Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Τραμπούλης, θεολόγος
Tήν δεκαετία τοῦ 1980, ὅταν τό περιβόλι τῆς Παναγίας εἶχε λόγο ἐλεγκτικό γιά τά κακῶς κείμενα τόσο στήν Ἐκκλησία ὅσο καί στήν Πατρίδα μας, ὁ μακαριστός Γέροντας π. Θεόκλητος Διονυσιάτης στόν πρόλογο λόγων του μέ τίτλο “Πρός τούς Πολιτευομένους” ἔγραφε ὅτι «Οἱ μοναχοί οὔτε πολιτεύονται, οὔτε ψηφίζουν, ἑπομένως οὔτε πολιτικολογοῦν. Ἔχουν ὅμως ἄγρυπνη τήν συνείδηση γιά τό Ἔθνος καί τούς θεσμούς του, πού ἔχουν διαμορφωθεῖ ἀπό τήν ἑλληνορθόδοξη ἱστορική σύνθεση… Ἄν ἐγγύηση ἐπιβιώσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία του, εἶναι φανερό ὅτι πρέπει νά ἀνησυχοῦμε τά τελευταῖα χρόνια, ὅσο βλέπουμε τόν ἑλληνικό λαό νά χαλαρώνη τίς σχέσεις του μέ τήν Ἐκκλησία, βοηθούσης πρός τοῦτο τῆς Πολιτείας μέ τήν ἀνατροπή παραδοσιακῶν θεσμῶν, πού ἀλλοιώνουν τήν φυσιογνωμία του».
Μέ ἀφορμή τίς ἐπικείμενες ἐκλογές, οἱ ὁποῖες εἶναι θέμα ἡμερῶν νά καθορισθοῦν, τήν «ἄγρυπνη συνείδησή μας γιά τό Ἔθνος καί τούς θεσμούς του» ἀλλά καί «στό σκότος καί ἔρεβος βαθύ καί ψηλαφητόν», ὅπως χαρακτηριστικά ἔγραφε ὁ μακαριστός π. Θεόκλητος πού θά περιπέση ἡ Ἑλλάδα, ἐάν «ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν Ὀρθοδοξία της», κάτι τό ὁποῖο ἐπαληθεύθηκε μέχρι κεραίας. Πρέπει λοιπόν νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι τό θέμα ἀναδείξεως ἀρχόντων εἶναι θέμα καθαρά πνευματικό, ὅτι βρίσκεται σέ ἄμεση συνάρτηση μέ τό κρίσιμο καί διαρκῶς ἐπίκαιρο πρόβλημα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καί ὅτι οἱ Χριστιανοί ἔχουν τεράστιες εὐθύνες γιά τήν τραγική κατάσταση πού ἔχει περιέλθει σήμερα ἡ Πατρίδα μας.
Ἡ ἀνάδειξις ἀρχόντων εἶναι ζήτημα πνευματικόν
Κατά κοινή ὁμολογία οἱ σχέσεις μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κράτους μεταβάλλονται ἀνάλογα μέ τίς ἐποχές. Γιά τούς πρώτους χριστιανούς τό εἰδωλολατρικό κράτος ἦταν τό θηρίο τῆς Ἀποκαλύψεως, τό θηρίο πού φονεύει τούς πιστούς καί ζητᾶ νά λατρεύεται ὡς θεός. Στήν συνέχεια, ὅταν ἡ ἐξουσία, στό πρόσωπο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὑποκλίθηκε μπροστά στόν Σταυρό, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας δηλαδή ἔγινε χριστιανός, ἡ ἐξουσία τιμόταν ὡς φορέας εἰδικοῦ χαρίσματος. Στήν Ὀρθόδοξη παράδοση στίς δύο διακονίες, τήν πολιτική καί τήν ἱερατική, πού συνυπῆρχαν καί συνδιακονοῦσαν τόν λαό τοῦ Θεοῦ, στόχος τους ἦταν ἡ σωτηρία τοῦ λαοῦ, «εἰς ἕν ὁρῶσι τέλος, τήν τῶν ὑπηκόων σωτηρίαν», σημειώνει ὁ οὐρανοφάντωρ Βασίλειος. Γιά τόν λόγο αὐτό, οἱ ἐξουσίες τῆς Πολιτείας δέν πρόκειται γιά ἐξουσίες μέ τήν κοσμική ἔννοια, ἀλλά γιά διακονίες πού ἀπέβλεπαν ὄχι μόνον σέ ἐνδοκοσμικά καί πρόσκαιρα ἀποτελέσματα, ἀλλά στήν αἰώνια σωτηρία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Στήν ἀκολουθία «ἐπί τῇ ἐγκαταστάσει δημοτικῆς ἤ κοινοτικῆς Ἀρχῆς», σημειώνεται στό Μικρό Εὐχολόγιο ὅτι «…Ἔδωκας πάλιν ἄρχοντας ἡμῖν, εἰς τό ἄρχειν καί κρίνειν ἀνά μέσον τοῦ λαοῦ… Σύ ἔδωκας ἡμῖν ἄρχοντας κατά τήν καρδίαν ἡμῶν, αὐτός δέ καί δός ἄρχειν μετ’ ἐπιστήμης… Κατάστησον αὐτούς διακόνους εἰς τό ἀγαθόν… ὁδήγησον αὐτούς εἰς τήν ἀλήθειάν σου, ἵνα πορευθῶσιν ἐν ἀκακίᾳ καί στῶσιν ἐν εὐθύτητι. Διακονησάτωσαν καί οὐ διακονηθήτωσαν· οὐκ ἄρξουσιν οὗτοι ἐν ἡμῖν, ἀλλά Σύ ἄρξεις ἡμῶν δι’ αὐτῶν». Αὐτή ἦταν ἡ ζῶσα παράδοση καί πίστη γιά τόν ρόλο καί τήν διακονία τῆς ἐξουσίας μέσα σέ ἕνα Ὀρθόδοξο χριστιανικό πολίτευμα, ὅπου ὁ ἄρχοντας σκοπό εἶχε νά διακονήση καί ὄχι νά διακονηθῆ καί μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Θεός νά κυβερνήση μέσῳ αὐτοῦ. Ὁ δέ Βυζαντινός συγγραφέας Κεκαυμένος σέ νουθετικό λόγο του “Πρός τόν βασιλέα” θά σημειώση ὅτι, «Ὡς σκεῦος θείας ἐκλογῆς ὁ βασιλεύς ἔλαβε τήν ἀνάλογη ἰσχύ, ὥστε νά πραγματοποιῆ τίς ἐπιθυμίες του, οἱ ὁποῖες ἀσφαλῶς θά πρέπη νά εἶναι ἀνάλογες τοῦ ἀξιώματός του καί τῆς ἰδιαίτερης ἐμπιστοσύνης, μέ τήν ὁποία τόν περιέβαλε τό θεῖο, ἐνῶ γιά κάθε πράξη του θά πρέπη νά ἔχη ὡς πρότυπο τήν ἀρχέτυπη ἐξουσία».
Σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας
Στήν συνέχεια, στά πλαίσια τοῦ νέοἙλληνικοῦ κράτους, ὅπου ἡ ἑλληνική πραγματικότητα ἐμβολιάσθηκε μέ τίς δυτικές ἀρχές, μόνιμο αἴτημα τῆς ἡγεσίας του, ἀλλά καί τοῦ λαοῦ μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἦταν καί εἶναι ἡ προσαρμογή καί ἐξομοίωση ὅλης τῆς ζωῆς τοῦ Ἕλληνα σύμφωνα μέ τά δυτικά πρότυπα. Ἔτσι ἡ Πολιτεία παντοδύναμη καί αὐτάρκης, ἀποκλειστικά ἁρμόδια γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν τοῦ λαοῦ, ἀπώθησε τήν Ἐκκλησία στό περιθώριο τῆς δημόσιας ζωῆς καί κοινωνίας, σέ σημεῖο νά ἀναστείλη ἡ Ἐκκλησία ἀκόμα καί τίς ἀναγκαῖες ἐδῶ καί αἰῶνες δράσεις της. Ἡ προώθηση στά ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα διαφόρων ἀκαταλλήλων καί προβληματικῶν ἐκκλησιαστικῶν προσώπων, ἡ στήριξη ἑνός ἀνήθικου ἐκκλησιαστικοῦ κατεστημένου, τό ὁποῖο μέ τίς πράξεις του λειτουργοῦσε καί λειτουργεῖ ἀρνητικά στήν διάδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος καί ἔργου, καθώς ἐπίσης καί ἡ ἀνατροπή τῆς κανονικῆς τάξης καί τοῦ συνοδικοῦ συστήματος εἶναι καί αὐτοί καρποί τῶν παρεμβάσεων τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων, στήν περίοδο τῶν διακοσίων χρόνων ζωῆς τοῦ νέοἙλληνικοῦ κράτους, πού ὑλοποιήθηκαν εἴτε μέ τήν ἐπιθυμία εἴτε μέ τήν ἀνοχή τους.
Ὁ ἐκφυλισμός τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ λαοῦ εἶχαν σάν συνεπακόλουθο τήν μεταμόρφωση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους σέ ἕνα καθαρό εἰδωλολατρικό κράτος, νά ἐπιστρέψη δηλαδή τό θηρίο τῆς Ἀποκαλύψεως, πού φονεύει τούς πιστούς καί ζητᾶ νά λατρεύεται ὡς θεός. Οἱ νόμοι πού θεσπίζει, ὁ τρόπος ζωῆς πού προβάλλουν τά θεσμικά του ὄργανα, ἡ παιδεία πού παρέχει στούς μελλοντικούς του πολίτες, ὁ ἐκκοσμικευμένος, ἀνήθικος καί ὑλόφρονας πολιτισμός του, καταμαρτυροῦν καθημερινά ὅτι ἡ ἄλλοτε ὀρθόδοξη ἑλληνική κοινωνία ἔχει μετατραπῆ σέ μία κοινωνία, τόσο ἀντιχριστιανική, ὅσο καί νεοπαγανιστική. Βέβαια, ἡ πολιτική ἐξουσία ἐπωμίζεται τίς κύριες εὐθύνες γιά τήν ἀλλοίωση τῆς φυσιογνωμίας τοῦ λαοῦ, ἀφοῦ τά ἀστικά, δῆθεν παραδοσιακά καί συντηρητικά κόμματα, ὁδήγησαν συνειδητά στήν ἀποεκκλησιοποίηση τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ.
Ἀπό τήν πλευρά της ἡ Ἐκκλησία, ἐνῶ ὄφειλε νά ἀντιτάξη λόγο ἐλεγκτικό σέ ὅλα τά ἐπίπεδα, προτίμησε καί προτιμᾶ τήν σιωπή. Ἀφοῦ «οἱ σημερινοί φορεῖς τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος», σημειώνει ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Ἀττικῆς Νικόδημος, «δέν ἀγωνιοῦν, δέν ρίχνουν στό τραπέζι τῆς συνοδικῆς συζητήσεως καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς διερευνήσεως τά μεγάλα θέματα τῆς ἐποχῆς καί τά καυτά ἐρωτήματα τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Κρατάει ἡ νηνεμία τοῦ τέλματος. Ἡ σιωπή τῆς ἀδιαφορίας. Ἡ ἀδράνεια τῆς πνευματικῆς ἀναπηρίας. Προβάλλεται ἡ κρούστα τῆς αὐτοκρατορικῆς τελετουργίας, γιά νά κρύψη τήν πτώχεια, τήν ἀπουσία ἀποστολικῆς ἐγρηγόρσεως καί τῆς προφητικῆς ἀνύστακτης ἐφευρετικότητας».
Αἱ εὐθῦναι τοῦ λαοῦ
Βέβαια, θά ἦταν ἐντελῶς ἄδικο νά ρίξη κανείς τά βάρη γιά τήν διαμόρφωση αὐτῆς τῆς τραγικῆς κατάστασης κατά κύριο λόγο στήν Πολιτεία καί στήν διοικοῦσα Ἐκκλησία. Ὁ λαός καί εἰδικά οἱ συνειδητοί χριστιανοί φέρουν ἕνα σημαντικό ποσοστό εὐθύνης. Τά κόμματα ὅλων τῶν ἀποχρώσεων καί εἰδικά αὐτά πού ἐναλλάσσονται στήν διακυβέρνηση τῆς Χώρας εἶναι ἐπιβεβαιωμένο ὅτι ἐλέγχονται ἄμεσα ἀπό τίς σκοτεινές δυνάμεις. Ἡ παρουσία τῶν ἀρχηγῶν τους καί ὑψηλόβαθμων μελῶν τους σέ Λέσχες καί Στοές τό ἐπιβεβαιώνουν. Πῶς ὁ λαός τοῦ Θεοῦ καί οἱ συνειδητοί χριστιανοί ἐπιτρέπουν τήν στήριξη τῶν κομμάτων αὐτῶν, ἀφοῦ γνωρίζουν τήν διασύνδεσή τους μέ τήν μασωνία;
Μπορεῖ τό αἰτιολογικό «τό μή χεῖρον βέλτιστον» ἤ ἡ ὕπαρξη ὑποψηφίων μέ διάθεση καί λόγο νά ὑπερασπίσουν τά συμφέροντα τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀποτελοῦν δικαιολογίες ψήφισης τῶν κομμάτων αὐτῶν; Ἀφοῦ ἔχει ἀποδειχθῆ ὅτι ἐπιβάλλεται πάντα ἡ γραμμή τοῦ κόμματος, πού εἶναι ὑλιστικῶν καί ἀντιεκκλησιαστικῶν διαθέσεων. Εἰδικά τά τελευταῖα χρόνια εἶναι ὀφθαλμοφανές πιά ὅτι ὑπάρχει προσχεδιασμένη διαδικασία, ἡ ὁποία ὑλοποιεῖται σταδιακά ἀπό τίς ἑκάστοτε κυβερνήσεις. Ἄλλοι ὑπέγραψαν τά μνημόνια, ἄλλοι τήν συμφωνία τῶν Πρεσπῶν, ἄλλοι ἔκλεισαν τίς ἐκκλησίες καί ἡ ἐργασία προχωρᾶ μέχρι τήν ὁλοκλήρωση τοῦ σχεδιασμοῦ. Ἆραγε γιατί οἱ συνειδητοί χριστιανοί ὄχι μόνον ἀρνοῦνται νά καταλάβουν τί διακυβεύεται, ἀλλά συμμετέχουν ψηφίζοντας καί στηρίζοντας τούς σχεδιασμούς αὐτούς;
Ἐπί μία δεκαετία εἴμασθε μάρτυρες πρωτόγνωρων καταστάσεων πού ἔχουν ἐπιβληθῆ στόν ἑλληνικό λαό, μνημόνια, πτωχοποίηση, ἐπιβολή ἑνός ἐμβολίου τό ὁποῖο ἀποδεικνύεται ὅτι δέν εἶναι καί τόσο ἀθῶο, ἀνηθικότητα ἀκόμα καί ἀπό κυβερνητικούς ἀξιωματούχους. Ὅμως ὅλα αὐτά ὑλοποιήθηκαν μέ τήν συγκατάθεση τοῦ δῆθεν παραδοσιακοῦ καί συντηρητικοῦ κόμματος τῆς δεξιᾶς ἤ κάποιου μικροῦ κόμματος, τό ὁποῖο ὁδηγήθηκε στήν ἐξουσία μέ τούς ψήφους τῶν συνειδητῶν χριστιανῶν εἴτε τοῦ κ. Καρατζαφέρη εἴτε τοῦ κ. Καμμένου. Αὐτό δέν ἐπιβεβαιώνει ὅτι τό ἅλας, δηλαδή οἱ συνειδητοί χριστιανοί, ἐμωράνθηκαν; Ἀκόμα καί «ἄριστος ἐπιστήμονας, πολύτεκνος καί ψάλτης» εἶχε ἐπιστρατευθῆ, γιά νά πείση τόν λαό ὅτι τά ἐμβόλια τοῦ κορωνοϊοῦ εἶναι ἀκίνδυνα.
Στίς προηγούμενες ἐκλογές συμμετεῖχε στόν προεκλογικό ἀγώνα ἡ Παράταξη τῆς “ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ”, ἀποδεδειγμένα ἀπό τό καταστατικό της ὅτι εἶναι μία παράταξη ξένη ἀπό κάθε ἀνάμιξη μέ τήν μασωνία. Καί ὅμως οἱ συνειδητοί χριστιανοί προτίμησαν νά στείλουν στήν Βουλή κόμματα μέ διασυνδέσεις μέ τίς σκοτεινές δυνάμεις παρά μαχόμενους καί ἀνιδιοτελεῖς Χριστιανούς. Μήπως τελικά ὑπάρχουν ὑπόγειες διαδρομές, συγκοινωνοῦντα δοχεῖα, μεταξύ τους; Ἔτσι, τά ἐρωτήματα πού τίθενται παίρνουν τήν στεγνή καί ἀμείλικτη διατύπωση, σάν σκληρός καί ἀδυσώπητος ἔλεγχος:
Ὁ λαός εἶναι ἄμοιρος εὐθυνῶν γιά τήν ἀνατροπή τῶν παραδοσιακῶν θεσμῶν στήν Πατρίδα μας καί τήν ἀλλοίωση τῆς φυσιογνωμίας του; Ὁ λαός εἶναι ἄμοιρος εὐθυνῶν γιά τήν διακυβέρνησή του ἀπό δυτικόπληκτους καί ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας; Γιατί προτιμᾶ τούς ἀνήθικους νά τόν κυβερνοῦν; Γιατί προτιμᾶ αὐτούς πού δέν σέβονται μήτε ἱερό μήτε ὅσιο, ἀλλά ἐνδιαφέρονται γιά τήν νομή καί τήν ἀπόλαυση τῆς ὕλης; Γιατί δείχνει ἰδιαίτερη εὔνοια πρός τούς ἀνίκανους καί τούς κόλακες; Γιατί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ προτιμᾶ τήν προώθηση στά ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα διαφόρων ἀκαταλλήλων καί προβληματικῶν ἐκκλησιαστικῶν προσώπων; Γιατί μέ τήν ἀδιαφορία στηρίζει τό ἀνήθικο ἐκκλησιαστικό κατεστημένο. Γιατί ἆραγε ὁ λαός, ἐνῶ στήν προσωπική του ζωή ἀντιλαμβάνεται τούς ψεῦτες καί τούς ἀνήθικους, στά κοινά δέν ἐνδιαφέρεται νά βρῆ τούς ἔντιμους;
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς ἔχουν ἀφήσει ὡς παρακαταθήκη ὅτι τήν αὐγή τῆς νέας ἡμέρας δέν θά τήν φέρουν οἱ ἄνθρωποι, τήν ἀλλαγή θά τήν φέρη ἡ χαρισματική καί πηγαία μετάνοια ὅλων μας. Ὡστόσο, ἄν δέν τήν φέρη ἡ ἀποφασιστική μετάνοια τῶν σημερινῶν ποιμένων, θά τήν φέρη ὁπωσδήπτε ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιερέας Χριστός. Αὐτός ἔχει τήν δύναμη νά “ποιήση φραγγέλιον” καί νά ἐλευθερώση τόν Ναό τοῦ Κυρίου ἀπό “τούς πωλοῦντας καί τούς κερματιστάς”, πού κατάντησαν τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ “οἶκον ἐμπορίου”, μόνον πού τότε ἡ μετάνοια θά εἶναι πολύ ἐπώδυνη.