Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

Τα μικρα ἁμαρτηματα

ΠΑΘΗ ΑΜ. Σάββατο πρὸ τῆς Κυριακῆς Τυροφάγου

Ὅπως ἡ νοικοκυρά, ἀδελφοί μου, σκουπί­­ζει τὸ σπίτι, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς τὴν περίοδο αὐτὴ νὰ σκουπίσου­με ὅλο τὸν ψυχικό μας οἶ­κο. Ἂς ποῦμε· «Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐ­­μοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγ­κάτοις μου» (Ψαλμ. 50,12). Ὁ ἄγγελος τῆς με­τανοίας σαλπίζει· Ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς τοῦ Ὑ­ψίστου, λαὲ τοῦ Θεοῦ, «μετανοεῖτε»! (Ματθ. 4,17).
Καὶ ἔχουμε ὅλοι ἀνάγκη μετανοίας. Πρῶ­τον, διότι κανένας δὲν εἶνε ἀναμάρτητος· καὶ μία ἡμέρα ἂν εἶνε ἡ ζωή μας, δὲν μένει ἐ­κτὸς ἁμαρτίας (βλ. Ἰὼβ 4,17· 14,4-5. Παρ. 20,9). Καὶ δεύτερον, διότι δὲν γνωρίζουμε πότε ὁ Κύριος θὰ μᾶς καλέ­­­σῃ κοντά του· καὶ ἂν δὲν ἔχουμε ἐπιστρέψει στὸ Θεό, ἡ ζωή μας θά ᾽νε ματαία. Ἂς εἴμαστε ἕτοιμοι· «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵ­να μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ. 26,41. Μᾶρκ. 14,38).

Ἐν τούτοις «στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις βρόντα»· εἴμαστε λαὸς ἀμετανόητος. Ἀλλὰ γιατί νὰ κατηγορῶ τὸ λαό; ἂς κατηγορήσω τὸ ῥάσο. Δώδεκα ἀπόστολοι ἄλλαξαν τὸν κόσμο· κ᾽ ἐμεῖς δὲν μποροῦμε ν᾽ ἀλ­­λά­ξουμε οὔ­­τε τὴ γειτονιά μας. Προτρέπουμε τοὺς ἀν­­θρώ­­πους σὲ μετάνοια, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι μένουμε ἀμετανόη­τοι. Ποιός δεσπότης ἔφυγε στὸ Ἅγιο Ὄ­ρος νὰ κλάψῃ τὶς ἁμαρτίες του; ποιός παπᾶς κρέμασε τὸ πετραχήλι λέγον­τας, Εἶμαι ἀνάξι­ος νὰ κρατῶ τὰ δισκοπότηρα; Κι ἀφοῦ ὁ λαὸς δὲν βλέπει ἐμᾶς νὰ μετανοοῦμε, πῶς αὐ­τὸς νὰ μετανοήσῃ; Χρειάζεται ἕνας Ἰωνᾶς νὰ πῇ· «Ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ Νινευὴ καταστραφήσεται» (Ἰων. 3,4).
«Μετανοεῖτε» λοιπόν. Τὸ εἶπα κ᾽ ἐγὼ κάποτε σ᾽ ἕ­να γέρο τσοπᾶνο τῆς Πίνδου μὲ κίτρινα τὰ μουστάκια ἀ­π᾽ τὸ τσιγάρο ποὺ ἔστριβε καὶ κάπνιζε· –Μπαρμπα-Γιῶρ­γο, λέω, εἶσαι 80 χρο­νῶν, νὰ μετανο­ή­σῃς. –Καὶ τί ἔκανα; λέει· οὔ­τε ἔκλεψα, οὔ­τε σκότωσα, οὔτε μοίχευσα… Καὶ τὴ νοοτροπία αὐτὴν ἔχουν δυστυχῶς ὅ­λοι· Ἔκανα κανένα κακὸ γιὰ νὰ μετανοήσω;
Δὲν ὑπάρχουν ὅμως μόνο τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα· ὑ­πάρχουν καὶ τὰ μικρά. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὰ θέλω τώρα νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω. Τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα εἶνε ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ μᾶς φοβίσουν καὶ νὰ μετανοήσουμε γι᾽ αὐτά.
Αὐτοὶ ποὺ λένε ὅτι, ἀφοῦ δὲν ἔπεσαν σὲ με­γάλα ἁ­μαρτήματα (κλοπή, πορνεία, μοιχεία, φόνο κ.λπ.), δὲν ἔ­χουν ἀνάγκη μετα­­­νοίας, αὐ­τοὶ ξέρετε πῶς μοιάζουν; Εἶ­νε σὰν κάποιον ποὺ ἔνιωθε ὑγιής, ἀλλ᾽ ὅταν ἔκανε ἐξετάσεις βρέθηκε ὅτι ἔχει καρκίνο· ἀπ᾽ ἔξω ἦταν ῥόδι, ἀλ­λὰ μέσα ἦταν σάπιος. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ψυ­χή μας. Αὐταπατώμεθα νομίζοντας ὅ­τι εἴ­μα­στε ἅγιοι· ἐ­πειδὴ πᾶμε στὴν ἐκ­κλησιά, ἀνάβουμε καν­ένα κερί, κάποτε ἐξομολογούμεθα καὶ κοι­νωνοῦμε, λέμε μιὰ προσ­ευχή. Θε­ωρούμεθα θρη­σκευόμενοι καὶ νομίζου­με ὅτι θὰ μᾶς δώσῃ ὁ οὐρανὸς πιστοποιητικὸ ἁγιότη­τος. Ὄ­χι, ἀγαπητέ μου· εἴμαστε ἔνοχοι ἐνώπι­ον τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει νὰ περάσουμε ἀπὸ ἀκτῖ­νες· καὶ ἀκτῖνες εἶνε ἡ ἁγία Γραφή, τὰ διδά­γματα τῶν πατέρων, τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων, ἡ ἄσκησι, ἡ αὐτοανάκρισι, ἡ συν­αίσθησι. Ἂν περάσου­με ἀπὸ ψιλὸ κόσκινο, τότε θὰ φρίξου­με· θὰ δι­ακρίνουμε στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τὰ «μικρόβια» ποὺ λέγονται μικρὰ ἁμαρτήματα.

* * *

Ποιά εἶνε τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα; Εἶνε π.χ.·
• Μία λέξι. Τί εἶνε μιὰ λέξι μέσα στὶς τόσες ποὺ λέμε; Τὸ Ψαλτήρι ὅμως λέει· «Θοῦ, Κύριε, φυ­λα­κὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς πε­ρὶ τὰ χείλη μου» (Ψαλμ. 140,3). Ἔ­χω παράδειγμα· ἀ­γα­πημένο ἀντρόγυνο στὴν Πτολεμα­ΐδα χώρισε γιὰ μία λέξι, ποὺ εἶπε ὁ ἄντρας σὲ στιγμὴ θυ­μοῦ· ἡ γυναίκα ἅρπαξε τὴ λέξι κ᾽ ἔτρεξε σὲ δι­κηγό­ρο. Ὁ ἄντρας ἀνακάλεσε τὴ λέξι, ζήτη­σε συγγνώμη, φίλησε τὸ χέρι της. Τίποτα αὐ­τή. Καὶ τὸ δικαστήριο ἔβγαλε διαζύγιο ἐπάνω σ᾽ αὐτὴ τὴ λέξι! Βλέπετε; μιὰ λέξι διαλύει ἕνα ἀντρόγυνο.
• Θέλετε ἄλλη μικρὴ ἁμαρτία; Μία ματιά. Τί εἶ­νε μιὰ ματιά; Ἡ Γραφὴ ὅμως λέει· «Οἱ ὀφθαλ­μοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παρ. 4,25). Διότι ἕνα πο­νηρὸ βλέμμα μπορεῖ ν᾽ ἀνάψῃ στὴν καρδιὰ ἄγριο ἔρωτα καὶ νὰ ὁδηγήσῃ σὲ μοιχεία (βλ. Ματθ. 5,28). Πρόσεχε λοιπὸν καὶ τὰ μάτια σου.
• Ἄλλο· μία ἀντιπάθεια. Κάτι μικρὸ σοῦ ᾽κανε ὁ ἄλλος, κ᾽ ἐσὺ ἄφησες νὰ μπῇ στὴν καρδιά σου τὸ μικρόβιο τῆς ἀντιπαθείας· τὸ μικρό­βιο αὐτὸ δημιουργεῖ πληγή, γάγγραινα, ποὺ κατα­λήγει σὲ ἔγκλημα μεγάλο καὶ φοβερό.
Βλέπετε, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ παραβλέπουμε τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα. Γιατί; Διότι τὰ μικρὰ γεννοῦν μεγάλα. Καὶ ἀναφέρω παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή.
• Ἡ βρῶσις τοῦ Ἀδάμ. Ὁ πρωτόπλαστος ἔ­χασε τὸν παράδεισο ἀπὸ τί; Οὔτε σκότωσε οὔτε μοίχευσε. Παραβίασε μία μικρὴ ἐντολή. Ἂν τοῦ ᾽λεγε ὁ Θεός, Ἀπὸ ἕνα μόνο δέντρο θὰ τρῶς κι ἀπὸ τ᾽ ἄλλα ὄχι, θὰ ἦταν δύσ­κολη ἐν­τολή· ἀλλὰ τί τοῦ εἶπε· Ὅλα εἶνε στὴ διάθεσί σου καὶ μόνο ἀπὸ ἕνα δέντρο νὰ μὴ φᾷς. Καὶ τί κάνει αὐτός; Πλησίασε αὐτὸ τὸ δέντρο. Τί εἶνε τὸ νὰ φάω; δὲ βαριέσαι, δὲν εἶνε τίποτα. Κ᾽ ἔτσι γιὰ τὴν παράβασι τῆς μικρῆς αὐτῆς ἐν­το­λῆς ἐκδιώχθηκε, ἔχασε τὸν παράδεισο. «Ἐ­κά­θισεν Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ παραδείσου καὶ τὴν ἰ­δίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο» (δοξ. ἐσπ. Κυρ. Τυρ.).
• Ἄλλο παράδειγμα· ὁ φόνος τοῦ Κάιν. Τὰ δύο ἀ­δέρφια Κάιν καὶ Ἄβελ προσέφεραν θυσίες στὸ Θεό. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴ θυσία τοῦ Ἄβελ καὶ ὄχι τοῦ Κάιν, ὁ Κάιν ἔ­νιωσε ἀν­τι­πάθεια, τὸν τσίμπησε τὸ φίδι τοῦ φθό­νου· καὶ τέλος, ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσαν στὸν κάμ­πο, σκότωσε τὸν Ἄβελ! Ἀπὸ μιὰ μικρὴ ἀν­τιπάθεια ἔφτασε στὸν φόνο τοῦ ἀδελφοῦ του.
• Θέλετε ἄλλο; Νά καὶ τὸ βλέμμα τοῦ Δαυΐδ. Προφήτης, βασιλιᾶς, ποιητὴς ὁ Δαυΐδ, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες προσωπικότητες τοῦ ἀρχαίου κόσμου· καὶ ὅμως ἔπεσε. Πῶς; Ἀπὸ τὴν ταράτσα τῶν ἀνακτόρων εἶδε μιὰ γυναῖκα νὰ κά­νῃ λουτρό· ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη νικήθηκε καὶ ἔκανε δύο σοβαρὰ ἐγκλήματα· μοίχευσε μ᾽ αὐ­τὴν καὶ μεθόδευσε νὰ σκοτω­θῇ ὁ σύζυγός της ὁ Οὐρίας. Ἔπειτα μετανό­η­σε, βρῦσες ἔγιναν τὰ μάτια του καὶ μούσκευε τὸ μαξιλάρι του λέ­γοντας· «Ἐλεήμων, ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…» (Ψαλμ. 50,3).
• Τέλος ἡ κλοπὴ τοῦ Ἰούδα. Μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἀ­πόστολος· ἄφησε τὰ πάντα καὶ πῆγε κοντά του, ἄκουγε τὴ διδασκαλία, ἔβλεπε τὰ θαύματα, ἀπολάμβανε τὸ μεγαλεῖο του. Καὶ λοιπόν; ἔκλεβε μικρὰ νομίσματα ἀπὸ τὸ ταμεῖο τοῦ ὁμίλου, καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ σιγὰ-σιγὰ θέριεψε ἡ φιλαργυρία καὶ τὸν ἔσπρωξε στὸ μεγάλο ἔγκλημα· πούλησε γιὰ τριάντα ἀργύρια τὸν Διδάσκαλό του· «Βλέπε, χρημάτων ἐ­ραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον»· βλέπε, σὺ ποὺ ἀγαπᾷς τὰ λεφτά, ποῦ τὸν ὡ­δή­γησε ἡ ἀδιόρατη λαθροχειρία (τροπ. ὄρθρ. Μ. Πέμ.).
Νά ποῦ ὁδηγοῦν οἱ παραβάσεις μικρῶν ἐν­τολῶν. Συμβαίνει καὶ στὸν πνευματι­κὸ κόσμο ὅ,τι συμβαίνει καὶ στὸν ὑλικὸ κόσμο. Μερικὰ παραδείγματα.
• Στὴν Ἀκαρνανία εἶχα δεῖ ἕνα ὡραῖο δάσος· πέρασα τὸν ἄλλο χρόνο καὶ δὲν εἶχε μείνει τίπο­τα. Τί συνέβη· ἕνας τσοπᾶνος ἔρριξε Ἰούλιο μῆνα ἕνα ἀποτσίγαρο· ἀπὸ ἕνα τσιγάρο κάηκε ὁλόκληρο δάσος. Καὶ στὴ Λαμία περνώντας ὁ σιδηρόδρομος πετάχτηκε ἀπὸ τὴ μηχανὴ μιὰ σπίθα καὶ ἔκαψε ἄλλο δάσος. Ἔτσι καὶ μιὰ λέξι, μιὰ κουβέντα, μπορεῖ ν᾽ ἀνάψῃ πυρκαγιά.
• Ἄλλο παράδειγμα. Διάβαζα, ὅτι ἕνα πλοῖο βούλιαξε στὸν Ἀτλαντικό. Γιατί; ὁ ναυπηγὸς εἶ­χε βάλει στὰ πλευ­ρά του μερικὰ ἀδύνατα σανίδια· πάνω στὴ φουρτούνα ἕνα σάπιο σανίδι ἔ­σπασε, μπῆκε νερὸ καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ κακό· κι ἂς ἦταν γερὲς ὅλες οἱ ἄλλες σανίδες. Ἔτσι κι ἀπὸ μικρὰ ἁμαρτήματα ναυαγοῦν ψυχές.
• Σᾶς συνιστῶ τὸ βιβλίο «Ἁμαρτωλῶν σωτηρία»· καὶ τώρα ἀκόμα μοῦ ἀρέσει καὶ τὸ διαβάζ­ω. Ἐκεῖ βρῆκα τὸ ἑξ­ῆς. Μιὰ βάρκα μπορεῖ καν­εὶς νὰ τὴ βουλιάξῃ ἀμέσως ἂν ῥίξῃ πάνω της ἕνα βράχο σὰν ἐ­κείνους ποὺ πετοῦσε ὁ Κύκλωπας στὴν Ὀδύσσεια. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἄλ­λος τρό­πος. Πῶς; ἂν κάθε μέρα τῆς ῥίχνῃ μιὰ χούφτα ἄμμο· μία σή­μερα, μία αὔριο…, κάποτε τὸ βάρος τῆς ἄμμου θὰ γί­νῃ ὅ­σο καὶ τοῦ βράχου καὶ θὰ τὴν βυθίσῃ· μὲ τὴ διαφορά, ὅτι στὴ δεύτερη περίπτωσι θὰ βουλιάξῃ ὄχι ἀμέσως ἀλ­λὰ σὲ βάθος χρόνου. Ἄμμος ψιλὴ μὲ ἀ­μέτρητους κόκκους εἶνε τ᾽ ἁμαρτήματά μας. Γι᾽ αὐτὸ τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς λέει· «Ἁ­μαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀ­βύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;» (δοξ. ἀποστ. αἴν. Μ. Τετ.). Ποιός θὰ μετρήσῃ τὴν ἄμμο τῶν ἁμαρτημάτων μου;
Νά γιατί ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας ὄχι μόνο γιὰ τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ καὶ τὰ μικρὰ ποὺ καθημερινῶς διαπράττουμε.

* * *

Ὅλοι νὰ προσέξουμε, ἀδελφοί μου, καὶ ἰ­δι­αιτέρως οἱ γονεῖς ποὺ ἀνατρέφουν παιδιά.
• Πῆγα σ᾽ ἕνα χωριὸ –ἂς μὴν τὸ ὀνομάσω– καὶ μοῦ ᾽λεγε ἕνας γέρος· Ὁ Γιῶργος, μικρός, ἦ­ταν ἕνα χαριτωμένο ἀγγελούδι· ὅταν ὅμως με­γάλωσε σκότωσε, ἔσφαξε μὲ τὸ μαχαίρι, ἑ­βδο­μήντα ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ χωριό μας! Ποῦ νά ᾽ξερα, ὅτι ὁ μικρὸς ἄγγελος θὰ γίνῃ σατανᾶς;
• Ἕνας διαρρήκτης συνελήφθη· τὸν δίκασαν καὶ καταδικάστηκε εἰς θάνα­τον. Τὸ ἀπόσπασμα τὸν ὡδήγησε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, νὰ τὸν ἐκτελέ­σουν. Τελευταία στι­γμὴ νά καὶ φτάνει ἀλ­λό­φρων ἡ μάνα του· –Παιδί μου! φωνάζει. –Ὄχι, ἀπαντᾷ αὐτός, δὲν εἶ­σαι μάνα μου. –Μὰ τί λές; –᾽Εσὺ φταῖς· ὅ­ταν μικρὸς ἔκλεψα ἀβγὰ καὶ σοῦ τά ᾽φερα, δὲν μοῦ ᾽σπασες τὰ χέρια· τὰ δέχτηκες. Ἔτσι σιγὰ – σιγὰ «πρόκοψα», ἔγι­να διαρρήκτης καὶ κατέληξα ἐδῶ… Ὅποιος κλέβει τώρα ἀβγό, αὔριο θὰ κλέψῃ βόδι. Μὴν ἀμνηστεύουμε μικρὲς ἀταξίες τῶν παιδιῶν.
• Θέλετε ἕνα ἄλλο παράδειγμα τρομακτικό, ποὺ συγ­κλόνισε τὴν Ἀθήνα; Μεσάνυχτα, ὥρα τοῦ διαβόλου, ἕνας ἀλήτης γύριζε ἀπὸ ᾽δῶ κι ἀπὸ ᾽κεῖ στὸν Ὑμηττό. Εἶδε ἕνα σπίτι, ποὺ ὁ νοικοκύρης ἔλειπε στὴ δουλειὰ καὶ εἶχε ξεχάσει τὸ κλειδί στὴν πόρτα. Μπῆκε μέσα, ἀ­νέ­βηκε στὸ ἐπάνω πάτωμα, εἶδε δύο γυναῖ­κες, μάνα καὶ κόρη, νὰ κοιμοῦν­ται, καὶ πάνω στὴν τρέλλα καὶ τὴν κακουργία του πῆρε κασμᾶ, τὶς σκότωσε, τὶς ἔρριξε γυμνὲς μέσα στὴ μπανιέρα, καὶ τὸ πρωὶ ἔγινε ἄφαντος. Ἡ ἀ­στυ­νομία τὸν ἔπιασε στὴν Καρδίτσα, ὅπου γλεν­τοκοποῦσε. Κρατούμενος κατόπιν στὴ φυλακή, εἶ­πε σὲ ἕνα δημοσιογράφο· Κατήντησα ἀλήτης, μὰ φταίει ἡ μάνα μου· εἶχε ἔρωτες μὲ ξένον ἄντρα, κ᾽ ἐμένα μ᾽ ἄφηνε νὰ γυρίζω τὴ νύ­χτα ἔξω. Ποτέ δὲν ρώτησε ποῦ πάω, ποτέ δὲν μὲ τιμώρησε· μ᾽ ἄφηνε ἀσύδοτο, καὶ ἔτσι κα­τάν­­τησα σεσημασμένος ἐγ­κλη­ματίας. Μανάδες, λέει, τὸ πάθημά μου ἂς σᾶς γίνῃ μάθημα.
Ποιός φταίει; Φταῖνε οἱ μανάδες, ποὺ δὲν παιδεύουν τὰ παιδιά, ἀλλὰ ἀνέχονται κάθε ἀ­ταξία, παράπτωμα, πεῖσμα. Γονεῖς ποὺ λένε, Ἄσ᾽ το τὸ παιδί…, αὐτὸ θὰ τὸ εἰσπράξουν ἔπειτα μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο.
Ἐγὼ τοὐλάχιστον εὐγνωμονῶ τὸν πατέρα μου, ποὺ κρατοῦσε βέργα. Δὲν μὲ λυπήθηκε, κι ἂς μὲ εἶχαν μοναχογυιό· αἰωνία του ἡ μνήμη. Πᾶνε τώρα αὐτά, σβήσανε, χλευάζονται.
Μὴ χαϊδεύετε τὰ παιδιά. Σπίτι χωρὶς ῥαβδὶ καταστρέφει τὸ παιδί. Τρέμω μπροστὰ στὸ μέλ­λον τῆς νέας γενεᾶς. Ἀπὸ τὰ κακομαθημένα παιδιὰ ἄλλα θ᾽ αὐτοκτονήσουν, ἄλλα θὰ γίνουν τεντυμπόηδες καὶ κακοποιοί, κίνδυνος στὴν κοινωνία. Τὰ μικρὰ πταίσματα ποὺ κάνουν τώρα ὁ Γιωργάκης, ὁ Νικολάκης, ἡ Ἑ­λενίτσα, ἡ Μαρία, αὔριο θὰ γίνουν μεγάλα ἐγκλήματα.
Ἂς προσέχουμε λοιπὸν ὅλοι, ἀδελφοί μου, καὶ μάλι­στα τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες. Νὰ φρουροῦμε τὶς αἰσθήσεις (μάτια, αὐτιά κ.λπ.), τὴ γλῶσσα ἀπὸ λόγια, τὸ νοῦ ἀπὸ λογισμούς, τὴν καρδιὰ ἀπὸ ἐπιθυμίες. Μακριά ἀπὸ πορνοθεάματα. Ψυχὴ καὶ σῶμα καθαρά, μιὰ λαμ­πάδα ἀ­ναμμένη ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ἂν φυλαχτοῦμε ἀπὸ τὰ μικρὰ ἁμαρτήματα, θ᾽ ἀποφύγουμε καὶ τὰ μεγάλα· τότε θὰ εἴμαστε ἀ­σφαλεῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρί­ῳ ἡ­μῶν, ᾧ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=101108#more-101108