Τῶν ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου
Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ἀδελφοί μου, μᾶς καλεῖ σήμερα σὲ ἑορτὴ καὶ πανήγυρι.
Ἀθανάσιος! Ἕνας κόσμος ὁλόκληρος· ἡ πύρινη γλῶσσα, ὁ
πνευματικὸς πέλεκυς, ὁ Ἄτλας τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ἄθραυστος ἀδάμας, ὁ
ἀκαταπόντιστος βράχος, ὁ πνευματικὸς μαγνήτης, ὁ «δέκατος τρίτος τῶν
ἀποστόλων». Ἀθανάσιος! «Ἐπιλείψει με ὁ χρόνος» (Ἑβρ. 11,32) ἂν θελήσω
νὰ ἐκθέσω τὰ χαρίσματά του. Ἡ Ἱστορία τὸν Ἡ Ἱστορία τὸν ἀποθανάτισε
μὲ μία λέξι· Ἀθανάσιος ὁ μέγας.
Γεννήθηκε τὸ 298 μ.Χ., πρὶν ἀπὸ τὸ διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴ μεγαλούπολι τῆς Αἰγύπτου, μέσα σὲ χριστιανικὴ οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς του ἦταν φτωχοὶ ἀλλὰ εὐσεβεῖς. Αὐτοὶ ἔσπειραν τὸν καλὸ σπόρο στὴν ψυχή του.
Μέσα στὸ πλῆθος μιᾶς
μεγαλουπόλεως τί ἐλπίδες ἔχει ἕνα φτωχαδάκι νὰ ἐξελιχθῇ; Νά ὅμως
ποὺ τὸν Ἀθανάσιο τὸν ἀνακάλυψε ὁ ποιμενάρχης, ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος
πατριάρχης Ἀλεξανδρείας. Πῶς τὸν ἀνακάλυψε; Πάνω σὲ ἕνα παιχνίδι! –
πέστε μου, τί παιχνίδια κάνουν τὰ παιδιά σας, νὰ σᾶς πῶ τί θὰ γίνουν.
Μιὰ μέρα, καθὼς κοίταζε ἀπ᾽ τὸ παράθυρο τῆς ἐπισκοπῆς, εἶδε κάτω στὴν
ἀκρογιαλιὰ μιὰ ὁμάδα παιδιῶν νὰ παίζουν. Ἕνα ἀπ᾽ αὐτὰ (ὁ Ἀθανάσιος)
βάπτιζε κάποιο ἄλλο μὰ μὲ τόση ἀκρίβεια καὶ ἱεροπρέπεια, λὲς καὶ
ἦταν πεπειραμένος κληρικός. Θαύμασε ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος καὶ
ἐπικύρωσε τὴν τελετή! Τὸν κάλεσε κοντά του καὶ στὸ ἑξῆς τὸν πῆρε πλέον
ὑπὸ τὴ φροντίδα καὶ προστασία του. Ἀπὸ τὸ παιχνίδι ἐκεῖνο διέβλεψε τὸ
μέλλον, ὅτι ὁ μικρὸς αὐτὸς θὰ γίνῃ κληρικός.
Ἀπὸ τὰ παιχνίδια τῆς σημερινῆς γενεᾶς καταλαβαίνει κανεὶς τί
θὰ γίνουν αὔριο τὰ παιδιά. Μπῆκα χθὲς σ᾽ ἕνα λεωφορεῖο καὶ μέσ᾽ στὸ
συνωστισμὸ νά καὶ μιὰ κυρία μ᾽ ἕνα ἀγοράκι· ὁ μικρὸς κρατοῦσε ἕνα
περίστροφο καὶ μὲ τὶς ψεύτικες καψοῦλες ἄρχισε νὰ πυροβολῇ τοὺς
ἐπιβάτες. Λέω στὴν κυρία· –Τέτοια παιχνίδια στὰ παιδιά; –Τό ᾿φερε ὁ
νονός του, λέει. –Τόσο καταλαβαίνει κι αὐτός!… τῆς ἀπαντῶ· τὸ
παιδάκι, ποὺ συνηθίζει τώρα νὰ πυροβολῇ ψεύτικα, μεθαύριο –ὁ Θεὸς νὰ
φυλάξῃ– θὰ πάρῃ πραγματικὸ περίστροφο καὶ ὑπάρχει φόβος μήπως τὸ
στρέψῃ καὶ ἐναντίον τῶν γονέων του. Τέτοια παιχνίδια θά ᾽πρεπε νὰ
ἀπαγορεύωνται, ὄχι νὰ δωρίζωνται στὰ παιδιά…
Κατάλαβε λοιπὸν ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος τὴν ψυχὴ τοῦ Ἀθανασίου. Καὶ
μεγαλώνοντας ὁ μικρὸς ἔγινε πράγματι κληρικὸς καὶ δεξὶ χέρι τοῦ
γέροντος. Τὸ 325 μ.Χ. μάλιστα ὁ διάκονος τότε Ἀθανάσιος τὸν συνώδευσε
στὴν Πρώτη (Α΄) Οἰκουμενικὴ Σύνοδο· ἐκεῖ ἔλαμψε μὲ τὴν πίστι καὶ τὴ
χάρι, ποὺ τοῦ εἶχε δοθῆ, καταπολεμώντας τὴν φοβερὴ αἵρεσι τοῦ Ἀρείου.
Κοντὰ στὸν ἅγιο Ἀλέξανδρο ἦταν πάντοτε. Ὅταν ὅμως ὁ γέροντας
ἐπίσκοπος πλησίαζε νὰ πεθάνῃ, ὁ Ἀθανάσιος ἐξαφανίστηκε! Μὰ τότε λοιπὸν
βρῆκε ὁ εὐλογημένος τὴν ὥρα νὰ φύγῃ; Ὁ γέροντάς του τὸν ἀναζητοῦσε·
Ἀθανάσιε, Ἀθανάσιε, ποῦ εἶσαι; ἔλεγε. Ἂν νομίζῃς πὼς θὰ ξεφύγῃς,
κάνεις λάθος· δὲν θὰ ξεφύγῃς… Τί συνέβη, γιατί ἔφυγε; Εἶχε βαθειὰ
συνείδησι τῆς ἀποστολῆς τοῦ ἐπισκόπου καὶ φοβόταν ὅτι, μετὰ τὴν κοίμησι
τοῦ γέροντος, θὰ τὸν ἁρπάξουν νὰ τὸν κάνουν ἐπίσκοπο. – Καὶ πρέπει νὰ
γίνωνται ἐπίσκοποι τέτοιοι γίγαντες, ὄχι νᾶνοι καὶ φαῦλοι. Ὦ ἅγιε
Ἀθανάσιε, δὲν κατεβαίνεις πάλι στὴ γῆ, ποὺ κάποιοι παλεύουν σὰν
λιοντάρια νὰ καταλάβουν θρόνους;… Ἔφυγε ἐκεῖνος τότε μέσα σὲ σπηλιές·
ἀλλὰ πῆγαν, τὸν βρῆκαν, τὸν πῆραν καὶ μὲ τὴ βία τὸν ἔκαναν ἐπίσκοπο.
Στοὺς συντελεστὰς ποὺ διαμόρφωσαν τὸν χαρακτῆρα τοῦ μεγάλου
Ἀθανασίου μνημονεύσαμε πρῶτον τοὺς γονεῖς του καὶ δεύτερον τὸν ἅγιο
ἐπίσκοπό του. Ἐκεῖνο ποὺ ἐπίσης τὸν φρονημάτισε ἦταν τὸ περιβάλλον τῆς
ἐποχῆς ἐκείνης γενικά. Ἔζησε στὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος μεγάλου
Κωνσταντίνου, ὅταν σταμάτησαν οἱ διωγμοί, οἱ ὁποῖοι γέμισαν τὴν
Ἐκκλησία μὲ μάρτυρες. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁμολογητὰς τῆς πίστεως, ποὺ
ἐπέζησαν, εἶχαν μείνει σωματικῶς ἀνάπηροι. Ἔβλεπε κανεὶς τότε ἁγίους
ἄντρες καὶ γυναῖκες μὲ κομμένα αὐτιά, κομμένες μύτες, βγαλμένα μάτια,
ξερριζωμένα δόντια, μὲ τὰ πρόσωπα παραμορφωμένα, μὲ μέλη τοῦ σώματος
καυτηριασμένα…· μὲ τέτοια «παράσημα» διὰ Χριστόν. Ὅλοι αὐτοὶ ἦταν ἄξιοι
σεβασμοῦ, καὶ ὁ ἡρωισμός τους εἶχε ἐπίδρασι ἐπάνω σὲ ὅλους, μάλιστα δὲ
στὴ νεανικὴ ψυχὴ τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου.
Ἔχει σημασία αὐτό. Ὅταν πῆγα στὰ Γρεβενὰ τὸ 1946, μοῦ ἔδειξαν
τὸ ἄγαλμα τοῦ ἐπισκόπου Αἰμιλιανοῦ, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε ἐκεῖ τὸ 1911.
Στὸ ἀντίκρυσμα τῆς μορφῆς του πραγματικὰ λύγισα. Σὲ ποιόν τόπο, λέω,
μὲ καλεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἐργαστῶ; ἐδῶ, ποὺ ἕνας ἱεράρχης πότισε μὲ τὸ αἷμα του
τὰ λουλούδια τῆς Μακεδονίας!…
Ὅταν λοιπὸν καὶ ὁ Ἀθανάσιος ἔμπαινε στὴν ἐκκλησία, ἔβλεπε τὸ
θρόνο – τίνος; τοῦ ἐπισκόπου Πέτρου Ἀλεξανδρείας, καὶ δὲν ἦταν πολλὰ
χρόνια ποὺ ὁ ἅγιος αὐτὸς εἶχε μαρτυρήσει γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ (τὸ
305 μ.Χ.). Μέσα σὲ τέτοιο περιβάλλον, ἡρωισμοῦ γιὰ τὴν πίστι,
γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος· καὶ ἡ πίστι του γιγαντώθηκε.
Βοήθησαν οἱ γονεῖς, βοήθησε ὁ ἐπίσκοπος, βοήθησαν οἱ ἥρωες καὶ
οἱ μάρτυρες, ἀλλὰ εἶχε καὶ ἕναν σπουδαῖο καθηγητή. Τί καθηγητή·
ἀγράμματο! Ποιόν· τὸν ἅγιο Ἀντώνιο. Ἔφευγε ἀπὸ τὴν πόλι, ἔβγαινε
στὴν ἔρημο, καθόταν κοντά του μέρες καὶ νύχτες, καὶ ἄκουγε ἀπὸ τὸ
στόμα του τὰ ὑψηλὰ μαθήματα τῆς νηπτικῆς θεολογίας καὶ τῆς χριστιανικῆς
τελειότητος. Τέτοιον στενὸ σύνδεσμο εἶχαν μεταξύ τους, ὥστε, λίγο
προτοῦ νὰ παραδώσῃ τὸ πνεῦμα ὁ Ἀντώνιος, χάρισε στὸν Ἀθανάσιο τὴ μηλωτή
του, ἕνα πανωφόρι ἀπὸ προβειά, νὰ τό ᾽χῃ εὐλογία καὶ ἐνθύμιο.
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δασκάλους αὐτούς, ποὺ πεθαίνουν βέβαια, εἶχε
καὶ κάποιον ἄλλον ποὺ ἐκεῖνος δὲν πεθαίνει, μένει ἀθάνατος. Ποιόν; Ὅπως
ὁ μέγας Ἀλέξανδρος λένε ὅτι κάτω ἀπ᾽ τὸ προσκέφαλό του εἶχε τὸν Ὅμηρο
καὶ τὸν διάβαζε, ἔτσι ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος εἶχε τὴν ἁγία Γραφή. Πολὺ
λίγοι μελέτησαν ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος ὅπως αὐτὸς τὴν Παλαιὰ καὶ
τὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὅποιος διαβάζει τὰ ἔργα του βλέπει νὰ εἶνε γεμᾶτα
ἀπὸ τὰ ῥητὰ τῆς Γραφῆς, ποὺ τὰ ἑρμηνεύει μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου
Πνεύματος. Λένε, ὅτι ἤξερε ἀπ᾿ ἔξω Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη. Αὐτὴ ἦταν
τὸ στήριγμα καὶ ἡ παρηγοριά του μέσα στοὺς διωγμούς.
Ἄφησα τελευταῖο τὸ σπουδαιότερο. Διότι μπορεῖ νά ᾿χῃς στὰ χέρια
σου τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ νὰ τὴ διαβάζῃς, μπορεῖ νά ᾽σαι καὶ θεολόγος, νὰ
ἔμαθες καὶ γλῶσσες, μπορεῖ ν᾽ ἀκοῦς τὸν καλύτερο ἱεροκήρυκα, μπορεῖ νὰ
ἔχῃς τὸν καλύτερο ἱερέα – ἐφημέριο, ἀλλὰ ἅμα λείψῃ τὸ ἁλάτι, τὸ φῶς, τὸ
ὀξυγόνο, ἅμα μὲ μιὰ λέξι λείψῃ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, δὲν κάνεις τίποτα. Τί
εἶνε αὐτὴ ἡ χάρις; Εἶνε κάτι σὰν τὸ ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα. Ἂν δὲν ὑπάρχῃ
ῥεῦμα, καὶ τὸν καλύτερο πολυέλεο νὰ φέρῃς, πάλι στὸ σκοτάδι μένεις.
Τὸ ῥεῦμα αὐτὸ τὸ ὑπερφυσικὸ ποὺ ἔρχεται –δὲν εἶνε παραμύθια
αὐτά, εἶνε ζωή–, εἶνε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν
οὐδέν», εἶπε ὁ Κύριός μας (Ἰω. 15,5), χωρὶς τὴ δική μου βοήθεια δὲν
μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτα. Ἀπὸ τὸν οὐρανὸ εἶχε τὴν ἔμπνευσι ὁ ἅγιος
᾽Αθανάσιος, ἀπὸ ᾽κεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔδινε τὴ δύναμι ὥστε νὰ
ἀναδειχθῇ μέγας.
* * *
Σήμερα, ἀδελφοί μου, ἀκούγονται
παράπονα· Δὲν ἔχουμε παπᾶδες, ἱεροκήρυκες, θεολόγους, ἐπισκόπους…
Εἶνε εἰλικρινῆ τὰ παράπονα;
Ἂς βάλῃ ὁ καθένας τὸ χέρι στὴν καρδιά. Γιατί λιγόστεψαν οἱ
ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας; – καὶ θά ᾿ρθῃ μέρα, τὸ βλέπω, ποὺ θὰ ζητᾶμε μὲ
τὸ φανάρι παπᾶ καὶ δὲν θὰ βρίσκεται. Ἤδη 1.000 χωριά, ἀπὸ τὴν Ἤπειρο
μέχρι τὸν Ἕβρο, παπᾶ δὲν ἔχουν. Πρότειναν στοὺς νέους, ὅποιος θέλει νὰ
γίνῃ στὰ παραμεθόρια χωριὰ παπᾶς μαζὶ καὶ δάσκαλος, μὲ δύο μισθούς. Καὶ
τί νομίζετε; Ἀπ᾽ ὅλη τὴν Ἑλλάδα παρουσιάστηκαν ἀρχικὰ 70
ἐνδιαφερόμενοι καὶ τελικὰ ἔμειναν μόνο 25! Ἐνῷ στὸ Ι.Κ.Α. γιὰ 94 θέσεις
παρουσιάστηκαν 5.000 ὑποψήφιοι. Πῶς καταντήσαμε ἔτσι;
Ἀλλὰ βέβαια, ὅταν ὁ παπᾶς δὲν μπορῇ νὰ κυκλοφορήσῃ ἔξω διότι
ἀντιμετωπίζει χλεύη, τί περιμένετε; Ἐγὼ τοὐλάχιστον στὴν Ἀθήνα ἔχω
κόλασι. Ὅπου παρουσιαστῇ τὸ ῥάσο, σὲ τραῖνο, ἀεροπλάνο κ.λπ., τὸ
ἐμπαίζει κι ὁ τελευταῖος ἀλήτης. Πῶς λοιπὸν ὁ νέος νὰ γίνῃ παπᾶς, ὅταν
τὸ περιβάλλον δὲν βοηθάῃ; Χαζὸς εἶνε; θὰ γίνῃ ἐπιστήμονας, δικηγόρος,
γιατρός, ἀξιωματικός, ἀεροπόρος, τὰ πάντα – παπᾶς δὲν γίνεται. Ἅμα
μέσα στὸ πλῆθος τῶν παιδιῶν παρουσιαστῇ ἕνα καὶ πῇ «Ἐγώ, πατέρα,
διάβασα τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο ἢ τὸ Χρυσόστομο, μίσησα τὰ ἐγκόσμια καὶ
σκέπτομαι κάποια ἀνώτερη ζωή», ἀντὶ νὰ ποῦν «Δόξα σοι, ὁ Θεός, τί δῶρο
κάνεις στὸ σπίτι μας!» στὸ σπίτι πέφτει θρῆνος λὲς κ᾽ ἔχουν φέρετρο. Θ᾽
αὐτοκτονήσω! ἀπειλοῦν. Καὶ τρέφουν μῖσος· ὄχι μόνο ἐναντίον τοῦ
παιδιοῦ, ἀλλὰ κ᾽ ἐναντίον τοῦ ἱεροκήρυκα. Τὸ ἔζησα· κινδυνέψαμε κι ἀπὸ
Βουλγάρους, Ἰταλούς, Γερμανούς· μὰ πολὺ περισσότερο ἀπὸ γονεῖς τῆς
πατρίδος μας, οἱ ὁποῖοι ἐμποδίζουν τὸ παιδί τους νὰ βαδίσῃ στὰ ἴχνη τῶν
ἁγίων. Τί γενεὰ εἶν᾽ αὐτή; πέστε μου.
Ἔτσι συμβαίνει· τοὺς ἁγίους τοὺς παλαιοὺς τοὺς τιμᾶμε, τοὺς
σημερινοὺς τοὺς ὑβρίζουμε. Ἡ Ὀρθοδοξία μας παντοῦ δοξάζεται, κ᾽
ἔρχονται ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ καὶ ζητοῦν· Στεῖλτε μας νέους ἱεραποστόλους!…
Ἐδῶ ὅμως δὲν πᾶνε οὔτε στὴν Πρέσπα, στὴν Ἀφρικὴ θὰ πᾶνε; Νά τί κάνετε,
ἐσὺ μάνα κ᾽ ἐσὺ πατέρα καὶ ὅλοι, μὲ τὴ χλεύη σας στὸν παπᾶ καὶ τὶς
ἀσχημοσύνες στὸ δρόμο κατὰ τοῦ ῥάσου. Τὸ δέντρο γιὰ ν᾽ ἀναπτυχθῇ θέλει
πότισμα· ὅταν ἐσύ, ἀντὶ νὰ ῥίξῃς νερὸ στὸ λουλούδι, ῥίχνῃς φαρμάκι στὴ
ῥίζα του, πῶς ν᾽ ἀναπτυχθῇ; Νά γιατί σήμερα ἔχουμε τέτοια ἔλλειψι
ἐργατῶν.
Εὔχομαι νὰ βοηθήσῃ ὁ ἅγιος Θεός, ἡ πατρίδα μας νὰ βγάλῃ πάλι
νέους ἱεραποστόλους καὶ κληρικούς, ποὺ θὰ πᾶνε παντοῦ νὰ κηρύξουν· «Εἷς
ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ.
2,11 καὶ θ. Λειτ.).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Δημητρίου Ψυρρῆ – Ἀθηνῶν 17-1-1960