Μετάφραση Δρος Ιωάννου Λότσιου, Μεταδιδακτορικού Ερευνητή ΕΚΠΑ: Μετάφραση της δηλώσεως του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου για την Επέτειο της Συγκλήσεως της Β΄ Συνόδου του Βατικανού στην Εφημερίδα L'Osservatore Romano 11 ottobre 2022
Με ένα κείμενο ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος χαιρετίζει την εξηκοστή επέτειο της σύγκλησης της Β΄ Συνόδου του Βατικανού. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 11 Οκτωβρίου 2022 στην Εφημερίδα L' Osservatore Romano.
Στο μήνυμά του ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρεται στον Πάπα Ιωάννη τον ΚΓ΄, ο οποίος διετέλεσε Αποστολικός Νούντσιος στην Ανατολή. Η σύγκληση της Β΄ Βατικανής Συνόδου αποτελούσε, όπως υπογραμμίζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης, μια λογική συνέπεια ολόκληρης της ζωής του Πάπα Ιωάννη του ΚΓ΄ στην Ανατολή. Τα χρόνια εκείνα αποτέλεσαν για τον ίδιο μια σχολή Οικουμενισμού.
Το Mήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη
Όταν ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ΄ ανακοίνωσε τη σύγκληση μιας Μεγάλης Συνόδου όλων των Χριστιανών, στον Ορθόδοξο κόσμο, ιδιαίτερα στον Μακαριστό Προκάτοχό μας Πατριάρχη Αθηναγόρα, γεννήθηκε η ελπίδα ότι επρόκειτο να συγκληθεί μια μεγάλη Οικουμενική Σύνοδος όλων των Χριστιανικών Εκκλησιών, με σκοπό να βρεθούν τρόποι για την ενότητα του Σώματος του Χριστού.
Από την άλλη, η εμπειρία του Angelo Roncalli με την Ανατολή εδραιώθηκε με την παρουσία αυτού, ως Αποστολικού Νούντσιου, πρώτα στη Βουλγαρία και μετά στην Ελλάδα και την Τουρκία. Η πρώτη συνάντηση του μελλοντικού Πάπα με τον τότε Οικουμενικό πατριάρχη Βασίλειο Γ΄, χρονολογείται τον Μάρτιο του 1927, ο οποίος του είχε εκμυστηρευτεί την ανησυχία του για τη διάσπαση του Χριστιανικού κόσμου και την επιθυμία του να συγκληθεί μια Οικουμενική Σύνοδος όλου του Χριστιανισμού.
Ο Angelo Roncalli έφτασε για πρώτη φορά στη Βουλγαρία το 1925 όπου παρέμεινε μέχρι το 1934, όταν έγινε Αποστολικός Αντιπρόσωπος στην Τουρκία και την Ελλάδα, θέση που κράτησε μέχρι το 1944. Σίγουρα δύσκολα χρόνια, τόσο στο πολιτικό επίπεδο της Ευρώπης τότε, που προέκυψε από το μεγάλο διχασμό που άφησε ανοιχτά ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και στη δίνη των γεγονότων που θα συγκλονίσουν τον κόσμο με το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά και χρόνια αδιαφορίας μεταξύ των Εκκλησιών, αν όχι και ανοιχτής αντιπαλότητας στον επίσημο χαρακτήρα των σχέσεών τους.
Από την άλλη πλευρά, η προσωπική προσέγγιση μεταξύ των ανδρών της Εκκλησίας στον ιδιωτικό τομέα ήταν διαφορετική, ως προς την εγγενή τους επίγνωση ότι πρέπει να εργαστούν μαζί για το λαό του Θεού, στη συνειδητοποίηση ότι ανήκουν στον ίδιο Ένα και Τριαδικό Θεό, στη μία Εκκλησία του Χριστού που εν Χριστώ δεν μπορεί ποτέ να χωριστεί στην αόρατη κοινωνία της.
Στη Βουλγαρία η μορφή του Angelo Roncalli έγινε εμπειρία αυτής της αόρατης κοινωνίας,με τον Έξαρχο Στέφανο και τη Σύνοδό του, όπως και με τους απλούς πιστούς, “αφημένος στην αγία θέληση του Κυρίου ακόμη και στα μικρά πράγματα”, όπως έγραψε σε μια σημείωση το 1934. Ένας άνθρωπος, ένας πιστός, ένας επίσκοπος που κατάλαβε καλά ότι “Καθολικοί και Ορθόδοξοι δεν είναι εχθροί αλλά αδελφοί” παρά τις πολλές ασυμφωνίες και προβληματικές εκείνων των ετών.
Τα χρόνια του στην Τουρκία και την Ελλάδα είναι καθοριστικά για να συναντήσει αυτούς τους δύο κόσμους, τόσο κοντά εκείνη την εποχή αλλά και τόσο διαφορετικούς, χωρισμένους μετά τις οδυνηρές εμπειρίες που τους έπληξαν και έτοιμους να βιώσουν νέες ανησυχίες, νέες αποσυνθέσεις, νέες συγκρούσεις.
Στην Τουρκία και την Ελλάδα, ο μελλοντικός Ιωάννης ΚΓ΄ γίνεται ψαράς ανθρώπων, ακολουθώντας το Χριστό, αισθάνεται ότι είναι δραστήριος ψαράς, παρατηρώντας τη σκληρή δουλειά των ψαράδων του Βοσπόρου και γίνεται άνθρωπος ευαγγελικής φιλανθρωπίας για να βοηθήσει τους πολλούς πρόσφυγες διαφόρων εθνοτήτων που συσσωρεύονται στην Κωνσταντινούπολη. Γίνεται σωτήρας στη μεγάλη πείνα στην Ελλάδα του πολέμου, επεμβαίνει για να σώσει και ενισχύει τις επαφές, ξεπερνώντας τις αρχαίες προκαταλήψεις. Αλλά είναι επίσης πάντα ένας πνευματικός άνθρωπος που έρχεται να ακούσει τις ελληνικές και αρμενικές λειτουργίες, από τη μεγάλη του αγάπη για τη λειτουργία. Δεν γίνεται πάντα κατανοητός από τους οπαδούς του, δεν υποστηρίζεται πάντα σε αυτή την εμπειρία ζωής, οι καρποί της οποίας θα φανούν κατά τη διάρκεια της Ποντιφικής του Αρχιερατείας και στο όραμά του για τη Β' Σύνοδο του Βατικανού. Όπως έχει γραφτεί, «η Ανατολή για τον Ρονκάλλι ήταν σχολή οικουμενισμού». Εκείνες τις δύσκολες στιγμές κατάφερε να δημιουργήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης με όλους.
Όπως είπαμε στην αρχή, η ανακοίνωση της Β' Συνόδου του Βατικανού φαίνεται, στα μάτια του Πατριάρχη Αθηναγόρα, να εδραιώνει την επιθυμία που εξέφρασε ο μακαριστός προκάτοχος Βασίλειος Γ' στο Roncalli το 1927. Χαιρέτισε την εκλογή με τον στίχο βγαλμένο από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης·» ( Ιωάν. 1, 6). Στα μάτια του Ορθόδοξου κόσμου φαίνεται η απάντηση της Εκκλησίας της Ρώμης στις Εγκυκλίους του 1902 του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' και του 1920 για την ενότητα της Εκκλησίας.
Ο Ορθόδοξος κόσμος διασχίζεται από ενθουσιώδεις και σκεπτικιστές της πρωτοβουλίας μιας Οικουμενικής Συνόδου. Όταν έγινε κατανοητό ότι αυτή η Σύνοδος θα αφορά μόνο την Ρωμαϊκή Εκκλησία, υπήρξε κάποια απογοήτευση και θα σκεφτεί κανείς έναν περιορισμό που επιβάλλεται στις ιδέες του Πάπα Ιωάννη. Όμως ο Πατριάρχης Αθηναγόρας δεν θα παραλείψει να φτάσει στη Ρώμη η μεγάλη του επιθυμία να ξεπεράσει το παρελθόν και να περπατήσει στα μονοπάτια της συνάντησης, δείχνοντας έτσι ενδιαφέρον για την πρωτοβουλία της Εκκλησίας της Ρώμης. Αυτή η επιθυμία για Διαχριστιανική ενότητα υποστηρίζεται επίσης από μια νέα πραγματική Πανορθόδοξη ενότητα με τις διάφορες επισκέψεις Προκαθημένων στο Φανάρι και τις εντυπωσιακές επισκεψεις του Πατριάρχη Αθηναγόρα στις Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι οποίες επαφές θα οδηγήσουν στις Ορθόδοξες Διασκέψεις της Ρόδου το 1961 και την αργή αλλά αδυσώπητη πορεία προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης το 2016. Η Οικουμενική Οδός έχει ανοίξει στην Ανατολή και στη Δύση και δε θα μπορέσει πια να κλείσει.
Η Β' Σύνοδος του Βατικανού θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τον Ορθόδοξο κόσμο, τους θεολόγους και τους ποιμένες του, θα ακολουθηθεί σε όλες τις φάσεις και σε όλα τα έγγραφά της. Η Εκκλησία της Ρώμης εισέρχεται πλήρως στην Οικουμενική κίνηση, ξεπερνώντας τη θεωρία της επιστροφής, αλλά πάνω από όλα αυτή η σύνοδος είναι πραγματικά «η λογική συνέπεια όλης της ζωής του Πάπα Ιωάννη», είναι ο χαιρετισμός του στο τέλος της ημέρας μετά την έναρξη της Συνόδου: «Ας κοιτάξουμε ο ένας τον άλλον έτσι, στη συνάντηση, για να συλλάβουμε τι ενώνει, αφήνοντας στην άκρη ό,τι μπορεί να μας κρατήσει διχασμένους…».
Ως εκ τούτου, υπενθυμίζοντας αυτή τη σύνοδο από Ορθόδοξη πλευρά, θα υπήρχαν πολλά θέματα που έχουν προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον, αλλά θέλουμε να θυμίσουμε ένα από αυτά που φαινόταν σημαντικό για την ορθόδοξη ευαισθησία, δηλαδή τον Κανονισμό για τη Θεία Λειτουργία και την αναφορά της στην παράδοση, όχι ως αρχαιολογία, αλλά ως ζωντανή έκφραση της Εκκλησίας, που εκφράζει την αρχή της επιστροφής " ad pristinam Sanctorum Patrum normam», την επιστροφή στις αρχαιότερες πηγές των διαφόρων Λειτουργιών της Εκκλησίας, αναδεικνύοντας την πιο γόνιμη πνευματικότητά της στην ενεργό συμμετοχή των πιστών, μια κοινότητα που πανηγυρίζει, μια ποιμαντική πράξη που προκύπτει από το έργο της Λύτρωσης του Χριστού, χωρίς κοινωνιολογικές ή ψυχολογικές λειτουργίες, πάντα μία, ακόμη και στην ποικιλομορφία των τελετουργιών. Γίνεται για άλλη μια φορά το «έργο του λαού» στο οποίο η ιερατική Σύναξη και οι πιστοί συγκροτούν ένα ενιαίο λειτουργικό σώμα, στο οποίο ο καθένας έχει τον ιδιαίτερο ρόλο του.
Η κεντρική θέση της Θείας Ευχαριστίας, η κοινή προσευχή, τα βιβλικά αναγνώσματα, το συλλείτουργο, η χρήση της ζωντανής γλώσσας, η δυνατότητα κοινωνίας και στα δύο είδη, αναφέρονται στα λόγια του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου: «Ολόκληρη η Ευχαριστία προσφέρθηκε μια φορά και δεν εξαντλήθηκε ποτέ. Ο Αμνός του Θεού, πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος (In Epist. Ad Hebr. , Hom. 17, pg 63, 131).
Ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ΄, όπως έχουμε ήδη πει, αγάπησε τη Λειτουργία ως την υψηλότερη μορφή προσευχής στην Εκκλησία. Η Λειτουργία είναι σημάδι ενότητας μεταξύ Θεού και Ανθρώπου και μεταξύ Ανθρώπου και Θεού. Σε κάθε ιεροτελεστία της Λειτουργίας βρίσκουμε αυτό που ενώνει πάνω από όλα και για όλα. Η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού αποκατέστησε αυτή την κεντρική θέση στη Ρωμαϊκή Λειτουργία σε όλους εμάς τους Χριστιανούς του σήμερα, το καθήκον να εργαστούμε για να ξαναβρούμε την ενότητά μας σε εκείνο τον έναν Άρτο και σε εκείνο το ένα Ποτήριο, τον Χριστό «τον μελιζόμενο και μη διαιρούμενο, τον πάντοτε εσθιόμενο και μηδέποτε δαπανώμενο, αλλά τους μετέχοντας αγιάζοντα» (Θεία Λειτουργία Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου).