Γράφει ὁ κ. Θεόφιλος Πουταχίδης
Λόγο λέμε ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ τὴ λογικὴ ποὺ ὡς ἐγκεφαλικὴ διεργασία μᾶς ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα πλάσματα καὶ μᾶς τοποθετεῖ στὴν κορωνίδα τῆς δημιουργίας. Φυσικά, δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ἡ ἄλλη ἔννοια τῆς λέξης «λόγος» εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε γλώσσα, δηλαδὴ ὁ κυριότερος καὶ ἀποτελεσματικότερος τρόπος τῆς ἐπικοινωνίας μας. Γιατί, βέβαια, ἡ γλώσσα εἶναι ταυτόχρονα καὶ τὸ σημαντικότερο ἐργαλεῖο τῆς ἴδιας μας τῆς σκέψης καὶ τῆς κάθε εἴδους λογικῆς ἐπεξεργασίας ποὺ κάνουμε μέσα στὸ κεφάλι μας, ὅταν συνδιαλεγόμαστε μὲ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό.
Μὲ τὴ λέξη «λόγος», ὅμως, ἀναφερόμαστε καὶ στὸ αἴτιο λέμε, γιὰ παράδειγμα, «ποιὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ συμπεριφέρεσαι ἔτσι;».
Ἐπίσης, μία ἄλλη διαδεδομένη ἔννοια τῆς λέξης αὐτῆς εἶναι ἡ ὑπόσχεση «ἔδωσα τὸ λόγο μου καὶ πρέπει νὰ τὸν κρατήσω». Στὴν εὐλογημένη πίστη μας, βέβαια, «Λόγος» ὀνομάζεται τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας: ὁ Χριστός. Ἔτσι ξεκινάει τὸ Εὐαγγέλιό του ἀναφερόμενος σὲ Αὐτὸν ὁ ἀγαπημένος μαθητής Του, ὁ καὶ υἱὸς τῆς βροντῆς καλούμενος Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» (Ἰω. 1,1).
Αὐτὰ δὲν εἶναι τυχαῖα πράγματα. Μέσα στὴ διαχρονία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας οἱ ἔννοιες τῆς λέξης «λόγος» ἔχουν σμιλευτεῖ κατὰ τρόπο ποὺ ἀπεικονίζει τὴν πάνδημη συμφωνία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας στὰ ζωηφόρα θεολογικὰ δόγματα τῆς πίστης μας.
Νὰ πῶς θεολογεῖ ἡ λέξη: Ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι ὁ ὑπέρτατος λόγος (ἡ αἰτία) τῶν πάντων, μᾶς δημιούργησε διὰ καὶ κατ’ εἰκόνα τοῦ Λόγου (Χριστοῦ) ὡς ὄντα ἔλλογα, δηλαδὴ διαθέτοντα λόγο (λογική). Κακῶς χρώμενοι τή λογική –ποὺ ἔτσι κι ἀλλιῶς εἶναι βασικὸ ἐξοπλιστικὸ ἐργαλεῖο τῆς ἐλευθέρας βούλησης– ἐκπέσαμε. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅμως, εἶναι ὁ μόνος ἀπόλυτα ἀξιόπιστος «πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος» (Α΄ Τιμ. 4,19). Ἐξαιτίας τῆς ἀπέραντης ἀγάπης Του, ὁ Δημιουργὸς κράτησε τὸ λόγο (τὴν ὑπόσχεση) ποὺ ἔδωσε στοὺς Προφῆτες σχετικὰ μὲ τὴν παροχὴ δυνατότητας ἀποκατάστασης τοῦ εὔλογου προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι ἐνσαρκώθηκε, δίδαξε, θαυματούργησε, εὐεργέτησε, μαρτύρησε, θανατώθηκε στὸ Σταυρὸ καὶ ἀναστήθηκε. Συνεπακόλουθα, ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύτηκε τὸ Τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας –τὸ Ἅγιο Πνεῦμα– καὶ κατέστησε δυνατὴ τὴν κοινωνία τοῦ Λόγου καὶ τὴ συναντίληψη τοῦ λόγου Του, ὅπως γλωσσικῶς ἀποτυπώνεται στὸ Εὐαγγέλιο. Ἐπίσης, ὅπως συνεχίζει νὰ μᾶς ἐπικοινωνεῖται διὰ τῶν ρημάτων τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι τὸ κατεξοχὴν ἐργαλεῖο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς ὑφηλίου καὶ τῆς διάδοσης τοῦ μηνύματος τῆς Ἀνάστασης, τῆς κατάργησης τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀποκατάστασης τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ παράδειγμα τῶν ἐννοιῶν τῆς λέξεως «λόγος» ἀποτυπώνει τὸ πῶς ἡ γλώσσα μας ἐμπεριέχει παιδαγωγία καὶ δημιουργεῖ νοοτροπία φιλοσοφίας, τὸ πῶς τρέπει τὸ νοῦ σὲ κίνηση πρὸς τὸ βάθος γιὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας καὶ πρὸς τὸ ὕψος γιὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς ἀρετῆς.
Γι’ αὐτὸ γράφει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος:
«Ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἐγένετο τῇ ἑλληνικῇ φυλῇ παιδαγωγὸς πρὸς κατανόησιν τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας. Ὁ ἔρως πρὸς τὴν φιλοσοφίαν ἐγένετο ἔρως πρὸς τὸν χριστιανισμόν, καὶ ἡ φιλοσοφία ἀπέβη πίστις εἰς Χριστόν. Ὁ ἔρως ἄρα πρὸς τὴν ἀλήθειαν ὑπῆρξεν ὁ λόγος, δι’ ὅν ἡ ἑλληνικὴ φυλὴ ἅμα τῇ ἐμφανίσει τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας ἐγένετο ταύτης ἐραστὴς καὶ ὀπαδὸς καὶ ἐνεστερνίσθη καὶ ἐνεκολπώθη αὐτὴν καὶ τὸ αἷμα αὐτῆς ἀφειδῶς ὑπὲρ αὐτῆς ἐξέχεεν. Ἐπειδὴ λοιπὸν τοιαύτη ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ οὗτος ὁ λόγος, δι’ ὅν ἡ ἑλληνικὴ φυλὴ πρώτη ἠσπάσθη τὸν χριστιανισμόν, διὰ τοῦτο ἔλαβον ὡς θέμα μελέτης τὴν ἑλληνικὴν φιλοσοφίαν ὡς προπαιδείαν εἰς τὸν χριστιανισμόν, ὡς θέμα πολλῆς σπουδαιότητος διὰ τοὺς Ἕλληνας». (Ἅγιος Νεκτάριος, Ἱερῶν καὶ φιλοσοφικῶν λογίων θησαύρισμα, τόμ. Β΄, Ἐν Ἀθήναις: Ἐκ τοῦ τυπογραφείου Α. Καλλαράκη καὶ Ν. Τριανταφύλλου, 1896).
Ἀντιστρόφως κινούμενοι τώρα ἂς δοῦμε τὶς ἐπιπτώσεις τῆς σύγχρονης ἀποστασίας μας μὲ τὸν ἐξοβελισμὸ τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ ζωή μας, καὶ τὴ στέρηση ἁγιοπνευματικοῦ φωτισμοῦ –ἢ ἔστω λόγου– στὴν παιδεία μας. Ἂς ἐξετάσουμε, λοιπόν, τὸ πῶς συμπαρασέρνονται στὴν κατάπτωση ὅλες μαζὶ οἱ ἔννοιες τῆς λέξης «λόγος» ἀποτυπώνοντας τὴν παρακμὴ τῆς παιδείας καὶ τῆς νοοτροπίας μας.
Ὁ λόγος τῶν νέων μας ὡς γλωσσικὸ ἐργαλεῖο φτωχαίνει κι ἀλλοτριώνεται σὲ βαθμὸ ποὺ δυσχεραίνει τὴν συναντίληψη κρίσιμων ἐννοιῶν καὶ ἀπομειώνει τὴ δυνατότητα ἐπιστημονικῶν καὶ φιλοσοφικῶν συζητήσεων καὶ ἀναζητήσεων. Ὁ λόγος μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὑπόσχεσης ἔχει χάσει ἐν πολλοῖς τὴν ἀξία καὶ τὸ βάρος του. Τὰ εἶπα-ξεῖπα ἔχουν γίνει κανόνας, καὶ τὰ πάντα ἐκλαμβάνονται ὡς τρόπος τοῦ λέγειν χωρὶς ἀντίκρυσμα. Ὁ λόγος μὲ τὴ σημασία τῆς αἰτίας ἔχει ὡς ἔννοια κι αὐτὸς εὐτελιστεῖ. Ὅλα γιὰ τὸ φαίνεσθαι, τίποτα γιὰ τὸ εἶναι. Κι ἀκόμα χειρότερα: τὸ φαίνεσθαι ἐκλαμβάνεται πιὰ ἀνυποψίαστα κι ἀνεξερεύνητα ὡς εἶναι. Πῶς νὰ μιλήσεις γιὰ τήν… πραγματικὴ πραγματικότητα, ὅταν σὲ προτεραιότητα μπαίνει ἡ εἰκονική, ὅταν οἱ αἰτίες τῶν πραγμάτων καὶ τὰ γιατί παραθεωροῦνται;
Μ’ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι περίεργο πού, τελικά, κι ὁ λόγος μὲ τὴ σημασία τῆς λογικῆς καταρρακώνεται κι αὐτός. Ἀκόμα κι ἐκείνη ἡ λογικὴ ποὺ τὴ λέμε κοινή, ἐπειδὴ ἀναφέρεται σὲ βασικὰ ζητήματα καὶ θεμελιώδεις συμβάσεις, μοιάζει νὰ παραπαίει. Παναγιά μου –«παράδεισε λογικὲ»– σῶσε μας!