Όταν ήμασταν στην Νέα Σκήτη – έλεγε ο Γέροντας Εφραίμ –, ζώντος του Γέροντά μου Ιωσήφ, μας ήλθε ένας νεαρός δαιμονισμένος. Ο Γέροντας από ευσπλαχνία τους δεχόταν αυτούς τους δυστυχείς. Έμεναν όσον ήθελαν και κατόπιν έφευγαν μόνοι τους. Αυτοί δεν μπορούν να μείνουν επί πολύ σ’ έναν τόπο. Όλοι όσοι δεν έχουν από Θεού παράκληση μέσα τους, την αναζητούν αλλάζοντας τόπους και ανθρώπους.
Ο νέος αυτός είχε δαιμόνιο γυναικός του δρόμου. Όταν τον έπιανε, άλλαζε η φωνή του ως φωνή «κοινής» γυναικός και έλεγε «περί ων αισχρόν εστί και λέγειν» κατά τον Απόστολο.
Ήταν στην τέχνη βαρελοποιός. Αφήνουμε το όνομά του. Έμεινε λοιπόν στη Συνοδεία μας αρκετό καιρό και τις ώρες εργασίας ερχόταν στο εργόχειρο να βοηθάει ό,τι μπορούσε. Την τρίτη ημέρα μου λέγει:
– Πάτερ, δεν με μαθαίνεις και εμένα να κάνω σφραγίδια; Αυτά τα βαρέλια που κάνω είναι βαριά δουλειά. Και έχω και αυτόν εδώ μέσα μου, συνεχώς με καταρρακώνει.
– Να σε μάθω, αδελφέ μου, νάναι ευλογημένο! Να, έτσι και έτσι θα κάνεις. Τα εργαλεία είναι εδώ· τα ξύλα εκεί· τα δείγματα μπροστά σου· σ’ αυτόν τον πάγκο θα εργάζεσαι. Μόνο που, καθώς βλέπεις, εδώ στη Συνοδεία όλοι οι πατέρες δεν μιλούν, λένε πάντοτε την «ευχή».
Λέγοντας αυτά ήθελα να αποφύγω όσο το δυνατόν την αργολογία και τον μετεωρισμό μου στην προσευχή. Αλλά και κάτι άλλο μου γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή: Άραγε, συλλογίσθηκα, οι δαιμονιζόμενοι μπορούν να λένε την «ευχή»; Λοιπόν πιάσαμε το εργόχειρο και την ευχή.
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και άναψε ο δαίμονας μέσα του. Άλλαξε τη λαλιά του και άρχισε να φωνάζει, να αισχρολογεί, να απειλεί, να υβρίζει.
– Σκάσε, κασίδη! έλεγε από μέσα. Σκάσε! Πάψε αυτό το μουρμουρητό! Τι λες και λες τα ίδια λόγια συνέχεια; Παράτα αυτές τις λέξεις. Με ζάλισες. Καλά είμαι μέσα σου. Τι θέλεις και με αναστατώνεις;
Είπε κάμποσα έτσι. Τον παίδεψε. Τον άφησε.
– Είδες τι μου κάνει; μου λέγει ο κακόμοιρος. Να, αυτά τραβώ συνέχεια.
– Υπομονή, αδελφέ μου, του λέγω· υπομονή! Μη του δίνεις σημασία. Δεν είναι δικά σου αυτά, να στεναχωριέσαι. Εσύ φρόντισε την ευχή.
Σχολάσαμε το εργόχειρο και πηγαίναμε προς τον Γέροντα. Και πηγαίνοντας μου λέγει:
– Πάτερ, να κάμω καμιά ευχή και γι’ αυτόν που έχω εδώ μέσα μου, να τον ελεήσει και αυτόν ο Θεός;
Ε, τι ήταν να το πει αυτό ο ταλαίπωρος! Παρευθύς τον πιάνει το δαιμόνιο, τον σηκώνει επάνω και τον βροντάει κάτω· ταράχτηκε ο τόπος. Αλλάζει τη γλώσσα του και τον αρχίζει:
– Σκάσε, κασίδηηηη! Σκάσε, σου είπα. Τι είναι αυτά που λες; Τι έλεος; Όχι έλεος! Δεν θέλω έλεος! Όχι! Τι έκανα να ζητώ έλεος; Είναι άδικος ο Θεός! Για μια μικρή αμαρτία, για μια υπερηφάνεια, με εξόρισε από τη δόξα μου. Δεν φταίμε εμείς. Αυτός φταίει! Αυτός να μετανοήσει! Όχι εμείς! Μακριά από έλεος!
Τον παίδεψε πολύ· τον άφησε ράκος. Εγώ έφριξα στα λεγόμενα του δαίμονα. Και κατάλαβα με την πείρα σε λίγα λεπτά όσα θα ήταν αδύνατον να καταλάβω διαβάζοντας περί δαιμόνων μύρια βιβλία.
Συνεχίσαμε τον δρόμο μας προς τον Γέροντα. Ο Γέροντας τον δεχόταν και του μιλούσε πάντοτε με πολλή αγάπη. Και ήταν πάντα ήρεμος μαζί του.
Προσευχόταν πολύ γι’ αυτούς, γνωρίζοντας τι μαρτύριο περνούσαν με τους δαίμονες. Και μας έλεγε:
– Εάν εμείς, που τους έχουμε απ’ έξω, τόσο μας παιδεύουν με τους λογισμούς και τα πάθη, τι μαρτύριο υποφέρουν αυτοί οι δυστυχείς που τους έχουν μέρα-νύχτα μέσα τους!
Και κουνώντας το κεφάλι του λυπημένα συμπλήρωνε:
– Ίσως αυτοί περνούν την κόλασή τους εδώ. Όμως αλίμονο σ’ εκείνους, που δεν θα μετανοήσουν για να τους παιδεύσει εύσπλαχνα ο Θεός, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην παρούσα ζωή.
Και ανέφερε τον λόγο ενός Αγίου που λέγει: «Εάν βλέπεις άνθρωπο να αμαρτάνει φανερά και να μη μετανοεί, και να μην του συμβαίνει κανένα λυπηρό στην παρούσα ζωή έως την ώρα του θανάτου του, να γνωρίζεις ότι η εξέταση του ανθρώπου αυτού θα είναι χωρίς έλεος κατά την ώρα της Κρίσεως». Και λέγοντας αυτά ο Γέροντας, εμείς βλέπαμε όλο και συμπαθέστερα τον πειραζόμενο αδελφό.
Στις Ακολουθίες αυτός δεν πήγαινε μέσα με τους πατέρες, παρά γύριζε έξω με το κομποσχοίνι στα βράχια· και φώναζε συνεχώς την ευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!
Αντιβοούσε ο τόπος. Είχε λάβει πείρα πόσο η ευχή καίει τον δαίμονα. Και εκεί που τριγυρίζοντας τα βράχια έλεγε ασταμάτητα την ευχή, αίφνης άλλαζε η φωνή του και άρχιζε ο δαίμονας:
– Σκάσε, σου είπα, σκάσε! Μ’ έσκασες! Τι κάθεσαι εδώ έξω και γυρίζεις τα βράχια και μουρμουρίζεις; Πήγαινε μέσα με τους άλλους και άφησε αυτό το μουρμουρητό. Τι λες και ξαναλές τα ίδια και τα ίδια μέρα-νύχτα, και δεν μ’ αφήνεις στιγμή να ησυχάσω; Με ζάλισες, με ζεμάτισες, με καις· δεν το καταλαβαίνεις;
Και όταν περνούσε η ώρα του πειρασμού, εκείνος πάλι την ευχή με το κομποσχοίνι: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!
Είχε καταλάβει πολύ καλά αυτό που ο διάβολος νόμιζε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει. Και ήταν ένας πόνος ψυχής και μία ελπίδα να τον βλέπεις να υποφέρει, να αγωνίζεται, να υπομένει. Τέλος έμεινε καιρό μαζί μας και αρκετά βελτιωμένος έφυγε. Και δεν τον ξαναείδαμε. Ο Θεός γνωρίζει τι απέγινε.
* * *
Είδες τη δύναμη της ευχής και το αμετανόητο των δαιμόνων; Κατακαίγονται και φωνάζουν «όχι έλεος»! Και κατακρίνουν ακατάπαυστα τον Θεό. Ω της εωσφορικής υπερηφανίας! Και συ θαυμάζεις, που δεν μπορείς να συνεννοηθείς με κάποιους ανθρώπους· να τους εννοήσεις. Αλλά συλλογίσου κατά τι διαφέρει ένας εγωιστής, ένας αμετανόητος έως τέλους άνθρωπος από έναν δαίμονα; Ένας που δεν καταδέχεται να ομολογήσει τον Χριστό Θεό και άνθρωπο, και να ζητήσει, ενόσω ζει, το έλεος και την ευσπλαχνία Του;
Κατανοείς τώρα το βαθύτερο νόημα της ευχής; Πώς φανερώνει τους ανθρώπους, πόσο είναι ο καθένας πλησίον ή μακράν του Χριστού;
Από το βιβλίο: Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Ελπιδοφόρες διδαχές με πατρικές οδηγίες. Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη».