«Καὶ σταυρώσαντες αὐτὸν διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βάλλοντες κλῆρον ἐπ’ αὐτά τίς τί ἄρῃ. Ἦν δὲ ὥρα τρίτη καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν» (Μᾶρκ. ιε΄, 24, 25). (: Καὶ ὅταν τὸν ἐσταύρωσαν, ἐμοίρασαν τὰ ροῦχα του, ἀφοῦ ἔρριψαν εἰς αὐτὰ λαχνὸν περὶ τοῦ τί θὰ ἔπαιρνε ὁ καθένας τους. Ἦτο δὲ ἡ ὥρα τρεῖς ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, δηλαδὴ ἐννέα τὸ πρωΐ τότε, ποὺ τὸν ἐσταύρωσαν).
- Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ σύμβολον τῆς Νίκης. Σταυρὸς τῶν πιστῶν τὸ κραταίωμα. Ὁ Ἅγιος Ἰωσήφ, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὑμνεῖ τὸν Τίμιον Σταυρὸν καὶ ἐπισημαίνει:
«Ὦ θεῖε Σταυρέ, τό ἀνέκφραστο θέαμα τῶν Ἀγγέλων, τό καύχημα τῶν πιστῶν, ἡ Βασιλική ράβδος, -σοῦ ὁμιλῶ σάν νά εἶσαι ἔμψυχος- σύ βεβαίως φέρνεις σὲ μᾶς τά χαρμόσυνα μηνύματα τῆς σωτηρίας. Μέ σένα οἱ κλεισμένες πύλες τοῦ Παραδείσου, πάλι ἀνοίγονται. Μέ σένα καταργήθηκε τό κράτος καί ἡ δύναμη τοῦ θανάτου· μέ σένα ὁ ᾅδης ἀπογυμνώθηκε· μέ σένα, οἱ νεκροί ξαναέζησαν· μέ σένα ὁ Λῃστής χαίρει καί ἀγάλλεται μέσα στόν Παράδεισο· μέ σένα ἑνώθηκαν τά ἐπίγεια μέ τά Οὐράνια· μέ σένα γνωρίσαμε τήν Ἀλήθειαν· μέ σένα μᾶς δωρήθηκε τό Βάπτισμα τῆς ἀναγεννήσεως· μέ σένα χαρίστηκε στούς ἀνθρώπους ἄφεση ἁμαρτιῶν· μέ σένα λάβαμε τή Δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· μέ σένα οἱ ἐκκλησίες σημειώνονται, καί ἔτσι γίνονται Ναοί Θεοῦ. Μέ σένα ἀπολαμβάνομε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ· μέ σένα καταξιωνόμασθε καί γινόμασθε υἱοί τοῦ Θεοῦ καί κληρονόμοι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Μέ σένα οἱ ἱερὲς πανηγύρεις καί οἱ γιορτὲς γεμίζουν ἀπό θεία χαρά καί θεϊκό φῶς. Καί ποιά γλῶσσα θά μποροῦσε νά μᾶς περιγράψῃ ἀκριβῶς πόσα καί ποιὰ εἶναι τά καλά ἐκεῖνα, πού δώρησε ὁ Χριστός ὁ ἀληθινός Θεός, μέ σένα στό γένος τῶν ἀνθρώπων;
Ὦ Σταυρέ, τρισμακάριστε καί πολυπόθητε! Πολλά ἱερά ὀνόματα παρέχεις σ’ αὐτούς πού ἐπιθυμοῦν νά σέ ἐγκωμιάσουν! Ποῖος μπορεῖ νά σέ ἀνυμνήση, ὅπως ἀκριβῶς σοῦ ἀξίζει; Ὦ Ξύλον σεβάσμιον καί πανάγιον! Ποῖος μπορεῖ νά σέ δοξάση καί νά σέ μακαρίση ἀξίως; Ὤ ρίζα ζωῆς καί ζωοποιέ! Ποῖος μπορεῖ νά ψηλαφήση μέ καθαρότητα τά ἅγια χαρίσματά σου; Ποῖος θά μπορέση νά ἀσπασθῆ τήν ἁγιότητά σου μέ ἄξια χείλη;… Ποῖος θά χαράξη τό σημεῖον σου πάνω στὸν ἑαυτό του, γιά νά λάβη φωτισμόν καί κάθαρση ψυχῆς; Ποῖος θά ἀσφαλίση τά πρόθυρα τοῦ σπιτιοῦ του μέ τό σημεῖον σου, γιά νά προφυλαχθῆ ἀπό κάθε πειρασμόν; Ποῖος θά σφραγίση τόν ἑαυτόν του μέ τό σημεῖόν σου πρίν ἀπό κάθε κίνημα καί διάβημά του, προκειμένου ὅλες οἱ σκέψεις καί οἱ πράξεις του νά εἶναι σύμφωνες μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;
- Στὸ περιοδικὸ “Ἱεραποστολικὸς Ταχυδρόμος” περιγράφεται ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς σωτηρίας μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Σταυροῦ, στὸ Κογκό.
«Πάτερ, ἦρθα ἀπὸ τὸ χωριό μου νὰ εὐχαριστήσω τὸν Θεό μου γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ μοῦ ξαναέδωσε. Τὸ χωριό μου ἀπέχει ἀπὸ ἐδῶ 90 χιλιόμετρα. Ἦρθα μὲ τὰ πόδια, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ κοινωνήσω καὶ νὰ εὐχαριστήσω τὸν Κύριο.
Ἔγινε στὸ χωριό μου ἐμφύλιος πόλεμος, ὄχι μόνο ἐμφύλιος πόλεμος, ἀλλὰ διαβολικὸς πόλεμος. Οἱ ἀντάρτες μπῆκαν στὸ χωριό μας, κόβανε κεφάλια, ἔπιναν αἷμα ἀνθρώπων. Φοροῦσαν στὰ κεφάλια τους κόκκινα μαντήλια, στὰ χέρια τους κρατοῦσαν μεγάλα μαχαίρια, γιὰ νὰ κόβουν κεφάλια. Ἐγὼ τὸ πρωὶ σηκώθηκα καὶ ἀφοῦ ἔκανα τὴν πρωινή μου προσευχὴ πῆγα στὰ χωράφια καὶ δὲν ἤξερα τί θὰ γινόταν πίσω μου. Ἀπὸ τὰ χωράφια μ’ ἔπιασαν καὶ μὲ πῆγαν μακριά, στὰ 10 χιλιόμετρα περίπου, μὲ τὰ χέρια μου δεμένα πίσω. Ἐκεῖ ποὺ μὲ πῆγαν ἦταν τὸ κέντρο τους, ὅπου ἦταν καὶ ὁ ἀρχηγός τους. Καὶ τί εἶδα μὲ τὰ μάτια μου; Ἀπίστευτα πράγματα:
- Δέκα ξύλα ὄρθια, στὰ ὁποῖα κρέμονταν κεφάλια ἀνθρώπων.
- Ὁ ἀρχηγὸς καθόταν πάνω σ’ ἕνα μεγάλο θρόνο, δεξιὰ καὶ ἀριστερά του κρέμονταν πόδια ἀνθρώπων.
- Εἶχαν ἀνάψει φωτιὲς μὲ ξύλα καὶ μαγείρευαν κρέας ἀνθρώπων.
- Πιὸ πέρα εἶχε ἕνα μεγάλο βαθὺ πηγάδι, ὅπου εἶχαν βάλει ἀνθρώπους ζωντανούς.
Ἐκεῖ μὲ πῆγαν κι ἐμένα καὶ πρὶν μὲ βάλουν μέσα μοῦ ἔβγαλαν ὅλα τὰ ροῦχα μου καὶ ἀπὸ ἕνα ξύλο σὰν σκάλα προσπάθησα νὰ μπῶ μέσα, ἐπειδὴ ἦταν βαθύ. Μέσα ἐκεῖ βρῆκα ἑπτὰ γυναῖκες καὶ τρεῖς ἄνδρες. Ἔμεινα ἐκεῖ σχεδὸν μία ἑβδομάδα. Δὲ μᾶς ἔδιναν φαγητό, μόνο κάθε πρωὶ καλοῦσαν ἕνα ἄτομο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ βρισκόταν μαζί μας στὴν τρύπα καὶ μὲ τὸ ποὺ ἔβγαιναν ἔξω τοὺς ἔκοβαν τὸ κεφάλι καὶ ἔριχναν ὅλο τὸ αἷμα στὸ πηγάδι κάτω. Μόνο αἷμα ἔριχναν κάτω ἐκεῖ ποὺ μᾶς εἶχαν βάλει, δὲ μᾶς ἔδιναν οὔτε νερὸ οὔτε φαγητό, ὁ Θεὸς μᾶς εἶχε προστατεύσει.
Πάτερ, ἦρθε ἡ ἡμέρα μου, ἄκουσα τὸ ὄνομά μου κι ἔκανα τὸν σταυρό μου. Ἤμουνα ἀδύνατος ἀπὸ τὴν πεῖνα, δὲν μποροῦσα νὰ βγῶ, ἀλλὰ προσπάθησα καὶ βγῆκα. Κρύβω πάντα τὸν σταυρό μου στὸν γοφό μου, ὥστε νὰ μὴ τὸν χάσω, γιατί εἶναι ὁ μόνος πλοῦτος μου καὶ ἡ μόνη μου δύναμη. Εὐτυχῶς ὅταν μοῦ ἔβγαλαν τὰ ροῦχα δὲν τὸν εἶχαν προσέξει. Ὅταν βγῆκα ἀπὸ τὴν τρύπα αὐτή, ἔπεσα κάτω ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴ δίψα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ σταθῶ ὄρθιος. Ἀμέσως ἄκουσα φωνὴ μεγάλη, φώναζε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες: «Κύριε ἀρχηγέ μου αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐπικίνδυνος, δὲν μποροῦμε νὰ τοῦ κόψουμε τὸ κεφάλι του, ἔχει πάνω του Σταυρό!». Πήδηξαν πίσω, φοβήθηκαν! Μὲ πλησιάζει ὁ ἀρχηγός, μὲ ρωτάει: «Τί εἶσθε»; Τοῦ ἀπάντησα: «Εἶμαι Ὀρθόδοξος!» Γυρνάει πίσω καὶ λέει στοὺς ἀντάρτες: «Ὄχι ὄχι τοὺς ὀρθόδοξους σᾶς εἶπα, δὲν τοὺς σκοτώνουμε, πρέπει νὰ τὸν γυρίσετε στὸ χωριό του ἀμέσως». Μοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση.
Πάτερ μου, μόλις ἄκουσα τὰ λόγια αὐτά, μέσα μου ἔνιωσα δύναμη, μὲ πῆγαν μέχρι τὸ χωριὸ καὶ τί εἶδα; Εἶχαν κάψει πολλὰ σπίτια, μαζὶ καὶ τὸ δικό μου ὅλο. Ἦταν σπίτια ἀπὸ χόρτα. Πῆγα στὴν αὐλή μου. Δὲ φοροῦσα ροῦχα, ἐπειδὴ τὰ εἶχαν πάρει, εἶχα μόνο τὸ σταυρό μου στὸ γοφό μου. Ἀπελπισία πάτερ μου!
Μετὰ ἀπὸ ὧρες σκέφτηκα νὰ κοιτάξω λίγο, νὰ ἐλέγξω λίγο στὴν τέφρα τοῦ καμμένου μου σπιτιοῦ καὶ τί εἶδα καὶ βρῆκα πάτερ μου; Δύο μπουκάλια ποὺ ἔκρυβα στὸ σπίτι μου καὶ τί ἦταν; Τὸ ἕνα εἶχε μέσα εὐχέλαιο, τὸ ἄλλο εἶχε ἁγιασμό.
Πῶς δὲν κάηκαν αὐτὰ τὰ μπουκάλια, ἐνῷ ὅλα εἶχαν καῆ, ἀκόμα καὶ τὰ κατσαρολικὰ ποὺ ἦταν μεταλλικά; Τὰ μπουκάλια αὐτά, ποὺ ἦταν καὶ πλαστικά, δὲν ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ καοῦν. Τὶς Θεὸς μέγας, πάτερ! Ἦρθα νὰ σᾶς δείξω τὰ δύο μπουκάλια καὶ τὸν σταυρό μου ποὺ μ’ ἔσωσε, τὸν κρατάω στὸ ἴδιο σημεῖο. Ἦρθα νὰ ἐξομολογηθῶ καὶ νὰ κοινωνήσω, νὰ εὐχαριστήσω τὸν Θεό μου γιὰ ὅλα ὅσα μοῦ ἔκανε στὴ ζωή μου, νὰ δοξάζω τὸ Ἅγιο Ὄνομά Του εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
π. Χαρίτων ILUNGA»