Κυρ. Τελώνου & Φαρισαίου (Λουκ. 18,10-14)
«Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. 18,14)
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, εἶνε γεμᾶτος κακίες καὶ ἐλαττώματα. Ἂν ἔχετε ἀντίρρησι, ἀκοῦστε τὸν Σωκράτη, ποὺ ἔζησε τετρακόσα χρόνια πρὸ Χριστοῦ καὶ διδάσκει τὰ ὑπερήφανα πνεύματα τὸ «γνῶθι σαυτόν». Ὅποιος νομίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἰδανικός, ἄψογος, αὐτὸς πλανᾶται· ἀγνοεῖ τὸν ἑαυτό του, ἀγνοεῖ τί διδάσκει ἡ πίστι μας, ποιό εἶνε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σὲ ποιό ὕψος μᾶς καλεῖ Ἐκεῖνος.
Ἂν θέλουμε λοιπὸν ν᾽ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ἂς ἀνοίγουμε ἰδίως τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶνε γραμμένο στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, καὶ ἂς καθρεφτιζώμαστε σ᾽ αὐτό, γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὴν πνευματικὴ μεταμόρφωσι, ποὺ μόνο τὸ βιβλίο αὐτὸ χαρίζει. Καθρέφτης εἶνε καὶ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 18,10-14).
Εἴπαμε, ὅτι εἶνε πολλὲς οἱ κακίες τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὑπάρχουν ἀσθένειες σωματικὲς ἀλλὰ ἀσθένεια ἀπὸ ἀσθένεια διαφέρει (ὑπάρχει ἁπλὸ κρυολόγημα, ὑπάρχει καὶ καρκίνος· καὶ τὸ μὲν κρυολόγημα ἐνοχλεῖ, μὰ ὁ καρκίνος συγκλονίζει), ἔτσι ὑπάρχει καὶ διαφορὰ μεταξὺ ψυχικῶν ἀσθενειῶν. Ἂν λοιπὸν μὲ ρωτήσετε, ποιά ψυχικὴ ἀσθένεια, ποιά ἁμαρτία δηλαδή, εἶνε ἡ μεγαλύτερη; θὰ σᾶς ἀπαντήσω· Ἁμαρτία ἀσφαλῶς εἶνε καὶ ὁ φόνος καὶ ἡ κλοπὴ καὶ ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία καὶ ἡ ἐπιορκία καὶ ἡ βλασφημία καὶ ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ πλεονεξία…· ὅλα εἶνε θανάσιμα ἁμαρτήματα. Ὅπως τὸ χταπόδι σφίγγει τὸ θῦμα του μὲ ὀχτὼ πλοκάμια, ἔτσι κι ὁ σατανᾶς πνίγει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξι μὲ τὰ ὀχτὼ θανάσιμα ἁμαρτήματα. Λέγονται θανάσιμα, γιατὶ θανατώνουν ὅ,τι ἅγιο, ὅ,τι εὐγενές, ὅ,τι θεϊκὸ ἔχουμε μέσα μας. Μεγαλύτερο ὅμως ἀπ᾽ ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματα, κατὰ τὴν ἁγία Γραφή, εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Δυστυχῶς δὲν τῆς δίνουμε σημασία. Ἂν βλαστημήσῃς, τὸ αἰσθάνεσαι· ἂν πέσῃς στὴν πορνεία ἢ τὴ μοιχεία, κάρβουνο ἔχεις στὴν καρδιά· ἂν κλέψῃς, φοβᾶσαι μὴ σὲ πιάσουν…. Μὰ ἡ ὑπερηφάνεια ἁπλώνει ἕνα ἀδιόρατο νέφος, ποὺ καλύπτει τὸν πνευματικὸ ὁρίζοντα· εἶνε ἕνα δυσδιάκριτο πάθος. Αὐτοὶ ποὺ πηγαίνουν στὸν πνευματικὸ καὶ ἐξομολογοῦνται, λένε ἄλλα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ σπανίως ὁμολογοῦν ὅτι εἶνε ὑπερήφανοι. Κατὰ τὸ σημερινὸ ὅμως εὐαγγέλιο ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ἁμαρτία πολὺ σοβαρή.
* * *
Τί εἶνε, ἀδελφοί μου, ἡ
ὑπερηφάνεια; Τὸ εἴδαμε σήμερα στὸ πρόσωπο τοῦ φαρισαίου. Οἱ φαρισαῖοι
καυχῶνταν γιὰ τὶς ἀρετές τους, νόμιζαν πὼς εἶνε τὸ ἀνθόγαλα τῆς
κοινωνίας, εἶχαν τὴν ἀξίωσι νὰ τοὺς τιμοῦν, νὰ τοὺς θαυμάζουν. Ἕνας
τέτοιος φαρισαῖος πῆγε στὸ ναό. Μπῆκε ἀγέρωχος· οὔτε κεφάλι ἔσκυψε, οὔτε
γόνατα ἔκλινε· δὲν ἔνιωσε δέος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἦταν σὰν νὰ μπαίνῃ
στὸ σπίτι του ἢ σ᾽ ἕνα κατάστημα ἢ ἄλλον δημόσιο χῶρο. Πῆρε θέσι στὸ
κέντρο γιὰ νὰ κάνῃ προσευχή.
Προσευχή;!… Κάθε ἄλλο. Τὰ λόγια του δὲν ἦταν προσευχή·
περιφρονώντας τὸν ἄλλο, τὸν τελώνη, πῆρε λιβάνι κι ἀντὶ γιὰ τὸ Θεὸ
θύμιαζε ἕνα εἴδωλο, τὸν ἑαυτό του. Ἐγώ, Θεέ μου, εἶπε, δὲν ἅρπαξα, δὲν
ἀδίκησα, δὲν μοίχευσα, δέν…. Μὰ ἡ πίστι μας δὲν εἶνε μόνο ἄρνησις
(«δέν»), εἶνε καὶ θέσις. Ἔρχονται πολλοὶ σήμερα στὸν πνευματικὸ καὶ
λένε· Ἐγώ, παππούλη, δὲν ἔκλεψα, δὲν σκότωσα, δὲν ἔκανα τοῦτο ἢ
ἐκεῖνο… Καὶ μ᾽ αὐτὸ θέλεις νὰ σοῦ δώσω πιστοποιητικὸ ἁγιότητος; Μὲ τὰ
«δέν» δὲν πᾷς στὸν παράδεισο. Μπορεῖ νὰ μὴν ἔκλεψες ποτέ σου οὔτε μία
δραχμή, νὰ μὴ διέπραξες ἕνα ἀπὸ τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα· ἀλλ᾽ ἐὰν στὴν
πόρτα σου βλέπῃς τὴ χήρα, τὸ ὀρφανό, τὸν δυστυχισμένο νὰ
τουρτουρίζουν τώρα τὸ χειμῶνα, κ᾽ ἐσένα δὲν σοῦ καίγεται καρφί, θὰ πᾷς
στὴν κόλασι μὲ τὸ ὠτομοτρίς!
* * *
Αὐτὴ εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια,
ἀγαπητοί μου. Ἀπὸ τότε ποὺ εἶπε τὴν παραβολὴ αὐτὴν ὁ Χριστὸς πέρασαν
δύο χιλιάδες χρόνια, ἀλλὰ νομίζεις ὅτι εἶνε ἡ φωτογραφία τῶν σημερινῶν
χρόνων. Γιατὶ καὶ σήμερα δύο εἶνε τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα τοῦ αἰῶνος
τούτου. Τὸ ἕνα εἶνε ὁ πανσεξουαλισμός, γιὰ τὸν ὁποῖον εὐθύνεται ὁ
Αὐστρο-Ἑβραῖος Φρόυντ (1856-1939), ποὺ διαπότισε τὸν κόσμο μὲ τὴ θεωρία,
ὅτι ὁ ἄξονας γύρω ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο στρέφεται ὅλη ἡ ζωὴ εἶνε ὁ σαρκικὸς
ἔρωτας, ἡ σάρκα καὶ μόνο ἡ σάρκα. Τὸ δεύτερο, ἀκόμη χειρότερο, εἶνε ἡ
ὑπερηφάνεια. Ἡ γενεά μας εἶνε γενεὰ πορνικὴ καὶ προπαντὸς γενεὰ
ὑπερήφανη.
Καυχῶνται οἱ ἄνθρωποι· γιὰ κάτι τὶ ὁ καθένας.
Ἄλλοι γιὰ τὰ λεφτά τους. Ἦταν κάποτε κι αὐτοὶ φτωχαδάκια, ἀλλὰ
μὲ ἀτιμίες καὶ κομπῖνες κατώρθωσαν νὰ πλουτήσουν. Ὁ γείτονάς τους
ἔμεινε στὴν καλύβα, τίμιος ἐργάτης, ἀγρότης, χωρικός· αὐτοὶ ἔκαναν
ἐπιχειρήσεις, μεγαθήρια οἰκοδομήματα, στόλους ἀπὸ καράβια, καὶ μὲ
πόζα φαρισαίου δὲν καταδέχονται νὰ κοιτάξουν τὸν ἀνάπηρο, τὸν ἥρωα, τὴ
χήρα. Κάποτε μάλιστα ἡ νοοτοπία αὐτὴ γίνεται παράδειγμα, μεταδίδεται σὰν
ψώρα στὴ μᾶζα. Οἱ νεόπλουτοι εἶνε οἱ νεώτεροι φαρισαῖοι. Γι᾽ αὐτὸ
πέφτω καὶ προσκυνῶ τὰ πόδια τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ βοσκοῦ, μὰ ποτέ
τέτοιους ἀνθρώπους ποὺ εἶνε οἱ νεώτεροι φαρισαῖοι.
Ἄλλοι πάλι καμαρώνουν γιὰ τὴν καταγωγή τους· διότι κρατᾶνε ἀπὸ
μεγάλα τζάκια, ἀπὸ εὐγενεῖς οἰκογένειες, ῥέει στὶς φλέβες τους αἷμα
ἀριστοκρατικῶν προγόνων.
Ἄλλος καυχᾶται γιατὶ ἔχει ὡραία γυναῖκα, ἔξυπνα παιδιά,
οἰκογενειακὸ ὄνομα, ἢ καὶ γιὰ ἄλλους συγγενεῖς, συμπεθεριά, κουμπαριές.
Ἄλλος γιὰ τὶς κοινωνικές του γνωριμίες καὶ διασυνδέσεις μὲ ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας.
Ἄλλος καυχᾶται γιὰ φωνητικὸ χάρισμα, γιὰ καλλιτεχνικὲς
διακρίσεις (στὸ θέατρο, τὴ μουσική, τὴ ζωγραφική κ.λπ.), ἢ γιὰ
ἀθλητικές του ἐπιδόσεις, γιατὶ ἔχει δύναμι στὰ κάτω ἄκρα, δίνει
κλωτσιὲς κ᾽ εἶνε διάσημος ποδοσφαιριστής.
Ἀλλὰ τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ἐποχῆς μας εἶνε ὅτι
ὑπερηφανεύεται γιὰ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν τεχνολογία της. Αὐτὲς εἶνε οἱ
καραμέλλες ποὺ πιπιλίζουν καὶ θαυμάζουν μικροὶ καὶ μεγάλοι. Ταλαίπωρε
κόσμε, ταλαίπωρη γενεά! προτιμότερο νὰ ζούσαμε σὰν τοὺς προγόνους μας,
μὲ τὰ δᾳδιὰ στὶς καλύβες, καὶ νά ᾽χουμε ἥσυχο τὸ κεφάλι μας, παρὰ σὲ
ἠλεκτροφωτισμένες πόλεις στὴν ἐποχὴ τῆς πυρηνικῆς ἐνεργείας καὶ ὑπὸ
τὴν ἀπειλὴ καταστροφῆς. Μιὰ ἐπιστήμη χωρὶς Θεὸ καὶ ἠθική, ἡ ἄθεη
ἐπιστήμη, ὑπάρχει φόβος νὰ κάνῃ κάρβουνο μυριάδες ἀνθρώπους, νὰ
καταστρέψῃ τὸν κόσμο.
* * *
Ἡ ὑπερηφάνεια, ἀδελφοί μου, εἶνε ἡ ἁμαρτία τοῦ αἰῶνος μας. Νὰ γνωρίζουμε ὅμως, ὅτι ὁ ὑπερήφανος θὰ τιμωρηθῇ.
Ὑπερηφανεύτηκε ὁ διάβολος, πού ᾽ταν ὁ ὡραιότερος ἄγγελος, καὶ ἔπεσε, γκρεμίστηκε, ἔγινε σατανᾶς.
Ὑπερηφανεύτηκε ὁ Γολιὰθ καὶ νικήθηκε ἀπὸ τὸ νεαρὸ Δαυῒδ μὲ μιὰ σφεντόνα.
Ὑπερηφανεύτηκε ὁ Ἡρῴδης καὶ τιμωρήθηκε, ἔγινε «σκωληκόβρωτος» (Πράξ. 12,21-23).
Ὑπερηφανεύτηκε στὶς ἡμέρες μας ἡ Γερμανία, καὶ τιμωρήθηκε.
Ἦταν γραμμένο σὲ μιὰ παλαιὰ προφητεία· ἔπεσε στὰ χέρια μου ὅταν ἤμουν
παιδί, τὴ διάβασα σ᾽ ἕνα μοναστήρι, καὶ ἡ ἐκπλήρωσί της κατόπιν μοῦ
᾽κανε ἐντύπωσι.
Ὑπερηφανεύτηκε κι ὁ ἄλλος δικτάτωρ, τῆς ῾Ρώμης, ποὺ καυχόταν
ὅτι ἔχει τόσα ἀεροπλάνα ὥστε θὰ σκιάσῃ τὸν ἥλιο τῆς πατρίδος μας, καὶ
ἔπεσε, οἱ στρατηγοί του ταπεινώθηκαν.
Εἶνε λοιπὸν νόμος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἀκούσαμε ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ
Κυρίου μας· «Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται» (Λουκ. 18,14).
Ὑπερηφανεύεσαι; θὰ πέσῃς.
Φοβερὸ πάθος ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὑπάρχει σὲ ὅλους. Πάρτε 5 – 10
παιδιὰ καὶ ρωτῆστε τα· Ποιός ἀπὸ σᾶς εἶνε ὁ καλύτερος; Δὲν θὰ βρῆτε
οὔτε ἕνα νὰ παραδεχτῇ ὅτι εἶνε κατώτερο ἀπὸ τ᾽ ἄλλα. Μαζὶ μὲ τὸ γάλα
τῆς μάνας ποτίζονται τὴ ῥοπὴ στὴν ὑπερηφάνεια.
Τὸν βλέπεις τὸν ὑπερήφανο; Φαίνεται. Δὲν ἔρχεται νωρὶς στὴν
ἐκκλησία. Κι ὅταν ἔρθῃ πῶς στέκεται; σκύβει νὰ φιλήσῃ τὴν εἰκόνα;
ὑποκλίνεται ὅταν τὸν θυμιάζῃ ὁ παπᾶς; Σηκώνεται ὄρθιος ὅταν διαβάζεται
τὸ Εὐαγγέλιο; Σκύβει ὅταν περνοῦν τὰ ἅγια; Ποῦ εἶνε τώρα ἐκεῖνες οἱ
ταπεινὲς ψυχὲς ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ τὸ Ἑξάψαλμο, στέκονταν μὲ θεῖο φόβο,
ἔσκυβαν καὶ προσκυνοῦσαν, ἄκουγαν ὄρθιοι τὸ Εὐαγγέλιο, ὑποκλίνονταν
ταπεινὰ στὰ ἅγια, φιλοῦσαν τὸ χέρι τοῦ ἱερέως, αἰσθάνονταν δέος ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ; «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ,
καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17). Ἂν μπαίνῃς στὴν ἐκκλησιὰ μὲ
ὑπερηφάνεια, σὰν τὸ φαρισαῖο, δὲν ἔχεις νὰ ὠφεληθῇς τίποτα.
Τελειώνω μ᾽ ἕνα ἀνέδοτο. Μιὰ μέρα σ᾽ ἕνα χωριὸ χτύπησε ἡ
καμπάνα κ᾽ ἔρχονταν ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία εἶχε σταθῆ
ἕνας ἀσκητής, ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δώσει τὸ χάρισμα νὰ βλέπῃ ὄχι τὸ
ἐξωτερικὸ τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ τὶς καρδιές τους. Ἕνας ἀπ᾽ τοὺς πολλοὺς εἶχε
χρόνια νὰ πατήσῃ, ἀλλὰ τώρα κάτι ξύπνησε μέσα του, θυμήθηκε τὴ μάνα του
ποὺ τὸν πήγαινε μικρὸ καὶ τὸν ἔβαζε νὰ γονατίζῃ μπροστὰ στὸ Θεό. Ἂς πάω
κ᾽ ἐγώ, σκέφτηκε. Καθὼς πλησίασε, ἄρχισε νὰ διστάζῃ. Θεέ μου,
σκέφτηκε, εἶμαι ἄξιος ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς νὰ μπῶ στὸ παλάτι σου;… Ὁ ἀσκητὴς
εἶδε τοὺς ἄλλους εἶδε κι αὐτὸν νὰ εἶνε ὅλοι μαῦροι. Ὅταν τελείωσε ἡ
ἐκκλησία κ᾽ ἔβγαιναν ὅλοι, ὁ ἀσκητὴς τοὺς παρατηροῦσε πάλι. Μαῦροι
μπήκανε, μαῦροι βγήκανε. Μόνο ἕνας, αὐτὸς ποὺ εἴπαμε, διέφερε· ἦταν τώρα
ἄσπρος σὰν τὸ χιόνι! Τὸν παίρνει ὁ ἀσκητὴς παράμερα· –Τί συμβαίνει μὲ
σένα; ποιός εἶσαι; Ἐκεῖνος εἶπε μὲ δάκρυα· –Παππούλη, σήμερα ἀκούγοντας
τὴν καμπάνα θυμήθηκα τὴ μάνα μου καὶ εἶπα· “Θεέ μου, ἐγὼ εἶμαι
ἁμαρτωλός, πρέπει ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ νὰ μὲ καταπιῇ. Ἀλλὰ ἀπὸ αὔριο θ᾽
ἀλλάξω”. Καὶ ἔκλαψα… Τότε ὁ ἀσκητὴς κατάλαβε, ὅτι αὐτὸς ἄλλαξε, γιατὶ
μπῆκε καὶ βγῆκε σὰν τὸν τελώνη· μαῦρος μπῆκε – ἄσπρος βγῆκε.
Τὸ συμπέρασμα γιὰ ἐμᾶς. Ἀδελφοί, πῶς μπαίνουμε στὴν ἐκκλησία;
Μαῦροι μπαίνουμε, ἄσπροι βγαίνουμε διὰ τῆς μετανοίας. Ὤ ἁγία πίστι μας!
Ἄνοιξε, Κύριε, τὶς καρδιές μας νὰ κλάψουμε, νὰ μετανοήσουμε, καὶ τότε
μαῦροι θὰ μπαίνουμε – ἄσπροι θὰ βγαίνουμε δοξάζοντες Πατέρα Υἱὸν καὶ
ἅγιον Πνεῦμα· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κων/νου & Ἑλένης; Ἀμυνταίου τὴν Κυριακὴ 11-2-1968 πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 4-1-2023.