Ἐφ. 2, 14-22
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστινου
«Ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ
πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν
ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ»
(Ἐφ. 2, 19)
ΟΣΟΙ, ἀγαπητοί μου, ὅσοι ἀναγκασθήκατε νὰ βρεθῆτε μακριὰ ἀπὸ τὴν εὐλογημένη πατρίδα μας, μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο τῶν προγόνων σας, μακριὰ ἀπὸ τὸ ταπεινὸ χωριὸ ὅπου γεννηθήκατε, γνωρίζετε τί θὰ πῇ πίκρα τῆς ξενιτειᾶς. Δὲν ἐννοῶ ἐκείνους ὅπου ἔχουν τὰ πολλὰ λεφτὰ καί, σύμφωνα μὲ τὴ μόδα ποὺ ἐπικρατεῖ τώρα, κάνουν κάθε τόσο ταξίδια ἀναψυχῆς ἐκτὸς Ἑλλάδος καὶ περνοῦν τὶς διακοπές τους στὸ ἐξωτερικό˙ αὐτοὶ τὸ θέλουν καὶ βγαίνουν ἔξω. Ἐννοῶ ἐκείνους ποὺ ξενιτεύονται παρὰ τὴ θέλησί τους, εἴτε γιὰ νὰ βροῦν δουλειὰ καὶ νὰ ζήσουν, εἴτε γιὰ νὰ παρακολουθήσουν ἀνώτερες σπουδές, εἴτε γιὰ νὰ ὑποβληθοῦν σὲ μιὰ δύσκολη ἐγχείρησι, εἴτε γιὰ κάποια ἄλλη παρομοία ἀνάγκη. Αὐτοὶ ἔχουν δοκιμάσει τὸν πόνο τοῦ ξενιτεμένου.
Αὐτὸς ποὺ ξενιτεύεται ἀποχαιρετᾷ
μὲ θλῖψι καὶ δάκρυα στὰ μάτια συγγενεῖς καὶ φίλους κʼ ἐπιβιβάζεται στὸ
ἀεροπλάνο ἤ στὸ πλοῖο γιὰ τὸ ὑπερπόντιο ταξίδι. Κι ὅπταν πλέον φθάνει
στὸ μακρινὸ τόπο τοῦ προορισμοῦ του καὶ τὰ πόδια του πατοῦν τὴν ξένη γῆ,
βρίσκεται ἐκεῖ σὰν ζαλισμένος, σὰν τὸ πουλὶ ποὺ στερήθηκε τὴ φωλιά του.
Ὁ ξενιτεμένος αἰσθάνεται, τί θὰ πῇ νὰ ζῇς ξένος μέσα σὲ ξένους, μὲ
διαφορετικὴ νοοτροπία καὶ διαφορετικὲς συνήθειες, ἀνθρώπων ποὺ μιλοῦν
μιὰ ἄγνωστη γλῶσσα καὶ δὲν μπορεῖς καλὰ – καλὰ νὰ συνενοηθῇς μαζί τους. Ὁ
μετανάστης ξέρει τί θὰ πῇ νὰ ἀγωνίζεσαι, μὲ κόπο καὶ κινδύνους, μὲ
ἱδρῶτα καὶ ἀγωνία, γιὰ νὰ βγάλῃς τὸ ψωμί σου, καὶ κανένας γύρω σου νὰ μὴ
δείχνῃ γιὰ σένα ἐνδιαφέρον καὶ συμπαράστασι. Ὁ ξενιτεμένος γνωρίζει, τί
θὰ πῇ νʼ ἀντιμετωπίζῃς τοὺς σκληροὺς νόμους τοῦ ξένου κράτους, τὶς
ηὐξημένες ἀπαιτήσεις τοῦ ἐργοδότου, ποὺ θέλει ἀπὸ τὸν ταλαίπωρο
μετανάστη – ἐργάτη ὅλο καὶ μεγαλύτερη παραγωγή, ὅλο καὶ ὑψηλότερη
ποιότητα προϊόντων. Ἀνθυγιεινὲς συνθῆκες ἐργασίας, σιδηρᾶ πειθαρχία,
ἀνταγωνισμός, κʼ ἐπὶ πλέον μοναξιά, καημὸς γιὰ τὴν πατρίδα, νοσταλγία
γιὰ τοὺς οἰκείους˙ νὰ πῶς βγαίνει τὸ ψωμὶ στὰ ξένα.
– Ἀλλά, θὰ πῇ κάποιος, τί ἔπαθες; Ἐμεῖς περιμένουμε νʼ
ἀκούσουμε κήρυγμα; Πῶς λὲς τώρα αὐτά; Τί σχέσι ἔχουν αὐτὰ μὲ τὸ κήρυγμα;
Ἐμεῖς περιμένουμε νὰ ἐξηγήσῃς τὰ θεῖα λόγια, κʼ ἐσὺ μᾶς μιλᾷς γιὰ τὴν
ξενιτειὰ καὶ τὰ βάσανα τῶν ξενιτεμένων; Μήπως ξέχασες τί ἤθελες νὰ πῇς.
Ὄχι, ἀγαπητοί μου, δὲν ξέχασα τί θέλω νὰ πῶ. Εἴμεθα μέσα στὸ
θέμα. Διότι γιὰ ξενιτεμένους ὁμιλεῖ καὶ ὁ ἀπόστολος σήμερα. Παρακαλῶ
προσέξτε.
* * *
Μετὰ τὴν παρακοὴ τῶν
πρωτοπλάστων, τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, καὶ τὴν ἐκδίωξί τους ἀπὸ τὸν
παράδεισο, τὸν πρῶτο ἐκεῖνο ζεῦγος καὶ ὅλο ἐν συνεχείᾳ τὸ ἀνθρώπινο
γένος, ὅλοι δηλαδὴ ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοί τους, βρεθήκαμε μακριὰ ἀπὸ τὴν
ἀρχική μας πατρίδα καὶ ζοῦμε ἐδῶ στὴν ταλαίπωρη αὐτὴ γῆ. Καὶ λέμε
ταλαίπωρη τὴ γῆ αὐτή, διότι καθημερινῶς ποτίζεται μὲ τὸν ἱδρῶτα, μὲ τὸ
δάκρυ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ αἷμα τῶν τέκνων τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας. Ἔρχονται
βέβαια στιγμὲς ποὺ τὰ λησμονοῦμε αὐτά, καὶ τότε θεωροῦμε τὴ γῆ αὐτὴ
ὡραία, πολὺ ὡραία, καὶ τὴ ζωή μας πάνω σʼ αὐτὴν εὐτυχισμένη. Ἀλλʼ ὅταν
θυμηθοῦμε, πῶς βρεθήκαμε στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ πῶς κυλᾷ ἐδῶ ἡ ζωή μας,
τότε νοσταλγοῦμε τὴν οὐράνια πατρίδα καὶ νιώθουμε τὴ γῆ αὐτὴ σὰν
ξενιτειά. Νιώθουμε ὅπως οἱ Ἑβραῖοι ὅταν βρέθηκαν αἰχμάλωτοι στὴ
Βαβυλῶνα. Ἦταν ἀπαρηγόρητοι. Δὲν εἶχαν διάθεσι νὰ ποῦν ψαλμοὺς καὶ
ἄσματα τῆς πατρίδας τους. Κρέμασαν στὶς ἰτιὲς πλάϊ στὸ ποτάμι τὰ ὄργανά
τους καὶ θρηνοῦσαν τὴν ἐξορία τους (βλ. Ψαλμ. 136ος). Μεγάλα πνεύματα
τῆς ἀνθρωπότητος, ποὺ ὕψωσαν τὸ νοῦ τους ὑπεράνω τῶν ἐγκοσμίων καὶ
φιλοσόφησαν ἐπάνω στὴν ταλαιπωρία τοῦ κόσμου τούτου, αὐτοὶ μίλησαν μὲ
νοσταλγία γιὰ τὴν ἀληθινή μας πατρίδα, τὸν παράδεισο, τὴν πατρίδα ποὺ
εἴχαμε κάποτε καὶ τὴ χάσαμε. Αὐτοὶ μίλησαν καὶ ἔγραψαν γιὰ τὸν
«ἀπολεσθέντα παράδεισο». Ξενιτεμένοι, λοιπόν, εἴμεθα ὅλο τὸ ἀνθρώπινο
γένος ἐδῶ στὴ γῆ. Καὶ ὄχι μόνο ξενιτεμένοι ἀλλὰ κάτι χειρότερο.
– Ὑπάρχει καὶ χειρότερο; θὰ πῆτε.
Ὑπάρχει. Τὸ δὲ χειρότερο κι ἀπὸ τὴν ξενιτειὰ εἶνε, ἀγαπητοί
μου, ἡ ἐξορία. Ἄλλο ξενιτειὰ καὶ ἄλλο ἐξορία. Διότι στὴν ξενιτειὰ
πηγαίνει κανείς, μὲ βαρειὰ βέβαια τὴν καρδιά, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι
θὰ βρῇ κάτι ποὺ δὲν τὸ βρῆκε στὴν πατρίδα του˙ εἴτε ἐργασία καὶ μέλλον,
εἴτε σπουδὲς καὶ πνευματικὰ ἐφόδια, εἴτε τὴν ὑγεία του, εἴτε κάτι ἄλλο
παρόμοιο. Κʼ ἔν πάσῃ περιπτώσει, ἄν δὲν τοῦ ἀρέσῃ στὴν ξενιτειά,
ἐλεύθερος εἶνε νὰ ἐπιστρέψῃ στὸν τόπο του. Ἀλλὰ στὴν ἐξορία διαφέρει τὸ
πρᾶγμα. Ἐκεῖ τὸν ἐξαποστέλλουν ἤ τὸν ἁρπάζουν καὶ τὸν ὁδηγοῦν
ἀναγκαστικὰ καὶ διὰ τῆς βίας, χωρὶς νὰ τὸν ἐρωτήσουν ἄν θέλῃ νὰ πάῃ, καὶ
χωρὶς καμμιὰ ἐλπίδα γιὰ κάτι καλύτερο. Οἱ ἐξόριστοι ὁδηγοῦνται στὸν
ξένο τόπο διωγμένοι καὶ τιμωρημένοι. Φθάνουν ἐκεῖ ξένοι κι ἄγνωστοι,
φτωχοὶ καὶ πεινασμένοι. Καὶ ζοῦν στὸ ἑξῆς μόνοι κʼ ἔρημοι, ῥακένδυτοι
καὶ γυμνοί, ταπεινωμένοι κʼ ἐξευτελισμένοι, χωρὶς νὰ ξέρουν ἄν θʼ
ἀξιωθοῦν νὰ γυρίσουν ποτὲ στὸν τόπο τους ἤ θʼ ἀφήσουν ἐκεῖ πλέον τὰ
κόκκαλά τους.
Κατὰ παρόμοιο τρόπο βρέθηκαν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, κι ὅλο τὸ
ἀνθρώπινο γένος, ἐδῶ στὴ γῆ μετὰ τὴν παρακοὴ καὶ τὸ προπατορικὸ
ἁμάρτημα. Ὄχι ἁπλῶς ξενιτεμένοι, ἀλλὰ ἐξόριστοι˙ διωγμένοι ἀπʼ τὸν
παράδεισο καὶ κυνηγεμένοι ἀπὸ τὴν φλογίνη ῥομφαία τῶν χερουβίμ (βλ. Γέν.
3, 24). Ντροπιασμένοι κʼ ἐξαθλιωμένοι ἄρχισαν καὶ συνεχίζουν ἀκόμα τὴ
ζωή τους οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδὰμ ἐπάνω στὴν φλούδα τῆς γῆς, σʼ αὐτὴ τὴν
«κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος» (Ψαλμ. 83, 6). Ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὸ Θεό,
ἀπομονωμένοι ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους. Οἱ σχέσεις τους μὲ τὸν
οὐρανὸ ψυχρές, παγερές, ἐχθρικές.
Ἀλλά, δόξα τῷ Θεῷ, ἡ θλιβερὰ αὐτὴ κατάστασι δὲν διήρκεσε διὰ
παντός. Ὅπως γιὰ τὸν ξενιτεμένο καὶ πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν ἐξόριστο ἡ
πιὸ χαρμόσυνη εἴδησι εἶνε νὰ τοῦ ἀναγγείλουν, ὅτι ἡ ταλαιπωρία του ἤ ἡ
ποινή του τελείωσε κι ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νὰ γυρίσῃ στὸν τόπο του, ἔτσι ὁ
πανάγαθος Θεὸς δὲν ἄφησε τὸν Ἀδὰμ καὶ τοὺς ἀπογόνους του αἰωνίως στὴν
ἐξορία καὶ στὴν ἀποξένωσι. Ἔστειλε τὸν Υἱό του τὸν μονογενῆ, τὸν Κύριον
ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ ἔφερε σʼ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους χαρμόσυνο μήνυμα.
Μᾶς ἔφερε τὸ μήνυμα τῆς συγχωρήσεως, τῆς συμφιλιώσεως καὶ τοῦ
ἐπαναπατρισμοῦ. Εἰρήνη καὶ συμφιλίωσις μὲ τὸ Θεό, ἐπάνοδος τῶν ἐξορίστων
στὴν ἀγαπημένη πατρίδα!
Τώρα ὁ δρόμος ἄνοιξε. Μποροῦν νὰ ξαναγυρίσουν στὸν παράδεισο
ὅλοι οἱ ἐξόριστοι˙ ὄχι μόνο αὐτοὶ ποὺ ἦταν ἐκτοπισμένοι σὲ κοντινὸ
μέρος, ἀλλὰ κι αὐτοὶ ποὺ ἦταν ἐκτοπισμένοι στὸ πιὸ ἀπομακρυσμένο σημεῖο.
Διότι γιὰ τοὺς ἐξορίστους, εἴτε αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐκτοπισθῆ κοντὰ εἴτε
αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐκτοπισθῆ μακριά, ἡ ἐξορία εἶνε ἐξ ἴσου πικρή, ἀφοὺ καὶ
οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ στεροῦνται τὴν πατρίδα. Γιὰ τὸ Θεὸ ὅμως δὲν ὑπάρχει
δυσκολία, δὲν ὑπάρχουν μικρὲς καὶ μεγάλες ἀποστάσεις˙ ὅλες οἱ ἀποστάσεις
γεφυρώνονται. Ὁ Χριστός, λέει σήμερα ὁ Ἀπόστολος, ἔφερε μήνυμα εἰρήνης
καὶ στοὺς «μακρὰν» καὶ στοὺς «ἐγγύς» (Ἐφ. 2, 17). Τί ἐννοεῖ; Ποιοί εἶνε
οἱ «μακράν»; Εἶνε τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, εἴμεθα ἐμεῖς˙ ὅσοι δηλαδὴ δὲν
εἴχαμε προηγουμένως καμμία σχέσι μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἀλλὰ λατρεύαμε τὰ
εἴδωλα. «Μακρὰν» εἶνε οἱ ἐθνικοί, ὅλοι ὅσοι γίναμε χριστιανοὶ
προερχόμενοι ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Καὶ ποιοί εἶνε οἱ «ἐγγύς»; «Ἐγγὺς»
εἶνε οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ ἐγνώριζαν μὲν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν παλαιὰ
διαθήκη, ἀλλʼ ἁμάρτησαν κι αὐτοὶ πάρα πολύ, ἀφοῦ ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ
σταυρώσουν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ Χριστό. Καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ ἦταν
ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀλλὰ νὰ τώρα, καὶ οἱ δύο παρατάξεις γίνονται
δεκτὲς νὰ ἐπανέλθουν στὸν οὐράνιο πατέρα.
* * *
Μὲ τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Χριστοῦ
καὶ μὲ ὅλο τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο του δόθηκαν στὸν κόσμο δύο μεγάλες
εὐλογίες. Ἡ πρώτη εὐλογία εἶνε, ὅτι Ἰουδαῖοι καὶ εἰδωλολάτρες, ποὺ μέχρι
τότε ἔτρεφαν μεταξύ τους τὸ ἄσπονδο μῖσος καὶ εἶχαν τρομερὴ ἔχθρα, τώρα
εἰρηνεύουν. Γίνονται φίλοι καὶ ἀδελφοί. Οἱ δύο κόσμοι γίνονται ἕνας.
«Οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος». Δὲν ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ εἰδωλολάτρου
καὶ Ἰουδαίου, γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Κολ. 3, 11).
Ὁ Χριστὸς ἕνωσε τοὺς δύο ἀντιμαχόμενους κόσμους, τὸν κόσμο τῶν
Ἰουδαίων καὶ τὸν κόσμο τῶν εἰδωλολατρῶν, σὲ ἕνα σῶμα, τὸ σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας του. Μικρὴ εὐλογία εἶνε αὐτό; Ἡ δευτέρα ὅμως εὐλογία εἶνε
ἀκόμη πιὸ μεγάλη. Ποιά εἶνε αὐτή; Ὅτι ὁ Χριστός, ἀφοῦ εἰρήνευσε μεταξύ
τους τοὺς δύο ἀντιμαχόμενους κόσμους, ἀφοῦ τοὺς ἔνωσε σὲ ἕνα σῶμα,
ταὐτοχρόνως συμφιλίωσε καὶ τοὺς δύο μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ἔτσι
κατώρθωσε νὰ ἐπαναφέρῃ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους στὸν Θεό. Στὸ ἑξῆς οἱ
ἄνθρωποι, εἴτε ἐξ Ἰουδαίων προέρχονται εἴτε ἐξ εἰδωλολατρῶν, δὲν
αἰσθάνονται πλέον ἐξόριστοι καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν οὐράνια πατρίδα. Δὲν
αἰσθάνονται ξένοι πρὸς τὸν οὐράνιο κόσμο, τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ, τοὺς
ἁγίους καὶ τοὺς δικαίους. Μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὸν θεῖο αὐτὸ καὶ
ἀνθρώπινο ὀργανισμό, ἤδη ἀπὸ τώρα συναναστρέφονται καὶ ζοῦν μαζὶ μὲ τοὺς
ἁγίους. Νιώθουν ἐξοικειωμένοι μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸ λέει ὁ Ἀπόστολος σήμερα˙
Δὲν εἶστε πλέον «ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ
οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 2, 19).
* * *
Ἀγαπητοί μου!
Μὲ τὸ βάπτισμά μας στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἐμεῖς οἱ ξένοι
καὶ ἐξόριστοι, γίναμε οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωὴ σʼ αὐτὴ τὴ γῆ ἀπέβαλε τὴν
ἀπομόνωσι τῆς ξενιτειᾶς καὶ τὴν πικρία τῆς ἐξορίας. Ἀπέκτησε τὴν
οἰκειότητα μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀδελφικὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς ἁγίους, ποὺ
εἶνε τὰ προσφιλῆ τέκνα τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχει μεγαλυτέρα τιμὴ καὶ μεγαλυτέρα χαρὰ ἀπὸ τὸ νὰ πλησιάσουμε στὸ Θεό, νὰ γίνουμε φίλοι καὶ «οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (ἔ,ἀ); Οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν μεγάλο πρᾶγμα τὴ φιλία καὶ τὶς στενὲς σχέσεις μὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς. Ἀλλʼ ὁ Θεὸς εἶνε ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ ὁ Κύριος τῶν κυριευόντων. Ἡ φιλία καὶ ἡ οἰκειότης μὲ τὸ Θεὸ εἶνε ἡ μόνη ποὺ ἀξίζει. Ἐμπρὸς σʼ αὐτὴ τὴν οἰκειότητα ὁποιαδήποτε ἄλλη οἰκειότης εἶνε μηδέν.
Ἀλλʼ ἄς μὴ παρεξηγήσουμε τὴν οἰκειότητα. Ἡ οἰκειότης δὲν καταργεῖ τὸν θεῖο φόβο καὶ σεβασμό. Διότι ἡ οἰκειότης χαρίζεται μόνο σὲ ὅσους ἔδειξαν προηγουμένως φόβο Θεοῦ καὶ τήρησαν τὸν θεῖο νόμο. Παράδειγμα ὁ προφήτης Ἡλίας. Ἐπειδὴ τηροῦσε μὲ ζῆλο τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, εἶχε ἔπειτα τὸ θάρρος νὰ ζητᾷ καὶ νὰ γίνωνται τὰ δυσκολώτερα ἀκόμη πράγματα, ὅπως τὸ νʼ ἀνοίγῃ καὶ νὰ κλείνῃ τὸν οὐρανό (βλ. Ἰακ. 5, 17-18). Τήρησε, ἐπομένως, κʼ ἐσὺ πρῶτα ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε θὰ αἰσθανθῇς τὴν οἰκειότητα τοῦ Θεοῦ˙ τὴν οἰκειότητα μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Οἰκειότης μὲ τὴν καλὴ ἔννοια θὰ πῇ, νὰ πλησιάζῃς στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ ὄχι μὲ τὸ θράσος καὶ τὴν ἰταμότητα ἑνὸς ξένου καὶ ἀγροίκου, ἀλλὰ μὲ τὸ θάρρος καὶ τὸ σεβασμὸ τοῦ γνωρίμου καὶ οἰκείου˙ ὅπως τὸ παιδὶ πλησιάζει τὸν πατέρα, τὸν ὁποῖο σέβεται καὶ ἀγαπᾷ.
Ὡς ὑπάκουα λοιπὸν παιδιὰ τοῦ Κυρίου ἄς προσευχώμεθα μὲ πίστι σʼ αὐτὸν. Μὲ ἐμπιστοσύνη ἄς τοῦ ἀναθέτουμε ὅλες μας τὶς ἐλπίδες. Αὐτὴ εἶνε ἡ καλὴ οἰκειότης. Καὶ ἔτσι θὰ ἔχουμε ἐλπίδα, στὴν ἄλλη ζωὴ νʼ ἀπολαύσουμε ἀκόμη μεγαλυτέρας οἰκειότητος. Τότε ὄχι ἁπλῶς θὰ βλέπουμε τὸ Θεὸ καὶ θὰ τοῦ ὁμιλοῦμε, ἀλλὰ καὶ θὰ ἑνωθοῦμε μαζί του αἰωνίως. Ἀμήν.