Σήμερα,
19 Ιανουαρίου, αγαπητοί μου, εορτάζει ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός. Στα
εκκλησιαστικά βιβλία υπάρχουν και άλλοι Μάρκοι. Ένας είνε ο ευαγγελιστής, που
έγραψε το δεύτερο Ευαγγέλιο. Άλλος Μάρκος είνε ο ασκητής που έζησε στην έρημο.
Ο σημερινός λέγεται Μάρκος ο Ευγενικός, και ήταν μητροπολίτης Εφέσου.
Πότε
έζησε; Λίγο προτού να πέση η Πόλις. Η Πόλις έπεσε 29 Μαΐου 1453, ημέρα Τρίτη.
Μερικά χρόνια πριν έζησε και έδρασε ο άγιος Μάρκος. Ήταν χρόνια δύσκολα για το
γένος μας. Οι Τούρκοι είχαν κατορθώσει να κυριεύσουν όλη τη Μικρά Ασία. Κάψανε
σπίτια, ατιμάσανε γυναίκες… Περάσανε τα Δαρδανέλλια, ήρθαν στη Θράκη, φτάσανε
μέχρι την Κωνσταντινούπολι, και την πολιόρκησαν. Κινδύνευσε η Πόλις να πέση στα
χέρια τους.
Αυτοκράτωρ
ήταν τότε ένας αδελφός του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, ο Ιωάννης Παλαιολόγος.
Αυτός συνεκάλεσε στο παλάτι σύσκεψι. Μαζευτήκανε στρατηγοί, ναύαρχοι, όλοι οι
μεγάλοι, και εσκέπτοντο πως θα σωθούνε από τον κίνδυνο των Τούρκων. Όλοι είπαν·
Μόνοι μας δεν μπορούμε· πρέπει να ζητήσουμε τη βοήθεια των Ευρωπαίων. Αλλά οι
Ευρωπαίοι (Ιταλοί, Γάλλοι, Ισπανοί, Γερμανοί…) δεν είνε ορθόδοξοι. Πιστεύουν
στον πάπα, και αυτόν προσκυνούνε. Ήταν και τότε ο πάπας πανίσχυρος, γιατί
εξουσίαζε όχι μόνο θρησκευτικώς, αλλά και πολιτικώς. Ό,τι ήθελε, έκανε. Αν
έλεγε «πόλεμος», πόλεμος γινόταν· αν έλεγε «ειρήνη», ειρήνη. Έπρεπε, λοιπόν, να
πάνε στον πάπα και να τον παρακαλέσουν να στείλη βοήθεια. Σχηματίσθηκε, λοιπόν,
μια επιτροπή. Εκκλησιαστικά μέλη της επιτροπής ήταν ο πατριάρχης, ωρισμένοι
μητροπολίται, και μεταξύ αυτών ο άγιος Μάρκος μητροπολίτης Εφέσου.
Τον
πήραν μαζί τους στην επιτροπή, γιατί ήταν πολύ μορφωμένος. Ήξερε την αγία Γραφή
απέξω, ήξερε τους πατέρες, ήξερε φιλοσοφία· ήταν ο πιο κατάλληλος να κάνη
συζήτησι με τους δυτικούς. Μπήκαν σε καράβι, για να πάνε. Τώρα από την Πόλι
φθάνεις στην Ρώμη με το αεροπλάνο σε δυο ώρες. Τότε, όμως, ήθελαν μήνες· να
περάσουν το Δαρδανέλλια, το Αιγαίο, κάτω από την Πελοπόννησο, για να φθάσουν
εκεί. Τα καράβια ήταν ιστιοφόρα. Ξεκίνησαν, λοιπόν, και ύστερα από τέσσερις
μήνες φθάσανε στην Ιταλία. Μόλις βγήκανε έξω, ο πάπας είχε την αξίωσι, όλη η
επιτροπή των εκλεκτών Βυζαντινών με επί κεφαλής τον αυτοκράτορα να περάσουν να
τον προσκυνήσουν, να πέσουν στα πόδια του και να φιλήσουν την παντόφλα του.
Αυτοί τι απήντησαν; Εμείς άνθρωπο δεν προσκυνάμε· το Θεό προσκυνάμε. Και δεν
ασπάσθηκαν την παντόφλα του. Μέχρι και σήμερα, όποιος πάει στη Ρώμη να δη τον
πάπα, πρέπει να φιλήσει όχι το χέρι αλλά το πόδι του. Εμείς έχουμε συνήθεια να
φιλάμε το χέρι των κληρικών και των μεγαλυτέρων· αλλά εκεί στη Ρώμη φιλάνε την
παντόφλα του πάπα.
Άρχισαν
τέλος πάντων οι συζητήσεις. Σε όλα είχαν διαφορές μεγάλες. Ποιες διαφορές;
Μερικές είνε οι εξής: Εμείς στο βάπτισμα βυθίζουμε τον βαπτιζόμενο στην
κολυμβήθρα· πρέπει να χωθή όλο το κορμί στο νερό, να μη μείνη τίποτε ασκέπαστο.
Οι φράγκοι δεν βυθίζουν το σώμα· μόνο το ραντίζουν. Ένα αυτό. Το δεύτερο. Εμείς
κοινωνούμε σώμα και αίμα του Χριστού μας. Αυτοί δίνουν μόνο «σώμα», την όστια
όπως τη λένε. Τρίτον. Εμείς λέμε, ότι το Πνεύμα το άγιο εκπορεύεται εκ του
Πατρός. Αυτοί προσθέτουν, ότι εκπορεύεται «και εκ του Υιού». Εμείς έχουμε το
Χριστό αρχηγό μας. Αυτοί λένε, ότι ο πάπας έχει το «πρωτείο». Αυτές και άλλες
ακόμα διαφορές υπάρχουν μεταξύ μας. Και σ’ αυτά τα σημεία έμεινε ανυποχώρητος ο
άγιος Μάρκος.
Στο
τέλος ο πάπας, όταν είδε τα δύσκολα, χρησιμοποίησε βία. Τους έθεσε σε
περιορισμό, τους άφησε νηστικούς μέρες ολόκληρες, τους τυράννησε. Τότε τα μέλη
της επιτροπής, ο ένας κατόπιν του άλλου υποχώρησαν και άρχισαν να υπογράφουν
την ένωσι. Μόνο ένας δεν υποχώρησε. Και αυτός ήταν ο Μάρκος ο Ευγενικός. Όταν ο
πάπας έμαθε την άρνησί του, είπε· Αφού δεν υπέγραψε αυτός, «δεν κάναμε τίποτα».
Δεν υπέγραψε, και κινδύνευσε τα μέγιστα τότε. Με δυσκολία κατώρθωσε να φύγη
αβλαβής από τη Ρώμη και να επιστρέψη στην Πόλι. Όταν έφτασε, βγήκε ο λαός και
τον υποδέχθηκε. Γιατί ήταν ήρωας. Έμεινε ανυποχώρητος, ένας αυτός εναντίον
όλων.
*
* *
Τιμούμε
τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό. Γιατί αν δεν ήταν αυτός, εμείς τώρα θα ήμαστε
φράγκοι. Αντιστάθηκε αυτός και κράτησε την ορθόδοξο πίστι, όπως παλαιότερα ο
Μέγας Αθανάσιος. Οι παπικοί έλεγαν· Αν μπορής να μετακινήσης τον Όλυμπο,
μπορείς να κλονίσης κι αυτόν από τις πεποιθήσεις του.
Τι
μας διδάσκει ο άγιος Μάρκος; Πρώτον ένα δίδαγμα εθνικό. Να προσέξουμε και
σήμερα, γιατί πάλι κινδυνεύουμε από τους Τούρκους. Τα ίδια έχουμε. Τότε
κατέφυγαν στον πάπα. Τα ίδια και σήμερα. Την ώρα του κινδύνου εμείς πού
αποβλέπουμε; Στους ισχυρούς της ημέρας, άλλη μια φορά, για να μας βοηθήσουν.
Δεν κάνω πολιτική, αλλά σας λέω την πικρά αλήθεια. Όταν ήμεθα στη Μικρά Ασία,
μας άφησαν και οι Άγγλοι και οι Ιταλοί και οι Γάλλοι. Μείναμε μόνοι. Ενώ λίγο
αν μας βοηθούσαν, δεν θα θρηνούσαμε την καταστροφή. Μισούν, φθονούν την Ελλάδα.
Τι πρέπει να κάνουμε εμείς; Να έχουμε ομόνοια και αγάπη, για να μπορέσουμε να κρατηθούμε
σ’ αυτά τα εδάφη, που είνε ποτισμένα με αίμα. Αλλά κι ένα θρησκευτικό δίδαγμα.
Στα χρόνια μας έχουν σηκωθή πολλοί άθεοι. Άλλοτε στον ευλογημένο τόπο μας δεν
υπήρχε άθεος. Τώρα οι άθεοι φτάσανε μέχρι τις στάνες· έχουμε και τσοπαναραίους
αθέους. Αν συναντήσετε άθεο, που λέει ότι δεν υπάρχει Θεός κι ότι όλα έγιναν
έτσι, να του πήτε ένα πράγμα· «Το σπιτάκι που κάθεσαι, έτσι μόνο του έγινε;
Κάποιος το έχτισε. Και το σύμπαν, το μεγάλο αυτό σπίτι, ποιος το έχτισε; Ο
Κύριος ημών Ιησούς Χριστός!». Κλείστε τ’ αυτιά στους απίστους και άθεους. Ακόμα
κλείστε τ’ αυτιά σας στους αιρετικούς και μάλιστα στους χιλιαστές, που ήρθαν
από την Αμερική με βαλίτσες δολλάρια. Αυτό που πρέπει να τους πούμε εμείς είνε·
Φτωχοί είμαστε, αλλά δε θα πουλήσουμε την πίστι μας. Παραπάνω από τα δολλάρια
της Αμερικής είνε ο Χριστός μας. Δε θα πουλήσουμε το Χριστό σαν τον Ιούδα αντί
τριάκοντα αργυρίων!…
Ένας
τέτοιος πράκτορας ήρθε κάποτε στη Φλώριαν και ζήτησε από μια γυναίκα –
ιδιοκτήτη κινηματογράφου να τους παραχωρήσει την αίθουσα, για να μαζευτούν εκεί
απ’ όλη τη Μακεδονία και να κάνουν συγκέντρωσι. Της έδιναν, για μια ώρα, πολλά
χρήματα. Κι αυτή τι απήντησε· –Φτωχιά είμαι, αλλά τον κινηματογράφο σ’ εσάς δεν
τον δίνω. Όλα τα δολλάρια της Αμερικής να μου δώσετε, δε μαγαρίζω την αίθουσα!…
Κάτω
στη Θεσσαλία, κοντά στον Πηνειό, είνε ένα χωριουδάκι. Είχε παπά, χτυπούσε
καμπάνα, πηγαίναν όλοι στην εκκλησία· ευλογημένο χωριό. Ήρθε, όμως, από τη
Γερμανία ένας που είχε γίνει χιλιαστής. Αυτός κατώρθωσε σιγά – σιγά να κάνη και
έναν δεύτερο χιλιαστή, σε λίγο ένα τρίτο… Τώρα το χωριό είνε όλο χιλιαστικό.
Ψώριασαν τα πρόβατα! Φτάνει ένα, για να ψωριάση όλο το κοπάδι.
Γι’
αυτό, αν καμμιά φορά στην ενορία σας έρθη χιλιαστής, σημάνετε συναγερμό.
Ανεβήτε στα καμπαναριά και χτυπήστε νεκρικά τις καμπάνες, σα να είνε Μεγάλη
Παρασκευή. Διώξτε τους μακριά. Γιατί είνε λύκοι φοβεροί, απατεώνες και
πλαστογράφοι της αλήθειας. Έτσι θα είστε παιδιά του Μεγάλου Αθανασίου και
παιδιά του Μάρκου του Ευγενικού. Έτσι θα κρατήσουμε την πίστι μας από γενεά σε
γενεά, δοξάζοντες Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα εις αιώνα αιώνος.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-