Κυριακὴ Ι΄ Λουκᾶ (Λουκ. 13,10-17)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος… ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· Ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι…» (Λουκ. 13,14)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τί λέει; Ἕνα θαῦμα. Ποιό τὸ θαῦμα;
Ἦταν μιὰ γυναίκα ἄρρωστη ἐξ ἐπηρείας σατανικῆς. Διότι ὑπάρχουν
καὶ ἀσθένειες ποὺ προέρχονται ὄχι ἀπὸ φυσιολογικὰ αἴτια, ἀλλὰ ἀπὸ
μυστηριώδεις αἰτίες, καὶ ἂς λένε οἱ ἄπιστοι. Ἐγὼ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο·
καὶ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ. 13,10-17) μᾶς λέει, ὅτι μιὰ αἰτία
τῶν ἀσθενειῶν εἶνε καὶ ἡ ἐπήρεια τῶν δαιμόνων. Λέει καθαρὰ τὸ θεόπνευστο
κείμενο, ὅτι αὐτὴ τὴ γυναῖκα τὴν «ἔδεσε ὁ σατανᾶς» δεκαοκτὼ ὁλόκληρα
χρόνια (ἔ.ἀ. 13,16). Πῶς θὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε αὐτό; Ἐλᾶτε, σεῖς οἱ
μοντέρνοι θεολόγοι, ποὺ θέλετε νὰ φέρετε καινούργια δαιμόνια στὴν
πατρίδα μας. Ἐγὼ πιστεύω, ὅτι ὑπάρχει διάβολος, ὅτι ὑπάρχουν
μυστηριώδεις δυνάμεις μέσα στὸ σύμπαν, ποὺ ἀνακατεύουν τὸν κόσμο
ὁλόκληρο. Καὶ αὐτὴ τὴ γυναῖκα λοιπόν, λέει, τὴν ἔδεσε ὁ σατανᾶς
δεκαοκτὼ χρόνια. Τὴν ἔκανε νὰ περπατάῃ μὲ τὰ τέσσερα καὶ νὰ φαίνεται ἀπὸ
μακριὰ σὰν τετράποδο.
Ἅπλωσε, λέει τὸ εὐαγγέλιο,
ἐπάνω της τὰ ἅγιά του χέρια, ἐκεῖνα τὰ χέρια ποὺ μιὰ μέρα θὰ καρφώνονταν
ἐπάνω στὸ σταυρό, καὶ ἀμέσως, ἐκείνη ποὺ ἤτανε ἕνα κουβαράκι, σηκώθηκε
ὄρθια καὶ ἔγινε κυπαρίσσι.
Θαῦμα ἦταν αὐτό. Τὸ εἶδαν ὅλοι, καὶ ὅλοι εἶπαν «Δόξα σοι, ὁ
Θεός». Ὅλοι; Λάθος ἔκανα. Προσέξατε τὸ εὐαγγέλιο; Ἕνας δὲν εἶπε «Δόξα
σοι, ὁ Θεός». Ἄνοιξε τὸ στόμα, ἡ ὀχιά, γιὰ νὰ ῥίξῃ φαρμάκι, γιὰ νὰ
παρουσιάσῃ τὸ Χριστὸ ὅτι εἶνε …παραβάτης τοῦ νόμου. Ποιός ἦταν αὐτός;
Ἐκεῖνος ποὺ ἔπρεπε νὰ χαρῇ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους, ὁ προϊστάμενος τῆς
συναγωγῆς. Αὐτὸς λοιπόν, ὁ μορφωμένος, ὁ κύριος τῆς συναγωγῆς, αὐτός,
λέει, φαρμακώθηκε. Γιατί ἆραγε; Ποιό ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἔκανε νὰ
λυπηθῇ; Ποιό ἦταν; Ὁ φθόνος!
* * *
Θὰ ἤθελε σήμερα νὰ σᾶς πῶ, τί
πληγή, τί κακό, τί φαρμάκι, τί φοβερὸ πρᾶγμα εἶνε ὁ φθόνος· νὰ σᾶς δώσω
τὸν ὁρισμὸ τοῦ φθόνου, νὰ σᾶς δείξω τὰ συμπτώματα τῆς τρομερῆς αὐτῆς
ἀσθένειας, νὰ σᾶς ἐκθέσω τὶς φρικτὲς συνέπειές της μέσα στὴν παγκόσμια
ἱστορία ἀλλὰ ἰδιαιτέρως στὸ ταλαίπωρο ἔθνος μας· καὶ τέλος νὰ ὑποδείξω
τὰ φάρμακά της.
Τί εἶνε ὁ φθόνος; Εἶνε
λύπη, λύπη μέσ᾿ στὴν καρδιά. Θέλετε νὰ δῆτε τὸ φθόνο; Ἀντέστε στὰ
χωριά. Ὅσο μικρότερη εἶνε ἡ κοινωνία, τόσο μεγαλύτερος εἶνε ὁ φθόνος.
Ἔκανε λ.χ. τὸ σταυρό του ὁ γεωργὸς κ᾿ ἔσπειρε, καὶ τὸ χωράφι του εἶνε
γεμᾶτο καρπό; Ὁ γείτονας ἔχει πένθος· γιατί νὰ καρπίσῃ τὸ χωράφι του! Οἱ
ἐλιὲς κάποιου εἶνε κατάφορτες καὶ θά ᾿χῃ πλούσιο λάδι; Θὰ φθονήσουν οἱ
γείτονες. Γέννησαν τὰ πρόβατα τοῦ ἑνός; Θὰ λυπηθῇ ὁ ἄλλος. Πάντρεψε τὸ
κορίτσι του, ἔκανε γάμο, τὸ παιδί του σπουδάζει, εἶνε ἔξυπνο, προοδεύει;
Θὰ φθονήσῃ ὁ ἄλλος.
Φθόνος μεγάλος στὰ χωριά, ἀλλὰ φθόνος καὶ στὶς πόλεις, καὶ
παντοῦ. Προοδεύει ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα; Θὰ βρεθοῦν ὀχιές, ποὺ θὰ ῥίξουν
φαρμάκι. Πάει καλὰ μιὰ ἐπιχείρησι; Θὰ φθονήσῃ ὁ ἄλλος ἐπιχειρηματίας.
Δὲν ὑπάρχει στάδιο, τομέας τῆς ἐθνικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς ποὺ νὰ μὴν
εἰσχωρῇ αὐτὸς ὁ τεράστιος ὄφις. Θὰ τὸν βρῇς κουλουριασμένο στὶς σελίδες
τῆς παγκοσμίου ἱστορίας, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως τοῦ ταλαιπώρου ἔθνους μας.
Θέλετε νὰ δῆτε τί κάνει ὁ φθόνος; Παντρεύτηκαν δύο παιδιά,
μιὰ κοπέλλα ἡλιοστάλαχτη κ᾿ ἕνας λεβέντης μ᾿ ὅλα τὰ χαρίσματα. Ἐνῷ ὅμως
ζοῦν ἀγαπημένοι, ξαφνικὰ ὑποβάλλουν αἴτησι γιὰ διαζύγιο. Ποιός
διάβολος μπῆκε ἀνάμεσα στὸ ἀντρόγυνο καὶ τὸ διέλυσε; Θὰ ἔπρεπε γι᾿
αὐτοὺς νὰ χαροῦν ὅλοι, φίλοι καὶ ἐχθροί. Ἕνας δὲν χαίρεται. Ποιός; Ἡ
μάνα τοῦ νέου. Βλέπει ν᾿ ἀγαπάῃ τὸ παιδὶ τὴν κόρη, κι αὐτὴ λυσσάει.
Προσπαθεῖ νὰ τοὺς χωρίσῃ. Ἀπὸ τὸ φθόνο της, ἡ μάνα τοῦ παιδιοῦ ἀπέκτησε
ὄνομα· εἶνε ἡ «κακιὰ πεθερά».
Ποῦ νὰ πᾶμε καὶ νὰ μὴ δοῦμε τὸ φθόνο; Λέει σὲ κάποιο ἀρχαῖο
βιβλίο, ὅτι ἕνας βασιλιᾶς εἶχε στὰ ἀνάκτορά του δυὸ ἀνθρώπους. Ὁ ἕνας
ἦταν πλεονέκτης, ὁ ἄλλος φθονερός. Ὁ βασιλιᾶς ἤθελε νὰ δῇ ποιά κακία ἀπὸ
τὶς δύο εἶνε μεγαλύτερη, ἡ πλεονεξία ἢ ὁ φθόνος; Καλεῖ καὶ τοὺς δυὸ καὶ
τοὺς λέει·
–Ἀποφάσισα νὰ σᾶς κάνω ἕνα δῶρο. Ζητῆστε μου ὅ,τι θέλετε· καὶ
ὅ,τι ζητήσῃ ὁ ἕνας, θὰ δώσω τὸ διπλάσιο στὸν ἄλλο. Ἂν μοῦ ζητήσῃ ὁ ἕνας
10 λίρες, ὁ ἄλλος θὰ πάρῃ 20. Μπρός λοιπόν, πέστε τί θέλετε.
Μουγκαθήκανε. Οὔτε ὁ πλεονέκτης μιλοῦσε οὔτε ὁ φθονερός. Λέει στὸν πλεονέκτη·
–Πές, ἄνθρωπέ μου, νὰ σοῦ δώσω κάτι.
–Ὄχι. (Αὐτὸς ἤθελε νὰ πῇ πρῶτα ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ πάρῃ αὐτὸς διπλάσιο).
Λέει στὸν φθονερό·
–Λέγε ἐσὺ τέλος πάντων (Αὐτὸς πάλι δὲν ἔλεγε, γιὰ νὰ μὴ πάρῃ ὁ ἄλλος διπλάσια).
Καὶ οἱ δύο εἶχαν κιτρινίσει. Ἐπὶ τέλους ἄνοιξε ἡ ὀχιά, ὁ φθονερός, τὸ στόμα καὶ λέει·
–Λοιπὸν ἐγώ, βασιλιᾶ, θὰ σοῦ πῶ.
–Λέγε τί θέλεις (εὐχαριστήθηκε ὁ βασιλιᾶς ποὺ ἐπὶ τέλους ὁ ἕνας ἄνοιξε τὸ στοματάκι του· μὰ προτιμότερο νὰ μὴν τὸ ἄνοιγε).
–Βασιλιᾶ, θέλω νὰ μοῦ βγάλῃς τὸ ἕνα μάτι! (γιὰ νὰ βγάλῃ τοῦ ἄλλου καὶ τὰ δυὸ μάτια).
Τί ἤθελε; προτιμοῦσε τὸ κακό του!… Εἶνε νὰ κλαῖμε, ὄχι νὰ γελᾶμε.
Ἀλλὰ τί τὶς θέλουμε τὶς παλαιὲς ἱστορίες; Ῥίξτε μιὰ ματιὰ στὸ
Γολγοθᾶ, στὸν μεγάλο μάρτυρα, στὸ Χριστό. Ποιός σκόρπισε, μὲ τὰ χέρια
του τὰ ματωμένα, ἀγαθά; «Διῆλθεν εὐεργετῶν» (Πράξ. 10,38). Καὶ ὅμως ὁ
Χριστὸς στὸ ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου. Πιλᾶτε, γιατί τὸν φέρανε τὸ
Χριστό. Τί κακὸ ἔκανε; Τὸ λέει ὁ εὐαγγελιστής – τ᾽ ἀκοῦμε τὴ Μεγάλη
Παρασκευή· «ᾜδει γὰρ (=ἐγνώριζε ὁ Πιλᾶτος) ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν
αὐτὸν (οἱ ἄρχοντες)» (Ματθ. 27,18). Νά, ἀγαπητοί μου, τὸ μεγαλύτερο
ἔγκλημα ποὺ εἶδαν οἱ αἰῶνες, τὸ ἔγκλημα τοῦ Γολγοθᾶ, μέσα στὸ ὁποῖο
συντελεστὴς ἦταν ὁ φθόνος.
* * *
Ὁ φθόνος ὅμως δὲν εἶνε μόνο στοὺς ἄλλους· εἶνε καὶ στὸν ἑαυτό μας! Καθρεφτιστῆτε
στὸ Εὐαγγέλιο. Ἐξετάστε καθένας τὸν ἑαυτό του, ἄντρες καὶ γυναῖκες.
Καὶ ὄχι μόνο στὴν ἀτομικὴ ἀλλὰ καὶ στὴν ἐθνική μας ζωή.
Τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα ποὺ ἔγιναν στὸ ἔθνος μας ἦταν ἀπὸ φθόνο.
Γιατὶ ἅμα παρουσιασθῇ μία ἀξία, εἴτε στρατιωτικὴ εἴτε πολιτικὴ εἴτε
καλλιτεχνικὴ εἴτε ῥητορική, ἀμέσως σηκώνονται ὅλες οἱ ὀχιὲς νὰ
φαρμακώσουν. Ἂν δὲν ὑπῆρχε φθόνος στὴν Ἑλλάδα, σήμερα θὰ ἤμασταν τὸ
μεγαλύτερο ἔθνος. Ἀλλὰ ποῦ! Ποτίσαμε κώνειο τὸν Σωκράτη, ῥίξαμε στὶς
φυλακὲς τὸν Κολοκοτρώνη… Δὲν ἀνεχόμαστε νὰ ὑψώνωνται ἄνδρες μὲ ἀρετὴ
καὶ σθένος καὶ παρρησία. Συνεχῶς θριαμβεύει ἡ φαυλότης καὶ ἡ ἀνομία· καὶ
οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀρετῆς, τοῦ καθήκοντος, τοῦ πατριωτισμοῦ εἶνε
παραπεταμένοι.
Ὦ φθόνε, πηγὴ συμφορῶν· ὦ φθόνε, ποὺ δημιουργεῖς τόσα κακὰ στὸν κόσμο!
Τὸ σίδερο εἶνε σκληρό, καὶ ὅμως τὸ τρώει ἡ σκουριά· καὶ τὸν ἄνθρωπο τὸν
τρώει ὁ φθόνος. Ὅπως τὸ σίδερο τὸ τρώει ἡ σκουριά, ἔτσι καὶ τὶς
ἀνθρώπινες κοινωνίες τὶς τρώει ὁ φθόνος. Θὰ εἶνε ἁγία ἡ ἡμέρα ἐκείνη
ποὺ ὁ φθόνος θὰ ξερριζωθῇ.
Καὶ πῶς ξερριζώνεται, ἀδελφοί μου; Ἐν
πρώτοις ἂς μελετήσουμε τὰ διδάγματα αὐτὰ στὸ Εὐαγγέλιο καὶ σὲ ὅλη τὴν
ἁγία Γραφή· ἀπὸ τὸν Κάιν καὶ τὸν Ἄβελ, τὸν Ἰωσὴφ καὶ τοὺς ἀδελφούς του,
μέχρι τὸ Σαοὺλ καὶ τὸ Δαυΐδ. Αὐτὰ θὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ καταλάβουμε, πόσο
μεγάλο κακὸ εἶνε ὁ φθόνος.
Ἂς πέσουμε τέλος, ἀδελφοί μου,
στὰ γόνατα μπρὸς στὸν Ἐσταυρωμένο μικροὶ καὶ μεγάλοι. Ἂς παρακαλέσουμε
τὸ Χριστό, μὲ τὸ ἅγιό του χέρι νὰ ξερριζώσῃ μέσα ἀπὸ τὶς καρδιὲς τοῦ
κόσμου καὶ μέσα ἀπὸ τὴ δική μας καρδιὰ τὸ ἀγκάθι αὐτὸ τοῦ διαβόλου, ποὺ
γιὰ πρώτη φορὰ φύτρωσε μέσα στὴν κόλασι. Κι ἀφοῦ ξερριζώσῃ τὸ φθόνο, ἂς
φυτέψῃ ὁ Ἐσταυρωμένος στὶς καρδιές μας τὸ λουλούδι τὸ ἀμάραντο, τὴν
ἀγάπη του, τὴν ἀγάπη ποὺ ποτίζεται μὲ θυσίες καὶ αἵματα, γιὰ νὰ ἔχουμε
χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι καὶ ἐδῶ στὴ γῆ καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνιο
βασιλεία· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Πάντων Καλλιθέας – Ἀθηνῶν τὴν 10-12-1961. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 10-12-2000, ἐπανέκδοσις 19-10-2022.