Σάββατο πρὸ τῆς Κυριακῆς Τυροφάγου
Ὅπως
ἡ νοικοκυρά, ἀδελφοί μου, σκουπίζει τὸ σπίτι, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς τὴν
περίοδο αὐτὴ νὰ σκουπίσουμε ὅλο τὸν ψυχικό μας οἶκο. Ἂς ποῦμε·
«Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον
ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (Ψαλμ. 50,12). Ὁ ἄγγελος τῆς μετανοίας σαλπίζει·
Ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου, λαὲ τοῦ Θεοῦ, «μετανοεῖτε»! (Ματθ.
4,17).
Καὶ ἔχουμε ὅλοι ἀνάγκη μετανοίας. Πρῶτον, διότι κανένας δὲν
εἶνε ἀναμάρτητος· καὶ μία ἡμέρα ἂν εἶνε ἡ ζωή μας, δὲν μένει ἐκτὸς
ἁμαρτίας (βλ. Ἰὼβ 4,17· 14,4-5. Παρ. 20,9). Καὶ δεύτερον, διότι δὲν
γνωρίζουμε πότε ὁ Κύριος θὰ μᾶς καλέσῃ κοντά του· καὶ ἂν δὲν ἔχουμε
ἐπιστρέψει στὸ Θεό, ἡ ζωή μας θά ᾽νε ματαία. Ἂς εἴμαστε ἕτοιμοι·
«γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ.
26,41. Μᾶρκ. 14,38).
Ἐν τούτοις «στοῦ κουφοῦ τὴν
πόρτα ὅσο θέλεις βρόντα»· εἴμαστε λαὸς ἀμετανόητος. Ἀλλὰ γιατί νὰ
κατηγορῶ τὸ λαό; ἂς κατηγορήσω τὸ ῥάσο. Δώδεκα ἀπόστολοι ἄλλαξαν τὸν
κόσμο· κ᾽ ἐμεῖς δὲν μποροῦμε ν᾽ ἀλλάξουμε οὔτε τὴ γειτονιά μας.
Προτρέπουμε τοὺς ἀνθρώπους σὲ μετάνοια, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι μένουμε
ἀμετανόητοι. Ποιός δεσπότης ἔφυγε στὸ Ἅγιο Ὄρος νὰ κλάψῃ τὶς ἁμαρτίες
του; ποιός παπᾶς κρέμασε τὸ πετραχήλι λέγοντας, Εἶμαι ἀνάξιος νὰ κρατῶ
τὰ δισκοπότηρα; Κι ἀφοῦ ὁ λαὸς δὲν βλέπει ἐμᾶς νὰ μετανοοῦμε, πῶς
αὐτὸς νὰ μετανοήσῃ; Χρειάζεται ἕνας Ἰωνᾶς νὰ πῇ· «Ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ
Νινευὴ καταστραφήσεται» (Ἰων. 3,4).
«Μετανοεῖτε» λοιπόν. Τὸ εἶπα κ᾽ ἐγὼ κάποτε σ᾽ ἕνα γέρο τσοπᾶνο
τῆς Πίνδου μὲ κίτρινα τὰ μουστάκια ἀπ᾽ τὸ τσιγάρο ποὺ ἔστριβε καὶ
κάπνιζε· –Μπαρμπα-Γιῶργο, λέω, εἶσαι 80 χρονῶν, νὰ μετανοήσῃς. –Καὶ
τί ἔκανα; λέει· οὔτε ἔκλεψα, οὔτε σκότωσα, οὔτε μοίχευσα… Καὶ τὴ
νοοτροπία αὐτὴν ἔχουν δυστυχῶς ὅλοι· Ἔκανα κανένα κακὸ γιὰ νὰ
μετανοήσω;
Δὲν ὑπάρχουν ὅμως μόνο τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα· ὑπάρχουν καὶ τὰ
μικρά. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὰ θέλω τώρα νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω. Τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα
εἶνε ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ μᾶς φοβίσουν καὶ νὰ μετανοήσουμε γι᾽ αὐτά.
Αὐτοὶ ποὺ λένε ὅτι, ἀφοῦ δὲν ἔπεσαν σὲ μεγάλα ἁμαρτήματα
(κλοπή, πορνεία, μοιχεία, φόνο κ.λπ.), δὲν ἔχουν ἀνάγκη μετανοίας,
αὐτοὶ ξέρετε πῶς μοιάζουν; Εἶνε σὰν κάποιον ποὺ ἔνιωθε ὑγιής, ἀλλ᾽
ὅταν ἔκανε ἐξετάσεις βρέθηκε ὅτι ἔχει καρκίνο· ἀπ᾽ ἔξω ἦταν ῥόδι, ἀλλὰ
μέσα ἦταν σάπιος. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ψυχή μας. Αὐταπατώμεθα
νομίζοντας ὅτι εἴμαστε ἅγιοι· ἐπειδὴ πᾶμε στὴν ἐκκλησιά, ἀνάβουμε
κανένα κερί, κάποτε ἐξομολογούμεθα καὶ κοινωνοῦμε, λέμε μιὰ προσευχή.
Θεωρούμεθα θρησκευόμενοι καὶ νομίζουμε ὅτι θὰ μᾶς δώσῃ ὁ οὐρανὸς
πιστοποιητικὸ ἁγιότητος. Ὄχι, ἀγαπητέ μου· εἴμαστε ἔνοχοι ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ.
Πρέπει νὰ περάσουμε ἀπὸ ἀκτῖνες· καὶ ἀκτῖνες εἶνε ἡ ἁγία
Γραφή, τὰ διδάγματα τῶν πατέρων, τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων, ἡ ἄσκησι, ἡ
αὐτοανάκρισι, ἡ συναίσθησι. Ἂν περάσουμε ἀπὸ ψιλὸ κόσκινο, τότε θὰ
φρίξουμε· θὰ διακρίνουμε στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τὰ «μικρόβια» ποὺ λέγονται
μικρὰ ἁμαρτήματα.
* * *
Ποιά εἶνε τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα; Εἶνε π.χ.·
• Μία λέξι. Τί εἶνε μιὰ λέξι μέσα στὶς τόσες ποὺ λέμε; Τὸ
Ψαλτήρι ὅμως λέει· «Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν
περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου» (Ψαλμ. 140,3). Ἔχω παράδειγμα· ἀγαπημένο
ἀντρόγυνο στὴν Πτολεμαΐδα χώρισε γιὰ μία λέξι, ποὺ εἶπε ὁ ἄντρας σὲ
στιγμὴ θυμοῦ· ἡ γυναίκα ἅρπαξε τὴ λέξι κ᾽ ἔτρεξε σὲ δικηγόρο. Ὁ
ἄντρας ἀνακάλεσε τὴ λέξι, ζήτησε συγγνώμη, φίλησε τὸ χέρι της. Τίποτα
αὐτή. Καὶ τὸ δικαστήριο ἔβγαλε διαζύγιο ἐπάνω σ᾽ αὐτὴ τὴ λέξι! Βλέπετε;
μιὰ λέξι διαλύει ἕνα ἀντρόγυνο.
• Θέλετε ἄλλη μικρὴ ἁμαρτία; Μία ματιά. Τί εἶνε μιὰ ματιά; Ἡ
Γραφὴ ὅμως λέει· «Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παρ. 4,25). Διότι
ἕνα πονηρὸ βλέμμα μπορεῖ ν᾽ ἀνάψῃ στὴν καρδιὰ ἄγριο ἔρωτα καὶ νὰ
ὁδηγήσῃ σὲ μοιχεία (βλ. Ματθ. 5,28). Πρόσεχε λοιπὸν καὶ τὰ μάτια σου.
• Ἄλλο· μία ἀντιπάθεια. Κάτι μικρὸ σοῦ ᾽κανε ὁ ἄλλος, κ᾽ ἐσὺ
ἄφησες νὰ μπῇ στὴν καρδιά σου τὸ μικρόβιο τῆς ἀντιπαθείας· τὸ μικρόβιο
αὐτὸ δημιουργεῖ πληγή, γάγγραινα, ποὺ καταλήγει σὲ ἔγκλημα μεγάλο καὶ
φοβερό.
Βλέπετε, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ παραβλέπουμε τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα.
Γιατί; Διότι τὰ μικρὰ γεννοῦν μεγάλα. Καὶ ἀναφέρω παραδείγματα ἀπὸ τὴν
ἁγία Γραφή.
• Ἡ βρῶσις τοῦ Ἀδάμ. Ὁ πρωτόπλαστος ἔχασε τὸν παράδεισο ἀπὸ
τί; Οὔτε σκότωσε οὔτε μοίχευσε. Παραβίασε μία μικρὴ ἐντολή. Ἂν τοῦ ᾽λεγε
ὁ Θεός, Ἀπὸ ἕνα μόνο δέντρο θὰ τρῶς κι ἀπὸ τ᾽ ἄλλα ὄχι, θὰ ἦταν
δύσκολη ἐντολή· ἀλλὰ τί τοῦ εἶπε· Ὅλα εἶνε στὴ διάθεσί σου καὶ μόνο
ἀπὸ ἕνα δέντρο νὰ μὴ φᾷς. Καὶ τί κάνει αὐτός; Πλησίασε αὐτὸ τὸ δέντρο.
Τί εἶνε τὸ νὰ φάω; δὲ βαριέσαι, δὲν εἶνε τίποτα. Κ᾽ ἔτσι γιὰ τὴν
παράβασι τῆς μικρῆς αὐτῆς ἐντολῆς ἐκδιώχθηκε, ἔχασε τὸν παράδεισο.
«Ἐκάθισεν Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ παραδείσου καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν
ὠδύρετο» (δοξ. ἐσπ. Κυρ. Τυρ.).
• Ἄλλο παράδειγμα· ὁ φόνος τοῦ Κάιν. Τὰ δύο ἀδέρφια Κάιν καὶ
Ἄβελ προσέφεραν θυσίες στὸ Θεό. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴ θυσία τοῦ
Ἄβελ καὶ ὄχι τοῦ Κάιν, ὁ Κάιν ἔνιωσε ἀντιπάθεια, τὸν τσίμπησε τὸ φίδι
τοῦ φθόνου· καὶ τέλος, ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσαν στὸν κάμπο, σκότωσε τὸν
Ἄβελ! Ἀπὸ μιὰ μικρὴ ἀντιπάθεια ἔφτασε στὸν φόνο τοῦ ἀδελφοῦ του.
• Θέλετε ἄλλο; Νά καὶ τὸ βλέμμα τοῦ Δαυΐδ. Προφήτης, βασιλιᾶς,
ποιητὴς ὁ Δαυΐδ, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες προσωπικότητες τοῦ ἀρχαίου
κόσμου· καὶ ὅμως ἔπεσε. Πῶς; Ἀπὸ τὴν ταράτσα τῶν ἀνακτόρων εἶδε μιὰ
γυναῖκα νὰ κάνῃ λουτρό· ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη νικήθηκε καὶ ἔκανε δύο
σοβαρὰ ἐγκλήματα· μοίχευσε μ᾽ αὐτὴν καὶ μεθόδευσε νὰ σκοτωθῇ ὁ σύζυγός
της ὁ Οὐρίας. Ἔπειτα μετανόησε, βρῦσες ἔγιναν τὰ μάτια του καὶ
μούσκευε τὸ μαξιλάρι του λέγοντας· «Ἐλεήμων, ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ
μέγα ἔλεός σου…» (Ψαλμ. 50,3).
• Τέλος ἡ κλοπὴ τοῦ Ἰούδα. Μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἀπόστολος·
ἄφησε τὰ πάντα καὶ πῆγε κοντά του, ἄκουγε τὴ διδασκαλία, ἔβλεπε τὰ
θαύματα, ἀπολάμβανε τὸ μεγαλεῖο του. Καὶ λοιπόν; ἔκλεβε μικρὰ νομίσματα
ἀπὸ τὸ ταμεῖο τοῦ ὁμίλου, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ σιγὰ-σιγὰ θέριεψε ἡ φιλαργυρία
καὶ τὸν ἔσπρωξε στὸ μεγάλο ἔγκλημα· πούλησε γιὰ τριάντα ἀργύρια τὸν
Διδάσκαλό του· «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ
χρησάμενον»· βλέπε, σὺ ποὺ ἀγαπᾷς τὰ λεφτά, ποῦ τὸν ὡδήγησε ἡ ἀδιόρατη
λαθροχειρία (τροπ. ὄρθρ. Μ. Πέμ.).
Νά ποῦ ὁδηγοῦν οἱ παραβάσεις μικρῶν ἐντολῶν. Συμβαίνει καὶ
στὸν πνευματικὸ κόσμο ὅ,τι συμβαίνει καὶ στὸν ὑλικὸ κόσμο. Μερικὰ
παραδείγματα.
• Στὴν Ἀκαρνανία εἶχα δεῖ ἕνα ὡραῖο δάσος· πέρασα τὸν ἄλλο
χρόνο καὶ δὲν εἶχε μείνει τίποτα. Τί συνέβη· ἕνας τσοπᾶνος ἔρριξε
Ἰούλιο μῆνα ἕνα ἀποτσίγαρο· ἀπὸ ἕνα τσιγάρο κάηκε ὁλόκληρο δάσος. Καὶ
στὴ Λαμία περνώντας ὁ σιδηρόδρομος πετάχτηκε ἀπὸ τὴ μηχανὴ μιὰ σπίθα καὶ
ἔκαψε ἄλλο δάσος. Ἔτσι καὶ μιὰ λέξι, μιὰ κουβέντα, μπορεῖ ν᾽ ἀνάψῃ
πυρκαγιά.
• Ἄλλο παράδειγμα. Διάβαζα, ὅτι ἕνα πλοῖο βούλιαξε στὸν
Ἀτλαντικό. Γιατί; ὁ ναυπηγὸς εἶχε βάλει στὰ πλευρά του μερικὰ ἀδύνατα
σανίδια· πάνω στὴ φουρτούνα ἕνα σάπιο σανίδι ἔσπασε, μπῆκε νερὸ καὶ
ἔτσι ἔγινε τὸ κακό· κι ἂς ἦταν γερὲς ὅλες οἱ ἄλλες σανίδες. Ἔτσι κι ἀπὸ
μικρὰ ἁμαρτήματα ναυαγοῦν ψυχές.
• Σᾶς συνιστῶ τὸ βιβλίο «Ἁμαρτωλῶν σωτηρία»· καὶ τώρα ἀκόμα μοῦ
ἀρέσει καὶ τὸ διαβάζω. Ἐκεῖ βρῆκα τὸ ἑξῆς. Μιὰ βάρκα μπορεῖ κανεὶς
νὰ τὴ βουλιάξῃ ἀμέσως ἂν ῥίξῃ πάνω της ἕνα βράχο σὰν ἐκείνους ποὺ
πετοῦσε ὁ Κύκλωπας στὴν Ὀδύσσεια. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἄλλος τρόπος. Πῶς;
ἂν κάθε μέρα τῆς ῥίχνῃ μιὰ χούφτα ἄμμο· μία σήμερα, μία αὔριο…, κάποτε
τὸ βάρος τῆς ἄμμου θὰ γίνῃ ὅσο καὶ τοῦ βράχου καὶ θὰ τὴν βυθίσῃ· μὲ τὴ
διαφορά, ὅτι στὴ δεύτερη περίπτωσι θὰ βουλιάξῃ ὄχι ἀμέσως ἀλλὰ σὲ
βάθος χρόνου. Ἄμμος ψιλὴ μὲ ἀμέτρητους κόκκους εἶνε τ᾽ ἁμαρτήματά μας.
Γι᾽ αὐτὸ τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς λέει· «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ
κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;» (δοξ.
ἀποστ. αἴν. Μ. Τετ.). Ποιός θὰ μετρήσῃ τὴν ἄμμο τῶν ἁμαρτημάτων μου;
Νά γιατί ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας ὄχι μόνο γιὰ τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ καὶ τὰ μικρὰ ποὺ καθημερινῶς διαπράττουμε.
* * *
Ὅλοι νὰ προσέξουμε, ἀδελφοί μου, καὶ ἰδιαιτέρως οἱ γονεῖς ποὺ ἀνατρέφουν παιδιά.
• Πῆγα σ᾽ ἕνα χωριὸ –ἂς μὴν τὸ ὀνομάσω– καὶ μοῦ ᾽λεγε ἕνας
γέρος· Ὁ Γιῶργος, μικρός, ἦταν ἕνα χαριτωμένο ἀγγελούδι· ὅταν ὅμως
μεγάλωσε σκότωσε, ἔσφαξε μὲ τὸ μαχαίρι, ἑβδομήντα ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ
χωριό μας! Ποῦ νά ᾽ξερα, ὅτι ὁ μικρὸς ἄγγελος θὰ γίνῃ σατανᾶς;
• Ἕνας διαρρήκτης συνελήφθη· τὸν δίκασαν καὶ καταδικάστηκε εἰς
θάνατον. Τὸ ἀπόσπασμα τὸν ὡδήγησε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, νὰ τὸν ἐκτελέσουν.
Τελευταία στιγμὴ νά καὶ φτάνει ἀλλόφρων ἡ μάνα του· –Παιδί μου!
φωνάζει. –Ὄχι, ἀπαντᾷ αὐτός, δὲν εἶσαι μάνα μου. –Μὰ τί λές; –᾽Εσὺ
φταῖς· ὅταν μικρὸς ἔκλεψα ἀβγὰ καὶ σοῦ τά ᾽φερα, δὲν μοῦ ᾽σπασες τὰ
χέρια· τὰ δέχτηκες. Ἔτσι σιγὰ – σιγὰ «πρόκοψα», ἔγινα διαρρήκτης καὶ
κατέληξα ἐδῶ… Ὅποιος κλέβει τώρα ἀβγό, αὔριο θὰ κλέψῃ βόδι. Μὴν
ἀμνηστεύουμε μικρὲς ἀταξίες τῶν παιδιῶν.
• Θέλετε ἕνα ἄλλο παράδειγμα τρομακτικό, ποὺ συγκλόνισε τὴν
Ἀθήνα; Μεσάνυχτα, ὥρα τοῦ διαβόλου, ἕνας ἀλήτης γύριζε ἀπὸ ᾽δῶ κι ἀπὸ
᾽κεῖ στὸν Ὑμηττό. Εἶδε ἕνα σπίτι, ποὺ ὁ νοικοκύρης ἔλειπε στὴ δουλειὰ
καὶ εἶχε ξεχάσει τὸ κλειδί στὴν πόρτα. Μπῆκε μέσα, ἀνέβηκε στὸ ἐπάνω
πάτωμα, εἶδε δύο γυναῖκες, μάνα καὶ κόρη, νὰ κοιμοῦνται, καὶ πάνω στὴν
τρέλλα καὶ τὴν κακουργία του πῆρε κασμᾶ, τὶς σκότωσε, τὶς ἔρριξε γυμνὲς
μέσα στὴ μπανιέρα, καὶ τὸ πρωὶ ἔγινε ἄφαντος. Ἡ ἀστυνομία τὸν ἔπιασε
στὴν Καρδίτσα, ὅπου γλεντοκοποῦσε. Κρατούμενος κατόπιν στὴ φυλακή,
εἶπε σὲ ἕνα δημοσιογράφο· Κατήντησα ἀλήτης, μὰ φταίει ἡ μάνα μου· εἶχε
ἔρωτες μὲ ξένον ἄντρα, κ᾽ ἐμένα μ᾽ ἄφηνε νὰ γυρίζω τὴ νύχτα ἔξω. Ποτέ
δὲν ρώτησε ποῦ πάω, ποτέ δὲν μὲ τιμώρησε· μ᾽ ἄφηνε ἀσύδοτο, καὶ ἔτσι
κατάντησα σεσημασμένος ἐγκληματίας. Μανάδες, λέει, τὸ πάθημά μου ἂς
σᾶς γίνῃ μάθημα.
Ποιός φταίει; Φταῖνε οἱ μανάδες, ποὺ δὲν παιδεύουν τὰ παιδιά,
ἀλλὰ ἀνέχονται κάθε ἀταξία, παράπτωμα, πεῖσμα. Γονεῖς ποὺ λένε, Ἄσ᾽ το
τὸ παιδί…, αὐτὸ θὰ τὸ εἰσπράξουν ἔπειτα μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο.
Ἐγὼ τοὐλάχιστον εὐγνωμονῶ τὸν πατέρα μου, ποὺ κρατοῦσε βέργα.
Δὲν μὲ λυπήθηκε, κι ἂς μὲ εἶχαν μοναχογυιό· αἰωνία του ἡ μνήμη. Πᾶνε
τώρα αὐτά, σβήσανε, χλευάζονται.
Μὴ χαϊδεύετε τὰ παιδιά. Σπίτι χωρὶς ῥαβδὶ καταστρέφει τὸ παιδί.
Τρέμω μπροστὰ στὸ μέλλον τῆς νέας γενεᾶς. Ἀπὸ τὰ κακομαθημένα παιδιὰ
ἄλλα θ᾽ αὐτοκτονήσουν, ἄλλα θὰ γίνουν τεντυμπόηδες καὶ κακοποιοί,
κίνδυνος στὴν κοινωνία. Τὰ μικρὰ πταίσματα ποὺ κάνουν τώρα ὁ Γιωργάκης, ὁ
Νικολάκης, ἡ Ἑλενίτσα, ἡ Μαρία, αὔριο θὰ γίνουν μεγάλα ἐγκλήματα.
Ἂς προσέχουμε λοιπὸν ὅλοι, ἀδελφοί μου, καὶ μάλιστα τὶς ἅγιες
αὐτὲς ἡμέρες. Νὰ φρουροῦμε τὶς αἰσθήσεις (μάτια, αὐτιά κ.λπ.), τὴ γλῶσσα
ἀπὸ λόγια, τὸ νοῦ ἀπὸ λογισμούς, τὴν καρδιὰ ἀπὸ ἐπιθυμίες. Μακριά ἀπὸ
πορνοθεάματα. Ψυχὴ καὶ σῶμα καθαρά, μιὰ λαμπάδα ἀναμμένη ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου. Ἂν φυλαχτοῦμε ἀπὸ τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα, θ᾽ ἀποφύγουμε καὶ τὰ
μεγάλα· τότε θὰ εἴμαστε ἀσφαλεῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ
τιμὴ καὶ ἡ δόξα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος