Γράφει ο Κωνσταντίνος Φαρσαλινός, Ιατρός και Ερευνητής στα Πανεπιστήμια των Πατρών και της Δυτικής Αττικής
H
πανδημία COVID-19 αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις των
τελευταίων δεκαετιών σε σχέση με τη Δημόσια Υγεία. Μια πρόκληση που
κλήθηκε να τη διαχειριστεί η επιστήμη, η πολιτική, η κοινωνία και το
σύστημα υγείας. Αποτελεί κοινή παραδοχή σήμερα πως η αντιμετώπισή της
ήταν δραματικά και πολυεπίπεδα αποτυχημένη. Σημαντικό εργαλείο στην
αξιολόγηση της σημερινής κατάληξης αποτελεί η ιστορική αναδρομή στα όσα
συνέβησαν, στον τρόπο αντίδρασης και στη στρατηγική διαχείρισης και
επικοινωνίας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΥΤΟ ΠΑΝΙΚΟ
Ήταν
26 Φεβρουαρίου 2020 όταν ο επιστημονικά υπεύθυνος διαχείρισης της
πανδημίας κ. Τσιόδρας δήλωνε σε κεντρικό δελτίο ειδήσεων πως δεν πρέπει
να αλλάξει κάτι δραματικά στην καθημερινότητά μας αφού έχουμε να κάνουμε
με έναν ήπιο ιό στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων. Στις 5
Μαρτίου 2020, σημείωνε πως η επιδημία του φόβου είναι χειρότερη από την
πραγματική επιδημία, συνιστώντας ψυχραιμία. Πολλοί επιστήμονες και
πολιτικοί, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού, του τότε Υπουργού
Υγείας και του προέδρου του ΕΟΔΥ, χαρακτήριζαν το ζήτημα του ιού ως μια
κατάσταση ανάλογη μιας βαριάς γρίπης, που θα αντιμετωπιζόταν με
αντίστοιχο τρόπο.
Μόλις
17 ημέρες αργότερα, το μετρημένο και λογικό μήνυμα της ψυχραιμίας
ανεστράφη πλήρως, και η καθημερινότητά μας άλλαξε δραματικά με τον πιο
επίσημο τρόπο: με την ανακοίνωση της απαγόρευσης κάθε «άσκοπης
κυκλοφορίας και μετακίνησης πολιτών» σε όλη την επικράτεια από τον
πρωθυπουργό της χώρας. Οριζόντιο lockdown λοιπόν, που στην
πραγματικότητα δεν αφορούσε την απαγόρευση «άσκοπων» μετακινήσεων αλλά
το πάγωμα δραστηριοτήτων απαραίτητων για την επιβίωση και την ευημερία
της κοινωνίας. Ήταν μια πρωτοφανής, και χωρίς πρόσφατο ιστορικό
προηγούμενο, διεθνής στρατηγική, που ίσως στην αρχή είχε νόημα ως
περιορισμένης διάρκειας μέτρο ώστε να κερδηθεί χρόνος λόγω των ανέτοιμων
συστημάτων διαχείρισης μιας υγειονομικής κρίσης και του ελλείματος
γνώσης για τον ιό και τη νόσο. Παρόλα αυτά, το lockdown ήταν η απαρχή
για έναν επικοινωνιακό βομβαρδισμό τρομοκράτησης των πολιτών.
Χαρακτηριστική ήταν η φράση «οι επόμενες 2 εβδομάδες είναι κρίσιμες».
Μια φράση που την ακούγαμε μέχρι και την άνοιξη του 2021, όταν στην
Ελλάδα ακόμη χρησιμοποιούσαμε τα σκληρά, οριζόντια και παρατεταμένα
lockdown ως κεντρική, και πρακτικά μοναδική, στρατηγική διαχείρισης.
ΟΡΙΖΟΝΤΙΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΥ
Το
κεντρικό μήνυμα της επικοινωνιακής στρατηγικής για την πανδημία
βασίστηκε στον οριζόντιο και ακραίο εκφοβισμό των πολιτών. «Όλοι
κινδυνεύουμε από τον ιό, σε όλους μπορεί να συμβεί το χειρότερο, κανείς
δεν είναι ασφαλής». Επιστήμονες, πολιτικοί, άνθρωποι των τεχνών,
διανοούμενοι και άτομα με κοινωνικό κύρος επιστρατεύτηκαν για να
επαναλαμβάνουν το ίδιο μήνυμα και να διαμορφώσουν μια συγκεκριμένη
συνείδηση, χρησιμοποιώντας το κοινωνικό τους έρεισμα ή την εξειδίκευσή
τους. Εντυπωσιακή ήταν η συμβολή των μέσων μαζικής ενημέρωσης στο κλίμα
της «απειλής θανάτου», με καθημερινό βομβαρδισμό αρνητικών ειδήσεων σε
σημείο που κυριολεκτικά μαθαίναμε το πλήρες βιογραφικό κάθε θανόντα από
COVID στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Δημιουργήθηκε λοιπόν η πεποίθηση πως
αυτή θα μπορούσε να είναι η κατάληξη όλων μας, παρόλο που ήταν ήδη
γνωστό πως η θνητότητα από COVID ήταν σαφώς μικρότερη από την
καταγραφόμενη (λόγω υποκαταγραφής των πραγματικών μολύνσεων) ενώ η
ηλικία αποτελούσε τον κυριότερο παράγοντα που καθόριζε τον κίνδυνο. Η
πρόσφατη μελέτη του καθηγητή Γιάννη Ιωαννίδη ανέδειξε ποσοστά θνητότητας
την περίοδο πριν τον εμβολιασμό που κυμαίνονταν από 0.0003% για τις
ηλικίες 0-19 ετών έως 0,501% για τις ηλικίες 60-69 ετών, ενώ η θνητότητα
ανεβαίνει σε μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες. Είναι φανερό λοιπόν πως
παρόλο που σίγουρα υπήρχαν υπο-ομάδες με αυξημένο κίνδυνο θανάτου, το
αφήγημα του οριζόντιου κινδύνου απέχει μακράν της αλήθειας και
αποτελούσε τυπικό παράδειγμα παραπλάνησης και παραπληροφόρησης.
Η ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ COVID ΨΥΧΩΣΗΣ
Δεν
θα έπρεπε να προκαλεί εντύπωση η ταχύτατη και δυστυχώς «αποτελεσματική»
διασπορά του εκφοβισμού στην κοινωνία. Είναι γνωστό πως ο ανθρώπινος
εγκέφαλος λειτουργεί με μια έντονη προκατάληψη απέναντι σε αρνητικά
γεγονότα, με αποτέλεσμα να δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε νέα που προκαλούν
απειλή. Στην προκειμένη περίπτωση, η απειλή αφορούσε την ίδια τη ζωή του
κάθε πολίτη. Έτσι, η συνεχής έκθεση σε αρνητικά/απειλητικά νέα και η
αίσθηση απώλειας ελέγχου προκάλεσαν ψυχολογικό στρες και συναισθήματα
φόβου σε αρκετούς πολίτες, που σταδιακά επεκτάθηκαν σε ολόκληρη την
κοινωνία.
Η
ίσως πιο απόλυτη αποτύπωση της διαδικασίας χειραγώγησης των πολιτών και
ενστάλαξης του φόβου για το ζήτημα της πανδημίας περιγράφεται στο
βιβλίο κοινωνικής ψυχολογίας του 1895 με τίτλο «Η ψυχολογία των μαζών»
από τον Gustave Le Bon. Αναφέρει πως όταν οι ηγέτες θέλουν να εμποτίσουν
το μυαλό των μάζας με συγκεκριμένες ιδέες και πεποιθήσεις, χρειάζονται 3
βασικές αρχές: την επιβεβαίωση (δηλαδή, ότι μια ιδέα ή μια πεποίθηση
είναι αληθινή), την επανάληψη και την μετάδοση. Γράφει ο Le Bon το 1895:
«Η επιβεβαίωση, καθαρή και απλή, απαλλαγμένη από κάθε συλλογισμό και
κάθε απόδειξη, είναι ένα από τα ασφαλέστερα μέσα για να κάνεις μια ιδέα
να μπει στο μυαλό του πλήθους. Όσο πιο συνοπτική είναι μια επιβεβαίωση,
όσο περισσότερο στερείται κάθε εμφάνισης απόδειξης, τόσο περισσότερο
βάρος έχει… Η επιβεβαίωση, ωστόσο, δεν έχει πραγματική επιρροή εκτός και
αν επαναλαμβάνεται συνεχώς, και όσο είναι δυνατόν με τους ίδιους όρους…
Όταν μια επιβεβαίωση έχει επαρκώς επαναληφθεί και υπάρχει ομοφωνία σε
αυτήν την επανάληψη, σχηματίζεται αυτό που ονομάζεται «ρεύμα γνώμης» και
παρεμβαίνει ο ισχυρός μηχανισμός της μετάδοσης. Οι ιδέες, τα
συναισθήματα, και οι πεποιθήσεις διαθέτουν στα πλήθη μια μεταδοτική
δύναμη τόσο έντονη όσο αυτή των μικροβίων». Επιπλέον βασικές αρχές της
ψυχολογίας, όπως η γνώση από τα πειράματα του Asch για τη συμμόρφωση
απέναντι στην κοινωνική πίεση, εξηγούν πειστικά πως κατέληξε ως
πεποίθηση η παραπλάνηση ότι δυνητικά «θα πεθάνουμε όλοι» από τον ιό.
Η
πεποίθηση αυτή, που έφτασε σε επίπεδα μαζικής υστερίας και θα μπορούσε
να χαρακτηριστεί ως COVID ψύχωση, ίσως να μην ήταν τελικά παρενέργεια
αλλά επιδίωξη των αρχών. Με αυτό τον τρόπο, διευκολύνθηκε σημαντικά η
αποδοχή των μέτρων περιορισμού, που ήταν πρωτοφανή και αδιανόητα μέχρι
τότε για δυτικές δημοκρατικές χώρες. Απαγόρευση κυκλοφορίας, αποστολή
sms για έξοδο από την οικεία ακόμη και για αναγκαίες για την επιβίωση
δραστηριότητες, κλείσιμο επιχειρήσεων και απαγόρευση εργασίας, και
καθορισμός από το κράτος «αναγκαίων και μη αναγκαίων» κοινωνικών και
επαγγελματικών δραστηριοτήτων ήταν μερικά από τα μέτρα που εφαρμόστηκαν
με καταναγκαστικό και αυταρχικό τρόπο. Και όλα αυτά επιβλήθηκαν χωρίς να
υπάρχουν πειστικά δεδομένα για την μακροχρόνια αποτελεσματικότητά τους
στον περιορισμό της μετάδοσης και διασποράς του ιού.
Ακόμη
χειρότερα, εφαρμόστηκαν επιπλέον μέτρα που όχι μόνο δεν συνοδεύονταν
από επαρκή τεκμηρίωση αλλά δεν είχαν ούτε στοιχειώδη θεωρητική βάση πως
θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Για παράδειγμα, η απαγόρευση αθλητικών
δραστηριοτήτων σε ανοιχτούς χώρους, το κλείσιμο πάρκων, η φύλαξη από
αστυνομικούς σε παγκάκια, η απαγόρευση της μουσικής στην εστίαση, και η
χρήση μάσκας σε ανοιχτούς χώρους ακόμη κι όταν κάποιος απλά βαδίζει στο
δρόμο, ήταν από πλήρως αναποτελεσματικά (ακόμη και βλαπτικά για την
υγεία των πολιτών) έως γραφικά. Ένα ακόμη πιο ακραίο παράδειγμα, αλλά
και εργαλείο για τον εκφοβισμό των πολιτών, αποτέλεσε η προσβλητική για
το νεκρό και την οικογένειά του διαδικασία των κηδειών COVID, με το σώμα
του νεκρού να τυλίγεται σε πλαστική σακούλα και το φέρετρο να
σφραγίζεται με μεμβράνη και να μεταφέρεται από ανθρώπους που φορούσαν
ολόσωμες προστατευτικές στολές. Μια αυθαίρετη, αντιεπιστημονική και
αντίθετη με τις διεθνείς οδηγίες πρακτική που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα
και εμπόδιζε τους συγγενείς να αποχαιρετήσουν για τελευταία φορά τον
άνθρωπό τους και να προβούν σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία σύμφωνα με τη
θρησκευτική τους πίστη ή την προσωπική τους συνείδηση. Ταυτόχρονα,
σύγχυση επικράτησε με τον ορισμό του θανάτου COVID, που στην Ελλάδα
περιελάμβανε όλους όσους που είχαν θετικό τεστ στον ιό, ακόμη και σε
έλεγχο μετά το θάνατο, ακόμη κι αν δεν έπασχαν από νόσο COVID ή αν η
νόσος COVID δεν ήταν η υποκείμενη αιτία θανάτου. Αυτός ο ορισμός είναι
αντίθετος με τη θεμελιώδη ιατρική γνώση για τον καθορισμό των αιτιών
θανάτου και επελέγη κατά παράβαση της οδηγίας του Παγκόσμιου Οργανισμού
Υγείας από το 2020, που προϋποθέτει τόσο την ύπαρξη κλινικά συμβατής
νόσου (δηλαδή λοίμωξης αναπνευστικού) όσο και τον αποκλεισμό άλλων
αιτιών που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν το θάνατο. Κι όμως, στην
Ελλάδα είχαμε δημόσιες παραδοχές από μέλη της επιτροπής εμπειρογνωμόνων
του ΕΟΔΥ από την άνοιξη του 2020, συμπεριλαμβανομένου και του επικεφαλής
κ. Τσιόδρα, πως κάθε θάνατος με θετικό διαγνωστικό τεστ καταγράφονταν
ως θάνατος COVID, ακόμη και περιπτώσεις εγκεφαλικής αιμορραγίας ή
τροχαίου ατυχήματος. Είναι δεδομένο πως αυτή η τακτική, οδήγησε σε
υπερκαταγραφή των θανάτων COVID, το μέγεθος της οποία όμως είναι αδύνατο
να υπολογιστεί.
Όλα
τα ανωτέρω είχαν τη σφραγίδα της επιστήμης που τα πρότεινε και την
αποδοχή της πολιτικής που τα νομοθετούσε, σε μια αλληλεπίδραση που εκ
του αποτελέσματος όχι μόνο δεν φάνηκε να εξυπηρετεί τη Δημόσια Υγεία
αλλά πιθανότατα αποδείχθηκε καταστροφική για την σωματική, ψυχική και
κοινωνική ευεξία τον πολιτών (που αποτελούν τον ακριβή ορισμό της Υγείας
κατά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας). Κι όμως, όλα τα μέτρα έγιναν
αποδεκτά από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών αφού οι αναδυόμενες
νόρμες που δημιουργήθηκαν κατάφεραν να επιβληθούν μέσω της κοινωνικής
πίεσης, και σχεδόν όλοι «αναγκάστηκαν» να τις ακολουθήσουν.
Η ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΥΓΕΙΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΠΟΤΕ
Θα
περίμενε κανείς πως το lockdown της άνοιξης του 2020 και το
περιορισμένο ιικό φορτίο στην Ελλάδα εκείνο το διάστημα θα αποτελούσαν
τη χρυσή ευκαιρία να αξιοποιηθεί ο διαθέσιμος χρόνος για την ενίσχυση
της πρωτοβάθμιας και κοινοτικής φροντίδας υγείας. Tον Μάρτιο του 2020,
μια ομάδα ιατρών πρώτης γραμμής από το Μπέργκαμο της Ιταλίας περιέγραφαν
την εμπειρία τους για το καταστροφικό κύμα COVID στην πόλη τους,
καταλήγοντας πως «τα δυτικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης έχουν
οικοδομηθεί γύρω από την έννοια της φροντίδας με επίκεντρο τον ασθενή,
αλλά μια επιδημία απαιτεί αλλαγή προοπτικής προς μια έννοια φροντίδας με
επίκεντρο την κοινότητα».
Δυστυχώς
στην Ελλάδα, ο πολύτιμος αυτός χρόνος σπαταλήθηκε σε πανηγυρισμούς για
το «έγκαιρο και επιτυχημένο» lockdown δημιουργώντας υπερβολικές και
μη-ρεαλιστικές προσδοκίες στους πολίτες πως «τελειώσαμε» με την
πανδημία. Πέρα από την προσπάθεια ενίσχυσης των νοσοκομείων, που έτσι κι
αλλιώς θα ήταν ανεπαρκής αφού ήταν αδύνατο ένας ιός με τέτοια
μεταδοτικότητα να αντιμετωπιστεί μόνο από τα νοσοκομεία, δεν υπήρξε
καμία προσπάθεια ενίσχυσης της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Ακόμη και ο
διαγνωστικός έλεγχος παρέμεινε τότε ως αρμοδιότητα των νοσοκομείων, ενώ
ποτέ δεν καθιερώθηκε συνταγογράφηση και ασφαλιστική κάλυψη του κόστους
των τεστ από ιδιωτικά εργαστήρια. Ως αποτέλεσμα, κατά τη διάρκεια του
επιδημικού κύματος του φθινοπώρου του 2020, παρακολουθούσαμε στους
τηλεοπτικούς δέκτες εικόνες περιπατητικών ανθρώπων να περιμένουν στην
ουρά έξω από εφημερεύοντα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης, την περίοδο που η
πίεση από τον αριθμό των ασθενών με νόσο COVID που έχρηζαν νοσηλείας
ήταν εξαντλητική. Ταυτόχρονα, ακόμη και τότε δεν είχε οργανωθεί ένα
αξιόπιστο πρόγραμμα επιδημιολογικής επιτήρησης, με αποτέλεσμα να
γίνονται αναλύσεις και εκτιμήσεις μοντέλων πρόβλεψης για κρούσματα,
νοσηλευόμενους σε ΜΕΘ και θανάτους που είχαν τραγικά ποσοστά αποτυχίας.
Χάθηκαν λοιπόν πολύτιμοι μήνες, και τελικά κατέληξε το οριζόντιο, και εν
πολλοίς καταστροφικό, lockdown να αποτελεί το μοναδικό εργαλείο για τη
διαχείριση της πανδημίας.
ΑΠΟ ΤΑ «ΜΗ-ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ», ΣΤΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΤΥΦΛΑ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΤΕΣΤ
Η
εκκίνηση της πανδημίας βρήκε σχεδόν όλες τις χώρες απροετοίμαστες να
ανταποκριθούν στον όγκο του διαγνωστικού ελέγχου που απαιτούνταν ώστε οι
συμπτωματικοί και οι επαφές τους να έχουν άμεση πρόσβαση σε τεστ. Ενώ
πολλές χώρες παραδέχθηκαν πως αυτό αποτελούσε αδυναμία, στην Ελλάδα η
προσέγγιση ήταν πως δεν χρειάζονται όλοι οι συμπτωματικοί να υποβληθούν
σε διαγνωστικό τεστ και πως δεν είναι πρόβλημα ο μικρός αριθμός των
τεστ. Οι εκκλήσεις επιστημόνων να κινητοποιηθεί εργαστηριακός εξοπλισμός
πανεπιστημιακών εργαστηρίων, χαρακτηρίστηκαν ως ανακρίβειες και
υπερβολές που ενέχουν τον κίνδυνο πρόκλησης επιδημίας φόβου και πανικού
στους πολίτες, και ως λάθος σπατάλη των πόρων (18 Μαρτίου και 8 Απριλίου
2020).
Είναι
εντυπωσιακό όμως πως περίπου ένα χρόνο μετά αποφασίστηκε η μαζική,
τυφλή και επαναλαμβανόμενη χρήση διαγνωστικών τεστ σε ανθρώπους που δεν
είχαν καμία υποψία μόλυνσης ή ακόμη και επαφής με μολυσμένο από τον ιό. Η
στρατηγική αυτή ήταν πρωτοφανής στην παγκόσμια ιατρική ιστορία, αφού η
αξιοπιστία τέτοιων ελέγχων (ειδικά σε ασυμπτωματικούς) πέφτει δραματικά
όταν πολύ μικρό ποσοστό του εξεταζόμενου πληθυσμού αναμένεται να είναι
μολυσμένο τη στιγμή της εξέτασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως
στις 22 Σεπτεμβρίου 2020, σε σύνολο 37 εκατομμυρίων self-test είχαν
προκύψει 2 εκατομμύρια θετικά αποτελέσματα από τους οποία μόλις 100.000
είχαν επιβεβαιωθεί στον επανέλεγχο. Δηλαδή, 95 από τα 100 θετικά τεστ
ήταν ψευδώς θετικά, ενώ είναι άγνωστος ο αριθμός των ψευδώς αρνητικών
self-test και η αξιοπιστία των rapid test για τα οποία δεν μπορούσε να
πραγματοποιηθεί επανέλεγχος. Η κατάσταση αυτή στην πραγματικότητα
ισοδυναμούσε με το παράλογο δόγμα «είσαι ασθενής μέχρι αποδείξεως της
υγείας», αντίστοιχο με μια μη-αποδεκτή παραδοχή στη νομική επιστήμη πως
«είσαι ένοχος μέχρι αποδείξεως της αθωότητας». Τελικά αποδείχθηκε πως
και αυτό το μέτρο ήταν ανίκανο να σταματήσει τη μόλυνση και τη μετάδοση
του ιού στην κοινότητα, ενώ οι πόροι που διατέθηκαν γι’ αυτό το μέτρο θα
μπορούσαν να αξιοποιηθούν στην ενεργοποίηση της πρωτοβάθμιας φροντίδας
υγείας και στην οργάνωση ενός αξιόπιστου δικτύου επιδημιολογικής
επιτήρησης.
ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗΣ ΑΠΟΨΗΣ
Από
την αρχή της πανδημίας, ήταν προφανές πως κάθε παρέκκλιση από το
επίσημο αφήγημα αντιμετωπίζονταν διεθνώς όχι μόνο με απόπειρες
λογοκρισίας αλλά και με ευθεία στοχοποίηση και προσβλητικούς
χαρακτηρισμούς. Σφοδρή κριτική και πίεση δέχθηκε ο πρωθυπουργός του
Ηνωμένου Βασιλείου λόγω της αρχικής του απόφασης το 2020 να μην
ακολουθήσει τη στρατηγική τoυ lockdown, με αποτέλεσμα να υπαναχωρήσει.
Και όταν τον Ιούλιο του 2021 αποφάσισε να αναστείλει τα περιοριστικά
μέτρα, καταιγισμός δημοσιευμάτων τον κατηγορούσαν ότι τζογάρει με την
άρση του lockdown, επιστολή 1200 επιστημόνων χαρακτήριζε τις προθέσεις
του ως απειλή για την ανθρωπότητα και γνωστός βρετανός επιδημιολόγος, οι
προβλέψεις του οποίου ήταν ουσιαστικά ο λόγος που «κλειδώθηκε» η
ανθρωπότητα, προέβλεπε ότι τα κρούσματα θα τετραπλασιάζονταν φτάνοντας
έως και τα 200.000 ημερησίως. Τελικά ο Johnson προχώρησε στην άρση των
περιορισμών και ο αριθμός των κρουσμάτων παρέμεινε κάτω από τα 50.000
μέχρι την έναρξη του επιδημικού κύματος της μετάλλαξης Όμικρον, 3,5
μήνες αργότερα. Ως «δολοφόνοι» και παράδειγμα προς αποφυγή
χαρακτηρίστηκαν οι Σουηδοί επειδή αποφάσισαν να μην ακολουθήσουν τη
διεθνή πρακτική των lockdown, μια στρατηγική που τελικά φαίνεται πως
τους δικαίωσε.
Απαξιωτικοί
χαρακτηρισμοί χρησιμοποιήθηκαν και στην Ελλάδα, όχι μόνο από
δημοσιογράφους σε μέσα ενημέρωσης αλλά και από επιστήμονες και
πολιτικούς. Χαρακτηριστικά, ο πρωθυπουργός της χώρας χρησιμοποίησε τη
λέξη «ψεκασμένοι» σε διάγγελμά τους στις 31 Οκτωβρίου 2020,
αναφερόμενους σε όσους διαφωνούσαν με τα μέτρα και τις απόψεις των
ειδικών. Επιστήμονες διεθνούς κύρους λοιδορήθηκαν από συναδέλφους τους
και από τα μέσα ενημέρωσης, με χαρακτηριστική περίπτωση του καθηγητή
Γιάννη Ιωαννίδη που όχι μόνο έγινε αποδέκτης ειρωνικών σχολίων και
κριτικής ακόμη κι από ανθρώπους που δεν είχαν σχέση με την ιατρική
επιστήμη, αλλά επιπλέον κατηγορήθηκε ψευδώς για χρηματοδότηση αστείου
ποσού (5.000 δολαρίων) που υποτίθεται πως επηρέασε τις απόψεις που
εξέφραζε. Ο τύπος, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι υπηρεσίες
ψηφιακής επαλήθευσης ειδήσεων δεν αρκέστηκαν μόνο στη επισήμανση
πραγματικά ψευδών ειδήσεων αλλά έπαιξαν πολλές φορές ρόλο στην απόκρυψη
πληροφοριών, στη λογοκρισία και στη στοχοποίηση διαφορετικών απόψεων ή
αντιρρήσεων. Ο επιστημονικός διάλογος και η αντιπαράθεση δεδομένων,
επιχειρημάτων και εκτιμήσεων υποκαταστάθηκε από όρους όπως
«αδιαμφισβήτητη επιστήμη», μια φράση που στην πραγματικότητα καταργεί
τον ορισμό της επιστήμης και τη μετατρέπει σε θρησκευτικού τύπου δόγμα. Η
κατάσταση αυτή έλαβε όμως πραγματικά εκρηκτικές διαστάσεις με το ζήτημα
των εμβολίων.
ΕΜΒΟΛΙΑ: ΑΠΟ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΣΕ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΕΚΤΡΟΠΗΣ
Αναμφίβολα
τα εμβόλια αποτελούν μια κορυφαία κατάκτηση της επιστήμης που συνέβαλε
αποφασιστικά στην προάσπιση της δημόσιας υγείας. Στην περίπτωση της
πανδημίας COVID όμως, η αποτυχία της εμμονικής διαχείρισης μέσω ακραίων
περιορισμών και η διάψευση των υπερβολικών και ατεκμηρίωτων προσδοκιών
της επιστημονικής κοινότητας και της πολιτικής αρχής, οδήγησε σε ένα
σοβαρότατο βιοηθικό παράπτωμα: την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
μέσω της έμμεσης υποχρεωτικότητας εμβολιασμού. Η πίεση που ασκήθηκε για
την εφαρμογή οριζόντιου εμβολιασμού, με εμβόλια νέας τεχνολογίας που
ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν λάβει άδεια κυκλοφορίας για μαζική χρήση,
βασίστηκε στο σενάριο της «επιχείρησης ελευθερίας» που προϋπόθετε την
επίτευξη ανοσίας της αγέλης, δηλαδή τη σχεδόν εξαφάνιση του ιού μέσω της
προστασίας από τη μόλυνση και τη μετάδοση. Αυτό θα ήταν ο μοναδικός
λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να ανοίξει συζήτηση για υποχρεωτικότητα.
Και ενώ στην Ελλάδα η ανοσία της αγέλης αποτελούσε αντικείμενο
συζήτησης ακόμη και μέχρι τις αρχές του 2022, άρθρο από τις 18 Μαρτίου
2021 στην έγκριτη ιατρική επιθεώρηση Nature περιέγραφε τους «5 λόγους
για τους οποίους η ανοσία αγέλης για τη νόσο COVID είναι μάλλον
αδύνατη». Παρά τις ενδείξεις από πολύ νωρίς για την αδυναμία επίτευξης
ανοσίας της αγέλης και τη δημόσια παραδοχή ότι τα εμβόλια δεν είχαν
μέχρι τότε μελετηθεί για τη διάρκεια της προστασίας και τη δυνατότητά
τους να αποτρέψουν την μόλυνση και τη μετάδοση, ελήφθησαν αποφάσεις που
εγείρουν τεράστια βιοηθικά ζητήματα. Μη-εμβολιασμένοι συμπολίτες μας
στοχοποιήθηκαν από επιστήμονες, πολιτικούς και δημοσιογράφους,
εξυβρίστηκαν, χαρακτηρίστηκαν ως ψεκασμένοι, αρνητές, συνομωσιολόγοι και
αντι-εμβολιαστές, υπέστησαν επαγγελματικούς αποκλεισμούς, απομονώθηκαν
από κοινωνικές δραστηριότητες, εκβιάστηκαν οικονομικά (αναγκάζοντάς τους
να υποβάλλονται σε συνεχείς διαγνωστικούς ελέγχους) και τιμωρήθηκαν με
πρόστιμα. Θεσμοθετήθηκαν πιστοποιητικά εμβολιασμού που χρησιμοποιήθηκαν
με προσβλητικό και αναξιοπρεπή τρόπο. Είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την
οποία η επιστημονική κοινότητα αγνόησε πλήρως τον κώδικα ιατρικής
δεοντολογίας που περιγράφει ξεκάθαρα την ενήμερη και ελεύθερη πιέσεων
συναίνεση ως απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε ιατρική παρέμβαση, με
δεδομένη μάλιστα την απόλυτη αβεβαιότητα για την επίτευξη του στόχου
της ανοσίας της αγέλης. Παρόλο που πλέον έχει με βεβαιότητα αποκλειστεί η
πιθανότητα ανοσίας της αγέλης και η αποτελεσματικότητα των εμβολίων στη
μόλυνση και μετάδοση είναι ελλιπέστατη, παραμένουν ακόμη και σήμερα
χιλιάδες μη-εμβολιασμένοι υγειονομικοί σε αναστολή εργασίας. Πρόκειται
για μια απόφαση που όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτα για τη δημόσια υγεία
αλλά αντίθετα προκαλεί σημαντικές βλάβες αφού στερεί από τους πολίτες
τις πολύτιμες υγειονομικές υπηρεσίες έμπειρων στελεχών, ενώ ταυτόχρονα
έχει καταδικάσει στην πείνα και την ανέχεια χιλιάδες οικογένειες.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ
Δεν
υπάρχει αμφιβολία πως η διαχείριση της πανδημίας COVID θα καταγραφεί
την ιστορία ως μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες της ανθρωπότητας. Είναι
ίσως η πρώτη φορά που ελήφθησαν μέτρα για την αντιμετώπιση μιας κρίσης
δημόσιας υγείας χωρίς να διασφαλιστεί πως οι παρεμβάσεις δεν θα
προκαλέσουν περισσότερες βλάβες, βραχυχρόνιες ή μακροχρόνιες, σε σχέση
με τα δυνητικά οφέλη. Ενώ προβλέπονται και δικαιολογούνται υπερβάσεις
στον περιορισμό των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του πληθυσμού σε μια
κρίση δημόσιας υγείας, παρά ταύτα, υπάρχουν απαράβατοι κανόνες και
αρχές, θεσπισμένοι και αποδεκτοί από τα Ηνωμένα Έθνη, το δίκαιο της ΕΕ
αλλά και το εθνικό δίκαιο των κρατών, που καθορίζουν τα όρια αυτών των
περιοριστικών αποφάσεων. Οι κανόνες βασίζονται στη βιοηθική – που
εμπεριέχει μεταξύ άλλων την αρχή της αυτονομίας και της δικαιοσύνης, στη
νομιμότητα και στην επιστημονική τεκμηρίωση. Προϋπόθεση είναι ο
σεβασμός στα θεμελιώδη ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα όπως της
εργασίας και της παιδείας, και η προστασία ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων
όπως τα παιδιά. Οποιαδήποτε υπέρβαση θα πρέπει να έχει τη μικρότερη
δυνατή έκταση και χρονική διάρκεια για την επίτευξη του στόχου, και
πάντα οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται σε καθεστώς πλήρους διαφάνειας
και λογοδοσίας.
Δυστυχώς
σχεδόν όλοι οι θεμελιώδεις κανόνες παραβιάστηκαν. Φτάσαμε στο σημείο να
χαρακτηρίσουμε τα παιδιά ως δημόσιο κίνδυνο, εστία διασποράς και
δυνητικούς δολοφόνους των γονέων και των παππούδων τους! Δανειστήκαμε 50
δισεκατομμύρια ευρώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπως αναφέρει ο
τύπος, για μέτρα που μάλλον δεν έσωσαν κανέναν, έβλαψαν πολλούς και θα
συνεχίσουν να προκαλούν βλάβες στην σωματική, ψυχική και κοινωνική υγεία
των πολιτών. Η επιστήμη έχασε σημαντικό μέρος του κύρους και της
αξιοπιστίας της. Δεν υπήρξε ειλικρινής απέναντι στην κοινωνία, δεν
αποδέχθηκε το αναπόφευκτο κόστος σε ανθρώπινες ζωές μιας πανδημίας, και
στην προσπάθειά της να αποδείξει πως έχει τα μέσα να διαχειριστεί και να
εξαλείψει την κρίση ίσως τελικά να τη διόγκωσε και να την επέτεινε. Οι
καλές προθέσεις όμως δεν μπορούν να αποτελούν συγχωροχάρτι για αποτυχίες
και καταστροφές. Άρθρα στον διεθνή τύπο κάνουν σήμερα έκκληση για
κήρυξη «πανδημικής αμνηστίας», χρησιμοποιώντας ως αιτιολογία πως «δεν
ήξεραν» όταν έπαιρναν τις αποφάσεις. Στην Ελλάδα έχουμε από καιρό τη
θέσπιση ακαταδίωκτων. Ούτε η αμνηστία ούτε τα ακαταδίωκτα, όμως, μπορούν
να υποκαταστήσουν τη λογοδοσία σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου. Η
έλλειψη γνώσης δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για τη λήψη καταστροφικών
αποφάσεων και για την παραβίαση αδιαπέραστων κόκκινων γραμμών βιοηθικής.
Οι υπεύθυνοι για την αποτυχία οφείλουν να αναλάβουν τις ευθύνες τους,
να απολογηθούν δημόσια και να λογοδοτήσουν. Μόνο έτσι τα τραγικά λάθη θα
μετατραπούν σε γνώση που θα οδηγήσει σε αποτροπή νέων αντίστοιχων
σφαλμάτων στο μέλλον. Το οφείλουμε σε όσους υπέστησαν και θα συνεχίσουν
να υπόκεινται τις επιπτώσεις της αποτυχίας.