Κυριακὴ τῆς Χαναναίας (Ματθ. 15,21-28)
Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος
Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης
«Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται» (Ματθ. 15,22)
Κάθε φορά, ἀγαπητοί μου, ποὺ γίνεται θεία λειτουργία διαβάζεται ἀπαραιτήτως Εὐαγγέλιο. Ὅπως δὲν νοεῖται θεία λειτουργία χωρὶς τὴν Θεία κοινωνία, ἔτσι δὲν νοεῖται καὶ χωρὶς τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ ἀνάλογο κήρυγμα. Ἀναγκαῖο τὸ Εὐαγγέλιο σὰν τὸ φῶς τοῦ ἥλιου· χωρὶς αὐτὸ δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ζωή.
Δὲν τ᾽ ἀκοῦμε μὲ πίστι Θεοῦ, μὲ προσοχή, μὲ κατάνυξι. Στὴ
῾Ρωσία γονατίζουν, προσεύχονται, δακρύζουν, καὶ στὸ τέλος τοῦ
ἀναγνώσματος ὅλοι μαζὶ λένε· Δόξα σοι ὁ Θεός! σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Κύριε,
ποὺ μᾶς ἀξίωσες νὰ τ᾽ ἀκούσουμε πάλι. Ἂν τ᾽ ἀκούγαμε μὲ πίστι καὶ
κατάνυξι, καὶ μία μόνο λέξι του θὰ μᾶς δίδασκε.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 15,21-28) μιλάει γιὰ μιὰ
γυναῖκα, τὴ Χαναναία. Ὅπως λοιπὸν βλέπουμε τὸ πρόσωπό μας στὸν
καθρέφτη, ἔτσι ἐλᾶτε νὰ καθρεφτιστοῦμε ἀπέναντί της.
* * *
Τί σημαίνει «Χαναναία» (ἔ.ἀ.
15,22); Δὲν εἶνε ὄνομα προσωπικό της· εἶνε ὄνομα ἐθνικό, δηλώνει τὴ
χώρα της. Ὅπως ἐμεῖς λέμε Μακεδόνισσα, Θρᾳκιώτισσα, ἔτσι τὸ ὄνομα
«Χαναναία» φανερώνει τὴν καταγωγή της· ἦταν ἀπὸ τὰ ἔθνη τῆς γῆς Χαναὰν
ἐκεῖ στὰ «μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος» (ἔ.ἀ. 15,21). Ὅλοι ἐκεῖ ἦταν
εἰδωλολάτρες· προσκυνοῦσαν θεοὺς ψευδεῖς, τελοῦσαν ὀργιαστικὲς
τελετές, ἀσκοῦσαν τὴ μαγεία. Ἀπὸ ᾽κεῖ λοιπὸν ἦταν ἡ γυναίκα αὐτή.
Ὅταν ὁ Χριστὸς περιοδεύοντας ἔφτασε καὶ στὰ σύνορα τοῦ Ἰσραὴλ
μὲ τὴν Τύρο καὶ τὴ Σιδῶνα, ἡ Χαναναία τὸ ἄκουσε καὶ τί ἔκανε· σηκώθηκε,
πέρασε τὰ σύνορα, ἔμαθε ποῦ μπορεῖ νὰ τὸν βρῇ, καὶ μόλις τὸν εἶδε
ἄρχισε νὰ τοῦ φωνάζῃ· «Ἐλέησόν με…» (ἔ.ἀ. 15,22). Τί ν᾽ ἀπασχολοῦσε
ἆραγε αὐτὴ τὴ γυναῖκα;
Εἶχε στὸ σπίτι τραγῳδία, τραγωδία οἰκογενειακή. Τὸ μονάκριβο
κορίτσι της δὲν ἦταν καλά. Ἦταν ἄρρωστο; Προτιμότερο νὰ ἦταν
ἄρρωστο· ἔπασχε ἀπὸ ἀσθένεια πνευματική, εἶχε δαιμόνιο. Ὅταν τὴν
ἔπιανε κρίσι ἔπεφτε χάμω, σπαρταροῦσε σὰν τὸ ψάρι, ἄφριζε, ἔτριζε τὰ
δόντια· ἦταν κάτι ἀξιοθρήνητο. Ἡ μάνα ἀσφαλῶς θὰ φρόντισε· τὴν πῆγε σὲ
γιατρούς, πῆρε φάρμακα, δὲν θὰ κατέφυγε λέτε καὶ σὲ μάγους ἀκόμα;
Τίποτα ὅμως· ἡ κόρη ἔμενε ἀθεράπευτη.
Τώρα λοιπόν, μόλις ἄκουσε ὅτι ὁ Χριστὸς πλησίασε ἐκεῖ, μιὰ
ἐλπίδα φώτισε μέσα της· «Αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὴ θεραπεύσῃ!». Ἔτσι ἔφτασε
κοντά του φωνάζοντας. Καὶ προσέξτε τί ἔλεγε· ὄχι «ἐλέησε τὴν κόρη
μου», ἀλλὰ κάνει δικό της τὸν πόνο τοῦ παιδιοῦ, καὶ φωνάζει «Ἐλέησόν
με·…ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται» (ἔ.ἀ.). Καὶ ὁ Χριστός; Δὲν
ἀπαντᾷ· σωπαίνει. Φαίνεται ὅτι ἀδιαφορεῖ. Μὰ ἀδιαφορεῖ αὐτός, ποὺ εἶνε
ὠκεανὸς ἀγάπης καὶ ἐλέους; Ἔχει τὸ σκοπό του· θέλει, ἡ γυναίκα νὰ
φανερώσῃ ὅλη τὴν πίστι της. Αὐτὴ ἐπιμένει νὰ φωνάζῃ, ὁ Χριστὸς
σιωπᾷ. Ἔρχονται οἱ μαθηταὶ καὶ λένε· Κύριε, ἀπόλυσέ την, κάν᾽ της τέλος
πάντων αὐτὸ ποὺ θέλει, νὰ μὴ μᾶς ἐνοχλῇ. Ὁ Χριστὸς σκληρύνει τὴ στάσι
του· «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ»,
λέει (ἔ.ἀ. 15,24). Ἐννοοῦσε· Πρὸς τὸ παρὸν περιορίζομαι στὸ λαὸ τοῦ
Ἰσραήλ, ποὺ πρέπει πρῶτος ν᾽ ἀκούσῃ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ· μετὰ τὴν
ἀνάστασί μου θὰ σπάσῃ τὸ φράγμα τῶν συνόρων καὶ οἱ μαθηταί μου θὰ
πορευθοῦν καὶ πρὸς τοὺς εἰδωλολάτρες. Τώρα ἡ ἀποστολή μου εἶνε στὴν
Ἰουδαία. Ἡ γυναίκα ἔρχεται πάλι καὶ πέφτει μπροστά του παρακαλώντας·
«Κύριε, βοήθει μοι». Καὶ ὁ Χριστός; Γίνεται ἀκόμη πιὸ σκληρός. Ὅπως τὸ
γεωτρύπανο βυθίζεται στὴ γῆ, ἔτσι καὶ ὁ λόγος του τρυπάει τὰ σπλάχνα
της· «Δὲν εἶνε σωστό, τὸ ψωμὶ πού ᾽νε γιὰ τὰ παιδιὰ νὰ τὸ ῥίξουμε στὰ
σκυλιά» (ἔ.ἀ. 15,26). Τὴν εἶπε σκυλί! (ψωμὶ ἐννοοῦσε τὰ θαύματά του, τὴ
διδασκαλία του, τὴ θεία εὐλογία του). Καὶ ἡ γυναίκα; Δὲν θεώρησε τὰ
λόγια αὐτὰ ὕβρι· ἐπέμεινε ἀκόμη περισσότερο καὶ ἁρπάζοντας τὰ λόγια
αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ τὰ ἔκανε ὅπλο, καὶ μ᾽ αὐτὰ νίκησε τὸν Ἀήττητο! Ναί,
Κύριε, εἶπε· δὲν εἶμαι ἐγὼ ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ·
σκυλάκι εἶμαι, σκύλος ἀκάθαρτος ὅπως ὅλοι οἱ εἰδωλολάτρες. Ἀλλ᾽ ὅπως τὰ
σκυλάκια περιμένουν κάτω ἀπ᾽ τὸ τραπέζι νὰ πέσῃ κανένα ψίχουλο νὰ φᾶνε
κι αὐτά, ἔτσι κ᾽ ἐγώ· δὲν σοῦ ζητῶ πολλά, ἕνα ψίχουλο ζητῶ· μοῦ φτάνει
ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὴν ἀγάπη κ᾽ εὐσπλαχνία σου.
Τότε πιά, ὅταν ἔλαμψε ἡ ἀξία της, ὁ Χριστὸς κάμπτεται καὶ λέει
μὲ θαυμασμό· «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις»
(ἔ.ἀ. 15,28). Νά γιατί τὴν παίδεψε τόσο· γιὰ νὰ τὴν κάνῃ ὑπόδειγμα σὲ
ὅλους.
* * *
Αὐτὸ εἶνε μὲ λίγα λόγια τὸ εὐαγγέλιο.
Ἕνας ὅμως ποὺ τ᾽ ἀκούει μπορεῖ νὰ πῇ· Ἐμένα αὐτὸ δὲν μ᾽
ἐνδιαφέρει. Αὐτὴ εἶχε δαιμονιζόμενη τὴ θυγατέρα της, ἐγὼ δὲν ἔχω στὸ
σπίτι κανένα δικό μου δαιμονιζόμενο.
Ἀλλὰ κάθε ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, καὶ αὐτὸς ποὺ εἶνε ἄτεκνος,
ἔχει κάτι ἀνώτερο ἀπὸ μιὰ «θυγατέρα». Ποιά εἶν᾽ αὐτή; Ἡ «θυγατέρα», γιὰ
τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἐνδιαφέρεται, ὅπως λέει τὸ Ψαλτήρι, εἶνε ἡ ψυχή μας.
Σῶσε τὴ μονάκριβή μου! παρακαλεῖ ὁ Δαυΐδ· «Κύριε, …ῥῦσαι ἀπὸ ῥομφαίας
τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐκ χειρὸς κυνὸς τὴν μονογενῆ μου» (Ψαλμ. 21,21· βλ.
& 34,17). «Τὴν μονογενῆ μου», λέει, τὴ μονάκριβη. Γιατὶ μιά ψυχὴ
ἔχουμε, κι ἅμα τὴ χάσουμε εἶνε ἀδύνατον πιὰ νὰ βροῦμε ἄλλη ψυχή. Ὅπως ἡ
Χαναναία εἶχε μιά θυγατέρα, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς ὅλοι ἔχουμε μιά μονάκριβη
ψυχή. Καὶ ὅπως ἡ Χαναναία πονοῦσε τὴ θυγατέρα της, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ
πονοῦμε γιὰ τὴν ψυχή μας. Γιατὶ κι αὐτὴ εἶνε – τί; ἄρρωστη. Ἂν εἴχαμε
μάτια ἀγγελικά, θὰ βλέπαμε ὅτι ἡ ψυχή μας εἶνε ἀσθενής. Ὄχι ἁπλῶς
ἀσθενής. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ αἰῶνος τούτου, παρὰ τὰ ἐπιτεύγματά του,
εἶνε σοβαρώτατα ἀσθενής· Μὴ τρομάξετε ἂν σᾶς πῶ ὅτι δαιμονίζεται.
Ζοῦμε σὲ ἐποχὴ δαιμονική, ἀδελφοί μου. Ἂν ἐξετάσῃ κανεὶς
ἐπιμελῶς καὶ τὸν ἑαυτό του, θὰ δῇ ὅτι ἔρχεται ὥρα δαιμονίου. Σῶσε με,
Κύριε, «ἐκ δαιμονίου μεσημβρινοῦ» (ἔ.ἀ. 90,6). Ἔρχεται ἡ ὥρα τῶν
δαιμονίων· τοῦ θυμοῦ, τῆς ἐπιθυμίας, τῆς κενοδοξίας, τῆς ὑπερηφανείας,
τῆς πλεονεξίας, τῆς φιλαργυρίας, τῆς ἀδικίας, τῆς ἐκμεταλλεύσεως, τοῦ
φθόνου, τῆς πορνείας, τῆς μοιχείας, τῆς ἀκαθαρσίας, τῆς ἀπιστίας… Πολλὰ
τὰ δαιμόνια ποὺ ταράζουν τὸν ἄνθρωπο.
Τίποτ᾽ ἄλλο μὴ φοβᾶστε ὅσο τὸν ἑαυτό σας. Φοβερὸ ἡφαίστειο ὁ
ἄνθρωπος· ἐκεῖ ποὺ φαίνεται ἥσυχος, ξαφνικὰ ἐκρήγνυται. Ἔχει, ὅπως λένε
οἱ ψυχολόγοι, στὸ λεγόμενο ὑποσυνείδητο, ἕνα κόσμο δαιμονικό. Καὶ ὁ πιὸ
ἥσυχος ἄνθρωπος –ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ– ἔχει τὸ πεντάλεπτο τῆς τρέλλας.
Βλέπεις ἄνθρωπο ἥσυχο, εἰρηνικό, σὲ μιὰ στιγμὴ νὰ τ᾽ ἀνατρέπῃ ὅλα, νὰ τὰ
κάνῃ σμπαράλια. Κι ὅταν τὸν ῥωτάῃ ὁ δικαστὴς στὸ ἑδώλιο τοῦ
κατηγορουμένου, –Πῶς ἐσύ, ποὺ ποτέ δὲν ἀπασχόλησες τὴν ἀστυνομία καὶ
εἶχες λευκὸ τὸ μητρῷο σου, ἔκανες αὐτὸ τὸ ἔγκλημα; ἀπαντᾷ· –Μ᾽ ἔβαλε ὁ
διάβολος… Μεγάλος λόγος αὐτός, ποὺ ἔκανε τὸ Ντοστογιέφσκυ νὰ γράψῃ τοὺς
«Δαιμονισμένους».
Σῶσε μας, Κύριε, «ἡ θυγάτηρ» μας, ἡ ψυχή, «κακῶς
δαιμονίζεται». Ὅποιος δὲν τὸ βλέπει αὐτό, εἶνε ἐκτὸς πραγματικότητος.
Γι᾽ αὐτὸ παρακαλοῦμε στὴν προσευχή μας «Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς
πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ» (Ματθ. 6,13).
Δαιμονίζεται λοιπὸν ἡ ψυχή, ἀλλὰ δαιμονίζεται καὶ ἡ κοινωνία
παρὰ τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ αἰῶνος μας. Τρία δαιμόνια κάνουν θραῦσι· τὸ
δαιμόνιο τῆς ἀθεΐας, τὸ δαιμόνιο τοῦ πανσεξουαλισμοῦ, καὶ τὸ δαιμόνιο
τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς ὑπερηφανείας, τὸ ὁποῖο ἐνσαρκώνουν οἱ δύο μεγάλες
ἀντίπαλες δυνάμεις ποὺ εἶνε ἕτοιμες καὶ πάλι νὰ συγκρουσθοῦν.
Δαιμονίστηκε ἡ ἀνθρωπότης τὸ ᾽14 καὶ ἔπεσε στὸν πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο,
δαιμονίστηκε τὸ ᾽40 καὶ ἔπεσε στὸν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο· καὶ τώρα
ὑπάρχει κίνδυνος νὰ πέσῃ σὲ τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, ποὺ θὰ εἶνε πλέον ὁ
Ἁρμαγεδὼν τῆς Ἀποκαλύψεως (Ἀπ. 16,16), ὁ τάφος τῆς ἀνθρωπότητος.
* * *
Ζοῦμε, ἀδελφοί μου, σὲ κόσμο
δαιμονίων. Θ᾽ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι! Ὅπως ἡ Χαναναία δὲν ἀπελπίστηκε, ἔτσι
κ᾽ ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει σωτηρία, κι ὅτι μόνο τὸ ὄνομα τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2,9), μπορεῖ νὰ
σώσῃ τὴν ἀνθρωπότητα. Ὁ Χριστός, ὅπως θεράπευσε τὴ θυγατέρα τῆς
Χαναναίας, μπορεῖ νὰ θεραπεύσῃ καὶ τὴ δική μας ψυχή, καὶ τὴ δική μας
κοινωνία, καὶ τὴν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη.
Νὰ μιμηθοῦμε τὴ Χαναναία. Ὅπως ἐκείνη ἐπέμενε νὰ λέῃ τὸ «Κύριε,
ἐλέησον», ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸν ἀσύρματο ποὺ λέγεται
προσευχή. Δὲν ἀπαιτεῖται νὰ πᾷς στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ νὰ γίνῃς ἀσκητής.
Εὔκολη εἶνε ἡ σωτηρία· πίστι στὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ προσευχὴ
ἀδιάλειπτος. «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Θεσ.
5,17). Μεγάλο ὅπλο ἡ προσευχή, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἕνα «Κύριε,
ἐλέησον», ποὺ θὰ πῇς μὲ τὴν καρδιά σου, ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ δέκα ὧρες
βαττολογίας (βλ. Ματθ. 6,7). Δὲν εἶνε ψέμα ἡ θρησκεία μας, ἔχει
μεγαλεῖα, πραγματικότητες, ὀντότητες, μυστικὰ ὅπλα. Μὲ ἕνα «Κύριε,
ἐλέησον» μπορεῖ νὰ κατεβάσῃς τὰ ἄστρα στὴ γῆ καὶ ν᾽ ἀνεβῇς ἀπὸ τὴ γῆ
στὸν οὐρανό.
Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μπορεῖ νὰ τὸ πῇ
καθένας· καὶ ὁ σοφός, καὶ ὁ ἀγράμματος, καὶ ἡ γυναίκα καὶ τὸ παιδὶ καὶ ὁ
ἄντρας. «Κύριε, ἐλέησον», λοιπόν, ἀδιαλείπτως· τὸ πρωί, στὸ τραπέζι, τὸ
βράδυ, στὴ δουλειά, στὸ ταξίδι, ὅπου νὰ εἶσαι. Πέστε το θερμά, μὲ ὅλη
τὴν καρδιά, ὄχι χασμώμενοι καὶ ἀδιάφοροι, ἀλλὰ ὅπως ἡ Χαναναία.
«Κύριε, ἐλέησον» λοιπόν. Πές το, σὺ ὁ ἄντρας, ποὺ ἔχεις
δύστροπη γυναῖκα. Πές το, σὺ ἡ γυναίκα, ποὺ ἔχεις σκληρὸν ἄντρα. Πές το,
σὺ ὁ πατέρας, ποὺ ἔχεις παιδὶ ἀπείθαρχο. Ἂς τὸ ποῦμε ὅλοι γιὰ τοὺς
νέους μας ποὺ κινδυνεύουν, γιὰ τοὺς ἐκπαιδευτικούς μας ποὺ κοπιάζουν,
γιὰ τοὺς ἱερεῖς μας ποὺ πολεμοῦνται. Νὰ τὸ πῆτε καὶ γιὰ τὸν ἐπίσκοπό
σας, ποὺ δίνει μεγάλο ἀγῶνα ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος. Νὰ τὸ πῆτε γιὰ τὸ
ἔθνος μας, ποὺ δέχεται ἐπιθέσεις ἀπὸ παντοῦ. Ἂς τὸ ποῦν καὶ τ᾽ ἀθῷα
νήπια μέσ᾽ στὶς κούνιες τους καὶ οἱ ἥρωες μέσ᾽ ἀπὸ τοὺς τάφους των! Ὁ
ἅγιος τῆς Σερβίας Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἄφησε μιὰ σπάνια προσευχὴ καὶ πρὸς
τὰ διάφορα κτίσματα· «Μητέρα, ἐλέησον! Φίλε, ἐλέησον! Χορταράκι,
ἐλέησον!… Πουλάκι, ἐλέησον!… Ὅλα τὰ ὄντα σ᾽ ὅλους τοὺς κόσμους,
ἐλεῆστε!».
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ «ἐλέησον», ποὺ εἶπε σήμερα ἡ Χαναναία, ἂς γίνῃ ἡ
προσευχὴ ὅλων μας· καὶ θὰ δοῦμε στὴ ζωή μας γαλήνη, φῶς, σωτηρία. Δὲν
εἶνε ψέμα ἡ πίστι μας· εἶνε ζωντανή, ὁλοζώντανη. Ἂς τὴν πιστέψουμε, ἂς
τὴν λατρεύσουμε, ἂς γίνουμε στὸ Θεὸ «ὑπήκοοι μέχρι θανάτου» (Φιλ. 2,8),
καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου
καὶ πάντων τῶν ἁγίων θὰ εἶνε μαζί μας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν Κυριακὴ 20-2-1983 τὸ πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 6-12-2022.