Το
κείμενό με τίτλο "Τουρκοβούνια" δημοσιεύτηκε λίγες εβδομάδες μετά τα
Δεκεμβριανά, στις 2 Φεβρουαρίου του 1945 (αν δεν κάνω λάθος πρόκειται
για το δεύτερο χρονογράφημα που έγραψε η Ελένη Βλάχου για την
"Καθημερινή") :
«Ήταν μεσημέρι. Ανεβαίναμε ένα μονοπάτι πίσω από την Κυψέλη. Μια μικρή ομάδα από Έλληνες και μερικοί ξένοι δημοσιογράφοι, Άγγλοι, Αμερικανοί, Γάλλοι, με σημειωματάριο στα χέρια, με φωτογραφικές μηχανές και μάτια γεμάτα κρύα περιέργεια.
Πηγαίναμε να δούμε άλλον έναν ομαδικό τάφο. Τον είχαν ανακαλύψει τα παιδάκια της γειτονιάς. Αυτά είχαν δη πρώτα τα χέρια και τα πόδια που ξεπερνούσαν το πρόχειρο ρηχό χαντάκι. Τρέξανε στις μανάδες τους. Και ήρθε η αστυνομία, αι αρχαί, ο ιατροδικαστής, και ερχότανε τώρα ο ξένος τύπος για να "δη" και να "πιστέψη"...
Έπεφτε ψιλή βροχή, που πότε σταματούσε και πότε ξανάρχιζε, φτωχή και αναποφάσιστη, και η συννεφιά ετύλιγε με αθόρυβη μελαγχολία τον γυμνό άσχημο λόφο. Στο πλαϊνό βουναλάκι ένας μικρός βοσκός κουκουλωμένος μέσα σε μια πελώρια μαύρη κάπα, φύλαγε ένα αραιό κοπάδι από αδύνατα αρνιά που βοσκούσαν κάποιο αθέατο χορτάρι.
Όταν φθάσαμε στην κορυφή, βρήκαμε αραδιασμένα μπροστά σ' ένα φρεσκοσκαμμένο χαντάκι εκατόν δέκα πτώματα. Τα σαράντα ήταν γυναίκες. Όλα σε αθλία κατάστασι: Ξυπόλητα, κτυπημένα, μισόγδυτα, βασανισμένα. Πόδια, χέρια, πρόσωπα με φρικτά ανοικτά μάτια, ριγμένα όπως όπως ανάκατα απάνω στην κρύα πέτρα και στην λάσπη.
Ο ιατροδικαστής σκυφτός, εξήταζε τους νεκρούς. Μπροστά σ' ένα πτώμα σταμάτησε περισσότερο, και μετά φώναξε μερικούς δημοσιογράφους που ήταν γύρω. Ήταν μια νέα γυναίκα και της είχαν τραβήξει εν ζωή μια μαχαιριά από το ένα αυτί στο άλλο, σχίζοντας το στόμα, σπάζοντας τα δόντια.
Μερικοί κάτοικοι της Κυψέλης, όρθιοι, βουβοί, χλωμοί, έβλεπαν τώρα τον φρικτό επίλογο μιας τραγωδίας που είχαν παρακολουθήσει από την αρχή:
Πίσω από τα μισόκλειστα παράθυρά τους είχαν δη τους καταδίκους να
περνάνε με βαρειά, συρτά βήματα. Μέρα, με συνοδεία, δεμένοι δυό-δυό,
τραβούσανε για το μονοπάτι που ανέβαινε
στα Τουρκοβούνια. Και ξέρανε, είχαν μάθει πια, ότι η εκτέλεσίς τους,
αναπόφευκτη, θα άρχιζε αργά τη νύκτα. Περιμέναν με αγωνία ν' ακούσουν
την ξερή ριπή του πολυβόλου, και μετά τακ, τακ, τακ, σαν τελείες θανάτου
τις χαριστικές βολές.
Παιδιά, γυναίκες, γέροι, κοπέλλες που είχαν περάσει όλον τον πόλεμο, που είχαν γλυτώσει από τον Γερμανό,
που είχαν πη τόσες φορές σαν χρυσή ελπίδα, σαν μαγική ευχή που θα
τέλειωνε όλα τα βάσανα εκείνο "και του χρόνου ελεύθεροι" ανέβηκαν το
μονοπάτι του μαρτυρίου και στάθηκαν και περίμεναν να σκαφτή ο πρόχειρος
τάφος τους και νάρθη η σειρά τους. Σ' εκείνες τις σεληνοφώτιστες νύχτες
του Δεκέμβρη με τον Σαρωνικό ήρεμο να γυαλίζη στο βάθος, με μια Αθήνα
κατάλευκη, με τα μάτια ίσως καρφωμένα προς κάποιο σπιτάκι που στέγαζε
τον ανήσυχο ύπνο αγαπημένων προσώπων, βλέπανε αμείλικτο τον θάνατο να
έρχεται. Ένα θάνατο τόσο τρομακτικά άδικο, τόσο φρικτό, τόσο απάνθρωπο, που η πιο σκοτεινή φαντασία δεν μπορούσε να προβλέψη. Ένα θάνατο που δεν ερχόταν ούτε από εχθρό, ούτε από καμμιά δικαιοσύνη, αλλά από τα εγκληματικά χέρια μιας σπείρας από αμόρφωτα, έκφυλα πλάσματα, δηλητηριασμένα από την πιο ύπουλη και βάρβαρη προπαγάνδα.
Μια κοπέλλα νέα που κύτταζε, δάκρυσε κι' έκανε το σταυρό της :
- Όλο φτωχόκοσμο σκοτώσανε. Τί σόι κομμουνισμός είναι αυτός;...
Ένα γεροντάκι σκυφτό, ωχρό, της απάντησε ξερά :
- Στον πλούσιο, κυρά μου, συγχωρνάνε να μην είναι εαμίτης. Στο φτωχό όμως δεν το συγχωρνάνε. Δεν τον συγχωρνάνε ν' αγαπάη λιγάκι τον τόπο του...
Η βροχή είχε δυναμώσει. Και το γεροντάκι κι' εμείς πήραμε σιωπηλοί τον δρόμο του γυρισμού».
[ To κείμενο είναι από τη συλλογή χρονογραφημάτων της Βλάχου με τίτλο "Επίκαιρα..." που ανακάλυψα σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο .
Το
βιβλίο εκδόθηκε το 1948 και σε μια από τις πρώτες σελίδες, ο αρχικός
κάτοχός του έχει γράψει το όνομά του και, μάλλον, τη μέρα που άρχισε να
το διαβάζει : "Πέτρος, Πρωτοχρονιά 1949".
Εβδομήντα
τέσσερα χρόνια πριν, σε μια Ελλάδα με πρωθυπουργό τον γηραιό Θεμιστοκλή
Σοφούλη, που έμπαινε στον τελευταίο χρόνο του Εμφυλίου, άκουγε στο
ραδιόφωνο το "Τραμ το Τελευταίο" και πήγαινε στον κινηματογράφο για να
δει το "Οι Γερμανοί Ξανάρχονται" του Αλέκου Σακελλάριου... ]