Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Ἡ προετοιμασία γιά τόν θάνατο, Βίος καί Λόγοι - Ἁγ. Πορφυρίου, Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου


«Μακάριοι οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες»[1]. Μακάριοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι κοιμῶνται ἐν Κυρίῳ, αὐτοί οἱ ὁποῖοι ζοῦν γιά τόν Χριστό καί πεθαίνουν ἐν τῷ Χριστῶ, δηλαδή ἑνωμένοι μαζί Του.

«Δέν πρέπει νά μᾶς τρομάζει ὁ θάνατος», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Δέν εἶναι τίποτε φοβερό. Εἶναι ἡ πόρτα πού μᾶς περνάει στήν αἰωνιότητα. Βέβαια χρειάζεται νά εἴμαστε προετοιμασμένοι, νά ζοῦμε ἀπ' αὐτή τή ζωή μέ τέτοιο τρόπο κοντά στόν Χριστό, ὥστε νά βρεθοῦμε κατ' εὐθείαν δίπλα Του, ὅταν φθάσουμε στήν μέλλουσα ζωή. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι κανείς δέν ἦλθε ἐδῶ στή γῆ γιά νά ζήσει αἰώνια. Στόν Παράδεισο εἶναι ἡ αἰωνιότητα. Ἐκεῖ θά εἴμαστε ὅλοι μαζί, ὅσοι ἀγαπᾶμε τόν Χριστό καί θά ζοῦμε μέ χαρά πνευματική»[2]. Θά πρέπει νά σκεφτόμαστε τήν προσωρινότητα αὐτῆς τῆς ζωῆς, νά θυμόμαστε τόν θάνατο κι αὐτό εἶναι κάτι τό ἀληθινά σωτήριο, ὅπως μᾶς λένε ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες.

«Ἄν σκεφτόμαστε», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «συνέχεια καί καθημερινά τόν θάνατό μας, δέν θά ἁμαρτάναμε τόσο εὔκολα, ἀλλά καί θά ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν αἰώνια πατρίδα μέ πολύ θάρρος καί ἐλπίδα. Θέλετε νά μάθετε γιατί ἔχει ἀποκρυφτεῖ ἀπό τόν Κύριο ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ κάθε ἀνθρώπου; Γιατί ἄν τήν γνώριζε», ἀπαντάει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «κανείς δέν θά φρόντιζε ποτέ γιά τήν ἀρετή στήν ἐπίγεια ζωή του, ἀλλά γνωρίζοντας καθένας τήν τελευταία ἡμέρα του, ἀφοῦ θά ἔπραττε ἄπειρα κακά, στό τέλος θά πλενόταν μέ τήν ἐξομολόγηση καί ἔτσι θά πέθαινε.

Φοβόμαστε τόν θάνατο, ὄχι ἐπειδή ἐκεῖνος εἶναι φοβερός, ἀλλά ἐπειδή οὔτε ἡ ἀγάπη πρός τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μᾶς θέρμανε οὔτε ὁ φόβος τῆς γέενας», τῆς κολάσεως, «μᾶς κατέλαβε, καί ἐπιπλέον δέν ἔχουμε καί συνείδηση ἀγαθή. Θέλετε νά σᾶς ἀναφέρω καί μιά τέταρτη αἰτία;», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος. «Δέν ζοῦμε βίο σκληραγωγίας, ὅπως ἁρμόζει στούς χριστιανούς, ἀλλά τόν μαλθακό καί νωθρό βίο ζηλέψαμε. Γι' αὐτό εἶναι καί φυσικό νά μᾶς ἀρέσει νά μένουμε στά πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου. Φοβόμαστε τόν θάνατο σάν παιδιά καί δέν φοβόμαστε τήν ἁμαρτία. Τά μικρά παιδιά φοβοῦνται τίς μάσκες καί δέν φοβοῦνται τήν φωτιά. Καί ἐμεῖς φοβόμαστε τόν θάνατο πού μοιάζει μέ μάσκα γελοία καί δέν φοβόμαστε τήν ἁμαρτία πού εἶναι ὄντως φοβερό πράγμα καί ὡς φωτιά κατατρώγει τήν συνείδησή μας. Ὅποιος δέν φοβᾶται τόν θάνατο, εἶναι ἔξω ἀπό τήν τυραννική ἐξουσία τοῦ διαβόλου. Κανέναν δέν φοβᾶται, κανέναν δέν τρέμει, εἶναι ἀπ' ὅλα ἀνώτερος καί ἀπό ὅλους πιό ἐλεύθερος. Ὅποιος θυσιάζει τό ὕψιστο, τή ζωή του, πολύ περισσότερο θυσιάζει ὅλα τά ἄλλα. Ὅταν ὁ διάβολος βρεῖ μιά τέτοια ψυχή, τίποτα δέν μπορεῖ νά τῆς κάνει. Γιά πές μου», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «θά τήν φοβερίζει μέ ἀπώλεια χρημάτων; Ἤ μέ βάσανα καί ἐξορία ἀπό τόν τόπο της; Αὐτά εἶναι ἀσήμαντα γιά ὅποιον εἶναι ἕτοιμος νά θυσιάσει τήν ζωή του, ὅπως λέει ὁ Μάκαριος Παῦλος»[3].

«Μέ πῆρε μία ἡμέρα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «κάποιος ἀπό τό Πατριαρχεῖο καί λέγαμε γιά τήν προσευχή. Τόν ἐρώτησα, λοιπόν, τό ἑξῆς: - Γιατί, ὅταν κάνομε ἁγιασμό, ὑπάρχει στήν ἀκολουθία καί ἕνα τροπάριο νεκρώσιμο; Ἐνῶ ὁ ἁγιασμός γίνεται γιά νά ἁγιάσουμε τό σπίτι, τά ὑπάρχοντά μας καί τούς ζωντανούς ἀνθρώπους, τό τροπάριο λέγει: «Φεῖσαι, Σῶτερ, τῶν ψυχῶν τῶν τεθνεώντων ἐπ' ἐλπίδι ζωῆς ἀδελφῶν ἡμῶν, καί ἄνες, ἄφες αὐτοῖς τά ἐγκλήματα». Ἐσεῖς μπορεῖτε νά μοῦ πεῖτε γιατί τό ἔχει αὐτό τό νεκρώσιμο στήν ἀκολουθία τοῦ ἁγιασμοῦ; Ἡ ἀπάντησή του ἦταν: - Γιά νά εἶναι τέλεια ἡ προσευχή μας περιλαμβάνοντας καί τούς τεθνεῶτας. Τί σοφά λόγια, πού δέν τά ξέραμε, ἀλλά παραπαίομε προσευχόμενοι χωρίς νά γνωρίζομε τί στοιχεῖα πρέπει νά ἔχει ἡ προσευχή μας. Κυρίως, παρακαλοῦμε τόν Θεό γιά τόν ἑαυτό μας». Δηλαδή θά πρέπει νά θυμόμαστε πάντοτε τούς κεκοιμημένους καί τόν θάνατο. «Ὁ Χριστός μᾶς ἔχει δώσει τήν ἀθανασία. Τό λέει καθαρά: «θάνατον οὐ μή θεωρήση εἰς τόν αἰῶνα». Ζῆστε τόν Χριστό καί θά 'στε εὐτυχισμένοι ἐν Χριστῷ. Πρέπει νά ζήσομε ἐν Χριστῷ. Νά μποῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία. Γιά νά μποῦμε στήν Ἐκκλησία, πρέπει ν' ἀποθάνουμε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο. Καί ἀπό κεῖ καί πέρα δέν ὑπάρχει τίποτα, οὔτε θάνατος, οὔτε τίποτε, παρά ζωή αἰώνιος!»[4].

Ἄς θυμόμαστε λοιπόν τόν θάνατο καί ἄς προετοιμαζόμαστε, γιατί οἱ τελευταῖες ὧρες τοῦ ἀνθρώπου στή γῆ εἶναι καί οἱ πιό κρίσιμες. Καί ὑπάρχουν τέσσερες, οἱ πιό κύριες καί οἱ πιό ἐπικίνδυνες, προσβολές μέ τίς ὁποῖες συνηθίζουν νά μᾶς πολεμοῦν οἱ δαίμονες κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου, ὅπως τίς ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νικόδημος. Πρῶτον εἶναι ὁ πόλεμος πού μᾶς κάνουν ἐναντίον τῆς πίστεως, βάζοντάς μας λογισμούς ἀπιστίας καί ἀμφιβολίας. Δεύτερος πειρασμός εἶναι τῆς ἀπογνώσεως. Προσπαθοῦν νά μᾶς βάλουν τήν ἀπελπισία, τήν σκέψη ὅτι δέν πρόκειται νά σωθοῦμε. Τρίτος εἶναι ὁ λογισμός τῆς κενοδοξίας, νά μᾶς κάνουν δηλαδή νά ὑπερηφανευτοῦμε, νά πιστέψουμε στά ἔργα μας, ὅτι τάχατες κάναμε σπουδαῖα καί ἐνάρετα πράγματα καί ἀξίζουμε γιά αὐτά νά σωθοῦμε. Καί τέταρτος εἶναι ὁ πειρασμός τῆς φαντασίας καί τῶν διαφόρων μεταμορφώσεων τῶν δαιμόνων σέ ἀγγέλους φωτός, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά μᾶς παραπλανήσουν, νά μᾶς τραβήξουν μέ τό μέρος τους, μακριά ἀπό τόν Χριστό. Γι' αὐτό θά πρέπει νά προετοιμαζόμαστε κάθε στιγμή καί νά θυμόμαστε τήν ὥρα τοῦ θανάτου καί νά καλλιεργοῦμε τήν ἀρετή, ὥστε νά μήν φανοῦμε ἀπροετοίμαστοι τίς φοβερές ἐκεῖνες ὧρες καί παρασυρθοῦμε ἀπό τόν ἐχθρό τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου, τόν διάβολο.

«Ἡ ζωηρή μνήμη τοῦ θανάτου», λέει ὁ Ὅσιος Φιλόθεος ὁ Σιναΐτης, «παρέχει πολλές ἀρετές. Γεννᾶ το πένθος, προτρέπει σέ ἐγκράτεια ἀπ' ὅλα, ὑπενθυμίζει τήν γέενα, εἶναι μητέρα τῆς προσευχῆς καί τῶν δακρύων, φρουρεῖ τήν καρδιά, παύει τήν ἐμπαθῆ προσκόλληση στήν σάρκα, ἀναβλύζει τήν ὀξύτητα τοῦ νοῦ, μᾶς δίνει διάκριση. Παιδιά αὐτῶν εἶναι ὁ διπλός φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό ἐμπαθεῖς λογισμούς»[5].

«Ἄς θυμούμαστε», λέει καί ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος, «ἄς θυμούμαστε, ἄν εἶναι δυνατόν ἀκατάπαυστα, τόν θάνατο. Ἔτσι γεννιέται μέσα μας ἡ ἀπόθεση τῶν φροντίδων καί κάθε ματαιότητος, ἡ φύλαξη τοῦ νοῦ, ἡ ἀκατάπαυστη δέηση, ἡ ἀπάθεια τοῦ σώματος καί ἡ ἀποστροφή τῆς ἁμαρτίας. Καί σχεδόν θά μπορούσαμε νά ποῦμε, κάθε ἀρετή πηγάζει ἀπό τήν μνήμη αὐτή. Γι' αὐτό, ἄς τήν χρησιμοποιήσουμε ὅπως τήν ἴδια τήν ἀναπνοή μας»[6].

«Ἔχε μπροστά στά μάτια σου τόν θάνατο κάθε μέρα», παρατηρεῖ καί ὁ Ἅγιος Ἡσαΐας ὁ Ἀναχωρητής. «Συνεχῶς νά σκέφτεσαι τό πῶς θά χωριστεῖς ἀπό τό σῶμα σου, πῶς θά περάσεις ἀπό τήν περιοχή τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους πού θά σέ συναντήσουν στόν ἀέρα καί πῶς θά παρουσιαστεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἑτοιμάσου γιά ἐκείνη τήν φοβερή ἡμέρα. Προετοιμάσου, γιατί κατά ἐκείνη τήν ἡμέρα θά σέ βρεῖ ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ. Προετοιμάσου, λοιπόν, γιά ἐκείνη τήν φοβερή ἡμέρα πού κατά τήν ὁποία θά σέ βρεῖ ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, σάν νά τήν βλέπεις ἤδη ἀπό τώρα»[7].

«Οἱ ἄνθρωποι», σημειώνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου ἀποφεύγουν τήν θύμηση τοῦ θανάτου, γιά νά μήν κόψουν τήν ὄρεξη, τήν ἀρέσκεια καί τήν ἐπιθυμία πού ἔχουν στά γήινα πράγματα στά ὁποῖα εἶναι προσκολλημένοι. Καί λυποῦνται νά σκεφτοῦν ὅτι πρόκειται νά τά ἀφήσουν»[8]. Ὅμως ἐμεῖς δέν ἔχουμε τήν ἐλπίδα μας σέ αὐτά, ἀλλά εἰς τόν Θεό».

«Ἄν ἡ ἐλπίδα τῶν χριστιανῶν περιοριζόταν μόνο στήν παροῦσα ζωή», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «τότε εὔλογα θά θεωροῦνταν ὁ θάνατος κάτι τό τρομερό. Ἐφόσον ὅμως ὁ ἀποχωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα ἀποτελεῖ τήν ἀρχή τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, γιατί οἱ ζῶντες κατά Χριστόν νά λυποῦνται γιά τόν θάνατο; Μήν διστάσεις νά πεθάνεις χάρη Ἐκείνου πού ἀξίζει νά ζεῖς»[9], λέει πάλι ὁ Μέγας Βασίλειος.

«Μήν φοβᾶσαι τόν θάνατο», λέει καί ὁ Ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, «γιατί ὁ Θεός ἑτοίμασε τά μέλλοντα ἀγαθά γιά νά σέ κάνει ἀθάνατο. Μόνο φρόντισε νά ζήσεις σωστά, νά ἔχεις ἤρεμη τήν συνείδησή σου ὅτι ἔκανες ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό ἐσένα. Ὅποιος ἔχει τόν ἔπαινο τῆς συνειδήσεως», λέει πάλι ὁ Ἀββάς Ἰσαάκ, «ἔχει τήν ἐπιθυμία τοῦ θανάτου»[10].

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Ἀποκ. 14, 13.

[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).


[4] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.


[6] Ὅ.π.

[7] Ὅ.π.

[8] Ὅ.π.

[9] Ὅ.π.