Ο ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ καὶ τὸ “ΣΧΙΣΜΑ” τῶν ΙΩΑΝΝΙΤΩΝ [1]
Ὁ Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεμελιώνει τὴν ἐκκλησιολογὶα του, δηλαδὴ τὴν περὶ τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλία του, στὸν Ἀπ. Παῦλο, ὁ ὁποῖος προσδιορίζει τὴν Ἐκκλησία ὡς «τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ» ποὺ ἔχει μοναδικὴ Κεφαλὴ της τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.
Ἡ εἰκόνα αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ τονίζει δύο ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις ἰδιότητές της, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀδιάρρηκτα συνδεδεμένες ὡς «ἡ ἐν ἀληθείᾳ ἑνότητα». Ὁτιδήποτε καὶ ὁποιοσδήποτε ἀμφισβητεῖ ἢ προσβάλλει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα καὶ τὴν ἀλήθεια ποὺ αὐτὴ ἐκφράζει δὲν μπορεῖ νὰ παραμένει μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ, ἐκβάλλεται ἀπὸ τὸ Σῶμα.
Ἔτσι κατανοοῦμε τὴν ἔνταση μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἰω. Χρυσόστομος, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες μέσα στοὺς αἰῶνες, εἶναι κατηγορηματικὰ ἀντίθετοι καὶ ἀναφέρονται μὲ τὰ σκληρότερα λόγια γιὰ τὴν αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα.
Ἡ μὲν αἵρεση ἀλλοιώνει καὶ τελικὰ καταστρέφει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια, ἐνῶ τὸ σχίσμα προσβάλλει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα. Ἀμφότερες βέβαια οἱ καταστάσεις ὁδηγοῦν τοὺς ἐμπνευστὲς καὶ τοὺς ὀπαδοὺς τους ἐκτὸς Ἐκκλησίας, στὴν ἀπώλεια. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ φράση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου «τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τὸ τὴν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττον ἐστὶ κακὸν»[2], ποὺ ὑποδηλώνει ὅτι ἡ προσβολή τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σοβαρότατο ἐκκλησιαστικὸ ἔγκλημα. Μάλιστα, γιὰ νὰ τονίσει τήν σοβαρότητα τοῦ σχίσματος φτάνει στὸ σημεῖο νὰ πεῖ ὅτι «οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεόν, ὡς τὸ Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι… οὐδὲ μαρτυρίου αἷμα ταύτην, ἒφησε, δύνασθαι τήν ἁμαρτίαν ἐξαλείφειν»[3] . oὒτε τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου δὲν ἐξαλείφει τήν ἁμαρτία τοῦ σχίσματος!
Α. Ἡ παρά τήν Δρῦ σύνοδος, ἡ ἐξορία καὶ ὁ μαρτυρικὸς θάνατος τοῦ Χρυσοστόμου.
Ὁ Ἰ. Χρυσόστομος ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως τὸ 398 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου καί τῆς συζύγου του Εὐδοξίας. Χαρακτῆρας εὐθὺς καὶ συνεπής στὴ χριστιανικὴ ζωή, αὐστηρός στὸν ἑαυτό του, ἐραστής τῆς ἁγιότητας, ἀνυπέρβλητος κήρυκας τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, ἀσυμβίβαστος ὑπέρμαχος των ἀδυνάτων, «ἀπέναντι στοὺς ἰσχυρούς τῆς ἐποχῆς του ἔπαιξε τὸ ρόλο ἑνὸς Νάθαν μπροστά στὸν Δαυίδ, ἑνὸς Ἠλία μπρὸς στὴν Ἰεζάβελ, ἑνὸς Ἠσαΐα ἀπέναντι στοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ»[4]. Το κήρυγμά του στὸ Ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας συνήγειρε τὸν ἁπλὸ λαὸ ποὺ ἐκδήλωνε μὲ ἐνθουσιώδη χειροκροτήματα καὶ μὲ ἐκδηλώσεις μεγάλης ἀγάπης τήν χαρὰ καί τήν εὐγνωμοσύνη του στὸν καλό του Ποιμένα. Ὅμως, ἐνῶ ὁ ἁπλὸς λαὸς χαιρόταν τὸν Ἀρχιεπίσκοπὸ του, ἡ παρουσία του στὸ θρόνο τῆς Βασιλεύουσας σύντομα κατέστη ἀφόρητη γιά τὸ διεφθαρμένο πολιτικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ κατεστημένο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Γιά τὸ παλάτι τοῦ ἀβούλου Ἀρκαδίου, ἀλλά καὶ τῆς δυναμικῆς καὶ δόλιας Εὐδοξίας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἦταν ἐπικίνδυνος. Το ἴδιο ἐπικίνδυνος ἦταν καὶ γιά τὴ μερίδα κληρικῶν καὶ κυρίως τῶν ἐπισκόπων ποὺ κέρδισαν τήν ἀρχιερωσύνη μὲ συναλλαγὲς (σιμωνία) καὶ συνέχιζαν νὰ ζοῦν ζωὴ τρυφιλὴ καὶ ἀνήθικη. Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ μέγεθος τῆς διαφθορᾶς τοῦ κλήρου[5] σημειώνουμε ὅτι ὁ Χρυσόστομος σὲ διάστημα μικρότερο τῶν ἕξι ἐτῶν καθαίρεσε 13 ἐπισκόπους καὶ 70 πρεσβύτερους, ἐνῶ ἒγραψε τὴ μνημειώδη φράση: «οὐδένα γὰρ λοιπὸν δέδοικα ὡς τοὺς ἐπισκόπους, πλὴν ὀλίγων»[6]!
Ἔτσι, τὸ Παλάτι καὶ μερίδα ἀθλίων ἐπισκόπων, «διεφθαρμένη συναγωγὴ»[7] συνασπίστηκαν ἐναντίον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ «ἐζήτουν εὐκαιρίαν τοῦ παραδοῦναι αὐτὸν» (Λουκ. 25, 6). Καὶ ἡ εὐκαιρία[8] ἐδόθη το Σεπτέμβριο 403 μΧ: Ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος, ἄνθρωπος σκληρὸς καὶ ἀδίστακτος πνέων μένεα ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου μὲ ὁμάδα 29 Αἰγυπτιωτῶν ἐπισκόπων βρέθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ Παλατιοῦ συνέπραξε μέ τοὺς ἐκεῖ ἐχθρούς του ἐπισκόπους καὶ συγκρότησαν Σύνοδο 45 ἐπισκόπων στὴ Δρῦ (προάστιο τῆς Χαλκηδόνος, ἀπέναντι ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη). Τό ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου ψευδὲς κατηγορητήριο περιελάμβανε 29 κατηγορίες (ἀπὸ βιαιοπραγίες, κλοπές, ἀνηθικότητες, περιφρόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως μέχρι ἀνταρσία καὶ πολιτικὴ προδοσία)! Τό ἀποτέλεσμα ἦταν προδιαγεγραμμένο: Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης καθαιρέθηκε καὶ μὲ αὐτοκρατορικὴ ἐντολὴ ὁδηγήθηκε στὴν ἐξορία κρυφὰ ἀπό τόν λαό[9], ὁ ὁποῖος ἐξέφρασε μὲ ἔντονο τρόπο τήν ἀποδοκιμασία του.
Λίγες μέρες μετά, καὶ ἐνῶ ὁ Ἰωάννης βρισκόταν ἐξόριστος στὴ Νικομήδεια, ἰσχυρὸς σεισμός στὴν Κωνσταντινούπολη κατατρόμαξε τήν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, ἡ ὁποὶα τὸν θεώρησε ὡς θεϊκὴ τιμωρία γιά τὴν ἐναντίον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἂδικη κρίση. Μετανοημένη ἔστειλε ἀμέσως αὐτοκρατορικοὺς ἀπεσταλμένους καί τοῦ ζήτησε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Βασιλεύουσα.
Στὶς 13 Νοεμβρίου 403 ὁ ἐξόριστος Ἀρχιεπίσκοπος ἐπιστρέφει στὸν θρόνο του μετὰ ἀπὸ μεγαλειώδη ὑποδοχὴ ποὺ τοῦ ἐπεφύλαξε ὅλος ὁ λαός στὸ Βόσπορο.
Ἀλλὰ ὁ Χρυσόστομος παραμένει… ἴδιος! Δὲν μπορεῖ νὰ σιωπήσει μπροστά στὴν περιφρόνηση τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου ἀπό τὸ Παλάτι καὶ συνεχίζει τὰ προδρομικά, ἐλεγκτικά του κηρύγματα. Τὸ ἀποτέλεσμα ἀναμενόμενο: μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες «πάλιν Ἡρωδιὰς μαίνεται, πάλιν ταράττεται»… Ἡ Εὐδοξία δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἀνεχθεῖ πλέον. Στὸ μιαρό της ἔργο συμπράττουν σὲ σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἰανουάριος 404)[10] καὶ πάλι οἱ γνωστοὶ ἐπίσκοποι-ἐχθροί τοῦ Ἁγίου: τὸν κατηγόρησαν ὅτι αὐθαίρετα ἀποκαταστάθηκε στὸν θρόνο, ἐνῶ εἶχε καθαιρεθεῖ. Ἡ ποινὴ ποὺ προβλέπεται γιά τὸ ἀδίκημα εἶναι ἐπικύρωση τῆς καθαὶρεσης καὶ ἀφορισμός.
Λόγῳ τῆς σφοδρῆς ἀντίδρασης τοῦ λαοῦ ἡ ἐκτέλεση τῆς ποινῆς ἀναβλήθηκε γιὰ λίγους μῆνες. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τελοῦσε ὑπὸ περιορισμό στὸ κτήριο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ἀνήμερα ὅμως τὸ Μ. Σάββατο 404 μΧ., ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ στὸ ναὸ γιὰ νὰ λάβει μέρος στὴν Ἀναστάσιμη Πανυχίδα καὶ στὴν τελετή τῆς Βαπτίσεως περίπου 3.000 κατηχουμένων! Αὐτοκρατορικὸ ἀπόσπασμα διέκοψε τὴν Ἀκολουθία, συνέλαβε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο καὶ διεσκόρπισε τοὺς πρός τὸ Βάπτισμα Κατηχουμένους, οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν μαζὶ μέ τούς ἱερεῖς καὶ διακόνους στὰ δημόσια λουτρὰ γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τή Βάπτιση![11]
Διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως 9 χρόνια καὶ 7 μῆνες ἀπό τὰ ὁποῖα 3 χρόνια καὶ 3 μῆνες στὴν ἐξορία!
Ἀπό τὴ σύντομη αὐτὴ περιγραφή τῆς διώξεως καί τοῦ θανάτου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου δημιουργοῦνται κάποια ἐρωτήματα τὰ ὁποῖα σχετίζονται μέ τό κρίσιμο ἐρώτημα γιά τή στάση τοῦ Ἁγίου ἀπέναντι στὰ σχίσματα ποὺ ταλαιπωροῦν τήν Ἐκκλησὶα.
Β. Ἀποδέχθηκε ὁ Ἃγιος Χρυσόστομος τὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις πού τὸν καθαίρεσαν; Ἀποδέχθηκε ὡς κανονικὸ ἐπίσκοπο τὸν διάδοχό του στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως;
Ἀσφαλῶς ὄχι! Οὐδέποτε ὁ Ἰ. Χρυσόστομος ἀποδέχθηκε οὔτε ἐφάρμοσε μέ τὴ θέλησή του τὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῆς παρά τήν Δρῦ συνόδου (Σεπτέμβριος 403) καί τῆς συνόδου στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἰανουάριος 404).
Καὶ μετά τὴ δεύτερη καταδίκη, μέχρι τὸ θάνατό του, θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὅσο τοῦ ἐπέτρεπαν οἱ συνθῆκες ἔτσι πολιτευόταν μέχρι τοῦ θανάτου του, διότι γιά τὸν Ἰωάννη οἱ σύνοδοι αὐτὲς δὲν στηρίζονταν στὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ παράδοση καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἀλήθευαν, οἱ δε ἀποφάσεις τους δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ εἶναι ἔγκυρες καὶ νὰ ἐφαρμοστοῦν ἀπό τοὺς πιστούς. Συνεπῶς, αὐτὸς παρέμενε ὁ μόνος κανονικὸς Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινου-πόλεως.
Εἶναι χαρακτηριστικά τὰ ὅσα γράφει ὁ Χρυσόστομος γιά τὸν διάδοχό του Ἀρσάκιο (26.6.404 ἕως 11.11.405): «Ἤκουσα γὰρ κἀγὼ περὶ τοῦ λήρου ἐκείνου τοῦ Ἀρσακίου, ὃν ἐκάθισεν ἡ βασίλισσα ἐν τῷ θρόνῳ, ὅτι ἔθλιψε τοὺς ἀδελφοὺς ὅλους μὴ θέλοντας αὐτῷ κοινωνῆσαι· πολλοὶ δὲ αὐτῶν δι' ἐμὲ καὶ ἐν τῇ φυλακῇ ἐναπέθανον. Ὁ γὰρ προβατόσχημος ἐκεῖνος λύκος, ὁ σχῆμα μὲν ἔχων ἐπισκόπου, μοιχὸς δὲ ὑπάρχων· ὡς γὰρ ἡ γυνὴ μοιχαλὶς χρηματίζει, ἡ ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς ἑτέρῳ συναφθεῖσα· οὕτω καὶ οὗτος μοιχός ἐστιν, οὐ σαρκὸς, ἀλλὰ πνεύματος· ζῶντος γὰρ ἐμοῦ ἥρπασέ μου τὸν θρόνον τῆς Ἐκκλησίας»[14]. Χαρακτηρίζει τὸν διάδοχό του Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Ἀρσάκιο «λῆρο» (φλύαρο) «προβατόσχημο λύκο» καὶ «μοιχό». Μάλιστα οὔτε κἂν τὸν ἀναγνωρίζει ὡς πραγματικὸ ἐπίσκοπο σημειώνοντας ὅτι «σχῆμα μὲν ἔχει ἐπισκόπου» στὴν πραγματικότητα «μοιχὸς ὑπάρχων». Ἐπίσης, ἀπό τήν ἐπιστολὴ αὐτή τοῦ Χρυσοστόμου πρός τὸν ἐπίσκοπο Κυριακό, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς εἶχε ἐξοριστεῖ γιατὶ ἀρνήθηκε τήν κοινωνία μέ τὸν νέο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀρσάκιο, πληροφορούμαστε ὅτι ὁ Ἀρσάκιος ἐξαπέλυσε διωγμὸ μὲ φυλακίσεις καὶ θάνατο ἐναντίον τῶν πιστῶν ποὺ δὲν ἦλθαν σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί του.
Ἐπὶ πλέον δὲ, ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι μέχρι τῆς κοιμήσεώς του, ὅσο τοῦ ἐπέτρεπαν οἱ δύσκολες συνθῆκες τῆς ἐξορίας[15], ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐνεργοῦσε ἀντίθετα μὲ τήν συνοδικὴ “καθαίρεση” καί τὸν “ἀφορισμὸ” ὡς κανονικὸς ἀρχιερέας. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε:
1. Παρά τὶς σοβαρὲς ἀσθένειες, τοὺς κινδύνους ληστῶν καὶ βαρβάρων, τὸ ψῦχος, τήν ἐρημιὰ ὁ Ἅγιος δὲν παρέλειπε νὰ ἐνδιαφέρεται γιά τα πνευματικά του παιδιά στὴν Κωνσταντινούπολη τὰ ὁποῖα ὑπέφεραν ἀπό τοὺς διῶκτες του, ἐκκλησιαστικοὺς καὶ πολιτικούς. Παράλληλα, πολλαπλῶς ἐκδηλωνόταν ἡ ἀγάπη του πρός τοὺς νέους συμπολῖτες του στὴν ἐξορία. Ὅπως διασώζει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου, ὁ ἐπίσκοπος Ἑλενοπόλεως Παλλάδιος ἀπό τὶς προσφορὲς πού τοῦ ἔστελναν οἱ πιστοί τῆς Κωνσταντινούπολης ἀλλὰ, καὶ οἱ Ἀντιοχεῖς πού τὸν ἐπισκέπτονταν, «ὁ μὲν μακάριος Ἰωάννης οἰκήσας τήν Κουκουσὸν ἔτος ἓν, πλείστους διαθρέψας πένητας τῆς Ἀρμενίας… (ἔφθασε γὰρ κατ’ ἐκεῖνο καιρὸν μέγας λιμός τήν χώραν ἐκείνην)»[16].
Ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Μαρτύριος ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὅτι «ἐν ἐρημίᾳ καθήμενος, ψυχὰς μυρίας τὰς μὲν ἐκ βαρβαρικῶν ἐξωνούμενος χειρῶν οἷς εἶχε μικροῖς καὶ πενιχροῖς χρήμασι . τὰς δὲ ἐκ τῶν τοῦ διαβόλου βρόχων ἀνασπῶν οἷς εἶχε πλουσίως πόνῳ καὶ χάριτι κτηθεῖσι λόγοις . ἑτέρους λιμῷ καὶ φυγῇ πολεμουμένους τοῖς τῆς ἁγίας χήρας διατρέφων ἀλεύροις. μοναστήριά τε φυτεύων ἐν φόνοις καὶ ἁρπαγαῖς συνεκτραφείσαις χώραις, ἅπερ ἅπαντα μικροῦ καί τήν Ἀντιόχου πόλιν ἅπασαν μετῴκισεν ὡς αὐτὸν»[17] (ἂν καὶ βρισκόταν ὁ Ἰωάννης στὴν ἐρημιὰ μέ τὰ λίγα χρήματα ποὺ εἶχε ἐξαγόρασε πολλοὺς αἰχμαλώτους ἀπό τοὺς βαρβάρους, ἐνῶ μέ τὸν πλούσιο λόγο του ἀπέσπασε πολλοὺς ἀνθρώπους ἀπό τὶς δαιμονικὲς παγίδες. Ἄλλους ἔθρεψε μέ τὰ τρόφιμα πού τοῦ ἔστελνε ἡ διακόνισσα Ὀλυμπιάδα («ἡ ἁγία χήρα»). Συγκρότησε καὶ μοναστήρια σὲ περιοχὲς ποὺ εἶχαν συνηθίσει σὲ φόνους καὶ ληστεῖες καὶ πραγματικὰ ὅλη ἡ Ἀντιόχεια μετώκησε κοντά του).
2. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἐπέδειξε ἰδιαίτερη φροντίδα στὴν κατήχηση τοῦ λαοῦ τῶν περιοχῶν στὶς ὁποῖες βρέθηκε ἐξόριστος: «οὐ μικρῶς διαλάμψας ταῖς ἀρεταῖς… ἐξήγειρεν γὰρ καθάπερ ἐξ ὕπνου τῆς ἀγνοίας πρὸς τὴν τοῦ λόγου ἀκτῖνα ἐκ πάσης περιχώρου τοὺς ἂγαν κεκαρωμένους τῇ ἀπιστίᾳ»[18] καὶ «πολλοὺς πρός τήν ἀμώμητον πίστιν χειραγωγῶν, διδάσκων, βαπτίζων, χειροτονῶν καὶ θαυματουργῶν»[19].
3. Το ἐνδιαφέρον τοῦ Ἰωάννου γιά τὸν εὐαγγελισμό τοῦ λαοῦ δὲν περιορίστηκε μόνο στὴν περιοχὴ ποὺ ζοῦσε, ἀλλὰ ὡς πραγματικός Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Βασιλεύουσας ἐκτεινόταν σὲ ὅλη τήν Αὐτοκρατορία: Κατά τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς ἐξορίας, εὑρισκόμενος προσωρινά στὴ Νίκαια καὶ ἀναμένοντας τὸ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα γιὰ νὰ πληροφορηθεῖ τὸν τόπο τῆς ἐξορίας του ἐπέδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τήν ἱεραποστολή στὴ Φοινίκη[20] (Λίβανο) ἀποστέλλοντας ἐπιστολὲς καὶ ἀναζητώντας καταλλήλους κληρικοὺς γιά τὸ ἔργο αὐτό, τοὺς ὁποίους βρῆκε καὶ ἀπέστειλε[21]. Τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον ἐπέδειξε καὶ γιά τήν πρόοδο τῆς Ἐκκλησὶας τῶν Γότθων (Κριμαία)[22], ἐνῶ προσπάθησε νὰ καλλιεργήσει τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ δεδηλωμένου ἐχθροῦ του ἐπισκόπου Μαρουθά γιά τὸν εὐαγγελισμό τῶν Περσῶν[23]. Στὴ μέριμνά του βρέθηκε καὶ ἡ Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου ἡ ὁποία κινδύνευε ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως ὡς «ὑπό τῆς αἱρέσεως τῶν Μαρκιωνιστῶν πολιορκούμενη» [24]. Καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα ἀπὸ ἕναν “καθηρημένο”, “ἀναθεματισμένο” καὶ ἐξόριστο μὲ οἰκουμενικὴ ὅμως συνείδηση καὶ ποιμαντορικὴ εὐαισθησία Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Βασιλεύουσας…
4. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ δράση τοῦ Ἰωάννου στὴν Ἀραβισσό, ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ Ἁγ. Συμεών Μεταφραστής: Στὴν περιοχὴ ζοῦσαν πολλοὶ εἰδωλολάτρες οἱ ὅποιοι ἀκούγοντας τὰ κηρύγματα τοῦ Χρυσοστόμου περί τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου τὸν “προκάλεσαν” πὼς θὰ βαπτιστοῦν ἐὰν θεραπεύσει ἕναν παράλυτο συμπολίτη τους. Ὁ Χρυσόστομος προσευχήθηκε καί στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θεράπευσε τὸν παράλυτο.
Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν πολλοὶ εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς νὰ πιστέψουν στὸ Χριστὸ καὶ νὰ βαπτιστοῦν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲν σταμάτησε ἀλλὰ προχώρησε ἔτι πλέον καὶ ἐνεργώντας ὡς κανονικὸς ἐπίσκοπος ἀναλαμβάνει τήν πλήρη ὀργάνωση τῆς «νεοπαγοῦς Ἐκκλησίας» ποὺ αὐτὸς θεμελίωσε: χειροτονεῖ ἑπτὰ ἐπισκόπους, ἀρκετοὺς πρεσβυτέρους καὶ διακόνους, μεταφράζει τό Ψαλτήρι καί τήν Κ. Διαθήκη, τοὺς παραδίδει τὴ Θ. Λειτουργία, συνεχίζει τήν κατήχηση, τοὺς ὁρίζει τυπικὸ λατρείας (ψαλμωδίες καὶ προσευχές). Μέσα σὲ λίγο χρόνο κατόρθωσε ὄχι μόνο νὰ αὐξηθεῖ ἀριθμητικὰ ἡ νεοπαγὴς Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ νὰ προοδεύσει στὴ συμμόρφωσή της μέ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολὲς («Ἑπτὰ τοίνυν ἐπισκόπους σὺν ἅμα πρεσβυτέροις καὶ διακόνοις ἱκανοῖς τῷ πλήθει τῶν πιστευσάντων ἐπὶ τούτοις χειροτονήσας, εἴπερ εὕροι τινὰς αὐτῶν τὴν Ἑλλήνων φράσιν ἐπισταμένους (γνώριζαν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα) τούτοις ὅσα καὶ γλώσσῃ χρησάμενος τὸν τε θεῖον Δαυΐδ καὶ τὴν Καινὴν ἅπασαν πρὸς τὴν Ἑλλάδα γλῶτταν δι' αὐτῶν μεταβάλλει. Καὶ παραδίδωσι μὲν τὸν τύπον τῆς ἀναιμάκτου θυσίας, ἐκδιδάσκει δὲ καὶ τὰ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Εἶτα καὶ κανόνας αὐτοῖς εἰσηγεῖται ψαλμῳδίας καὶ προσευχῶν. Ὀλίγων δὲ ἡμερῶν πληθυνομένην ὁρῶν τὴν νεοπαγῆ ταύτην Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ καὶ τῶν τοῦ Χριστοῦ ἐντολῶν οὐ μικρὰν ἐν αὐτοῖς τὴν ἐπίδοσιν, ᾡμολόγει τε τῷ Θεῷ χάριν, καὶ ἠγαλλιᾶτο τῷ πνεύματι, τοῖς ἀσθενέσιν αὐτῶν χεῖρας ἰασίμους ἐπιτιθείς, καὶ προῖκα τὸ πάντων κάλλιστον χαριζόμενος» [25]).
Σὲ αὐτή τή δράση τοῦ ”καθηρημένου” Ἀρχιεπισκόπου ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ καὶ ὁ Λέων Στ΄ ὁ Σοφὸς: «Διά τοῦ ἑνὸς ἅπασαν τήν χώραν (πολλὴ δὲ καὶ ἀναρίθμητος ἣν) ἕλκει, βαπτίζει, τήν εὐσέβειαν ἐκδιδάσκει, καὶ τέλος πᾶσαν τάξιν ἐκεῖ συνέταξεν ἱερώσυνον»[26].
Γ. Ἀποδέχθηκαν οἱ πιστοὶ τὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις πού τὸν καθαίρεσαν; Ἀποδέχθηκαν ὡς κανονικὸ ἐπίσκοπο καὶ εἶχαν ἐκκλησιαστικὴ καὶ λειτουργικὴ κοινωνία μέ τὸν διάδοχό του;
Ἀσφαλῶς ὄχι! Ὁ πιστὸς λαός τῆς Βασιλεύουσας ἀπό τήν πρώτη στιγμὴ δὲν ἀποδέχθηκε τήν καθαίρεση καί τήν ἐξορία τοῦ ποιμένα του. Παρά τοὺς ἀπηνεῖς καὶ σκληροὺς διωγμοὺς μεγάλο μέρος τῶν πιστῶν δὲν εἶχαν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία καὶ δὲν ἀναγνώρισαν ὡς ποιμένες τους τοὺς παρεισάκτους “διαδόχους” τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν Ἀρσάκιο (26.6.404 ἕως 11.11.405) καί τὸν Ἀττικὸ (Μάρτιος 406 ἕως 10.10.425), διότι στὴ συνείδησή τους ὁ Χρυσόστομος παρέμενε ὁ Ἀρχιεπίσκοπός τους.
Ὁ λαὸς ποὺ παρέμεινε πιστός στὸν Χρυσόστομο καὶ δὲν μνημόνευε, δηλαδὴ δὲν εἶχε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία[27] μέ τοὺς διαδόχους του Ἀρχιεπισκόπους, ὀνομάστηκαν ἀπό τοὺς κραττοῦντες περιφρονητικὰ «Ἰωαννίτες» καὶ θεωροῦνταν γιά τήν κρατικὴ Ἐκκλησία «σχισματικοί». Ἀποτελοῦν ὅμως ἔνδοξο στράτευμα στὴ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀναμενόμενο λοιπὸν ἦταν το “σχίσμα” τῶν Ἰωαννιτῶν νὰ ἀναδείξει πολλοὺς ἁγίους μὲ πλέον ἔνδοξη τήν Διακόνισσα Ἁγία Ὀλυμπιάδα.
Εἶναι συγκινητικὴ ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ καὶ ἡ προσπάθειά του νὰ προστατεύσει τὸν Ἀρχιεπίσκοπό του ἀπό τὴ μανία τῶν ἐχθρῶν του. Ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ δώσει καὶ τὸ αἷμα του γιὰ χάρη τοῦ Πατέρα του. Κατά τήν πρώτη, σύντομη ἐξορία, μετά τή σύνοδο τῆς Δρυός, ὁ Ἰωάννης γιὰ νὰ μὴ χυθεῖ αἷμα ὑπάκουσε στὴν αὐτοκρατορικὴ ἀντιπροσωπεία καὶ νύχτα, κρυφὰ ἀπό το λαό, παραδόθηκε στὸ αὐτοκρατορικὸ ἀπόσπασμα γιά τήν ἐξορία. Τήν ἑπόμενη ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος καὶ ἡ συνοδεία του εἰσῆλθαν ὡς νικητὲς καὶ ἐκκλησιαστικοὶ κατακτητές στὴ Βασιλεύουσα. Ὁ λαὸς ὅμως τῆς Κωνσταντινουπόλεως πληροφορήθηκε τήν ἐξορία τοῦ ποιμένα του καὶ διαμαρτυρήθηκε ἔντονα. Ὅταν ὁ Θεόφιλος «θέλησε νὰ μπεῖ στὸ ναὸ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, ἐκδιώχθηκε ἀπό τοὺς πιστούς. Οἱ Ἀλεξανδρινοί τῆς συνοδείας του τράβηξαν τά ὃπλα τους καί ἔγινε μάχη. Ἡ ἀντίσταση τοῦ λαοῦ ἦταν ἐνεργητική. Ἡ Ἐκκλησία καί τὸ βαπτιστήριο γέμισαν ἀπὸ πτώματα καὶ ἡ κολυμβήθρα, καθὼς λένε, ξεχείλισε ἀπὸ ἀνθρώπινο αἷμα. Καθὼς ἄρχισε ἡ σύγκρουση, οἱ ἀξιωματοῦχοι ἔστειλαν στρατό, γιὰ νὰ τήν ἐνισχύσουν. Δόθηκαν μάχες παντοῦ. Κάθε Ἐκκλησία μεταβλήθηκε σὲ φρούριο, ὃπου ὁ λαὸς ὀχυρωνόταν καὶ οἱ στρατιῶτες ἐφορμοῦσαν χτυπώντας μὲ λοστοὺς καὶ βέλη. Τὸ αἷμα κυλοῦσε στὰ θυσιαστήρια καὶ οἱ κραυγαλέες κατάρες ἀντικαθιστοῦσαν τὸν ὕμνο τῆς εὐσπλαχνίας… Οἱ στρατιῶτες ἔκαναν ἐπίθεση ἐναντίον τῶν μοναχῶν. Τοὺς ἔσφαζαν ὁμαδικὰ μές στὶς Ἐκκλησίες τους, ἐρευνοῦσαν τὰ κελλιά τους… καὶ ὡς τὸ δρόμο καταδίωκαν μέ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι ὅσους κατὰφεραν νὰ διαφύγουν»[28].
Κατά τήν δεύτερη καὶ ὁριστικὴ ἐξορία, ἀκόμα καὶ μετά τὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου οἱ διωγμοὶ ποὺ ὑπέστησαν οἱ πιστοί τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τήν κρατικὴ Ἐκκλησία ἦσαν φοβεροὶ καὶ ἐξαπλώθηκαν σὲ ὅλο τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ τριανδρία των Πατριαρχῶν (Ἀρχιεπισκόπων) τῆς Ἀνατολῆς: ὁ Κωνσταντινου-πόλεως Ἀρσάκιος (καὶ ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἀττικός), ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος καὶ ὁ Ἀντιοχείας Πορφύριος[29] δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνεχθοῦν νὰ ἀκούγεται κάπου το ὄνομα τοῦ ἐξορίστου Ἀρχιεπισκόπου Ἰωάννου. Ἡ παραμονὴ μάλιστα τοῦ Χρυσοστόμου στὴν Κουκουσὸ (τόπος τῆς ἐξορίας του) πλησίον τῆς Ἀντιόχειας καὶ ἡ μετάβαση τῶν Ἀντιοχέων στὴν Κουκουσὸ γιὰ νὰ συναντηθοῦν μέ τὸν μεγάλο ἐξόριστο αὔξησε τὸν φθόνο τῶν ἐχθρῶν του καὶ μεθόδευσαν τὴ μετάβασή του σὲ ἄλλο ἔρημο τόπο, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε.
Ἀλλὰ οἱ διωγμοὶ ἐναντίον τοῦ προσώπου τοῦ Χρυσοστόμου συνεχίστηκαν καὶ μετά τὸ θάνατό του στὸ πρόσωπο τῶν Ἰωαννιτῶν, οἱ ὅποιοι δὲν ἐνέδωσαν στὶς πιέσεις, καὶ συνέχιζαν νὰ μὴν μνημονεύουν τοὺς ἐπισκόπους ποὺ ἀποδέχθηκαν τήν καθαίρεση τοῦ Ἰωάννη. Ὁ παρείσακτος διάδοχός του «θεασάμενος μηδένα τῶν Ἀνατολικῶν αὐτῷ ἐπισκόπων κοινωνοῦντα, μήτε μὴν τοῦ τῆς πόλεως λαοῦ, διὰ τὰ οὕτως ἀνόμως παρακολουθήσαντα καὶ ἀθέσμως, παρασκευάζει… ταῖς ἀντιγραφαῖς (δηλαδὴ αὐτοκρατορικές ἀποφάσεις), καταναγκάζεσθαι τοὺς μὴ κοινωνοῦντας»[30] ἐπὶ ποινῇ δήμευσης περιουσίας, ἔκπτωσης ἀπό τὸ ἀξίωμα, προστίμου, ἐξορίας ὅσους δὲν ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί του καὶ μέ τὸν Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο καὶ Ἀντιοχείας Πορφύριο.
Οἱ περιγραφὲς[31] τοῦ βιογράφου τοῦ Χρυσοστόμου Παλλαδίου, ἐπισκόπου Ἑλενουπόλεως, γιά τὸ τί ὑπέστησαν οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοὶ ποὺ παρέμειναν πιστοί στὸν Ἀρχιεπίσκοπό τους μᾶς θυμίζουν μαρτυρολόγια τῶν ρωμαϊκῶν χρόνων. Τέτοιο μίσος, τέτοια μανία ἐπέδειξε ἡ τριανδρία τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἐναντίον τους[32]. Εὔστοχα σημειώνει ὁ Ἁγ. Ἰωάννης ἀναφερόμενος στοὺς ἐπισκόπους ποὺ δίωκαν τὰ πνευματικά του παιδιὰ: «Μηδὲν σὲ τούτων σκανδαλιζέτω, μὴ ἱερεὺς νῦν φαῦλος γεγενημένος καὶ λύκου παντὸς ἀγριώτερον ἐπιπηδῶν τῇ ἀγέλῃ, μὴ τῶν ἀρχόντων, μὴ τῶν κρατούντων τις πολλὴν ὠμότητα ἐνδεικνύμενος» [33].
Ὁλόκληρη τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση γιά το “σχίσμα” τῶν Ἰωαννιτῶν τήν συγκεφαλαιώνει ὁ Ἃγ. Συμεὼν Μεταφραστής, ὅταν γράφει γιά τοὺς Ἰωαννίτες : «ὅσοι δὲ τῶν αὐτῷ (τῷ Ἰωάννῃ) κεκοινωνηκότων ἦσαν ἐπίσκοποι τε καὶ ἱερεῖς ἁπλῶς, οἱ διὰ τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ ζῆλον ἐκκλησίαν ἐμίσησαν πονηρευομένων, τούτους δὴ πάντας δημεύσεις, ἐξορίαι, θάνατοι καὶ κολάσεις ποικίλαι διεμερίζοντο…. Ἦν οὖν ὁρᾷν τοὺς μὲν τὰς ἐγγὺς που φυλακὰς πληροῦντας, τοὺς δὲ τὰς μακρὰν ἠπείρους καὶ νήσους οἰκεῖν κατακρισομένους, πολλαῖς πρότερον καὶ χαλεπαῖς ταῖς βασάνοις κατεργασθέντας»[34]. Γιά τὸν Ἃγ. Συμεὼν ὅσοι ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς κοινωνοῦσαν μέ τὸν Χρυσόστομο καὶ φυσικὰ δὲν κοινωνοῦσαν μέ τοὺς ἐχθρούς του ἐπισκόπους μὴ μνημονεύοντάς τους καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὑπέστησαν δημεύσεις, ἐξορίες, θανάτους καὶ ποικίλες τιμωρίες τὸ ἔκαναν «διά τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ ζῆλον» καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ «ζήλου» «ἐμίσησαν τήν ἐκκλησίαν πονηρευομένων»! Δηλαδὴ ἡ τότε κρατικὴ ἐκκλησία ποὺ δίωκε τὸν Χρυσόστομο καὶ ὅσους κοινωνοῦσαν μαζί του ἦταν, κατά τὸν Ἃγ. Συμεὼν, «ἐκκλησία πονηρευομένων»!
Δ. Ποιὰ στάση τήρησε ὁ Χρυσόστομος ἀπέναντι στοὺς πιστοὺς ποὺ ἀρνοῦνταν τήν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μέ τὸν διάδοχό του;
Ἂς δοῦμε ὅμως ποιὰ στάση τήρησε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἔναντι των πιστῶν ποὺ δὲν μνημόνευαν τοὺς διαδόχους του και εἶχαν διακόψει κάθε ἐκκλησιαστικὴ καὶ λειτουργικὴ κοινωνία μαζί τους. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἦταν ἐξαιρετικὰ αὐστηρὸς μὲ ὅσους ἔσχιζαν τήν Ἐκκλησία λέγοντας γιά το σχίσμα ὅτι «οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεόν, ὡς τὸ Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι… οὐδὲ μαρτυρίου αἷμα ταύτην ἒφησε δύνασθαι τήν ἁμαρτίαν ἐξαλείφειν»[35].
Στοιχούμενος σὲ αὐτὴ τὴν ἐκκλησιολογική του θέση ὁ Ἰωάννης λίγο πρὶν παραδοθεῖ στὴν αὐτοκρατορικὴ κουστωδία ποὺ θά τὸν μετέφερε στὴν ἐξορία, κατά τὸν συγκινητικό ἀποχωρισμό του ἀπό τοὺς στενοὺς συνεργάτες του (ἐπισκόπους καὶ διακόνισσες) ζήτησε ἀπό τὶς διακόνισσες νὰ ἀναγνωρίσουν καὶ νὰ ἔρθουν σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μέ τὸ διάδοχό του («κλίνατε αὐτῷ τὴν κεφαλὴν ὑμῶν ὡς Ἰωάννῃ»). Αὐτὸ ὅμως θὰ γινόταν μέ τὶς ἑξῆς προϋποθέσεις: α) αὐτὸς νὰ χειροτονηθεῖ χωρίς τή θέλησή του («ἄκων ἀχθῇ ἐπὶ τὴν χειροτονίαν»), β) νὰ μὴν ἐπιδιώξει νὰ καταλάβει τὸ θρόνο («μὴ ἀμφιβατεύσας τὸ πρᾶγμα») καὶ γ) νὰ ἔχει τὴν συγκατάθεση ὅλων («κατὰ συναίνεσιν τῶν πάντων»): «ὃς ἂν ἄκων ἀχθῇ ἐπὶ τὴν χειροτονίαν, μὴ ἀμφιβατεύσας τὸ πρᾶγμα, κατὰ συναίνεσιν τῶν πάντων, κλίνατε αὐτῷ τὴν κεφαλὴν ὑμῶν ὡς Ἰωάννῃ . οὐ δύναται γὰρ ἡ Ἐκκλησία ἄνευ ἐπισκόπου εἶναι»[36]. Φυσικὰ καμία ἀπό τὶς προϋποθέσεις ποὺ ἔθεσε ὁ Χρυσόστομος δὲν πληρώθηκαν στὸ πρόσωπο τῶν διαδόχων του καὶ γιά το λόγο αὐτὸ ὅλοι οἱ στενοὶ συνεργάτες τοῦ Ἁγίου, ὅπως ἤδη εἴδαμε, ἀρνήθηκαν τήν ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί τους καί, φυσικά, δέν τοὺς μνημόνευαν ὡς ἐπισκόπους καὶ ποιμένες τους.
Γιά τὸ λόγο αὐτὸ καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης ὄχι μόνο δέν τοὺς ἐπιτίμησε, ἀλλὰ ἀντίθετα ἐπιστρατεύοντας πρόσωπα Παλαιᾶς τε καὶ Καινῆς Διαθήκης μέ τὴ ρητορικὴ δεινότητα πού τὸν χαρακτήριζε τοὺς συνεχάρη, τοὺς ἐπαίνεσε καί τοὺς ἐνθάρρυνε στὸν ἀγῶνα αὐτό.
Γιά τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ὁ ἀγῶνας τῶν Ἰωαννιτῶν δὲν ἀφοροῦσε μόνο τήν προσωπική του δικαίωση καὶ ἀποκατάσταση στὸ θρόνο του, οὔτε ἀφοροῦσε μόνο τήν Ἐκκλησὶα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀλλά τήν ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησὶα καί τοὺς ἱεροὺς θεσμούς της[37]. Γράφοντας πρός τοὺς φυλακισμένους στὴ Χαλκηδόνα ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους καὶ διακόνους σημειώνει: «Διὸ δὴ παρακαλῶ τὴν ὑμετέραν ἀγάπην … πλείονα καὶ τὴν προθυμίαν ἐπιδείξασθαι, καὶ καθ' ἑκάστην ἡμέραν μεριμνᾷν ὑπὲρ τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἂν γένοιτό τις διόρθωσις ἡ προσήκουσα»[38]. Σὲ ἂλλη ἐπιστολή του κάνει χρήση «τῶν καλῶν τούτων ἱδρώτων καὶ ἀγώνων, τῶν μόχθων, καὶ πόνων, καὶ τῶν κινδύνων, οὓς ὑπὲρ τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην κειμένων ὑπομεμενήκατε»[39].
Φτάνει μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ σημειώσει ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως ποὺ ἐπικράτησε μετά τήν ἐκδίωξή του εἶναι «δίκαιοι μυριάκις» καὶ πρέπει «εἰς τὸν τῶν μαρτύρων καταλεγῆναι χορὸν», «μετὰ τῶν μαρτύρων, μετὰ τῶν Ἀποστόλων, μετὰ τῶν γενναίων καὶ ὑψηλῶν ἀνδρῶν στήσονται, λάμποντες ἀπὸ τῶν κατορθωμάτων, ἀπὸ τῶν παθῶν, ἀπὸ τῶν στεφάων, ἀπὸ τῶν βραβείων, ἀπὸ τῆς πολλῆς παρρησίας»[40]!
Ἀξίζει νὰ δοῦμε πῶς ἡ Χρυσοστομικὴ πένα ἀναφέρεται στοὺς Ἰωαννίτες ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ: «Οἱ τοσαύτας σφαγὰς προσδοκήσαντες… πρὸς τοὺς κρατοῦντας τῆς οἰκουμένης ἁπάσης ἀποδυσάμενοι… νόμοις πατρώοις καὶ θεσμοῖς Ἐκκλησίας ἐπηρεασθεῖσι παραστάντες καὶ διὰ τῶν ρημάτων καὶ τῶν πραγμάτων τὴν παρρησίαν ἐπιδειξάμενοι καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἀποθνήσκοντες καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ παῖδες, πῶς οὐκ ἂν εἶεν δίκαιοι μυριάκις εἰς τὸν τῶν μαρτύρων καταλεγῆναι χορόν;… οὗτοι ἑαυτῶν μὴ φεισάμενοι, ἐννόησον πόσον λήψονται μισθόν, οὐ μίαν, οὐ δύο καὶ τρεῖς ἡμέρας, ἀλλ’ ὁλόκληρον τὸν βίον ἐπὶ τῆς παρατάξεως ἱστάμενοι ταύτης βαλλόμενοι λοιδορίαις, ὕβρεσιν, ἐπηρείαις, συκοφαντίαις. Οὐδὲ γὰρ τοῦτο μικρόν… καὶ γὰρ οὐσίας ἐπέδωκαν πολλοί… οἱ μὲν πατρίδος, οἱ δὲ καὶ αὐτῆς ἐξεβλήθησαν τῆς ζωῆς… πρὸς ἄρχοντας παρρησιαζόμενοι, βασάνων καταφρονοῦντες, ἀπειλῶν καταγελῶντες, δεικνύντες ὅσον ἐστὶν ἀρετὴ»[41].
Λίγο πιὸ κάτω ἀντιδιαστέλλει τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς καὶ κρατικοὺς διῶκτες μέ τὰ ἱερὰ θύματά τους: «ἐννόησον πόσας δώσουσιν οὗτοι δίκας ἐν τῷ φοβερῷ δικαστηρίῳ τότε ἐκείνῳ, πόσας ὑποστήσονται τιμωρίας, τὸ γε εἰς αὐτοὺς ἧκον, τὴν οἰκουμένην ταράξαντες ἅπασαν, τοσαύτας ἀνατρέψαντες ἐκκλησίας, τοσαύτῃ πολεμήσαντες εἰρήνῃ, μυρία πανταχοῦ σκάνδαλα θέντες; Οἱ δὲ παρ’ ἐκείνων παθόντες, ἅπερ ἔπαθον, μετὰ τῶν μαρτύρων, μετὰ τῶν Ἀποστόλων, μετὰ τῶν γενναίων καὶ ὑψηλῶν ἀνδρῶν στήσονται, λάμποντες ἀπὸ τῶν κατορθωμάτων, ἀπὸ τῶν παθῶν, ἀπὸ τῶν στεφάνων, ἀπὸ τῶν βραβείων, ἀπὸ τῆς πολλῆς παρρησίας… οἱ μὲν γὰρ ἐπιβουλευόμενοι, τὴν οἰκουμένην ἐραστὰς ἔχουσιν, ἐπαινετάς, θαυμαστάς, ἀνακηρύττοντας, στεφανοῦντας, τοὺς εἰδότας, τοὺς οὐκ εἰδότας, τοὺς ἀπὸ πραγμάτων, τοὺς ἀπὸ φήμης τὰ ἐκείνων μανθάνοντας, τοὺς συναλγοῦντας μυρίους, τοὺς συναγωνιζομένους, τοὺς τὰ χρηστὰ συνευχομένους αὐτοῖς πάντας»[42].
Μὲ ἰδιαίτερο ἐνθουσιασμὸ γράφει στὴν πολλὰ παθοῦσα διακόνισσα Πενταδία γιά τὴ νίκη τήν ὁποία κατήγαγε κατά τῶν ἐχθρῶν: «Χαῖρε τοίνυν καὶ εὐφραίνου τοιαύτην ἀραμένη νίκην, καὶ τοιούτους εὐκόλως ἐπιστομίσασα θῆρας, καὶ τὰς ἀναισχύντους αὐτῶν ἐμφράξασα γλώττας, καὶ λυσσῶντα ἀποῤῥάψασα στόματα. Τοιοῦτον γὰρ ἡ ἀλήθεια μεθ' ἧς ἠγωνίσω, καὶ ὑπὲρ ἧς ἐσφάγης πολλάκις … Χαῖρε τοίνυν καὶ εὐφραίνου (οὐ γὰρ παύσομαι συνεχῶς ταῦτα λέγων τὰ ῥήματα), ἀνδρίζου, καὶ κραταιοῦ, καὶ καταγέλα πάσης ἐπαγομένης σοι παρ' αὐτῶν ἐπιβουλῆς»[43].
Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του στὴν ἰδία διακόνισσα Πενταδία τῆς ζητεῖ νὰ μὴν φύγει ἀπό τήν Πόλη ἀλλὰ νὰ παραμείνει ἐκεῖ καὶ νὰ συνεχίζει νὰ ἀγωνίζεται γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει καί τοὺς ἄλλους πιστοὺς μέ τὸ ἀνδρεῖο παράδειγμά της: «Τῶν μὲν στεφάνων σε μακαρίζω, οὓς ἀνεδήσω καὶ νῦν, διὰ τῆς ἀνδρείας πάντα ἑλομένη παθεῖν ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. Διὰ τοῦτο καὶ τὸν Θεὸν ὑπερασπίζοντά σου ἔχεις μετὰ πολλῆς τῆς σφοδρότητος. Ἕως γὰρ θανάτου, φησὶν, ἀγώνισαι ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, καὶ ὁ Κύριος πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ. Ὅπερ καὶ γέγονε. Μέχρι γὰρ τοσούτου δραμοῦσα τὸν καλὸν τοῦτον ἀγῶνα, πολλὰ ἄνωθεν ἐπεσπάσω τὰ βραβεῖα· τούτου μὲν οὖν ἕνεκεν χαίρω. Ἐπειδὴ δὲ ἔγνων, ὅτι βουλεύῃ περὶ ἀποδημίας, καὶ μεταστῆναι ἐκεῖθεν βούλει, παρακαλῶ σου τὴν τιμιότητα μηδὲν τοιοῦτον ἐννοῆσαι μηδὲ βουλεύσασθαι. Πρῶτον μὲν δι' αὐτὸ τοῦτο, ὅτι δὴ στήριγμα τῆς πόλεως εἶ τῆς αὐτόθι, καὶ λιμὴν εὐρὺς, καὶ βακτηρία, καὶ τεῖχος ἀσφαλὲς τοῖς καταπονουμένοις. Μηδὲ τοσαύτην ἀπὸ τῶν χειρῶν ἐμπορίαν ῥίψῃς, μηδὲ τοσοῦτον πρόῃ κέρδος, τοσούτους καθ' ἑκάστην ἡμέραν συνάγουσα θησαυροὺς ἀπὸ τῆς παρουσίας τῆς αὐτόθι. Οἵ τε γὰρ ὁρῶντες, οἵ τε ἀκούοντές σου τὰ κατορθώματα, οὐ μικρὰ κερδαίνουσιν. Οἶσθα δὲ ἡλίκον τοῦτο φέρει σοι τὸν μισθόν. Πρῶτον μὲν, ὅπερ ἔφην, διὰ τοῦτο παρακαλοῦμεν αὐτόθι μένειν· καὶ γὰρ πεῖραν οὐ μικρὰν δέδωκας τῆς ὠφελείας, ἣν παρέσχες διὰ τῆς αὐτόθι παραμονῆς»[44].
Συγκινητικὲς εἶναι οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἀπευθύνει στοὺς κληρικοὺς ποὺ βρίσκονται φυλακισμένοι γιὰ χάρη του: «Μακάριοι καὶ τῶν δεσμῶν ὑμεῖς, καὶ τῆς γνώμης, μεθ' ἧς φέρετε τὰ δεσμὰ, ἀποστολικὴν ἀνδρείαν ἐν τούτοις ἐπιδεικνύμενοι· ἐπεὶ κἀκεῖνοι καὶ μαστιγούμενοι, καὶ ἐλαυνόμενοι, καὶ δεσμούμενοι, μετὰ πολλῆς ταῦτα ἔφερον τῆς ἡδονῆς· οὐ μόνον δὲ μετὰ πολλῆς ἔφερον τῆς ἡδονῆς, ἀλλὰ καὶ τὰ αὑτῶν ἐποίουν ἐν ταῖς ἁλύσεσιν ὄντες, καὶ τὴν οἰκουμένην μεριμνῶντες ἅπασαν. Διὸ δὴ παρακαλῶ τὴν ὑμετέραν ἀγάπην μηδὲν ἐντεῦθεν ἀναπεσεῖν, ἀλλ' ὅσῳ πλείων ὑμῖν ἡ ὀδύνη γίνεται ἐξ ὧν πάσχετε, πλείονα καὶ τὴν προθυμίαν ἐπιδείξασθαι, καὶ καθ' ἑκάστην ἡμέραν μεριμνᾷν ὑπὲρ τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἂν γένοιτό τις διόρθωσις ἡ προσήκουσα, μηδὲ εἰς τὴν ὀλιγότητα ὑμῶν ἀπιδόντες, καὶ τῷ περιελαύνεσθαι πανταχόθεν, ὑπτιώτεροι γένησθε. Δι' ὧν γὰρ πάσχετε, μείζονα τὴν παρὰ τῷ Θεῷ παῤῥησίαν κτώμενοι, πλείονα εὔδηλον ὅτι καὶ τὴν δύναμιν ἕξετε»[45].
Σὲ ἄλλους κληρικοὺς ποὺ καὶ αὐτοὶ βρίσκονταν φυλακισμένοι γιὰ τὸν ἴδιο λόγο γράφει: «Μακάριοι καὶ τρισμακάριοι, καὶ πολλάκις τοῦτο ὑμεῖς τῶν καλῶν τούτων ἱδρώτων καὶ ἀγώνων, τῶν μόχθων, καὶ πόνων, καὶ τῶν κινδύνων, οὓς ὑπὲρ τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην κειμένων ὑπομεμενήκατε, λαμπροὶ μὲν ἐν γῇ, λαμπροὶ δὲ ἐν οὐρανοῖς διὰ τούτων γενόμενοι. Καὶ γὰρ ἄνθρωποι πάντες οἱ νοῦν ἔχοντες ἀνακηρύττουσιν ὑμᾶς, καὶ στεφανοῦσιν, ἐκπληττόμενοι τὴν εὐτονίαν ὑμῶν, τὴν ἀνδρείαν, τὴν καρτερίαν, τὴν προσεδρείαν. Ὅ τε φιλάνθρωπος Θεὸς, ὁ μείζονας ἐκ πολλοῦ τοῦ περιόντος τιθεὶς ἀεὶ τῶν πόνων τὰς ἀμοιβὰς, τοσούτοις ἀμείψεται ἀγαθοῖς, ὅσοις ἀμείβεσθαι Θεῷ πρέπον τοὺς οὕτω γενναίως ἀγωνιζομένους ὑπὲρ τῆς κατὰ τὴν οἰκουμένην ἅπασαν εἰρήνης. Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς οὐ παυόμεθα μακαρίζοντες ὑμᾶς, ἐντρυφῶντες ὑμῶν τῇ μνήμῃ διηνεκῶς, ἐπὶ διανοίας περιφέροντες, εἰ καὶ πολλῷ διῳκίσμεθα τῷ τῆς ὁδοῦ μήκει»[46].
Ὁ Χρυσόστομος ἐπαινεῖ, ἐνθαρρύνει καὶ προτρέπει τοὺς πιστοὺς κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς νοσηρῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως ποὺ ἀκολούθησε τήν ἐξορία του, διότι θεωροῦσε αὐτόν τὸν ἀγῶνα τους ὡς τὴ μοναδικὴ ἐλπίδα γιὰ ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς τάξεως στὴν Ἐκκλησὶα τῆς Κωνσταντινου-πόλεως: «Χρήσασθε τοίνυν εἰς καιρὸν τῇ προθυμίᾳ, καὶ δι' ἑαυτῶν, καὶ δι' ἑτέρων, ὧν ἂν οἷόν τε ᾖ, ταῦτα καὶ πρᾶξαι καὶ εἰπεῖν σπουδάσατε, ἵνα τὸ κατέχον κλυδώνιον καταστεῖλαι δυνήσεσθε. Μάλιστα μὲν γὰρ ἔσται τι καὶ πλέον σπουδαζόντων ὑμῶν»[47].
Σὲ ἐπιστολή του στὸν ἐπίσκοπο Θεοδόσιο τὸν παρακαλεῖ νὰ συνεχίσει τὸν ἀγῶνα πού καὶ τὸν ἲδιον τὸν ἀγωνιζόμενον τιμᾶ καὶ τὶς Ἐκκλησίες προφυλάσσει καὶ νὰ ἀποστρέφεται μέ τήν πρέπουσα ἀνδρεία αὐτοὺς ποὺ δημιούργησαν ταραχές στὴν οἰκουμένη καὶ συντάραξαν τὶς Ἐκκλησὶες. Θεωρεῖ ὁ ἱερὸς Πατὴρ ὅτι αὐτὴ ἡ ἀνδρεία στάση θὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ ἀπαλλαγῆς ἀπό τὴ συμφορά, αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ ἀσφάλεια γιά τὶς Ἐκκλησίες αὐτὸ θὰ βοηθήσει στὴν ἐξάλειψη τῶν δεινῶν, ὅταν οἱ σώφρονες διακόψουν κάθε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ «τοὺς τοσαύτας ταραχὰς ἐμβαλόντας»: «παρακαλοῦμεν ὑμᾶς καθάπερ καὶ ἔμπροσθεν ἐποιήσατε, κοσμοῦντες τε ἑαυτοὺς καὶ τὰς Ἐκκλησίας ἀσφαλιζόμενοι, οὕτω καὶ νῦν ποιήσατε, καί τοὺς τοσαύτας ταραχὰς ἐμβαλόντας εἰς τήν οἰκουμένην ἅπασαν καὶ τὰς Ἐκκλησίας διαταράξαντας ἀποστρέφεσθαι μετά τῆς προσηκούσης ὑμῖν ἀνδρείας. Τοῦτο γὰρ ἀρχή τῆς λύσεως τοῦ χειμῶνος, τοῦτο ἀσφάλεια ταῖς Ἐκκλησίαις, τοῦτο τῶν κακῶν διόρθωσις, ὅταν ὑμεῖς οἱ ὑγιαίνοντες ἀποστρέφησθε καὶ μηδὲν ἒχητε πρὸς αὐτοὺς»[48].
Ε. Συμπερασματικὰ: Εἶναι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὑπερασπιστὴς σχίσματος;
Ἀσφαλῶς, ὄχι! Ὅμως, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προτρέπει τοὺς πιστοὺς ποὺ τὸν σέβονταν νὰ παραμείνουν μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τους νὰ μὴν ἔχουν καμμία λειτουργικὴ κοινωνία μαζὶ τους καὶ νὰ μὴν τοὺς μνημονεύουν ὡς κανονικοὺς ποιμένες τους;
Ὅπως πολὺ συνοπτικὰ εἴδαμε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος οὐδέποτε ἀποδέχθηκε τὶς ἀποφάσεις τῶν συνόδων Δρυὸς καὶ Κωνσταντινουπόλεως ποὺ τὸν καθαίρεσαν καὶ ἀφόρισαν. Τὴν ἰδία στάση τήρησε καὶ μέρος τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀρνήθηκε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς διαδόχους του. Ἔτσι δημιουργήθηκε στὴν Βασιλεύουσα τὸ “σχίσμα” τῶν Ἰωαννιτῶν. Καὶ ὅμως ὁ Ἰωάννης ἀντὶ νὰ ἐπιπλήξει τοὺς πιστοὺς γιὰ τὴ ”σχισματικὴ” τους συμπεριφορὰ τοὺς ἐπαινεῖ ἰδιαιτέρα καὶ τοὺς ἐνθαρρὺνει νὰ τὴν συνεχίσουν! Ὅμως, πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπερασπιστὴς τῆς κανονικῆς τάξεως, ὁ διαπρύσιος κήρυκας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας καὶ σφοδρὸς πολέμιος τοῦ σχίσματος νὰ ἐπαινεῖ καὶ οὐσιαστικὰ νὰ ἐνθαρρύνει τὸ “σχίσμα” τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν;
Θὰ πρέπει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαιτέρα ὅτι ὁ Ἰ. Χρυσόστομος δὲν προσεγγίζει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα ἐπιπόλαια, μὲ νομικοὺς ὃρους καὶ ἐξωτερικὰ κριτήρια ἀλλὰ καθαρὰ ἁγιοπνευματικά. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει μιὰ ἐξωτερική, ἐπίπλαστη ἑνότητα ποὺ δὲν ἑδράζεται ἐπὶ στερεᾶς βάσεως καὶ δὲν διαποτίζεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ μελετητὴς τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς καὶ ἐκφραστὴς τοῦ χρυσοστομικοῦ ἤθους, πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, ἀναφερόμενος στὴ χρυσοστομική ἑρμηνεία τοῦ Παύλειου «ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα» (Ἐφεσ. 4, 4)[49]: «Πιστεύει ὁ αὐθεντικὸς ἑρμηνευτὴς τοῦ Παύλου, … ὅτι καλῶς ὁ Ἀπόστολος μετὰ τὸ “ἓν σῶμα” ἔθεσε καὶ τὸ “ἓν πνεῦμα”, γιὰ νὰ δείξει ὅτι … δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶναι κανεὶς ἐνσωματωμένος στὴν Ἐκκλησὶα, στὸ “ἓν σῶμα”, χρειάζεται νὰ ἔχει καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὸ ἰσχύει … ὄχι μὲ τοὺς αἱρετικοὺς… ἀλλὰ μὲ ὅσους Ὀρθοδόξους ἀνήκουν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἔχουν ὅμως τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶναι φίλοι τῶν αἱρετικῶν» [50].
Γιὰ τὸν Ἰ. Χρυσόστομο ἡ ἀπουσία τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας σὲ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ σῶμα καταλύει τὴν οὐσιαστικὴ ἑνότητά του ἀκόμα καὶ ὅταν πληροῦνται τὰ λοιπὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα ποὺ τὴ συγκροτοῦν καὶ συνεπῶς καθιστᾶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ αὐτὸ σῶμα ὄχι Σῶμα Χριστοῦ ἀλλὰ σχισματικὴ ὁμάδα. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση οἱ πιστοὶ ἔχουν καθῆκον ἀναλόγως μὲ τὴ θέση καὶ τὶς δυνατότητές τους νὰ ἀντισταθοῦν ἀγωνιζόμενοι ἐναντίον τῆς σχισματικῆς αὐτῆς ὁμάδας. Ἀντιθέτως, σὲ κρίσιμες καὶ ἔκτακτες στιγμὲς τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι ὃπου ὑπάρχει πόνος, ἀγωνία καὶ ἀγῶνας γιὰ πιστότητα στὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ παράδοση, ἐκεῖ, ἀκόμα καὶ ὅταν ἐξωτερικὰ φαίνεται νὰ ὑφίσταται σχισματικὴ κατάσταση, ἐπαναπαύεται τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ἐκεῖ βρίσκεται ὁ Χριστός, ἐκεῖ φανερώνεται ἡ Ἐκκλησία Του. Δὲν πρόκειται, λοιπόν, περὶ σχίσματος, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ! Αὐτὸ μᾶς ἔδειξαν οἱ Ἰωαννίτες …
Μὲ ἂλλα λόγια, γιὰ τὸν Ἰωάννη, σὲ σχίσμα βρίσκονται ὅσοι περιφρονοῦν καὶ ἐνεργοῦν ἀντίθετα μὲ τὴν κανονικὴ τάξη καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀκόμα καὶ ὅταν ἔχουν μὲ τὴν ἀνοχὴ ἢ τὴν συνεπικουρία τῆς κρατικῆς ἐξουσίας ὑψηλὴ θέση στὴν Ἱεραρχία καὶ ἀναγνωρίζονται ὡς ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες. Ἀντίθετα, δὲν εἶναι σχισματικοὶ ἀλλὰ κανονικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἂξια τιμῆς καὶ σεβασμοῦ ὅσοι ὑπακούουν, σέβονται, τιμοῦν καὶ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν κανονικὴ τάξη καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀκόμα καὶ ἂν εἶναι ὀλίγοι ἢ βρίσκονται σὲ διάσταση καὶ δὲν κοινωνοῦν ἐκκλησιαστικὰ μὲ τοὺς ἔχοντες τοὺς θρόνους ἐπισκόπους οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικὰ εἶναι «ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι» (κανόνας 15ος Πρωτοδευτέρας).
Οἱ διάδοχοι, λοιπόν, τοῦ Χρυσοστόμου Ἀρσάκιος καὶ Ἀττικὸς μὲ τὴν συνειδητὴ παρανομία καὶ τὴν περιφρόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως αὐτοὶ ὁδηγήθηκαν στὸ σχίσμα, τὸ ὁποῖο ἀγωνίστηκαν μὲ αὐξημένο προσωπικὸ κόστος νὰ ἐξαλείψουν οἱ Ἰωαννίτες.
Εἶναι ἀπολύτως σαφὴς ἡ θέση τῶν σαράντα ἐπισκόπων ποὺ στάθηκαν στὸ πλευρὸ τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ Ἰωάννη ἀπάντησαν στὴ σύνοδο τῆς Δρυὸς καὶ ἰδιαιτέρως στὸν Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο: «Μὴ κατάλυε τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὴ σχίζε τὴν Ἐκκλησίαν, δι’ ἣν ὁ Θεὸς εἰς σάρκα κατῆλθεν»[51]. Δηλαδή, ἔργο σχίσματος διαπράττει ὅποιος μὲ βάση τοὺς ἱεροὺς κανόνες παρανομεῖ.
Αὐτὸ ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ Ἰ. Χρυσόστομος καὶ ἀκριβολογεῖ σημειώνοντας: «δύο γὰρ εἰσὶ διαιρέσεις ἀπὸ τοῦ σώματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ . μιὰ μέν, ὅταν ψέξωμεν τὴν ἀγάπην, δεύτερα δὲ ὅταν ἀνάξια τοῦ τελεῖν εἰς ἐκεῖνο τὸ σῶμα τολμήσωμεν . ἑκατέρως γὰρ χωρίζομεν ἑαυτοὺς τοῦ πληρώματος»[52]. Δὲν πρόκειται, λέει ὁ ἱερὸς Πατήρ, γιὰ διαίρεση τοῦ Σώματος ἀλλὰ γιὰ «διαίρεση ἀπὸ τοῦ σώματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ», ἡ ὁποία διαπράττεται μὲ δύο τρόπους: Στὴν πρώτη περίπτωση ἔχουμε σχίσμα ὅταν ἔχει ψυγεῖ ἡ ἀγάπη καὶ χωριζόμαστε. Στὴ δεύτερη περίπτωση σχίσμα δημιουργεῖται ἀπὸ ὅσους τολμοῦν νὰ ἐνεργήσουν παρανομίες πάνω στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Στὴ δεύτερη περίπτωση αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο χωρίζει τὸν ἑαυτὸ του ἀπὸ τὸ Σῶμα, «χωρίζομεν ἑαυτοὺς τοῦ πληρώματος». Ἀκριβέστερα γιὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα δὲν ἔχουμε σχίσιμο τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ ἑνότητά της παραμένει ἀδιατάρακτη, ἀλλὰ ἀπόσχιση «ἀπὸ τοῦ σώματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ» ὅσων τολμοῦν νὰ ἀσεβήσουν στὸ ἱερὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Μὲ ἀλλὰ λόγια ἡ ἑνότητα μὲ τὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπροϋπόθετη. Θεμελιώδης προϋπόθεση γιὰ νὰ ἑδρασθεῖ σὲ στερεὰ βάση ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα εἶναι ἡ ἀλήθεια, δηλαδὴ ἡ πιστότητα στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ τάξη. Ὅποιος περιφρονεῖ τὴν ἀλήθεια αὐτὸς «σχίζει τὴν Ἐκκλησὶα» ἤ ἀκριβεστέρα ἀποσχίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, αὐτὸς δημιουργεῖ τὸ σχίσμα καὶ αὐτὸς εἶναι ὑπαίτιός του.
Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ἐκκλησιολογία ποὺ διαποτίζει ὁλόκληρη τὴν ἐκκλησιαστικὴ μας παράδοση ἦλθε ὁ 15ος Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου νὰ τὴν περιβάλει μὲ κανονικὸ κῦρος: Αἰτιολογώντας γιατὶ δὲν πρέπει νὰ τιμωρηθοῦν ἀλλὰ ἀντιθέτως «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» ὅσοι κληρικοὶ -ἀκόμα καὶ πρὸ συνοδικῆς καταδίκης- διακόπτουν τὴν κοινωνία καὶ δὲν μνημονεύουν (δηλαδὴ ἀποτειχίζουν) τὸν ἐπίσκοπο ποὺ κηρύττει δημόσια αἵρεση, ἀποφαίνεται ὅτι αὐτοὶ δὲν δημιουργοῦν σχίσμα μὲ τὸ νὰ διακόπτουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ἀλλὰ ἀντίθετα φρόντισαν νὰ γλυτώσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ σχίσματα: «οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι» ἀφοῦ «οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν» .
Οὐσιαστικὰ στὴν περίπτωση τῶν Ἰωαννιτῶν τέθηκε τὸ διαχρονικὸ καὶ πάντα κρίσιμο ἐρώτημα: Ποιός, τελικά, ἔχει ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα; Αὐτὸς ποὺ συμμορφώνεται μὲ τὴν παρανομία καὶ τὴν ἀσέβεια καί ὑποτάσσεται δουλικὰ ὑπηρετώντας ὄχι τὴν ἀλήθεια ἀλλὰ διαφορὲς σκοπιμότητες πρὸς ἴδιον, συνήθως, ὄφελος ἢ αὐτὸς ποὺ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ἀγωνίζεται μὲ ταπείνωση καὶ φόβο Θεοῦ καταβάλλοντας ἐνίοτε καὶ αὐξημένο προσωπικὸ κόστος;
Ἡ Ἐκκλησία τὸ 438 μ.Χ., 30 χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Πατρός, ἀποκατέστησε καὶ τυπικὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη καὶ δικαίωσε τὸ φρόνημα, τὸ ἦθος καὶ τοὺς ἀγῶνες τῶν Ἰωαννιτῶν καταδικάζοντας μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὅλες τὶς παρανομίες, ἀθλιότητες, ἀσέβειες καὶ αὐθαιρεσίες ποὺ διέπραξαν πάνω στὸ ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα οἱ πρὸς καιρὸν ἰσχυροὶ ἐκκλησιαστικοὶ καὶ κρατικοὶ παραγόντες, οἱ πραγματικὰ σχισματικοὶ.
[1] Τὸ παρὸν ἄρθρο ἀφιερώνεται στὸν Ποιμενάρχη μας, Σεβασμ. Μητροπολίτη Πατρῶν κ. Χρυσόστομο, ἄγοντα σήμερα τὰ ὀνομαστήριά του μὲ τὴν ὁλὸθερμη ὑιικὴ εὐχὴ ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἱεροῦ Χρυσόστομου νὰ τὸν χαρίζει στὴν Ἐκκλησία Του «ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγο τῆς Αὑτοῦ ἀληθείας».
[2] Ιω. Χρυσοστομος, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, 11, 5, ΕΠΕ 20, 712.
[3] Ιω. Χρυσοστομος, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, 4, ΕΠΕ 20, 706.
[4] Α. Thierry, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Μεγαλομάρτυρας μετὰ τοὺς διωγμούς, μτφρ. Θ. Σουγκάκη-Β. Τάτση, ἐκδ. «Χριστιανικὴ Ἐλπίς», Θεσσαλονίκη 20032, σ. 38.
[5] Ἀναλυτικὰ βλ. A. Thierry, σ. 36-56, 69-97.
[6] Ιω. Χρυσοστομος, «Διακόνῳ Ὀλυμπιάδι» ἐπιστολὴ 14, 4, PG 52, 617.
[7] Αγ. Νεοφυτου Εγκλείστου, «Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Ἱεράρχην καὶ Πατέρα ἡμῶν θεῖον Χρυσὸστομον…», Συγγράμματα, ἐκδ. Ἱ. Βασιλικὴ καὶ Σταυροπηγιακή Μονή Ἁγ. Νεοφὺτου, Πάφος 1999, τ. Γ΄ σ. 395.
[8] Ἀναλυτικὰ βλ. A. Thierry, σ. 100-160.
[9] Ἀναλυτικὰ γιὰ τὴν παρὰ τὴν Δρῦ Σύνοδο βλ. A. Thierry, σ. 161-181, Στ. Παπαδοπουλου, Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, τ. Α΄ σ. 58-73.
[10] Παλλαδιου Ελενοπολεωσ, «Διάλογος ἱστορικὸς περὶ τοῦ βίου καὶ πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἰωάννου ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου», PG 47, 30-31, A. Thierry, σ. 204-223.
[11] Ἀναλυτικότερα βλ. Α. Thierry, σ. 224-234.
[12] Παλλαδιου, «Διάλογος», ΕΠΕ 68, 158: Οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἁγίου «θεασάμενοι γὰρ μεταστᾶσαν τὴν Ἀντιοχέων ἐπί τὴν Ἀρμενίων κἀκεῖθεν πάλιν ἐπί τὴν Ἀντιοχέων τὴν Ἰωάννου εὐχάριστον φιλοσοφίαν ᾀδομένην, ηὔχοντο καί τὸ ζῆν ἀποῤῥῆξαι, καθάπερ ὑπὸ μαστίγων τῶν διηγημάτων βασανιζόμενοι (τοιοῦτον γὰρ ὁ μισόκαλος φθόνος)».
[13] Δωρ. Dbar, Τόπος θανάτου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσόστομου, Θεσσαλονίκη 2003, στὸ https://thesis.ekt.gr/thesis BookReader/id/37196?lang=el#page/1/mode/2up
[14] Ιω. Χρυσοστομος, Ἐπιστολὴ 125, «Πρὸς Κυριακὸν ἐπίσκοπον ἐν ἐξορίᾳ ὄντα καὶ αὐτόν», PG 52, 685, ΕΠΕ 38, 240-242).
[15] Ιω. Χρυσοστομος, ἐπιστολή 120, «Θεοδώρᾳ», ΕΠΕ 38, 218: «Ἀνηλώθημεν, ἐδαπανήθημεν, μυρίους ἀπεθάνομεν θανάτους· καὶ ταῦτα ἴσασιν ἀκριβέστερον ἀπαγγεῖλαι οἱ τὰ γράμματα ἐγχειρίζοντες, καὶ ταῦτα βραχείαν ροπὴν ἡμῖν συγγενόμενοι· πρὸς οὓς οὐδὲ διαλεχθῆναί τί μικρὸν ἠδυνήθημεν, ὑπό τῶν συνεχῶν πυρετῶν καταβεβλημένοι, οὓς ἔχων καὶ ἐν νυκτὶ καὶ ἐν ἡμέρᾳ ὁδοιπορεῖν ἠναγκαζόμην, καὶ θάλπει πολιορκούμενος, καὶ ὑπὸ ἀγρυπνίας διαφθειρόμενος, καὶ ὑπό τῆς τῶν ἐπιτηδείων ἐρημίας ἀπολλύμενος, καί τῆς τῶν προστησομένων ἀπορίας. Καὶ γάρ τῶν τὰ μέταλλα ἐργαζομένων, καί τὰ δεσμωτήρια οἰκούντων χαλεπώτερα καὶ πεπόνθαμεν καὶ πάσχομεν. Ὀψὲ δὲ πότε καὶ μόλις ἐπέτυχον τῆς Καισαρείας, ὡς ἀπὸ χειμῶνος εἰς γαλήνην καὶ εἰς λιμένα ἐλθών. Ἀλλ' οὐδὲ ὁ λιμὴν οὗτος ἴσχυσεν ἀνακτήσασθαι τὰ ἀπό τοῦ κλυδωνίου κακά· οὕτω καθάπαξ ἡμᾶς ὁ ἔμπροσθεν χρόνος κατειργάσατο. Ἀλλ' ὅμως ἐλθὼν εἰς τὴν Καισάρειαν, μικρὸν ἀνέψυξα, ὅτι ὕδατος ἔπιον καθαροῦ, ὅτι ἄρτου οὐκ ὀδωδότος οὐδὲ κατεσκληκότος μετέλαβον, ὅτι οὐκ ἔτι ἐν τοῖς κλάσμασι τῶν πίθων ἐλουόμην, ἀλλ' εὗρον βαλανεῖον οἷον δήποτε, ὅτι συγκεχώρημαι τέως τῇ κλίνη προσηλῶσθαι. Ἐνῆν καὶ πλείονα τούτων εἰπεῖν, ἀλλ' ἶνα μὴ συγχέω σου τὴν μάθησιν, μέχρι τούτου ἵστημι τὸν λόγον, ἐκεῖνο προστιθείς, ὅτι μὴ παύση ὀνειδίζουσα τοῖς ἀγαπῶσιν ἡμᾶς, ὅτι τοσούτους ἔχοντες ἐραστάς, καὶ τοσαύτην δύναμιν περιβεβλημένους, οὐκ ἐτύχομεν οὗ τυγχάνουσιν οἱ κατάδικοι, ὥστε εἰς ἡμερώτερον καὶ ἐγγύτερον ποὺ κατοικισθῆναι τόπον· ἀλλὰ καί τοῦ σώματος ἡμῖν ἀπαγορεύσαντος, καί τοῦ φόβου τῶν Ἰσαύρων πάντα πολιορκοῦντος, τῆς μικρᾶς ταύτης καὶ εὐτελοῦς οὐκ ἐπετύχομεν χάριτος. Δόξα τῷ Θεῷ καὶ διὰ τοῦτο. Οὐ παυόμεθα γὰρ αὐτὸν ἐπὶ πᾶσι δοξάζοντες. Εἴη τὸ ὄνομα αὐτοῦ εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας».
[16] Παλλαδιου, «Διάλογος», ΕΠΕ 68, 156.
[17] Μαρτυρίου Αντιοχειας, PG 47, ΧLIII.
[18] Παλλαδιου, «Διάλογος», ΕΠΕ 68, 156.
[19] Αγ. Νεοφυτου Εγκλείστου, «Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Ἱεράρχην καὶ Πατέρα ἡμῶν θεῖον Χρυσὸστομον…», Συγγράμματα, ἐκδ. Ἱ. Βασιλικὴ καὶ Σταυροπηγιακή Μονή Ἁγ. Νεοφὺτου, Πάφος 1999, τ. Γ΄ σ. 400.
[20] Α. Thierry, σ. 281-284, 366-370.
[21] Προκαλεῖ συγκίνηση ἡ ψυχικὴ ἔνταση μέ τὴν ὁποία γράφει στὸν πρεσβύτερο Κωνσταντῖνο γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν ἱεραποστολή στὴ Φοινίκη, ἂν ἀναλογιστοῦμε τὴ δεινὴ θέση στὴν ὁποία βρισκόταν ὁ Χρυσόστομος ἀναμένοντας τὴν ἀπόφαση γιά τὸν τόπο ἐξορίας (Ιω. Χρυσόστομος, «Κωνσταντίνῳ πρεσβυτέρῳ», PG, 52, 732-733).
[22] Α. Thierry, σ. 370-373.
[23] Α. Thierry, σ. 373-377.
[24] Ιω. Χρυσοστομος, «Κωνσταντίνῳ πρεσβυτέρῳ», PG, 52, 732-733.
[25] Αγ. Συμεων Μεταφραστης, «Εἰς τὸν βίον τοῦ Ἰ. Χρυσοστόμου», PG 114, 1193.
[26] Λεων Στ, «Λόγος ἐγκωμιαστικὸς εἰς τὸν μέγαν τοῦ Θεοῦ ἀρχιερέα… Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον», PG 107, 288.
[27] Σωζομενοσ, «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία» 8, 23, PG 67, 1573D-1576Α: «Ἔπει γὰρ αὐτῷ καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ συνοῦσι κοινωνεῖν ἢ συνεύχεσθαι οὐκέτι ἀνεκτὸν ἡγοῦντο, ἀναμεμειγμένων αὐτοῖς τῶν ἐπιβούλων Ἰωάννου, καθ’ ἑαυτοὺς δέ, ὡς εἴρηται, συνιέντας ἐν ταῖς ἐσχατιαῖς τῆς πόλεως ἐκκλησίαζον, κοινοῦται βασιλεῖ περὶ τούτου. Συνηγμένοις δὲ συνταγματάρχης ἅμα στρατιώταις ἐμβαλεῖν ἐπιτραπείς, τὸ μὲν πλῆθος παίων ξύλοις καὶ λίθοις, εἰς φυγεῖν τρέπει. τοὺς δὲ ἐπισημότερον καὶ προθυμότερον τὰ Ἰωάννου ζηλοῦντας, ἐν φρουρᾷ ποιεῖται… Μεγίστης δὲ ταραχῆς καὶ οἰμωγῆς ἀνὰ τὴν πόλιν συμβάσης, οὐδ’ οὕτως μετέθεντο τοῦ περὶ Ἰωάννη φίλτρου».
[28] A. Thierry, σ. 189-190.
[29] Γιά τὸ ἦθος καί τὴν ἄνοδο τοῦ Πορφυρίου στὸν θρόνο τῆς Ἀντιόχειας βλ. A. Thierry, σ. 311-315.
[30] Παλλαδιου, «Διάλογος», ΕΠΕ 68, 154-156: Ἐκδόθηκαν δύο αὐτοκρατορικὲς «ἀντιγραφές». Μία γιὰ ἐπισκόπους καὶ μία γιὰ λαϊκοὺς: «Εἶχεν δὲ ἡ μὲν κατὰ τῶν ἐπισκόπων ἀντιγραφὴ τὴν ἀπειλὴν ταύτην “εἰ τις οὐ κοινωνεῖ τῶν ἐπισκόπων Θεοφίλῳ καὶ Πορφυρίῳ καὶ Ἀττικῷ, τῆς μὲν ἐκκλησίας ἐκβαλέσθω, τῆς δὲ ἰδίας τῶν πραγμάτων οὐσίας ῥιπτέσθω”. Ἐντεῦθεν οἱ μὲν καταβαρυνόμενοι τῷ τῶν πραγμάτων φορτίῳ καὶ ἄκοντες κοινωνοῦσιν (ὅσοι πιέζονταν ἀπὸ τὴ μεγάλη τους περιουσία κοινωνοῦσαν καὶ χωρὶς τὴ θέλησή τους), οἱ πενέστεροι καὶ εἰς πίστιν ὑγιῆ ἀσθενέστεροι ὑποσχέσεσι δώρων τινῶν συνεσύροντο εἰς κοινωνίαν (οἱ πιό φτωχοί καὶ ἀσθενεῖς στήν ὀρθὴ πίστη δελεάζονταν ἀπὸ δῶρα), οἱ δὲ γένους καὶ πραγμάτων καὶ δόξης φθαρτῆς καὶ θλίψεως σωματικῆς ὑπεριδόντες φυγῇ τὴν τῆς ψυχῆς εὐγένειαν διεφύλαττον (ἄλλοι περιφρονώντας καταγωγὴ καὶ περιουσία καὶ δόξα φθαρτὴ καὶ θλίψη σωματικὴ διαφύλαξαν τὴν ἀξιοπρέπειά τους καὶ ἔφυγαν μακρυὰ γιά νὰ μὴν κοινωνήσουν)… Ἔφθανον δὲ οἱ μὲν ἐν τῇ Ῥώμη, οἱ δὲ ἐν τοῖς ὄρεσιν, ἕτεροι δὲ ἐν τοῖς τῶν ἀσκητῶν φροντιστηρίοις διεσῴζοντο ἐκ τῆς Ἰουδαϊκῆς πονηρίας. Ἡ δὲ κατὰ τῶν λαϊκῶν ἀντιγραφὴ περιεῖχεν. “Τοὺς μὲν ἐν ἀξιώμασιν ἐκπίπτειν τῆς κατὰ τὰς ἀρχὰς ἀξίας (ἔχαναν τὸ ἀξίωμά τους), τοὺς δὲ στρατιώτας τὰς ζώνας ἀπολεῖν (στεροῦνταν τὸν ὁπλισμό τους), τοὺς δὲ λοιπούς δήμους καὶ χειροτέχνας, χρυσίῳ πολυολκεῖ προστιμηθέντας, ὑποβάλλεσθαι ἐξορίᾳ (οἱ πολῖτες καὶ οἱ τεχνῖτες πλήρωναν πρόστιμο καὶ ἐξορίζονταν)”. Πλὴν ὅμως καὶ ταῦτα ἐπράττετο καὶ αἱ προσευχαὶ τῶν σπουδαίων ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ἐπετελοῦντο μετὰ πολλῆς τῆς κακοπαθείας, φιλίᾳ τῇ πρὸς τὸν Σωτῆρα (παρ' ὅλα αὐτὰ μὲ μεγάλη ταλαιπωρία οἱ ἀκολουθίες τελοῦνταν στὴν ὕπαιθρο λόγῳ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Σωτῆρα)».
[31] Παλλαδιου, «Διάλογος», ΕΠΕ 68, 267-275.
[32] Βλ. καὶ A. Thierry, σ. 239-240, 263-274, 316-317, 389-391.
[33] Ιω. Χρυσοστομος, «Πρός τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις, καί τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ», ΕΠΕ 33, 612.
[34] Αγ. Συμεων Μεταφραστης, «Εἰς τὸν βίον τοῦ Ἰ. Χρυσόστομου», PG 114, 1193-1196.
[35] Ιω. Χρυσοστομος, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, 4, ΕΠΕ 20, 708.
[36] Παλλαδιου, «Διάλογος», PG 47, 35.
[37] Ιω. Χρυσοστομος, «Πρός τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις, καί τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ», ΕΠΕ 33, 608: «νόμοις πατρώοις καὶ θεσμοῖς Ἐκκλησίας ἐπηρεασθεῖσι παραστάντες».
[38] Ιω. Χρυσοστομος, ἐπιστολὴ 174, «Τοῖς ἐν Χαλκηδόνι ἐγκεκλεισμένοις ἐπισκόποις, πρεσβυτέροις τε καὶ διακόνοις», ΕΠΕ 38, 324-325.
[39] Ιω. Χρυσοστομος, ἐπιστολὴ 148, «Κυριακῷ, Δημητρίῳ, Παλλαδίῳ, Εὐλυσίῳ, ἐπισκόποις», ΕΠΕ 38, 288.
[40] Ιω. Χρυσοστομος, «Πρός τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις, καί τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ», ΕΠΕ 33, 632.
[41] Ιω. Χρυσοστομος, «Πρός τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις, καί τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ», ΕΠΕ 33, 608-610.
[42] Ιω. Χρυσοστομος, «Πρός τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις, καί τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ», ΕΠΕ 33, 630-632.
[43] Ιω. Χρυσοστομος, ἐπιστολὴ 94, «Πενταδίᾳ διακόνῳ», ΕΠΕ 38, 168.
[44] Ιω. Χρυσοστομος, ἐπιστολὴ 94, «Πενταδίᾳ διακόνῳ», ΕΠΕ 38, 186.
[45] Ιω. Χρυσοστομος, ἐπιστολὴ 174, «Τοῖς ἐν Χαλκηδόνι ἐγκεκλεισμένοις ἐπισκόποις, πρεσβυτέροις τε καὶ διακόνοις», ΕΠΕ 38, 324-325.
[46] Ιω. Χρυσοστομος, ἐπιστολὴ 148, «Κυριακῷ, Δημητρίῳ, Παλλαδίῳ, Εὐλυσίῳ, ἐπισκόποις», ΕΠΕ 38, 288-289.
[47] Ιω. Χρυσοστομος, ἐπιστολὴ 174, «Τοῖς ἐν Χαλκηδόνι ἐγκεκλεισμένοις ἐπισκόποις, πρεσβυτέροις τε καὶ διακόνοις», ΕΠΕ 38, 324-325.
[48] Ιω. Χρυσοστομος, ἐπιστολὴ 89, «Θεοδοσίῳ, ἐπισκόπῳ Σκυθοπόλεως», ΕΠΕ 38, 158-160.
[49] Ιω. Χρυσοστομος, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, 11, 1, ΕΠΕ 20, 686: «ἓν πνεῦμα, καλῶς εἶπε, δεικνὺς ὅτι ἀπὸ τοῦ ἑνὸς σώματος ἓν πνεῦμα ἔσται, ἢ ὅτι ἔστι μὲν σῶμα εἶναι ἓν, οὐχ ἓν δὲ πνεῦμα· ὡς ἂν εἴ τις καὶ αἱρετικῶν φίλος εἴη».
[50] π. Θεόδωρος Ζήσης, «Σύγχρονοι ἐκκλησιολογικοὶ προβληματισμοὶ μὲ βάση τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο», Χρυσοστομικὰ, Μελέτες καὶ ἄρθρα, Πατερικὰ 9, ἐκδ. Τὸ Παλίμψηστον, σ. 323.
[51] Παλλαδιου, «Διάλογος», PG 47, 28.
[52] Ιω. Χρυσοστομος, Ὁμιλία «εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, 4, ΕΠΕ 20, 706.