Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

Δάκρυα μετανοίας

 ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς μᾶς συμβουλεύει: «Ποιήσατε οὖν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, καὶ μὴ ἄρξησθε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ» (Λουκ. Γ, 8). (:Μόνον τὸ βάπτισμα δὲν σᾶς ὠφελεῖ. Ἐὰν λοιπὸν θέλετε νὰ σωθῆτε ἀπὸ τὴν ὀργήν, κάμετε ἔργα ἀγαθά, τὰ ὁποῖα εἶναι καρποὶ ἄξιοι τῆς ἀληθοῦς μετανοίας, καὶ δείξατε μὲ πράξεις ἐναρέτους τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιάν σας καὶ μὴ ἀρχίσετε νὰ λέγετε μέσα σας· Πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ· διότι σᾶς λέγω, ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει τὴν δύναμιν ἀπὸ τὸ πλέον ἀκατάλληλον ὑλικόν, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς λίθους αὐτοὺς νὰ ἀναστήσῃ ἀπογόνους εἰς τὸν Ἀβραάμ.).

Μετάνοια εἶναι ἡ βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Κυρίως ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια. «Λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμ. 5-7).

  • Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπισημαίνει:

«Θέλεις νὰ δῆς πραγματικὴ μετάνοια; Ἄκουσε τὴ μετάνοια τοῦ Πέτρου μετὰ τὴν ἄρνηση. Διηγούμενος τὰ σχετικὰ μ’ αὐτὸν ὁ Εὐαγγελιστής, λέγει: «Κι ἀφοῦ βγῆκε ἔξω ἔκλαψε πικρὰ» (Ματθ. 26, 75). Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ συγχωρήθηκε τὸ τόσο μεγάλο ἁμάρτημά του, ἐπειδὴ μετάνιωσε μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔπρεπε».

«Ἰδοὺ λοιπὸν δείξαμε πέντε ὁδοὺς μετανοίας, πρώτη τὴν κατανόηση τῶν ἁμαρτημάτων μας, δεύτερη τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ πλησίον, τρίτη ἐκείνη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν προσευχή, τέταρτη ἐκείνη ποὺ προέρχεται ἀπ’ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ πέμπτη τὴν προερχομένη ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη. Μὴ βραδύνης, λοιπόν, ἀλλὰ νὰ βαδίζης κάθε ἡμέρα ὅλες αὐτὲς τὶς ὁδούς. Καθ’ ὅσον εἶναι εὔκολοι ὁδοὶ καὶ δὲν μπορεῖς νὰ προβάλλης ὡς πρόσχημα τὴν φτώχεια».

  • Ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια ἀπαιτεῖ δάκρυα μετανοίας. Στὶς φιλοκαλικὲς σελίδες ἀναφέρεται ἕνα θαυμάσιο γεγονός:

«Ἕνας ἀδελφὸς παρέμεινε μόνος του στὴν Μονὴ τῶν Μονιδίων καὶ ἀνέπεμπε διαρκῶς πρὸς τὸν Θεὸ αὐτὴ τὴν εὐχή: «Κύριε, ἐπειδὴ δὲν ἔχω φόβο Θεοῦ, γιὰ τοῦτο στεῖλε μου κεραυνό, ἤ καμμιὰ ἄλλη τιμωρία ἤ ἀσθένεια, ἤ δαίμονα μήπως δι’ αὐτῶν συνέλθη ἡ πεπωρωμένη ψυχή μου καὶ ἔλθη εἰς φόβον». Ἄλλοτε πάλι παρακαλῶντας τὸν Θεό ἔλεγε: «Γνωρίζω, Δέσποτά μου, ὅτι πολὺ ἁμάρτησα ἐνώπιόν Σου καὶ τὰ πταίσματά μου εἶναι ἀναρίθμητα. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τολμῶ νὰ σοῦ εἰπῶ νὰ μὲ συγχωρήσης, ἀλλ’ ἐὰν εἶναι δυνατόν, χάρη στοὺς οἰκτιρμούς Σου, συγχώρησέ με. Ἐὰν πάλι εἶναι ἀδύνατον νὰ μὲ συγχωρήσης, τότε τιμώρησέ με ἐδῶ καὶ ὄχι ἐκεῖ στὴν αἰώνια κόλαση. Ἐὰν καὶ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, δῶσε μου στὴν παροῦσα ζωὴ μέρος τῆς κολάσεως, ὥστε νὰ καταστῆ ἐλαφροτέρα ἡ κόλασή μου στὴν ἄλλη ζωή. Μόνον ἀπὸ τώρα ἄρχισε, Δέσποτά μου, νὰ μὲ τιμωρῆς, ὄχι ὅμως μὲ τὸ δίκαιο θυμό Σου καὶ τὴν ὀργή, ἀλλὰ μὲ εὐσπλαγχνία καὶ ἐπιείκεια».

Ἔτσι λοιπὸν ἐπέρασε ἕνας ὁλόκληρος χρόνος· Καθ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα ὁ Μοναχὸς δὲν ἔπαυσε νὰ ἐκτελῆ τὸ ἔργο τῆς μετανοίας, νὰ ἱκετεύη ὁλόψυχα καὶ μὲ θερμὰ δάκρυα τὸν Θεὸ νὰ τὸν συγχωρήση, νὰ νηστεύη, νὰ ἀγρυπνῆ, νὰ ὑποβάλλη τὸ σῶμα του σὲ διάφορες κακουχίες καὶ νὰ καταπονῆ τὴν ψυχή του μὲ τὴν συντριβή.

Μία ἡμέρα, ἐνῶ καθόταν κατὰ γῆς, καί, ὡς συνήθως, θρηνοῦ­­σε γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ ὀδύρετο, νύσταξε ἀπὸ τὴν πολλὴ λύπη καὶ ἀποκοιμήθηκε. Σχεδὸν ἀμέσως ἐμφανίζεται ἐνώπιόν του ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ λέγει μὲ φωνὴ γεμάτη καλωσύνη καὶ στοργή.

– Τί ἔχεις, ἄνθρωπε; Γιατὶ κλαῖς τόσο ἀπαρηγόρητα;

Ὁ Μοναχὸς τὸν ἀνεγνώρισε ἀμέσως ποιὸς εἶναι καὶ ἔντρομος ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὸν σεβασμὸ τοῦ ἀπαντᾶ:

– Ἔπεσα, Κύριέ μου.

– Σήκω λοιπόν, τοῦ εἶπε ὁ φανεὶς Κύριος.

– Δὲν μπορῶ, Δέσποτα, ἐὰν δὲν μοῦ δώσης τὸ χέρι σου.

Τότε ὁ Κύριος ἅπλωσε τὸ χέρι Του, τὸν ἔπιασε καὶ τὸν σήκωσε.

Ὁ Μοναχὸς ἄρχισε πάλι νὰ κλαίη καὶ νὰ συγκλονίζεται ἀπὸ τὸ σφοδρὸ πένθος.

Λέγει, λοιπόν, πάλι σ’ αὐτὸν ὁ φανερωθεὶς στὸ ὅραμα Κύριος μὲ φωνὴ ἥσυχη καὶ γλυκειά:

– Γιατί, κλαῖς, ἄνθρωπε; Γιατὶ λυπεῖσαι;

Καὶ ὁ ἀδελφὸς ἀπαντᾶ πάλι πρὸς τὸν Κύριο.

– Δὲν θέλεις, Κύριε, νὰ κλαίω καὶ νὰ λυποῦμαι, ἀφοῦ, ἄν καὶ ἀπήλαυσα τόσα καλὰ ἀπὸ σένα, ἐν τούτοις ἐγὼ τόσον πολὺ σὲ ἐλύπησα;

Μετὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Κύριος ἅπλωσε καὶ πάλι τὸ χέρι Του καὶ τὸ ἀκούμπησε ἐλαφρὰ ἐπάνω στὸ κεφάλι τοῦ Μοναχοῦ, λέγοντας πρὸς αὐτόν:

– Μὴ λυπεῖσαι πλέον· διότι ἀφοῦ γιὰ μένα δοκίμασες τόση λύπη, ἐγὼ καθόλου δὲν θὰ λυποῦμαι ἐναντίον σου. Ἐὰν τὸ Αἷμα μου ἔδωκα γιὰ σένα, πόσο μᾶλλον καὶ τὴν συγχώρηση θὰ προσ­φέρω καὶ σὲ σὲ καὶ σὲ κάθε ψυχή, ποὺ μετανοεῖ εἰλικρινῶς γιὰ τὶς ἁμαρτίες της;

Μόλις ὁ ἀδελφὸς συνῆλθε ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ αὐτὴ ὀπτασία, αἰσθάνθηκε τὴν καρδία του γεμάτη ἀπὸ χαρά. Ἡ συνείδηση του τὸν πληροφόρησε, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν εὐσπλαγχνίσθηκε. Κατὰ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του ἔζησε μὲ πολλὴ ταπείνωση εὐχαριστῶντας τὸν Θεό γιὰ τὴν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν του».