ΜΟΝΑΧΟΥ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ
Τα άρθρα μου που δημοσιεύθηκαν τελευταίως εξήγειραν εναντίον μου τους αγαπητούς ζηλωτές και παλαιοημερολογίτες, κατηγορώντας με, ότι παλαιότερα δεν τους θεωρούσα σχισματικούς και επαινούσα την ευλάβειάν τους, προσάγοντες μάλιστα και φράσεις μου από βιβλία μου γραφέντα προ 45 ετών. Επειδή το θέμα είναι οδυνηρώς υπαρκτόν για το Άγιον Όρος, με την ανωμαλίαν της Μονής Εσφιγμένου, είναι απαραίτητον να εξιστορήσω την συμπεριφορά μου απέναντι στους συμπαθείς ζηλωτές και παλαιοημερολογίτες, αλλά και πόση φροντίδα κατεβλήθη από την Ι. Κοινότητα και από εμένα, προκειμένου να επαναφέρουμε στην κανονικήν τροχιάν τους πλανηθέντες Εσφιγμενίτες.
Πριν 60 χρόνια
Η χάρη της Θεοτόκου, σε ηλικία 24 ετών, ωσάν γλυκυτάτη αύρα, με μετέφερε στις ακτές του ακύμαντου λιμένα του Αγίου Όρους. Και όπως λέγει ο ποιητής, «το καράβι της νιότης μου, ξεκινημένο την αυγή, προς τον Άθω πλέουν τα συντρίμμια του, Μητέρα των θλιμμένων». Πράγματι, βρέθηκα σε μία ουτοπική χώρα, σ’ έναν κόσμο «μεταξύ ουρανού και γης», σε μια τραγική ιστορική περίοδο του έθνους μου, όταν υποδουλώθηκε στους βαρβάρους, κι εγώ δεν μπορούσα τίποτε να προσφέρω. Ήταν Ιούνιος του γέμοντος φρίκη και τρόμο 1941.
Η Ηγουμένη του Άθω, η αναμφίβολη Προστάτις των μοναχικών ταγμάτων Κυρία Θεοτόκος, με ωδήγησε στην κοινοβιακήν Ι. Μονήν του Αγίου Διονυσίου, υπό την ορατήν καθοδήγηση του σοφού και πολύπειρου ηγουμένου Γαβριήλ. Θα φανή ίσως περίεργον, αν ειπώ ότι το θέμα της ημερολογιακής διορθώσεως ευρίσκετο στα χείλη τότε των απλοϊκών μοναχών. Αν δεν είχε χάσει την επικαιρότητά του, αυτό οφείλετο στο διάστημα των 14 ετών, που είχαν παρέλθει, από τότε που η Ι. Κοινότης του Αγίου Όρους, ως νομοθετική και διοικητική Αρχή, είχε καταλήξει στην σταθεράν απόφαση, όπως συνέχιση την λατρείαν με το Ιουλιανόν ημερολόγιον, χωρίς να διακόψη τις σχέσεις της με τις τοπικές Εκκλησίες και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, που εισηγάγαν το διορθωμένον Ιουλιανόν, δι’ ενός άλματος 13 ημερών, επειδή δεν εθίγοντο τα δόγματα και οι παραδόσεις.
Δεν γνωρίζω πως, οι ζηλωτές, αυτοί που διέκοψαν την εκκλησιαστικήν κοινωνίαν, ερχόμενοι στην Μονήν ασκούσαν προσηλυτιστικήν προπαγάνδα στους μοναχούς και τους δοκίμους κυρίως, τους οποίους εφόβιζαν ότι θα κολασθούν από το μνημόσυνον του Πατριάρχου, στον οποίον υπάγεται το Άγιον Όρος.
Πρέπει να ομολογήσω ότι, παρ’ ότι δεν επειθόμουν από τους λόγους των ζηλωτών, όμως, όταν μετά διάστημα 11/2 έτους δοκιμασίαν εκάρην μεγαλόσχημος Μοναχός, παρεκάλεσα τον Γέροντά μου να μου δώση μερικές ημέρες άδειαν, για να περιέλθω τα ασκητήρια του Άθωνος, όχι μόνον για να ωφεληθώ από τις ερημητικές εμπειρίες των ησυχαστών, αλλά και για να συναντήσω τους τόσον ευαισθήτους στα θέματα της πίστεως ζηλωτές, δηλαδή αυτούς που εγκατέλειψαν τα μοναστήρια τους και κατέφυγαν στα σπήλαια, ώστε να μάθω σε ποια επιχειρήματα εστήριζαν τον ζηλωτισμόν τους.
Τώρα που γράφω, θυμάμαι την προ 60 περίπου χρόνων απογοήτευση, που αισθανόμουν από τις συζητήσεις με τους ζηλωτές. Κι ενώ εθαύμαζα τον ηρωικόν βίον των, την αγάπην των προς τον Χριστόν, την τέλειαν αυταπάρνησή τους και τις εκούσιες κακουχίες των, για την σωτηρία της ψυχής των, όμως ήταν φανερή μία αταξία συλλογισμών, αμάθεια του πολιτεύματος της Εκκλησίας, παρανοήσεις Ι. Κανόνων, άγνοια της εκκλησιαστικής ιστορίας, σύγχυση εννοιών και όρων, αλλά και γενική απαιδευσία. Όμως είχαν κάτι το επιφανειακά σεβάσμιον και οσιακόν. Λέγω επιφανειακά, γιατί το τρωτόν σημείον ήταν η έλλειψη αυτογνωσίας, που τους οδηγούσε σε μία λανθάνουσα οίηση, δηλαδή σε μία ψυχική κατάσταση δυσκόλως θεραπευομένη, κατά την οποίαν δεν δύναται ο πάσχων να διακρίνη την λογικήν από τον παραλογισμόν, ένα είδος φρενίτιδος.
Μάρτυς παρανοήσεων
Θυμάμαι έναν από τους ζηλωτές, ιερομόναχον, πρώην Διονυσιάτην, που έμενε στον Πειραιά και γνώριζε καλά ελληνικά, που εξαπέλυσε ένα 4σέλιδο φυλλάδιον, με τον τίτλον: «Δάκτυλος αιρετικού ενόθευσε το Ευαγγέλιον». Και που ήταν η νοθεία; Πρόκειται για το Λουκ. β’, 22. Στον τυφλόν ζήλον του ο ιερομόναχος, να βλέπη παντού αιρέσεις, έσχισε κυριολεκτικώς τα ιμάτιά του, όταν διάβασε το: «Και ότε επλήσθησαν αι ημέραι του καθαρισμού αυτών». Έγινε εκτός εαυτού. Είχε ανάγκη η Παναγία καθαρισμού; Τυφλωθείς από τον άλογον ζήλον του, δεν πρόσεξε το: «κατά τον νόμον Μωϋσέως».
Υπήρξα μάρτυς πολλών παρανοήσεων από τους ζηλωτές, που έχουν πολλήν την φαιδρότητα. Ένας τέως μοναχός ζηλωτής της Μονής μας, με το θάρρος του πρώην αδελφού, ήλθε στο μοναστήρι και με επεσκέφθη να μεσιτεύσω να του ράψη ο ράπτης μίαν περισκελίδα, κομίσας και το ύφασμα. Αμέσως εκάλεσα τον αδελφόν ράπτην, ο οποίος ευχαρίστως εδέχθη να εξυπηρετήση τον τέως Διονυσιάτην. Αλλά μία απλή ερώτησή του υπήρξε μοιραία: «Πάτερ Δ., δεν μου είπατε πως το θέλετε, βράκα ή φράγκικο;» (Συνήθως οι Μοναχοί παλαιότερα φορούσαν βράκες, δηλαδή πλατεία παντελόνια, για να μην εμποδίζονται στις γονυκλισίες των). Στην ερώτηση, απάντησα, κάπως χαριτολογώντας: «Αδελφέ», λέγω, «ο π. Δ. έφυγε από την Μονήν χάριν της ακριβείας της Πίστεως και τον ερωτάς αν το θέλη φράγκικο;» Οπότε άναψε εκ ζήλου ο ερημίτης, και έρημος ο δυστυχής στοιχειώδους κρίσεως, εθύμωσε, ύβρισε και αγανακτισμένος πήρε το ύφασμα και ανέχωρησε για τα φρικαλέα Καρούλια, για να συνέχιση εν Ορθοδοξία τον αγωνιστικόν βίον του!!!
Αλλά όχι μόνον αφελείς και ολιγογράμματοι παρελογίζοντο, διαστρέφοντας την διδασκαλίαν της Εκκλησίας, αλλά και εγγράμματοι. Όταν αργότερα κατήλθα στην Αθήνα και είχα συνομιλίες με πολίτες, κυρίως σε τρία σημεία είχαν επικεντρώσει όλην την επιχειρηματολογίαν τους, στον ΙΕ’ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Οίκ. Συνόδου, στις απηγορευμένες συμπροσευχές με αιρετικούς και στις έννοιες «καθαιρείσθω» και «αφοριζέσθω», που επιτάσσουν οι Ι. Κανόνες, που όμως τους παρανοούσαν. Αλλά φρονώ, πως δεν ήταν μόνον η παρανόηση, τουλάχιστον για τον ΙΕ’ Κανόνα, αλλά και ο σκοτεινός φανατισμός, μια ψυχική αγκύλωση, που τους κρατούσε και ύστερ’ από τόσα άρθρα διαφωτιστικά, που δημοσίευε στο Περιοδικό τους, δυνάμει του περί τύπου νόμου, ο δεινός Κανονολόγος μακαρίτης φίλος μου αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος.
Ο μωρός ζήλος
Αντίπαλοι παλαιοημερολογίτες του π. Επιφανίου, που διαρκώς τον προκαλούσαν με τα άρθρα τους, ο θεολόγος μοναχός Θεοδώρητος Μαύρος και ο ορθοπεδικός ιατρός Αλέξανδρος Καλόμοιρος. Ο μεν πρώτος, σεμνός νέος, τότε διετέλεσεν υποτακτικός μου σ’ ένα ερημητηρίον και ήδη ιερομόναχος στην Πάρον. Ο δε ιατρός, φίλος μου από τα φοιτητικά του χρόνια και ήδη μακαρίτης. Εάν θελήση κανείς να ερμηνεύση τον ζηλωτισμόν των, θα τον εύρη στην επισημασμένην υπό των Αγίων ως διαβολικήν αυτοπεποίθηση, όπως είχα διαπιστώσει. Και ο μεν θεολόγος ιερομόναχος παραμένει παλαιοημερολογίτης. Ο δε ιατρός, εναλλάσσοντας παρατάξεις, τις οποίες τελικώς, αφού τις ήλεγξε επί κακοδοξία, τις εγκατέλειψε, συστήσας ένα είδος προσωπικής εκκλησίας, οπότε, όταν εκοιμήθη, παρέμεινεν επί ημέρας άταφος, έως ότου κάποιος ψευδοϊερεύς ευρέθη αναζητούμενος, και επί τέλους τον έθαψε! Ιδού που οδηγεί ο μωρός ζήλος.
Κατά την δεκαετίαν του ’60, ευρισκόμενος στην Αθήνα, στον κύκλον του έκδοτου Παπαδημητρίου (Κόντογλου, Μπαστιάς, Β. Μουστάκης), ήλθα σε επαφήν με τους «επισκόπους» της Κερατέας και τον επίσκοπον πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομον και με τα περιβάλλοντα των δύο αυτών αλληλομισουμένων θρησκευτικών παρατάξεων, ώστε να σχηματίσω μία άμεση αντίληψη, όχι μόνον για τα φρονήματά τους, αλλά και για την αθέατη όψη των ψυχικών διεργασιών, που τους οδηγούσε σε μίαν τόσον χονδροειδή πλάνην, σε ένα απάνθρωπο σχίσμα.
Ευρισκόμενος λοιπόν στην Αθήνα για λίγες ημέρες, για την έκδοση του «Αγίου Νικοδήμου» μου, εδράχθην της ευκαιρίας να συναντήσω τους «επισκόπους» της Κερατέας. Την συνάντηση παρεσκεύασε φοιτητής φίλος μου, που εγνωρίζετο με μίαν Μοναχήν. Πράγματι, την ορισμένην ημέραν και ώραν εφθάσαμεν, με τον γνωστόν δημοσιογράφον – λογοτέχνην Κωστήν Μπαστιάν, στο καλοκτισμένο μοναστήρι με τις 300 μοναχές. Προφανώς μας περίμενε ολόκληρος η «Ι. Σύνοδος», συγκροτουμένη από έξι «επισκόπους», που, παρά πάσαν Κανονικήν τάξη, εχειροτόνησεν ο «αρχιεπίσκοπος» Ματθαίος μόνος και καθηρημένος!
Εκείνο δε που προκαλούσε ένα αίσθημα οίκτου από την θέαν των σε γεροντικήν ηλικίαν «επισκόπων», ήτο η διάταξη σε σχήμα παρατάξεως καθημένων σε πολυθρόνες, κοντά η μία με την άλλην, η πλήρης λαμπρά στολή των, τα επανωκαλύμμαυχα με τον ζηλωτικής δηλώσεως κόκκινον Σταυρόν στο κέντρον των, με τα αρχιερατικά εγκόλπια, με τα δεσποτικά μπαστούνια, και, όπως αναφέρω σε άρθρον μου τότε, την έκπληξη που εδοκίμασεν ο μακαρίτης Μπαστιας, όταν είδεν ότι έκαστος «επίσκοπος» εστήριζε τα πόδια του επί κεντητού μαξιλαριού, που οι μοναχές είχαν τοποθετήσει, προς μείζονα αίγλην. Αλλ’ εκείνο που απήλπιζε και τον πλέον συγκαταβατικόν θεατήν —γιατί περί θεάματος επρόκειτο—, ήταν όταν άρχισαν οι συστάσεις και όταν όλοι σχεδόν είπαν: «Ποιος είναι αυτός;», όταν είπα ότι ο Κ. Μπαστιάς έγραψε τον «Παπουλάκον», που ουδείς εξ αυτών εγνώριζε! Στην συνέχεια κάθε προσπάθεια συζητήσεως ήταν ματαία. Το διανοητικόν και μορφωτικόν επίπεδον της «Ι. Συνόδου» ήτο απελπιστικόν, ώστε άθελα να θυμηθώ μία φράση του Ζαχ. Παπαντωνίου στο βιβλίον του «Άγιον Όρος»· «Καλογερισμός χωρίς σκοτάδι δεν γίνεται».
Διακριτικά τους χαιρετίσαμε δι’ υποκλίσεως και ανεχωρήσαμεν, αφού πήραμε κάποιαν γεύση της ακραίας μορφής του παλαιοημερολογιτισμού, διερωτώμενοι για το κατάντημα στο οποίον οδηγεί ο άλογος θρησκευτικός ζήλος, αλλά και πως επιβιώνουν τέτοιας μορφής νεοπλάσματα στο Σώμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έστω και αποκεκομμένα.
Ύστερα από λίγες ημέρες εξησφάλισα μίαν συνάντηση με τον γηραιόν «Επίσκοπον» πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομον. Την τακτήν ημέραν τον επεσκέφθην στο γραφείον του, αν θυμάμαι καλά στην Κάνιγγος 32, μικροκαμωμένον με μικρά λαμπερά μάτια.
«Πρώην Φλωρίνης» προσηγορεύετο, όπως έμαθα, γιατί παρητήθη από την μητρόπολιν της Φλωρίνης, για μία μεγάλην επισκοπήν, ίσως στην Πειραιώς, που του υπεσχέθη ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α’, αλλά τελικώς παρέμεινε σχολάζων, δι’ ον λόγον και πολεμούσε τον απατήσαντα (;) αρχιεπίσκοπον, όστις και τον καθήρεσε.
Πάντως, ήτο ένα συμπαθές γεροντάκι που, εν αντιθέσει με τους ολιγογράμματους «επισκόπους» της Κερατέας, είχε σπουδάσει Θεολογία. Κατά την συζήτησή μας διέκρινα να τον συγκινεί ο πατριωτισμός περισσότερον από τον Χριστιανισμόν, αφού ήταν φανατικός βασιλόφρων και έβλεπε το νέον ημερολόγιον ως κίνδυνον δια τους πληθυσμούς των συνόρων, που θα εκμεταλλεύοντο οι βόρειοι εχθροί της Ελλάδος, που τηρούσαν το παλαιόν, όπως μου έλεγε, δι’ ον λόγον και έγινε παλαιοημερολογίτης.
Κατά τα αλλά, ήτο μετριοπαθής και χαρακτήριζε ως ασεβείς όσους διετείνοντο ότι η Εκκλησία έχασε την χάριν και ότι κατέστη σχισματική, κατά τους Ματθαιϊκούς, τους οποίους θεωρούσε πεπλανημένους. Παρά ταύτα όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να κηρύξη το 1950, που απέθανε ο Ματθαίος, δι’ Εγκυκλίου του, ότι συμφωνεί με την Κερατέαν και θεωρεί αιρετικήν την Εκκλησίαν, επί τη ελπίδι να ενοποιήση τις αλληλομισούμενες παρατάξεις. Όμως οι Ματθαιϊκοί κρατήθηκαν στην αυτονομίαν των και με χειροτονίες άκυρες. Εξ αφορμής δε της καιροσκοπικής Εγκυκλίου, ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων —ο μακαρίτης Ευλόγιος Κουρίλας σε συνομιλία μας τον έλεγε «αλή Πασάν»— εκήρυξε τον φοβερόν εκείνον διωγμόν κατά των παλαιοημερολογιτών, χωρίς φυσικά καλόν αποτέλεσμα.
Δεν θυμάμαι ακριβώς τις συνθήκες, που συναντήθηκα και πιάσαμε φιλία με τον μακαρίτην γνωστόν εκδότην, σε 12 τόμους, του «Μεγάλου Συναξαριστού», που υπεγράφετο ως «Βίκτωρ Ματθαίου», δηλαδή τέως υποτακτικός του Ματθαίου. Μαζί με τον π. Βίκτωρα εγνώρισα και δύο καλούς θεολόγους, όχι της παρατάξεως των Ματθαιϊκών, και δεν γνωρίζω πως ενεθαρρύνθησαν και μου πρότειναν να με αποστείλουν στα Ιεροσόλυμα να χειροτονηθώ επίσκοπος και να μου χαρίσουν ένα κομψοτέχνημα οικοδομικόν, που είχε κτίσει ο Ματθαίος, σαν ροτόντα με πολλούς τρουλλίσκους στην οροφήν. Οι περί τον Βίκτωρα ήσαν ήμεροι!
Παρακάμπτων τις αλγεινές εντυπώσεις, που μου επροκάλεσεν η θέα των μοναχών του ανδρικού μοναστηριού του Ματθαίου, στον οποίον με οδήγησεν ο π. Βίκτωρ, για τον σκοτεινόν φανατισμόν τους, θα ήθελα να σχολιάσω τόσον την «Ι. Σύνοδον» των Ματθαιϊκών, όσο και την καιροσκοπικήν ενέργειαν του πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδου. Αντί άλλης κρίσεως περί των «επισκόπων» της Κερατέας, θα αντιγράψω τις κρίσεις μου εκείνης της εποχής: «Εκείνο, όπερ είναι σοβαρώτατον, είναι ότι από της στιγμής, καθ’ ην η Μονή παύει να είναι τόπος ησυχίας και προσευχής, καθίσταται περιοχή, εν η σχηματίζεται απερίγραπτός τις εκκλησία, αποτελουμένη εκ δέκα “επισκόπων” —χειροτονηθέντων υπό καθηρημένου “επισκόπου”— με τας μίτρας των… και με τα χρυσοκέντητα υποπόδιά των. Μάρτυς μου ο κ. Μπαστιάς, όστις έφριξεν επί τω θεάματι ειπών: “Ούτε αυτός ο Πάπας ευμοιρεί υποποδίου!” Τα πολεμούντα την Εκκλησίαν του Χριστού πονηρά πνεύματα δεν ήτο δυνατόν να σοφισθούν επιτυχεστέραν διακωμώδησιν του επισκοπικού βαθμού. Εν τούτοις, οι αξιωματούχοι αυτοί, οίτινες απετέλουν τον εκκλησιαστικόν διάκοσμον του ατυχούς Ματθαίου και ήδη συγκροτούν ζηλοτύπως απηρτισμένην Σύνοδον, είναι άνθρωποι απλούστατοι, αμαθέστατοι και αθωότατοι των περί αυτούς πραγμάτων» («Αθων. Άνθη», 1ος τόμ., σελ. 196, μοναχού Θεοκλήτου Διον.).
Και οι μεν «επίσκοποι» της Κερατέας, ως αστοιχείωτοι, είχαν κάποιο ελαφρυντικόν, την αγνωσίαν των. Ο Χρυσόστομος Καβουρίδης όμως, έστω και καθηρημένος, πως ετόλμησε να κηρύξη την Εκκλησίαν ως αιρετική, παλαιός θεολόγος αυτός;
Γιατί με την Εγκύκλιόν του του 1950, δηλώνοντας στους Ματθαιϊκούς ότι συμφωνεί απολύτως με τα φρονήματά των, τι άλλο σημαίνει από το ότι αυτός και η παράταξή του αποδέχονται όσα οι Ματθαιϊκοί από χρόνια εκήρρυταν: «Η Εκκλησία της Ελλάδος κατέστη καθαρώς, απροσχηματίστως και αναφανδόν σχισματική και τα Μυστήρια της, τούτου ένεκεν, στερούνται της Θ. Χάριτος. Ο Κύριος αντανείλεν απ’ Αυτής το Πνεύμα Αυτού το Άγιον, την κατέστησε γυμνήν, της αφήρεσε την πνοήν Αυτού και την παρέδωκεν εστερημένην της θεοσδότου δυνάμεως, εις την αιωνίαν κατάραν, εις την απώλειαν, εις την κόλασιν, εις την λίμνην την καιομένην, εις το φοβερόν και τρομερόν Κριτήριον του “Μαράν-Αθά”.
Αυτό το δαιμονικό κείμενο εγράφη από χριστιανούς, ισχυριζομένους ότι θυσιάζονται για την αλήθεια! Θεέ μου, τι πάθη εωσφορικά εμπνέουν τέτοιες φρικαλέες φαντασιώσεις, ώστε να παρουσιάζουν τον Θεόν με τέτοιαν οργήν κατά της Εκκλησίας Του, του Σώματός του, που με τόσην Θυσίαν απέκτησε, μόνον και μόνον γιατί από μίαν ποιμαντικήν αναγκαιότητα ωνόμασεν μίαν ημέραν από 10 σε 23!
Αν και επενοήθησαν οι τερατώδεις αυτές ποινές από φρενόληπτους και σχιζοφρενείς μανιακούς, αιωρείται όμως ένα τραγικόν ερώτημα γι’ αυτούς, για τις χιλιάδες πιστών, που επί δύο τρίτα αιώνος τους ακολουθούν, αποδεχόμενοι τις τερατώδεις διδασκαλίες τους. Δηλαδή διερωτάται κανείς: Καλά, αν εκεί στα σκοτεινά άντρα της Κερατέας εκυοφορήθηκαν από κάποιους παράφρονες αυτοί οι σατανικοί παραλογισμοί, τι ποιότητας διανοητικής και ψυχισμού είναι αυτοί που φανατικώς τους ακολουθούν τόσους χρόνους;
Αλλά αν πάλιν το φαινόμενου αυτό, της διανοητικής τυφλώσεως, ήτο τοπικόν, περιορισμένον στα αρβανιτοχώρια περί την Κερατέαν, πως επεξετάθη και μέσα στην καρδιά των Αθηνών και εν συνεχεία σε πόλεις και χωριά, με την ασυνείδητη πράξη του Καβουρίδη, που μπορεί να του καταλιγιστή γεροντική άνοια; Δηλαδή το «Κρεμλίνον» της Κάνιγγος 32, κατά ποιον λόγον υπάρχει και ποιοι είναι οι οπαδοί τους, αφού επί μακρόν διάστημα φρονούσαν ματθαιϊκώς; Με αλλά λόγια, ευρισκόμεθα προ μιας παρατεινομένης ομαδικής παρακρούσεως, παραισθήσεως, δαιμονικής μέθης, όπου τα πάντα απελπίζουν, και κλαίουν οι Άγιοι και οι Άγγελοι.
Παρά ταύτα, παρ’ ότι είναι τόσον αισθητός ο δαιμονισμός που εκπορεύεται από την περιοχήν της Κερατέας και εξαπλούται και σε συγγενείς περιοχές, εν τούτοις, δίκην δηλητηριωδών μανιταριών, ανεφύησαν και άλλες παρασυναγωγές (αριθμούμενες σε 6-7, ή μια χειροτέρα της άλλης, όμως όλες αμιλλώμενες σε απαιδευσίαν και παραλογισμόν, με την φιλοδοξίαν να αλώσουν και το Άγιον Όρος, όπως τεκμηριούται από την Μονήν Εσφιγμένου).
Κατηγορήθη η Ι. Κοινότης ως μη φροντίσασα εγκαίρως να προλάβη την σημερινήν κατάσταση. Δεν είναι αληθές αυτό. Και το βεβαιώνω, ως διατελέσας επί 20ετίαν Αντιπρόσωπος παρά τη Ι. Κοινότητι και τετράκις ως Πρωτεπιστάτης, που κατά το διάστημα αυτό κατεβάλλοντο προσπάθειες να διαφωτισθούν. Μάλιστα, περί το ’73 —αν θυμάμαι καλά— έγινε Διπλή Σύναξη υπό την προεδρίαν της Πατριαρχικής Εξαρχίας, επί τω σκοπώ να επανέλθη η Μονή στην κανονική τροχιάν της. Δι’ ον λόγον εστάλη υπό της Διπλής διμελής Επιτροπή, στην ταλαιπωρουμένη Μονήν, αποτελουμένη από τον τότε Μητροπολίτην Φιλίππων Αλέξανδρον και τον γράφοντα. Ειδοποιήθησαν από την προηγούμενην, ότι θα επισκεπτόμεθα την Μονήν για σχετικές διαπραγματεύσεις με τους Εσφιγμενίτες.
Οι πλανώμενοι μοναχοί εφαντάσθησαν ότι ήλθε η ώρα του μαρτυρίου και της ομολογίας των. Έκαναν αγρυπνίαν, εκοινώνησαν των αχράντων Μυστηρίων και μας ανέμεναν. Μας συνώδευσαν σε μίαν μεγάλην αίθουσαν και ευρέθημεν προ ενός θεάματος μαινομένων, φανατισμένων, ουρλιαζόντων, απειλούντων, και μέσα σε ένα πανδαιμόνιον ακαταλήπτων κραυγών, μόλις κατορθώσαμεν να τους πούμε μερικούς ειρηνικούς λόγους. Αλλά κάποιοι νεαροί εκ Πατρών και ένας εκ νυκτόβιου διαγωγής προερχόμενος, έκαναν τους «Ηρακλείς» της πίστεως. Διό και ανεχωρήσαμεν, ελπίσαντες στον χρόνον να διορθώση το ιερόν καθίδρυμα, δια του θανάτου των πολλών γερόντων, μη υποψιασθέντες ότι θα είχαμεν εισβολήν εκ του κόσμου ήδη σχισματικών, που, όπως εδείχθη, με τα φρονήματα τους και την βάρβαρον συμπεριφοράν των, όχι μόνον χριστιανοί δεν είναι, άλλ’ ούτε απλώς λογικευόμενοι κοσμικοί άθεοι. Ο Κύριος ελπίζομεν, ότι θα απαλλάξη συντόμως το «περιβόλι» της Μητρός του, συμφώνως και με τον Καταστατικόν Χάρτην, από τους ετεροδόξους ψευδομοναχούς.
ΜΟΝΑΧΟΥ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ – ΑΘΩΝΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΤΟΜΟΣ Ι’, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΠΗΛΙΩΤΗ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ