Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

Ποιοι παραγοντες διαμορφωσαν τὸν Ἀθανασιο;

Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Τῶν ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου

Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ἀδελφοί μου, μᾶς καλεῖ σήμερα σὲ ἑορτὴ καὶ πανήγυρι.
Ἀθανάσιος! Ἕνας κόσμος ὁλόκλη­ρος· ἡ πύ­ρινη γλῶσσα, ὁ πνευματικὸς πέλεκυς, ὁ Ἄτλας τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ἄθραυστος ἀδάμας, ὁ ἀκα­ταπόν­τιστος βράχος, ὁ πνευμα­τικὸς μαγνήτης, ὁ «δέκατος τρίτος τῶν ἀποστόλων». Ἀθα­νάσιος! «Ἐπιλείψει με ὁ χρόνος» (Ἑβρ. 11,32) ἂν θελήσω νὰ ἐκ­­θέσω τὰ χαρίσματά του. Ἡ Ἱστορία τὸν Ἡ Ἱστορία τὸν ἀ­πο­θανάτισε μὲ μία λέξι· Ἀθανάσιος ὁ μέγας.

Γεννήθηκε τὸ 298 μ.Χ., πρὶν ἀπὸ τὸ διω­γμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴ μεγαλού­­πολι τῆς Αἰ­­γύ­­πτου, μέσα σὲ χριστιανικὴ οἰ­κογένεια. Οἱ γο­νεῖς του ἦταν φτωχοὶ ἀλλὰ εὐσεβεῖς. Αὐτοὶ ἔσπειραν τὸν καλὸ σπόρο στὴν ψυχή του.

Μέσα στὸ πλῆ­θ­ος μιᾶς μεγαλουπό­­λεως τί ἐλ­­πίδες ἔχει ἕνα φτωχα­δάκι νὰ ἐξελιχθῇ; Νά ὅ­μως ποὺ τὸν Ἀθανάσιο τὸν ἀ­νακάλυ­­ψε ὁ ποιμενάρχης, ὁ ἅγι­ος Ἀ­λέξανδρος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας. Πῶς τὸν ἀ­νακάλυ­­ψε; Πάνω σὲ ἕνα παιχνίδι! – πέστε μου, τί παιχνίδια κάνουν τὰ παι­διά σας, νὰ σᾶς πῶ τί θὰ γίνουν. Μιὰ μέρα, κα­θὼς κοίταζε ἀπ᾽ τὸ πα­ράθυρο τῆς ἐπισκοπῆς, εἶδε κά­τω στὴν ἀ­κρογιαλιὰ μιὰ ὁμάδα παιδιῶν νὰ παίζουν. Ἕ­να ἀπ᾽ αὐτὰ (ὁ Ἀθανάσιος) βάπτιζε κά­­ποιο ἄλ­λο μὰ μὲ τό­ση ἀκρίβεια καὶ ἱεροπρέ­πεια, λὲς καὶ ἦ­­ταν πεπει­ραμένος κληρικός. Θαύ­μασε ὁ ἅ­γι­­­ος Ἀ­λέξαν­δρος καὶ ἐπικύρωσε τὴν τελετή! Τὸν κάλε­σε κοντά του καὶ στὸ ἑξ­ῆς τὸν πῆρε πλέον ὑπὸ τὴ φροντίδα καὶ προ­στασία του. Ἀπὸ τὸ παιχνίδι ἐκεῖνο διέβλε­ψε τὸ μέλλον, ὅτι ὁ μικρὸς αὐτὸς θὰ γί­νῃ κληρικός.
Ἀπὸ τὰ παι­χνίδια τῆς σημερινῆς γενεᾶς κα­ταλαβαίνει κανεὶς τί θὰ γίνουν αὔριο τὰ παιδιά. Μπῆκα χθὲς σ᾽ ἕνα λεωφορεῖο καὶ μέσ᾽ στὸ συν­ωστισμὸ νά καὶ μιὰ κυρία μ᾽ ἕνα ἀ­γοράκι· ὁ μικρὸς κρατοῦσε ἕνα περίστροφο καὶ μὲ τὶς ψεύτικες καψοῦλες ἄρχισε νὰ πυρο­βο­λῇ τοὺς ἐπιβάτες. Λέω στὴν κυρία· –Τέτοια παι­χνίδια στὰ παιδιά; –Τό ᾿φερε ὁ νονός του, λέει. –Τόσο καταλαβαίνει κι αὐτός!… τῆς ἀ­παν­τῶ· τὸ παι­δάκι, ποὺ συνηθίζει τώρα νὰ πυροβολῇ ψεύ­­τικα, μεθαύριο –ὁ Θεὸς νὰ φυλά­ξ­ῃ– θὰ πάρῃ πραγματικὸ περίστροφο καὶ ὑ­πάρχει φό­βος μή­πως τὸ στρέψῃ καὶ ἐναντίον τῶν γονέ­ων του. Τέτοια παιχνίδια θά ᾽πρεπε νὰ ἀπαγο­ρεύων­ται, ὄχι νὰ δωρίζωνται στὰ παιδιά…
Κατάλαβε λοιπὸν ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος τὴν ψυχὴ τοῦ Ἀθανασίου. Καὶ μεγαλώ­νοντας ὁ μι­κρὸς ἔγινε πράγματι κληρικὸς καὶ δεξὶ χέρι τοῦ γέροντος. Τὸ 325 μ.Χ. μάλιστα ὁ διάκονος τότε Ἀθανάσιος τὸν συνώδευσε στὴν Πρώτη (Α΄) Οἰ­κουμενικὴ Σύνοδο· ἐκεῖ ἔλαμψε μὲ τὴν πίστι καὶ τὴ χάρι, ποὺ τοῦ εἶχε δοθῆ, καταπολεμών­τας τὴν φοβερὴ αἵρεσι τοῦ Ἀρείου.
Κοντὰ στὸν ἅγιο Ἀλέξανδρο ἦταν πάντοτε. Ὅταν ὅμως ὁ γέροντας ἐπίσκοπος πλησίαζε νὰ πεθάνῃ, ὁ Ἀθανά­σιος ἐξαφανίστηκε! Μὰ τότε λοιπὸν βρῆκε ὁ εὐλογημένος τὴν ὥρα νὰ φύγῃ; Ὁ γέρον­τάς του τὸν ἀναζητοῦσε· Ἀθανάσιε, Ἀ­θανάσιε, ποῦ εἶσαι; ἔλεγε. Ἂν νομίζῃς πὼς θὰ ξε­φύ­­­γῃς, κάνεις λάθος· δὲν θὰ ξε­φύ­­­γῃς… Τί συν­έβη, γιατί ἔ­φυγε; Εἶχε βαθειὰ συνείδησι τῆς ἀποστολῆς τοῦ ἐπισκόπου καὶ φοβόταν ὅτι, με­τὰ τὴν κοίμησι τοῦ γέροντος, θὰ τὸν ἁρπάξουν νὰ τὸν κά­νουν ἐπίσκοπο. – Καὶ πρέπει νὰ γίνων­ται ἐπίσκοποι τέτοιοι γίγαντες, ὄχι νᾶνοι καὶ φαῦ­λοι. Ὦ ἅ­γιε Ἀθανάσιε, δὲν κατεβαίνεις πάλι στὴ γῆ, ποὺ κάποιοι παλεύουν σὰν λιοντάρια νὰ κατα­­λάβουν θρόνους;… Ἔφυγε ἐκεῖνος τότε μέσα σὲ σπηλιές· ἀλλὰ πῆγαν, τὸν βρῆκαν, τὸν πῆραν καὶ μὲ τὴ βία τὸν ἔκαναν ἐπίσκοπο.
Στοὺς συντελεστὰς ποὺ διαμόρφωσαν τὸν χαρακτῆρα τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου μνημονεύσαμε πρῶτον τοὺς γονεῖς του καὶ δεύτερον τὸν ἅγιο ἐπίσκοπό του. Ἐκεῖνο ποὺ ἐπίσης τὸν φρονημάτισε ἦταν τὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γενικά. Ἔζησε στὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος μεγάλου Κων­σταντίνου, ὅταν σταμάτησαν οἱ διωγμοί, οἱ ὁποῖοι γέμισαν τὴν Ἐκκλησία μὲ μάρτυρες. Πολλοὶ ἀ­­πὸ τοὺς ὁμολογητὰς τῆς πίστεως, ποὺ ἐ­πέζη­σαν, εἶχαν μείνει σωματικῶς ἀνάπηροι. Ἔβλεπε κανεὶς τότε ἁγίους ἄντρες καὶ γυναῖ­κες μὲ κομμένα αὐτιά, κομμένες μύτες, βγαλμένα μάτια, ξερριζωμέ­να δόντια, μὲ τὰ πρόσωπα παραμορφωμένα, μὲ μέλη τοῦ σώματος καυτηριασμένα…· μὲ τέτοια «παράσημα» διὰ Χριστόν. Ὅλοι αὐτοὶ ἦταν ἄξιοι σεβασμοῦ, καὶ ὁ ἡρωισμός τους εἶ­χε ἐπίδρασι ἐπάνω σὲ ὅλους, μάλιστα δὲ στὴ νεανικὴ ψυχὴ τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου.
Ἔχει σημασία αὐτό. Ὅταν πῆγα στὰ Γρεβε­νὰ τὸ 1946, μοῦ ἔδειξαν τὸ ἄγαλμα τοῦ ἐπισκό­που Αἰμιλιανοῦ, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε ἐκεῖ τὸ 1911. Στὸ ἀντίκρυσμα τῆς μορφῆς του πρα­γμα­τικὰ λύ­γισα. Σὲ ποιόν τόπο, λέω, μὲ καλεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἐργαστῶ; ἐδῶ, ποὺ ἕνας ἱεράρχης πότισε μὲ τὸ αἷμα του τὰ λουλούδια τῆς Μακεδονίας!…
Ὅταν λοιπὸν καὶ ὁ Ἀθανάσιος ἔμπαινε στὴν ἐκκλησία, ἔβλεπε τὸ θρόνο – τίνος; τοῦ ἐπισκόπου Πέτρου Ἀλεξανδρείας, καὶ δὲν ἦταν πολλὰ χρόνια ποὺ ὁ ἅγιος αὐτὸς εἶχε μαρτυρήσει γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ (τὸ 305 μ.Χ.). Μέ­­σα σὲ τέτοιο περιβάλλον, ἡρωισμοῦ γιὰ τὴν πίστι, γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε ὁ ἅγιος Ἀ­θανάσιος· καὶ ἡ πίστι του γιγαντώθηκε.
Βοήθησαν οἱ γονεῖς, βοήθησε ὁ ἐπίσκοπος, βοήθησαν οἱ ἥρωες καὶ οἱ μάρτυρες, ἀλ­λὰ εἶχε καὶ ἕναν σπουδαῖο καθηγητή. Τί καθη­γητή· ἀ­γράμματο! Ποιόν· τὸν ἅγιο Ἀντώνιο. Ἔ­­φευγε ἀ­πὸ τὴν πόλι, ἔβγαινε στὴν ἔρημο, κα­­θόταν κον­τά του μέρες καὶ νύχτες, καὶ ἄκου­­γε ἀπὸ τὸ στόμα του τὰ ὑψηλὰ μαθήματα τῆς νηπτικῆς θεολογίας καὶ τῆς χριστιανικῆς τελει­ότητος. Τέτοιον στενὸ σύνδεσμο εἶχαν μεταξύ τους, ὥστε, λίγο προτοῦ νὰ παραδώσῃ τὸ πνεῦμα ὁ Ἀντώνιος, χάρισε στὸν Ἀ­θανάσιο τὴ μηλωτή του, ἕνα πανωφόρι ἀ­πὸ προβειά, νὰ τό ᾽χῃ εὐλογία καὶ ἐνθύμιο.
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δασκάλους αὐτούς, ποὺ πε­θαίνουν βέβαια, εἶχε καὶ κάποιον ἄλλον ποὺ ἐκεῖνος δὲν πεθαίνει, μένει ἀθάνατος. Ποιόν; Ὅ­πως ὁ μέγας Ἀλέξανδρος λένε ὅτι κάτω ἀπ᾽ τὸ προσκέφαλό του εἶχε τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν διά­­βαζε, ἔτσι ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος εἶχε τὴν ἁγία Γραφή. Πολὺ λίγοι μελέτησαν ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος ὅ­πως αὐτὸς τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Δι­αθήκη. Ὅποιος διαβάζει τὰ ἔργα του βλέ­πει νὰ εἶνε γεμᾶτα ἀπὸ τὰ ῥητὰ τῆς Γραφῆς, ποὺ τὰ ἑρ­μηνεύει μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Λένε, ὅτι ἤξερε ἀπ᾿ ἔξω Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη. Αὐτὴ ἦταν τὸ στήριγμα καὶ ἡ παρηγοριά του μέσα στοὺς διωγμούς.
Ἄφησα τελευταῖο τὸ σπουδαιότερο. Διότι μπορεῖ νά ᾿χῃς στὰ χέρια σου τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ νὰ τὴ διαβάζῃς, μπορεῖ νά ᾽σαι καὶ θεολόγος, νὰ ἔμαθες καὶ γλῶσσες, μπορεῖ ν᾽ ἀκοῦς τὸν καλύτερο ἱεροκήρυκα, μπορεῖ νὰ ἔχῃς τὸν καλύτερο ἱερέα – ἐφημέριο, ἀλλὰ ἅμα λείψῃ τὸ ἁλάτι, τὸ φῶς, τὸ ὀξυγόνο, ἅμα μὲ μιὰ λέξι λείψῃ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, δὲν κάνεις τίποτα. Τί εἶνε αὐτὴ ἡ χάρις; Εἶνε κάτι σὰν τὸ ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα. Ἂν δὲν ὑπάρχῃ ῥεῦ­μα, καὶ τὸν καλύτερο πολυέλεο νὰ φέρῃς, πάλι στὸ σκοτάδι μένεις.
Τὸ ῥεῦμα αὐτὸ τὸ ὑπερφυσικὸ ποὺ ἔρχεται –δὲν εἶνε παραμύθια αὐτά, εἶνε ζωή–, εἶνε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐ­­δέν», εἶπε ὁ Κύριός μας (Ἰω. 15,5), χωρὶς τὴ δική μου βοήθεια δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτα. Ἀπὸ τὸν οὐ­ρανὸ εἶχε τὴν ἔμπνευσι ὁ ἅ­γιος ᾽Αθανάσιος, ἀπὸ ᾽κεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔδινε τὴ δύναμι ὥστε νὰ ἀναδειχθῇ μέγας.

* * *

Σήμερα, ἀδελφοί μου, ἀκούγονται παράπο­να· Δὲν ἔχουμε παπᾶδες, ἱεροκήρυκες, θεολό­­γους, ἐπισκόπους… Εἶνε εἰλικρινῆ τὰ παράπο­να;
Ἂς βάλῃ ὁ καθένας τὸ χέρι στὴν καρδιά. Γιατί λιγόστεψαν οἱ ἐργάτες τῆς Ἐκ­κλησίας; – καὶ θά ᾿ρθῃ μέρα, τὸ βλέπω, ποὺ θὰ ζητᾶμε μὲ τὸ φα­νάρι παπᾶ καὶ δὲν θὰ βρίσκεται. Ἤδη 1.000 χωριά, ἀπὸ τὴν Ἤπειρο μέχρι τὸν Ἕβρο, παπᾶ δὲν ἔχουν. Πρότειναν στοὺς νέους, ὅ­ποιος θέλει νὰ γίνῃ στὰ παραμεθόρια χωριὰ παπᾶς μαζὶ καὶ δάσκαλος, μὲ δύο μισθούς. Καὶ τί νομίζετε; Ἀπ᾽ ὅ­λη τὴν Ἑλλάδα παρουσιάστηκαν ἀρχικὰ 70 ἐνδι­αφερόμενοι καὶ τελικὰ ἔμειναν μόνο 25! Ἐνῷ στὸ Ι.Κ.Α. γιὰ 94 θέσεις παρουσιάστηκαν 5.000 ὑ­ποψήφιοι. Πῶς καταν­τήσαμε ἔτσι;
Ἀλλὰ βέβαια, ὅταν ὁ παπᾶς δὲν μπορῇ νὰ κυκλοφορήσῃ ἔξω διότι ἀντιμετωπίζει χλεύη, τί περιμένετε; Ἐγὼ τοὐλάχιστον στὴν Ἀθήνα ἔχω κόλασι. Ὅπου παρουσιαστῇ τὸ ῥά­σο, σὲ τραῖνο, ἀεροπλάνο κ.λπ., τὸ ἐμπαίζει κι ὁ τελευταῖος ἀλή­της. Πῶς λοιπὸν ὁ νέος νὰ γίνῃ παπᾶς, ὅταν τὸ περιβάλλον δὲν βο­ηθάῃ; Χαζὸς εἶνε; θὰ γίνῃ ἐπιστήμονας, δικηγόρος, γιατρός, ἀξιωματικός, ἀεροπόρος, τὰ πάν­τα – παπᾶς δὲν γίνεται. Ἅμα μέ­σα στὸ πλῆθος τῶν παιδιῶν παρουσιαστῇ ἕνα καὶ πῇ «Ἐγώ, πατέρα, διάβασα τὸν ἅγιο Ἀ­θανάσιο ἢ τὸ Χρυσόστο­μο, μίσησα τὰ ἐγ­κόσμια καὶ σκέπτομαι κάποια ἀ­νώτερη ζωή», ἀντὶ νὰ ποῦν «Δόξα σοι, ὁ Θεός, τί δῶρο κάνεις στὸ σπίτι μας!» στὸ σπίτι πέφτει θρῆ­νος λὲς κ᾽ ἔχουν φέρετρο. Θ᾽ αὐτοκτονήσω! ἀπειλοῦν. Καὶ τρέφουν μῖσος· ὄχι μόνο ἐναντί­ον τοῦ παιδιοῦ, ἀλλὰ κ᾽ ἐναντί­ον τοῦ ἱεροκήρυκα. Τὸ ἔζησα· κινδυνέψαμε κι ἀπὸ Βουλγάρους, Ἰταλούς, Γερμανούς· μὰ πολὺ περισσότερο ἀπὸ γονεῖς τῆς πατρίδος μας, οἱ ὁποῖοι ἐμπο­δίζουν τὸ παιδί τους νὰ βαδίσῃ στὰ ἴχνη τῶν ἁ­γίων. Τί γενεὰ εἶν᾽ αὐτή; πέστε μου.
Ἔτσι συμβαίνει· τοὺς ἁγίους τοὺς παλαιοὺς τοὺς τιμᾶμε, τοὺς σημερινοὺς τοὺς ὑβρίζουμε. Ἡ Ὀρθοδοξία μας παντοῦ δοξάζεται, κ᾽ ἔρχον­ται ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ καὶ ζητοῦν· Στεῖλτε μας νέους ἱεραποστόλους!… Ἐδῶ ὅμως δὲν πᾶνε οὔ­τε στὴν Πρέσπα, στὴν Ἀφρικὴ θὰ πᾶνε; Νά τί κάνετε, ἐσὺ μάνα κ᾽ ἐσὺ πατέρα καὶ ὅλοι, μὲ τὴ χλεύη σας στὸν παπᾶ καὶ τὶς ἀσχημοσύνες στὸ δρόμο κατὰ τοῦ ῥάσου. Τὸ δέντρο γιὰ ν᾽ ἀναπτυχθῇ θέλει πότισμα· ὅταν ἐσύ, ἀντὶ νὰ ῥίξῃς νερὸ στὸ λουλούδι, ῥίχνῃς φαρμάκι στὴ ῥίζα του, πῶς ν᾽ ἀναπτυχθῇ; Νά γιατί σήμερα ἔχουμε τέτοια ἔλλειψι ἐργατῶν.
Εὔχομαι νὰ βοηθήσῃ ὁ ἅγιος Θεός, ἡ πατρί­δα μας νὰ βγάλῃ πάλι νέους ἱεραποστόλους καὶ κληρικούς, ποὺ θὰ πᾶνε παντοῦ νὰ κηρύξουν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(ἱ. ναὸς Ἁγ. Δημητρίου Ψυρρῆ – Ἀθηνῶν 17-1-1960 

https://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=100299#more-100299