνται οἱ δυστυχεῖς γιὰ τὶς λύσεις ποὺ σοφίζονται καὶ δημιουργοῦν μεγαλύτερα προβλήματα! Καὶ πάντα χωρὶς νὰ κάνουν λόγο γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον!
Ἡ προσευχὴ ἑνὸς ὀρθόδοξου χριστιανοῦ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὶς συμπροσευχὲς τῶν οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι παρατεταγμένοι δίπλα- δίπλα σὲ δημόσιους χώρους, πρωτοστατοῦν σὲ παρῳδία προσευχῆς.
Πότε ἐπιτέλους οἱ οἰκουμενιστὲς θὰ κατανοήσουν ὅτι τὸ ἔργο τους εἶναι περιφρόνηση τῆς Ὀρθοδοξίας; Πότε θὰ δεχθοῦν ὅτι ὁ οἰκουμενισμὸς εἶναι παναίρεση; Πότε θὰ συναισθανθοῦν τὸ ἱερὸ- πλὴν ξεχασμένο γι’ αὐτούς καθῆκον τῆς ὁμολογίας τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καὶ τοῦ ἐλέγχου τῶν αἱρετικῶν, ποὺ τὴ νοθεύουν καὶ τὴν ἀπαρνοῦνται;
Μεγάλη εὐθύνη ἔχουν κι ἐκεῖνοι ποὺ συνεργάζονται μὲ τοὺς οἰκουμενιστὲς καὶ ὑποκλίνονται μπροστά τους, γιὰ νὰ διατηροῦν ἁρμονικὲς σχέσεις. Ἐννοοῦμε πάντα τοὺς μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι ἐνῷ διαφωνοῦν σὲ πολλά, δὲν ἐκδηλώνονται δημοσίως, γιατί θέλουν νὰ φαίνονται ὡς πειθαρχικὰ τέκνα τῆς μητρὸς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Πῶς ἀντέχουν ἀλήθεια αὐτὴ τὴν κατάσταση; Ἐνῷ γιὰ δευτερεύοντα καὶ ἐπουσιώδη θέματα εἶναι λαλίστατοι καὶ αὐστηροὶ- κάποτε ἀπειλοῦν καὶ τοὺς «ἀπείθαρχους» κληρικούς τους – γιὰ τὸ ὀλέθριο ἔργο τῶν οἰκουμενιστῶν σιωποῦν.
Στοὺς ὀγδόντα μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία σιωπᾶ ἀπέναντι στὸν Οἰκουμενισμό, γιὰ νὰ μὴ κακοκαρδίσει τὸν πρωτεργάτη Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο. Μερικοὶ ἐκδηλώνονται προκλητικὰ ὑπὲρ τῶν «συνετῶν» πρωτοβουλιῶν τοῦ Πατριάρχη, γιατί ἐλπίζουν σὲ ἀνταλλάγματα. Καὶ ἐλάχιστοι «μετὰ παρρησίας καὶ ἀκατακρίτως» μιλοῦν γιὰ τὸν παναιρετικὸ οἰκουμενισμὸ καὶ ἐπικρίνουν ὅλες τὶς προκλητικὲς καὶ σκανδαλώδεις ἐνέργειες τῶν οἰκουμενιστῶν.
Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ἀνυπόφορο κλῖμα οἱ γρηγοροῦντες κληρικοὶ καὶ οἱ συνειδητοὶ χριστιανοὶ ἀναγκάζονται νὰ καταφεύγουν στοὺς ἀπομονωμένους ἐνάρετους γέροντες, γιὰ νὰ ἐνισχύονται στὸν προσωπικό τους πνευματικὸ ἀγῶνα καὶ παράλληλα νὰ διατηροῦν τὴν παρρησία τους καὶ νὰ ὁμολογοῦν τὴν ὀρθόδοξη πίστη τους, ἐπικρίνοντας τοὺς αἱρετικοὺς παπικοὺς καὶ προτεστάντες, τοὺς ὁποίους ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος καὶ οἱ ὑπ’ αὐτὸν θεωροῦν ἀδελφοὺς πεφιλημένους!…
Κλείνοντας τοῦτο τὸ κείμενο, θεωροῦμε ὡς καλύτερο ἐπίλογο μία μικρὴ διήγηση τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου σχετικὴ μὲ τὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχόλησε. Διηγήθηκε ὁ ἅγιος: «Κάποτε μοῦ ἦρθαν δύο καθολικοί. Ὁ ἕνας ἦταν ἡλικιωμένος καὶ ἤξερε γράμματα. Ἴσως νὰ ἦταν γραμματέας τοῦ Βατικανοῦ ἢ δημοσιογράφος. Δὲν ξέρω ἀκριβῶς, δὲν θέλησα νὰ δείξω ἐνδιαφέρον μεγάλο. Μοῦ λέει λοιπὸν ὁ ἕνας: «Ἔλα νὰ ποῦμε τὸ Πάτερ ἡμῶν»· γιὰ νὰ τὸ ποῦμε μαζί, τοῦ εἶπα, πρέπει νὰ συμφωνοῦμε στὸ δόγμα. Ὅμως μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστί. Ὕστερα μοῦ λέει: «Μόνο οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ μόνο αὐτοὶ θὰ σωθοῦν; Ὁ Θεὸς εἶναι μὲ ὅλο τὸν κόσμο». Ναί, τοῦ εἶπα, ἐσὺ μπορεῖς νὰ μοῦ πεῖς καὶ πόσος κόσμος εἶναι κοντὰ στὸ Θεό; Ἔχουμε λοιπὸν διαφορές. Εἴμαστε, φυσικά, παιδιὰ τοῦ ἑνὸς Πατέρα, ἀλλὰ μερικὰ μένουν στὸ σπίτι καὶ μερικὰ γυρίζουν ἔξω».