Α΄ ΜΕΡΟΣ
Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, καλοί μου φίλοι, «ἑορτὴ εἶναι ἡ συνεχὴς ὑπόμνηση τῆς σωτηρίας μας». Μία ὑπόμνηση ἡ ὁποία ἀναφέρεται ἀφ’ ἑνὸς μὲν σὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, μὲ τὰ ὁποῖα ἐκδηλώθηκαν οἱ θαυμαστὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία μας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ σὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς λυτρωτικοὺς σταθμοὺς τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας οἰκονομίας ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὴ σωτηρία.
Ναί, οἱ ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας λειτουργοῦν καθαρὰ πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση. Δηλαδὴ τόσο τῆς ἔκφρασης τῆς εὐγνωμοσύνης μας πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα ὅσα ἔκανε (καὶ κάνει) γιὰ τὴ σωτηρία μας, ὅσο κι ὡς μέσα ἀνεφοδιασμοῦ μας προκειμένου νὰ τὴν ἐπιτύχουμε.
Ὁπότε μὲ τὴν κάθε ἑορτὴ Τὸν εὐχαριστοῦμε, Τὸν ὑμνοῦμε καὶ Τὸν δοξάζουμε, καὶ παράλληλα μὲ τὴν κατάλληλη προετοιμασία μας ὁδεύουμε ἀκόμη περισσότερο πρὸς Αὐτόν.
Νὰ γιατί ἐπίκεντρο κάθε ἑορτῆς εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία ἐπειδὴ ἔχει αὐτὸν τὸν εὐχαριστιακὸ χαρακτῆρα, ὀνομάζεται καὶ Θεία Εὐχαριστία.
Ὅλες δὲ οἱ ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἔτσι δομημένες, ὥστε νὰ ἑορτάζουμε «ἐν Κυρίῳ».
Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Μάξιμος Ὁμολογητὴς «ὅλα ὅσα τελοῦνται ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας (ὅπως καὶ οἱ ἑορτὲς) ἔχουν ὑπερφυσικὸ χαρακτῆρα». Ὅσοι δὲ ἀπὸ μᾶς λαμβάνουν ὑπόψη τους αὐτὸ τὸν τόσο πνευματικὸ καὶ ὑπερφυσικό τους χαρακτῆρα καὶ τὸν βιώνουν κατὰ τὸ δυνατόν, αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἑορτάζουν ἀληθινά, «ἐν Κυρίῳ ἀγαλλόμενοι».
Παρατηρεῖ ὁ Φώτης Κόντογλου: «Οἱ γιορτὲς οἱ δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, καὶ γι’ αὐτὸ εἴχανε κάποιο ἄλλο χαρακτῆρα ἀπὸ τὶς γιορτὲς ποὺ γιορτάζουνε ὅλα τὰ ἔθνη, προπάντων σήμερα, χωρὶς καμμιὰ σημασία γιὰ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ αὐτὲς τὶς ψευτογιορτὲς ξαμολιοῦνται ὅλα τὰ βάρβαρα καὶ ἐγωϊστικὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κοιτάζει μονάχα τὴν εὐχαρίστηση τῆς σάρκας. Ἐνῷ οἱ δικές μας γιορτές, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, ἔχουνε τὴ ρίζα τους στὴ θρησκεία, ἤτανε σεμνές, πνευματικές…»[1]
* * *
Ἀλλ’ ἂς προχωρήσουμε περισσότερο …
Ὅπως ἀναφέρει ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χριστόδουλος «ἡ διαρκὴς ἀλληλοδιαδοχὴ τῶν ἑορτῶν μέσα στὸν χρόνο μετατρέπει τὸ κοσμικὸ ἡμερολόγιο σὲ ἑορτολόγιο κι ἔτσι ὅλος ὁ βίος τοῦ πιστοῦ γίνεται μία διαρκὴς ἑορτή».
Ναί, αὐτὸ ἀκριβῶς κάνει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Προκειμένου νὰ μᾶς ἁγιάσει καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ σωτηρία, θέλει ὅλος μας ὁ βίος νὰ εἶναι μία διαρκὴς ἑορτή.
Εἶναι ἑπόμενο λοιπὸν νὰ συμβαίνει αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει πάλι ὁ ἴδιος: «Τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἡμερολόγιο εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τοῦ χρόνου μας καὶ ἡ μεταμόρφωσή του σὲ Αἰωνιότητα».
Ὅλος ὁ βίος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ κάθε πιστοῦ, γίνεται κατὰ τοὺς Πατέρες, μία ἑορτή, ἕνα διαρκὲς καὶ ἀτελείωτο Πάσχα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἑορτάζει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ συνεχῶς καὶ σὲ κάθε Θεία Λειτουργία.
Οἱ πιστοὶ καλοῦνται νὰ βιώσουν τὴ ζωή τους σὰν ἕνα διαρκὲς Πάσχα, σὰν μία ἀτελείωτη περίοδο πεντηκοσταρίου, εὑρισκόμενοι μάλιστα μπροστὰ στὸ πασχαλινὸ θεϊκὸ τραπέζι τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἐξάλλου ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σημαίνει ἀναστημένη ζωή, πασχαλινὴ εὐχαριστιακὴ βίωση καὶ μετουσία, ζωή προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Κύριο, ζωή μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ζωή λειτουργημένη στὸν συνεχῆ ἁγιασμὸ τῶν Θείων καὶ Ἀχράντων Μυστηρίων, μία ζωή ἀτελείωτης καὶ αἰώνιας Κυριακῆς.
Τονίζει πολὺ ὡραῖα ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης: «Πόσο εὐχάριστη εἶναι ἡ συνέχιση τῶν ἀγαθῶν, πόσο γλυκιὰ εἶναι ἡ διαδοχὴ τῆς χαρᾶς! Νὰ λοιπὸν ἡ ἑορτὴ διαδέχεται τὴν ἑορτὴ καὶ στὴ θέση μιᾶς δωρεᾶς παίρνουμε ἄλλη χάρη»[2]
Ὁ ἀείμνηστος Καθηγητὴς τῆς Θεολογίας Γεώργιος Γ. Γαλίτης παρατηρεῖ:
«Ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς σωτηρίας καὶ ἡ σωτηρία δὲν μπορεῖ νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τὴν ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βιοῦται μέσα στὸν λειτουργικὸ χρόνο καὶ ὁ λειτουργικὸς χρόνος εἶναι ἡ βίωση τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος στὸ παρόν. Ὅταν λέμε «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει», τὸ ἐσχατολογικὸ γεγονὸς ποὺ ἔγινε κάποτε τὸ βιώνουμε σήμερα.
Οἱ ἔσχατες ἡμέρες ἄρχισαν μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καὶ τελειώνουν μὲ τὴν ἐπανέλευση τοῦ Χριστοῦ. Στὴν πρώτη ἔλευση ὁ Χριστὸς ἦρθε, γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο διὰ τῆς Ἐκκλησίας, στὴν δεύτερη θὰ ἔρθει, γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, νὰ κρίνει ποιὸς δέχθηκε τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας καὶ ποιὸς τὸ ἀπέρριψε. Αὐτὰ τὰ ἔσχατα τὰ βιώνουμε ὡς παρὸν μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ὅταν λέμε «Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός», μεταφέρουμε στὸ σήμερα τὸ ἐσχατολογικὸ γεγονὸς τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στὴν Ἐκκλησία βιώνουμε τὴν ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς λειτουργικὸ παρόν. Καὶ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ αὐτονομηθεῖ ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς σωτηρίας».
Πραγματικὰ ἡ Ἐκκλησία διὰ τοῦ ἑορτολογίου της μεταμορφώνει τὸν χρόνο, ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος συνεχῶς νὰ ζεῖ σὰν νὰ εἶναι στὸ «σήμερα» τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπὸ τώρα νὰ προγεύεται τῆς Βασιλείας Του.
Νὰ γιατί λέμε:
> «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον, καὶ τοῦ ἀπ’ αἰῶνος Μυστηρίου ἡ φανέρωσις…», στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου
> «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου…», στὴν γέννηση τοῦ Κυρίου
> «Σήμερον ὁ Χριστὸς βαπτίζεται ἐν Ἰορδάνῃ…», στὴν βάπτισή Του
> «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου…» κατὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα
> «Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ γέγονεν…»
Ἔτσι ὡς πιστοὶ ζοῦμε τὰ ἅγια καὶ σωτήρια Θεῖα γεγονότα σὰν νὰ γίνονται «σήμερα» καὶ χωρὶς νὰ δεσμεύονται ἀπ’ τὸν χρόνο, ἀφοῦ ἡ σωστική τους χάρη «διαμένει εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος». Γιατί τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον ἑνώνονται σ’ ἕνα διαρκὲς παρὸν τῆς Θείας παρουσίας. Σ’ ἐκεῖνο τὸ αἰώνιο «νῦν» (= τώρα). Τὰ γεγονότα ποὺ συνδέονται μὲ τὴ σωτηρία μας, συνέβησαν βέβαια σὲ κάποια στιγμὴ στὸ (γήινο) χρόνο, σωτηριολογικὰ ὅμως ἰσχύουν πάντοτε καὶ στὸ διηνεκές.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ μακαριστὸς π. Γεώργιος Μεταλληνός, «κάθε χρονικὴ στιγμὴ μεταβάλλεται σὲ «καιρὸ» (δυνατότητα) σωτηρίας. Κατ’ ἐξοχὴν «καιρὸς» εἶναι ἡ ἑορτή, αὐτὴ ἡ λειτουργικὴ «ἀνάμνηση» τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς φιλανθρωπίας Του. Ἡ ἑορτὴ εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς νοσταλγίας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ αἰώνιο ποὺ ἐνσαρκώνουν οἱ τιμώμενοι Ἅγιοι καὶ τὰ σωτηριολογικὰ γεγονότα. Οἱ ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας συνδέονται ὄχι μὲ κάποιο μῦθο, ὅπως στὰ εἰδωλολατρικὰ μυστήρια, ἀλλὰ μὲ ἱστορικὰ πρόσωπα καὶ γεγονότα. Ἤδη τὸν α΄ αἰῶνα καθιερώθηκε ἡ ἑορτὴ τῆς Κυριακῆς, ὡς πρώτη ἡμέρα τῆς ἀναδημιουργίας ὅλης τῆς κτίσεως, ἡ ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης. Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ κορύφωση τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάθε μέρα εἶναι ἐκκλησιαστικὴ ἑορτή, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ τελεσθεῖ κατ’ αὐτὴν ἡ Θεία Εὐχαριστία».
Αὐτὸν τὸν λειτουργικὸ χρόνο τὸν παρατηρεῖ κανεὶς ἀκόμη καὶ στὴν εἰκονογραφία τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ πρόσωπα, τὰ ἱστορικὰ πρόσωπα, ἐκεῖνα ποὺ ὑπῆρξαν καὶ ἔδρασαν κάποια συγκεκριμένη χρονικὴ περίοδο, εἰκονίζονται μὲ μία προοπτικὴ αἰωνιότητας, ὅταν μάλιστα καὶ αὐτὰ συνδέονται μὲ τὸν ἑορταστικὸ κύκλο. Κι ἐδῶ εἶναι τὸ καταπληκτικό. Τὰ εἰκονιζόμενα αὐτὰ ἱστορικὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν σὲ ὅλες τὶς τάξεις τῶν ἁγίων, μαζὶ μὲ τοὺς σημερινοὺς πιστούς, ἀποτελοῦν πλέον μία κοινωνία, τὴν κοινωνία τοῦ Χριστοῦ, μία προτύπωση τῆς σύνδεσης τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸ ἄκτιστο ποὺ ὑπερβαίνει τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητὴς ὀνομάζει «αἰῶνα» αὐτὸ ποὺ θὰ λέγαμε Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στὴν δὲ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει χρόνος.
Ὁπότε οἱ ἐκκλησιαστικές μας ἑορτὲς σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν εἶναι ἱστορικὲς ἐπέτειοι. Τὰ ἑορταζόμενα καὶ τιμώμενα πρόσωπα εἶναι παρόντα, τὰ δὲ γεγονότα συνεχίζονται στὸν χρόνο καὶ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ εἶναι καὶ τὸ αἰώνιο παρόν.
Ὅπως ὑπέροχα ἐλέχθη «ὅλοι οἱ ἅγιοι δὲν εἶναι ἱστορικὰ παραδείγματα, ποὺ πρέπει νὰ γυρίσουμε πίσω γιὰ νὰ τὰ δοῦμε, ἀλλ’ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς περιμένουν στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν κι ἑπομένως πορευόμαστε ἐμπρὸς καὶ βλέπουμε τὰ χαριτωμένα πρόσωπά τους νὰ μᾶς καλοῦν ἐκεῖ ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ θὰ βροῦμε τὴ ζωή τοῦ “μέλλοντος αἰῶνος”»[3]
Ἀλλὰ θὰ συνεχίσουμε καὶ στὸ ἑπόμενο, στὸ ὁποῖο καὶ θὰ ὁλοκληρώσουμε τὸ θέμα μας …
Σημειώσεις:
[1] Βλ. «ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ». [2] Βλ. «ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑ ΣΤΕΦΑΝΟΝ». [3] Βλ. περιοδικὸ «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ» Ἱ. Μ. Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης «Τιμὴ Μάρτυρος μίμησις Μάρτυρος».