ΑΡΕΤΗ ΤΟΥΝΤΑ-ΦΕΡΓΑΔΗ
Οι τελευταίες μέρες πριν από την έναρξη του πολέμου
Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου 1939, πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σημειώθηκαν πολλά και σημαντικά γεγονότα. Και πρώτα απ’ όλα, η σύναψη του Σοβιετο-ναζιστικού Συμφώνου της 23ης Αυγούστου, το οποίο συνομολογήθηκε στη Μόσχα. Το σύμφωνο υπογράφηκε από τον Ρίμπεντροπ και τον Μολότοφ, υπουργούς Εξωτερικών της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης αντίστοιχα, και απετέλεσε το έναυσμα για την έκρηξη του πολέμου. Ωστόσο, και κάποιες ενέργειες του Ιταλού δικτάτορα για την αποτροπή του πολέμου είναι σημαντικές και άξιες αναφοράς.
Το Σοβιετο-ναζιστικό Σύμφωνο
Δώδεκα μέρες πριν από την υπογραφή του Σοβιετο-ναζιστικού Συμφώνου, στις 11 Αυγούστου 1939, σε συνομιλία του με τον Καρλ Μπούρκχαρτ, ύπατο Αρμοστή της ΚτΕ στο Ντάντσιχ, ο Χίτλερ τόνιζε: «Οτιδήποτε κάνω στρέφεται εναντίον της Ρωσίας. Αν η Δύση είναι ανόητη και τυφλή ώστε να μην αντιλαμβάνεται, θα αναγκαστώ να επιδιώξω μια συνεννόηση με τους Ρώσους, να νικήσω τη Δύση και εν συνεχεία να στρέψω όλες τις δυνάμεις μου εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Χρειάζομαι την Ουκρανία για να μη στερηθούμε τρόφιμα, όπως έγινε στον προηγούμενο πόλεμο». Ο ιστορικός J. Lukacs, στο βιβλίο του Ο Χίτλερ της Ιστορίας, σημειώνει πως «πολλοί ιστορικοί θεωρούν αυτή τη δήλωση αποκαλυπτική για ολόκληρη τη μεταγενέστερη στρατιωτική πολιτική του Χίτλερ». Πράγματι, αυτή υπήρξε η μετέπειτα πολιτική του Χίτλερ, αρχής γενομένης από το Σύμφωνο με τη Σοβιετική Ρωσία.
Η προσέγγισή του με τον Στάλιν ήταν κάτι που ο Φύρερ επιθυμούσε διακαώς. Αλλά και ο Σοβιετικός δικτάτωρ διακατείχετο από την ίδια επιθυμία. Αυτοί οι δύο εκ διαμέτρου διαφορετικοί άντρες, τόσο στον χαρακτήρα, όσο και στις ιδέες, απέβλεπαν στη σύναψη συμφώνου μη επίθεσης, αλλά την πρωτοβουλία την πήρε ο Χίτλερ, ανυπόμονος καθώς ήταν. Στις 20 Αυγούστου 1939 έστειλε μια επιστολή στον Στάλιν προτείνοντάς του διαπραγματεύσεις. Όντως, ο υπουργός Εξωτερικών, φον Ρίμπεντροπ, τον οποίο ο Χίτλερ είχε εξουσιοδοτήσει να υπογράψει ένα σύμφωνο άμεσα εφαρμοστέο, έφτασε στη Μόσχα το απόγευμα της 23ης Αυγούστου. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν αμέσως και κατέληξαν, μέσα σε λίγες ώρες, το βράδυ της ίδιας μέρας, στη σύναψη του συμφώνου.
Το βράδυ εκείνο υπογράφηκαν δύο διεθνή κείμενα. Το Σύμφωνο Μη Επίθεσης και το Μυστικό Πρωτόκολλο. Με το πρώτο, τα δύο συμβαλλόμενα μέρη αναλάμβαναν την υποχρέωση να ενισχύσουν την ειρήνη, να μη συμμετάσχουν σε καμία επιθετική ενέργεια, που θα στρεφόταν εναντίον του ετέρου κράτους, να μην υποστηρίξουν άλλο κράτος, το οποίο θα επετίθετο σε ένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, να μη συμμετάσχουν σε ομάδα κρατών, τα οποία θα διέκειντο εχθρικώς προς το ένα ή το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, να προσπαθήσουν να επιλύσουν τις ενδεχόμενες διαφορές τους με φιλικό διακανονισμό ή προσφεύγοντας σε διαιτησία.
Το Μυστικό Πρωτόκολλο, το οποίο είχε οδηγήσει, όπως σαφώς προέκυπτε από το περιεχόμενό του, τους δύο δικτάτορες στην προσέγγιση, περιλάμβανε τρία άρθρα. Βάσει του πρώτου, στη σοβιετική σφαίρα επιρροής θα περιέρχονταν η Εσθονία, η Φινλανδία και η Λετονία, σε περίπτωση που σημειώνονταν πολιτικο-εδαφικές μεταβολές. Στη γερμανική σφαίρα επιρροής θα περιερχόταν η Λιθουανία. Τα δύο συμβαλλόμενα μέρη αναγνώριζαν ότι η Λιθουανία είχε ένα ενδιαφέρον για τη Βίλνα.
Το δεύτερο άρθρο καθόριζε τα όρια των ζωνών επιρροής στην Πολωνία και συγκεκριμένα στη γραμμή Narew-Βιστούλα-Σαν. Προσέθεταν δε, ότι εάν τα δύο μέρη επιθυμούσαν να υπάρχει ένα ανεξάρτητο πολωνικό κράτος, τα σύνορά του δεν θα ήταν δυνατόν να καθοριστούν, κατά τρόπο οριστικό, παρά μόνο βάσει των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων. Σε ενάντια περίπτωση, οι δύο κυβερνήσεις θα έλυναν αυτό το ζήτημα με φιλικό διακανονισμό.
Στο τρίτο άρθρο καταγραφόταν το ενδιαφέρον της Σοβιετικής Ρωσίας για τη Βεσσαραβία και η Γερμανία αποδεχόταν ότι δεν είχε πολιτικές βλέψεις γι’ αυτή τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.
Ο Χίτλερ, στο Μάιν Καμπφ, τα είπε όλα. Ακόμα και το πώς θα άρχιζε ο πόλεμος. Αλλά δεν τον πρόσεξαν. Ενδεχομένως, να μην τον πίστεψαν ή να μη μελέτησαν επισταμένως το βιβλίο του. Διαφορετικά, ήταν πιθανό να είχαν αντιδράσει στη σύναψη του Συμφώνου με τη Ρωσία, αν είχαν διαβάσει: «Το ίδιο το γεγονός της σύναψης μιας συμφωνίας με τη Ρωσία αποδεικνύει το επικείμενο του πολέμου». Το ειρωνικό, βέβαια, σ’ αυτή τη φράση είναι ότι ακολουθείται από μια άλλη εξίσου σημαντική: «Και το αποτέλεσμά του θα σήμαινε το τέλος της Γερμανίας». Επομένως, και ο ίδιος δεν είχε επίγνωση των ιδιαίτερων μεταφυσικών του ικανοτήτων. Ο πόλεμος, που έφερε ξανά τη Γερμανία στον όλεθρο, ξέσπασε οκτώ μέρες μετά την υπογραφή του Σοβιετο-ναζιστικού Συμφώνου.
Οι επαφές Χίτλερ-Μουσολίνι
Μετά τη σύναψη του συμφώνου της 23ης Αυγούστου, ο Χίτλερ φαινόταν αποφασισμένος να ξεκινήσει τον πόλεμο εναντίον της Πολωνίας. Ήδη, την παραμονή της υπογραφής του, είχε διατάξει τους στρατηγούς του να επιτεθούν κατά της γειτονικής Πολωνίας την 25η προς την 26η Αυγούστου. Ωστόσο, δίστασε προς στιγμή. Η στάση του αυτή οφειλόταν αφενός μεν στη Συνθήκη Συμμαχίας που υπέγραψε η Μεγάλη Βρετανία με την Πολωνία στις 25 Αυγούστου και, αφετέρου, στην επιστολή που ο Μουσολίνι, ο οποίος είχε κρατηθεί έξω από τις συζητήσεις για το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, απηύθυνε στον Χίτλερ την ίδια μέρα (25 Αυγούστου). Με την επιστολή του αυτή, ο Ιταλός δικτάτωρ απαντούσε σε γραπτό σημείωμα, που ο Φύρερ τού είχε στείλει το ίδιο πρωινό, και στο οποίο εκαυχάτο για τη σύναψη του συμφώνου και του γνωστοποιούσε την πρόθεσή του να ξεκινήσει τον πόλεμο εναντίον της Πολωνίας. Ο Μουσολίνι φαινόταν εχθρικά διακείμενος σ’ έναν πόλεμο, εκείνη τη δεδομένη στιγμή, και ήταν της γνώμης ότι μια Γενική Διάσκεψη ήταν προτιμότερη. Διευκρίνιζε ότι, αν ξέσπαγε πόλεμος, η χώρα του δεν ήταν έτοιμη να εισέλθει σ’ αυτόν λόγω της στρατιωτικής της κατάστασης, την οποία είχε επανειλημμένως εκθέσει στον Χίτλερ και στον Ρίμπεντροπ. Μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η Γερμανία θα εφόδιαζε την Ιταλία με τεράστιες ποσότητες από όπλα και υλικά πολέμου θα μπορούσε αυτή να εισέλθει στον πόλεμο αμέσως.
Η Γερμανία φάνηκε διατεθειμένη να βοηθήσει την Ιταλία, αλλά η επιμονή του Αττόλικο, του Ιταλού πρέσβη στο Βερολίνο, η βοήθεια να παρασχεθεί πριν από την είσοδο της χώρας του στον πόλεμο, οδήγησαν τον Χίτλερ στο να δεχθεί ότι η χώρα του Ντούτσε θα απουσίαζε από τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Ωστόσο, ο Μουσολίνι επέμεινε στην προσπάθειά του για τη διατήρηση της ειρήνης και, στις 31 Αυγούστου, πρότεινε στη Γαλλία και τη Βρετανία τη σύγκληση μιας διάσκεψης, η οποία θα λάβαινε χώρα στις 5 Σεπτεμβρίου. Και αυτή η προσπάθεια δεν βρήκε ανταπόκριση.
Η αρχή – Η γερμανική επίθεση στην Πολωνία
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, μέρα έναρξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χίτλερ ανήγγειλε στο Ράιχσταγκ, που τον επευφημούσε, την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Πολωνία τα ξημερώματα της ίδιας μέρας. Ως δικαιολογία της εισβολής προέβαλε το γεγονός ότι, λίγο νωρίτερα, πολωνικά στρατεύματα είχαν ανοίξει πυρ επί γερμανικού εδάφους. Δημιούργησε, δηλαδή, ένα συνοριακό επεισόδιο, όπως είχε πράξει η Γερμανία και την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου πριν αναμιχθεί στην ανάφλεξη. Η γερμανική αυτή ενέργεια σηματοδότησε την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του πλέον καταστροφικού που γνώρισε η ανθρωπότητα, με εκατόμβες θυμάτων -μόνο στη Σοβιετική Ρωσία οι πηγές μιλούν για 20 εκατομμύρια απώλειες σοβιετικών στρατιωτών και πολιτών-, του οποίου η εξαετής διάρκεια υπερέβη κατά πολύ τις αρχικές προβλέψεις.
Στην κατά της Πολωνίας εκστρατεία, οι Γερμανοί στρατηγοί, για πρώτη και μοναδική φορά, διεξήγαγαν τις πολεμικές επιχειρήσεις χωρίς την ανάμιξη του Φύρερ. Εξαπέλυσαν στο πεδίο της μάχης τα τρία τέταρτα του στρατού τους και διενήργησαν επίθεση, δίχως να κηρύξουν πόλεμο, εναντίον των πολωνικών δυνάμεων, εφαρμόζοντας για πρώτη φορά την επιτυχημένη στρατηγική του αστραπιαίου ή κεραυνοβόλου πολέμου (Blitzkrieg), μέθοδο την οποία ακολούθησε ο Χίτλερ, σε αρκετές περιπτώσεις, τα επόμενα δύο χρόνια. Η πολεμική αυτή στρατηγική είχε εμφανισθεί σε θεωρητικό επίπεδο στις μελέτες ορισμένων Βρετανών στρατιωτικών (Β. Η. Liddell Hart), είχε υποστηριχθεί από τον Ντε Γκολ και εγκαινιάσθηκε στην πράξη από τους ναζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ερχόταν δε σε αντίθεση με τον πόλεμο των χαρακωμάτων, που είχε εφαρμοσθεί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι Πολωνοί πολέμησαν γενναία, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στο ιππικό, το οποίο αποδεκατίστηκε από τη γερμανική αεροπορία, όντας βέβαιοι ότι η γαλλική συνδρομή, την οποία θεωρούσαν σίγουρη, λόγω της Στρατιωτικής Συμφωνίας Γκαμελέν- Κασπρσγίσκι, που είχε υπογραφεί στις 17 Μαΐου 1939 και ήταν μυστική, δεν θα αργούσε να έρθει.
Ωστόσο, οι Γάλλοι δεν επεχείρησαν καμία επιθετική ενέργεια στο Δυτικό Μέτωπο, γεγονός το οποίο, αν είχε συμβεί, θα είχε, ίσως, καταφέρει αποφασιστικά πλήγματα στους Γερμανούς, τη στιγμή που οι περισσότερες στρατιωτικές τους δυνάμεις ήσαν απασχολημένες στο Ανατολικό Μέτωπο. Σύμφωνα με την κατάθεση του Στρατηγού Γιόντλ, της 4ης Ιουνίου 1946, στη Δίκη της Νυρεμβέργης, «εάν δεν καταρρεύσαμε το 1939, το οφείλουμε αποκλειστικώς στο γεγονός ότι, κατά την πολωνική εκστρατεία, οι εκατόν δέκα περίπου γαλλικές και αγγλικές μεραρχίες στο Δυτικό Μέτωπο παρέμειναν αδρανείς έναντι των 23 γερμανικών μεραρχιών».
Η κατίσχυση των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων επί των πολωνικών υπήρξε θεαματική. Ο «εχθρός είχε ουσιαστικώς ηττηθεί» σε λιγότερο από μια βδομάδα. Στις 6 Σεπτεμβρίου, η πολωνική κυβέρνηση εγκατέλειψε τη Βαρσοβία και μετέβη στο Κούτι, πλησίον της ρουμανικής μεθορίου. Το τέλος της Πολωνίας γράφτηκε στις 28 Σεπτεμβρίου, με την πτώση της Βαρσοβίας. Δύο μέρες αργότερα, στις 30 Σεπτεμβρίου, σχηματίστηκε στο Παρίσι καινούρια εξόριστη κυβέρνηση υπό τον Ράκιεβιτς, ο οποίος είχε διατελέσει Πρόεδρος της Γερουσίας στη χώρα του. Το υπουργείο Εξωτερικών ανατέθηκε στον Ζαλέσκι και εκείνο των Στρατιωτικών στον Στρατηγό Σικόρκι, ο οποίος ανέλαβε και τη διοίκηση των εναπομεινάντων τμημάτων του πολωνικού στρατού. Η κυβέρνηση αυτή κατέφυγε στο Λονδίνο και ήταν η πρώτη των εξόριστων κυβερνήσεων της Ευρώπης, οι οποίες θα τελούσαν υπό βρετανική προστασία στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
(…)
Σοβιετικές ενέργειες – Η σοβιετική εισβολή στην Πολωνία
Η 17η Σεπτεμβρίου 1939 ήταν η μέρα της σοβιετικής εισβολής στην Πολωνία και η μέρα η οποία σήμανε την αρχή του τέλους της Πολωνίας. Τα σοβιετικά στρατεύματα εισήλθαν στο πολωνικό έδαφος από την Ανατολή, βάσει του πρόσθετου Πρωτοκόλλου του Σοβιετο-ναζιστικού Συμφώνου της 23ης Αυγούστου 1939, το οποίο ήταν μυστικό. Η Πολωνία είχε διαπράξει το ατόπημα να μην καλύψει τα προς τη Σοβιετική Ένωση σύνορά της, βασιζόμενη στο Σύμφωνο Μη Επίθεσης, που είχε υπογράψει μ’ αυτήν στις 25 Ιουλίου 1932.
Η καθυστέρηση της σοβιετικής επέμβασης οφειλόταν στους δισταγμούς του Στάλιν και στην επιθυμία του να φτάσει στο σκοπό του με λιγότερες θυσίες και να οδηγήσει την Πολωνία στον διαμελισμό δίχως αιματοχυσία, αν ήταν δυνατόν. Οι συζητήσεις και διαβουλεύσεις με τους Γερμανούς, στο χρονικό διάστημα από 1ης Σεπτεμβρίου έως τη 17η, χαρακτηρίζονται από τις πιέσεις του Χίτλερ προς τον Στάλιν να διενεργήσει επίθεση κατά της Πολωνίας και από την αναποφασιστικότητα του τελευταίου. Εξάλλου, ο Γεωργιανός ηγέτης ήθελε να καλύψει την επέμβασή του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη φαίνεται ότι παραβιάζει αρχές της κομουνιστικής ιδεολογίας. Η είσοδος δε στον πόλεμο των δύο Δυτικών Δυνάμεων του επέτρεψε να μην τηρήσει τις υποσχέσεις που είχε δώσει στην Πολωνία, τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου, για παροχή οικονομικής βοήθειας.
Έτσι, το βράδυ της 16ης προς την 17η Σεπτεμβρίου, ο Μολότοφ επέδιδε στον Πολωνό Επιτετραμμένο διακοίνωση, η οποία διαλάμβανε τα ακόλουθα: «Κατά τη διάρκεια δεκαημέρου εκστρατείας, η Πολωνία έχασε τα βιομηχανικά της εδάφη και τα μορφωτικά αυτής κέντρα. Η Βαρσοβία δεν υφίσταται πια ως πρωτεύουσα. Η Πολωνική κυβέρνηση (…) δεν δίνει σημεία ζωής. Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι το Πολωνικό κράτος και η κυβέρνησή του έπαψαν υφιστάμενα. Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, ουδέτερη μέχρι σήμερα, δεν δύναται να παραμείνει έτσι μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση (…) δεν μπορεί να (παραβλάψει) το γεγονός ότι οι εξ αίματος αδελφοί της, οι Ουκρανοί και οι Λευκορρώσοι, οι οποίοι ζουν στο πολωνικό έδαφος, έχουν εγκαταλειφθεί (στη μοίρα τους). Γι’ αυτούς τους λόγους, η Σοβιετική κυβέρνηση έδωσε διαταγή στον Ερυθρό Στρατό να διαβεί τα σύνορα με σκοπό την προστασία των πληθυσμών που κατοικούν στην Ουκρανία και τη Λευκορωσία και των περιουσιών τους και για να απαλλαγεί ο πολωνικός λαός από τον ατυχή πόλεμο, στον οποίο τον είχαν οδηγήσει οι άφρονες ιθύνοντες της Πολωνίας (…)».
Την επόμενη μέρα, 18 Σεπτεμβρίου, τα σοβιετικά στρατεύματα κατέλαβαν αμαχητί την ανατολική πλευρά της Πολωνίας και ενώθηκαν με τα γερμανικά στρατεύματα στο Μπρεστ Λιτόβσκ (πόλη στην οποία το 1918 είχε υπογραφεί η ομώνυμη Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και της Γερμανίας).
Η Σοβιετική Ρωσία είχε ενεργήσει σύμφωνα με το καθορισμένο πρόγραμμα, όπως διαβεβαίωνε ο Ρίμπεντροπ τον Τσιάνο σε τηλεφωνική συνομιλία τους. Στις 22 Σεπτεμβρίου, τα Αρχηγεία των δύο Δυνάμεων, που είχαν επέμβει στην Πολωνία, αποδέχτηκαν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο ζώνες κατοχής, με βάση τον ρου των ποταμών Πίσσα, Νάροβ, Μπουγκ, Σαν και Βιστούλα. Ο διαμελισμός της Πολωνίας με βάση τη γραμμή των συγκεκριμένων ποταμών και η προσφυγή σε διαπραγματεύσεις προήλθε εκ μέρους της Μόσχας, εφόσον αυτές τις προτάσεις υπέβαλε ο Μολότοφ στον Σούλενμπουργκ.
Ωστόσο, έπρεπε να συζητηθούν οι λεπτομέρειες των θεμάτων αυτών, ώστε να προχωρήσουν στην οριστική τους ρύθμιση. Όντως, οι συζητήσεις διεξήχθησαν ανάμεσα στον Στάλιν και τον Ρίμπεντροπ. Οι δύο ιθύνοντες συναντήθηκαν τρεις φορές, την 27η και την 28η Σεπτεμβρίου 1939, στο Κρεμλίνο, όπου ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών ενέδωσε στις πιέσεις του Στάλιν και δέχτηκε, μετά από τηλεφωνική έγκριση του Χίτλερ, ευρεία τροποποίηση των Συμφωνιών της 23ης Αυγούστου 1939 προς όφελος της Σοβιετικής Ρωσίας.
Τη δεύτερη μέρα της συνάντησής τους, οι Ρίμπεντροπ και Μολότοφ προχώρησαν στην υπογραφή μιας συνθήκης, η οποία στην ουσία αντικαθιστούσε το Σύμφωνο μη Επίθεσης του Αυγούστου 1939. Το υπογραφέν διεθνές κείμενο επονομαζόταν Συνθήκη «φιλίας και καθορισμού συνόρων» και ακολουθείτο από τρία μυστικά πρωτόκολλα, δύο από τα οποία περιείχαν την ουσία των συμφωνημένων. Βάσει του ενός, η Λιθουανία θα υπαγόταν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Ως αντάλλαγμα, οι Γερμανοί θα έπαιρναν την Ανατολική Βεσσαραβία και το Λούμπλιν. Σύμφωνα με το δεύτερο Πρωτόκολλο, οι δύο κυβερνήσεις υπόσχονταν ότι θα συνεργάζονταν, με στόχο να αποτρέψουν ενδεχόμενες απόπειρες των Πολωνών, σκοπούσες στην ανασύσταση του πολωνικού κράτους.
Είναι φανερό ότι με το Πρωτόκολλο επερχόταν ο τέταρτος διαμελισμός της Πολωνίας, ο οποίος ευνοούσε τη Σοβιετική Ρωσία πολύ περισσότερο από εκείνον του 1795, που είχε σημειωθεί την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Για τους Πολωνούς, οι οποίοι δεν αντιμετώπιζαν τον διαμελισμό του κράτους τους για πρώτη φορά, ήταν ο πλέον απάνθρωπος. Και τούτο επειδή, με το δεύτερο μυστικό Πρωτόκολλο Χίτλερ και Στάλιν, έδιναν τα χέρια στην εγκαθίδρυση καθεστώτος τρόμου στην Πολωνία, αποβλέποντας στο να απωλέσουν οι Πολωνοί την ελευθερία τους, τον πολιτισμό τους και καθετί που είχε σχέση με την εθνική τους ζωή.
Οι πιο πάνω διεθνείς πράξεις συμπληρώθηκαν και από Κοινή Δήλωση των δυο συμβαλλομένων μερών, με την οποία διατράνωναν ότι έβαλαν τα θεμέλια μόνιμης και διαρκούς ειρήνης στην Ανατολική Ευρώπη. Η Σοβιετική Ένωση είχε καταφέρει να προσεταιριστεί τη Γερμανία, παραμένοντας έξω από τον πόλεμο, είχε αποκομίσει εδαφικά κέρδη, εγκαθίδρυσε την κομουνιστική κυριαρχία στην Πολωνία -η τελευταία έπαυσε να υφίσταται ως κράτος-, έπεισε τον Χίτλερ να εκκενώσει από τα γερμανικά στρατεύματα την πετρελαιοπαραγωγό περιοχή Borislav-Drohobycz και ο Σοβιετικός δικτάτωρ συγκατένευσε να πωληθεί στους Γερμανούς πετρέλαιο σε ποσότητα που αναλογούσε στην ετήσια παραγωγή των πετρελαιοπηγών της συγκεκριμένης περιοχής. Επιπροσθέτως, στις 11 Φεβρουάριου 1940, Γερμανία και Σοβιετική Ένωση υπέγραψαν Οικονομική Συμφωνία, η οποία θα ίσχυε για ενάμιση χρόνο. Ωστόσο, όλο αυτό το πλέγμα των συμφωνιών αποδείχτηκε ότι ήταν προσωρινό για τον Χίτλερ, ο οποίος δεν είχε παραλείψει να τονίσει στους αξιωματικούς του τον Νοέμβριο 1939 ότι τα «σύμφωνα (…) τηρούνται όσο χρόνο εξυπηρετούν τον σκοπό τους».
Η προσάρτηση των Βαλτικών χωρών από τη Σοβιετική Ένωση
Ο Στάλιν είχε εγγυηθεί στην Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία ότι δεν εποφθαλμιούσε τα εδάφη τους και δεν επιθυμούσε την επέκταση του κομουνισμού σ’ αυτές. Η στάση του δεν ήταν άμοιρη απώτερων επιδιώξεών του. Η σοβιετική κυβέρνηση είχε ήδη προτείνει στην εσθονική κυβέρνηση να στείλει στη Μόσχα αντιπρόσωπό της, ώστε να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις. Ποιο θέμα θα διαπραγματεύονταν οι δύο κυβερνήσεις δεν γινόταν γνωστό.
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1939, ο Μολότοφ υπέβαλε στον υπουργό Εξωτερικών της Εσθονίας ένα κείμενο συμφώνου το περιεχόμενο του οποίου θα ήταν συναφές με την αμοιβαία βοήθεια. Η Ρωσία θα αποκτούσε το δικαίωμα, βάσει του συμφώνου, να εγκαθιδρύσει στρατιωτικές βάσεις στο έδαφος της Εσθονίας. Ειδικότερα, ο Σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών απαιτούσε, υπό την απειλή αεροπορικής επίθεσης, να παραχωρηθούν αεροπορικές και ναυτικές βάσεις στη χώρα του και επίσης να επιτραπεί η στάθμευση ρωσικών στρατευμάτων στο εσθονικό έδαφος. Η Εσθονία ενέδωσε και στις 28 Σεπτεμβρίου υπογράφηκε το εν λόγω σύμφωνο.
Στις 5 Οκτωβρίου υπογράφηκε ανάλογο σύμφωνο με τη Λετονία και στις 10 του ίδιου μηνός με τη Λιθουανία. Σ’ αυτό το κράτος, στα τέλη Οκτωβρίου, επιστράφηκε η Βίλνα και το τμήμα εκείνο του εδάφους το οποίο κατείχαν οι Πολωνοί από το 1920. Αξίζει να σημειωθεί ότι, βάσει των προαναφερθέντων Συμφώνων Αμοιβαίας Βοήθειας, που υπέγραψαν οι Σοβιετικοί με τα τρία Βαλτικά κράτη, εγκαθιδρυόταν στην πραγματικότητα σ’ αυτά ρωσικό προτεκτοράτο.
Τούτο, όμως, δεν ήταν αρκετό για τον Στάλιν. Η ήττα της Γαλλίας και η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων στη γαλλική πρωτεύουσα απογοήτευσαν τον Σοβιετικό δικτάτορα, ο οποίος προχώρησε στην προσάρτηση των τριών Βαλτικών χωρών. Μετά τα μέσα Ιουνίου, σοβιετικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη Κάουνας, πρωτεύουσα της Λιθουανίας, της μόνης χώρας που συνόρευε με τη Γερμανία. Η δε Λετονία και Εσθονία κατελήφθησαν, τελικώς, από τον Κόκκινο Στρατό την 1η Ιουλίου 1940. Τα Κοινοβούλια που σχηματίσθηκαν μετά τις νόθες εκλογές που διεξήχθησαν στα τρία Βαλτικά κράτη αποφάσισαν τη μεταβολή των κρατών σε Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίες ενσωματώθηκαν σ’ αυτή.
«εικόνες» από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο – Μία ιστορική προσέγγιση (2007) – σελ.19-36 (αποσπάσματα)
ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ: Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΤΩΝ & ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Β’ Π.Π
Η Αρετή Τούντα-Φεργάδη είναι πτυχιούχος του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και διδάκτωρ του ιδίου Πανεπιστημίου. Είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο γνωστικό αντικείμενο Ελληνική Διπλωματική Ιστορία 20ού αιώνα, στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου, στο οποίο και διδάσκει ελληνική και ευρωπαϊκή Διπλωματική Ιστορία 19ου και 20ού αιώνα. Έχει συμμετάσχει σε περισσότερα από 30 Συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει συγγράφει βιβλία και μελέτες Διπλωματικής Ιστορίας. Κυριότερα έργα της: Ελληνο-Βουλγαρικές Μειονότητες: Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ, 1924-1925 (Θεσσαλονίκη, ΙΜΧΑ, 1986). Το Προσφυγικό Δάνειο του 1924 (Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1986). Θέματα Ελληνικής Διπλωματικής Ιστορίας 1912-1941 (Αθήνα, I. Σιδέρης, 4η έκδοση, 2005). Η Εξωτερική Πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων στο Μεσοπόλεμο (Αθήνα, I. Σιδέρης, 2η έκδοση, Μάιος 2005). Ηγετικές Μορφές του Μεσοπολέμου και Εξωτερική Πολιτική (Αθήνα, I. Σιδέρης, 2003).