«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
'Ο Γέροντας Παῒσιος 'Ολάρου.
ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΟΛΑΡΟΥ
Περιστατικά μέ τό προορατικό χάρισμα τοῦ Γέροντος Παϊσίου
ὑπό π. Κωνσταντίνου Κόμαν
῎Ημουν φοιτήτρια στό πρῶτο ἔτος τεχνικῶν σχολῶν. Δέν εἶχα ἀκόμη ἀρκετό κουράγιο νά πάω γιά ἐξομολόγησι στόν π. Σοφιανό, ὅπως δέν θά ἠμποροῦσα νά πλησιάσω ἕνα πολύ δυνατό φῶς, διότι, πίστευα, ὅτι θά χάσω τό φῶς τῶν ματιῶν μου. Τρεῖς μῆνες τριγυρνοῦσα γύρω καί μέσα στό μοναστήρι, μέχρις ὅτου γονάτισα κάτω ἀπό τό ἐπιτραχήλιό του. Αὐτή τήν περίοδο συνέχιζα νά πηγαίνω στόν Γέροντα Παῒσιο. 'Ο δρόμος γιά τήν Σύχλα ἦτο πολύ μακρύς. ῎Εκαμα στάσι στήν πόλι Πιάτρα τοῦ νομοῦ Νεάμτς κι ἔμενα σέ μιά εὐσεβῆ οἰκογένεια παντρεμμένων ἀνθρώπων. Εἶχαν δύο παιδιά καί τέσσερα κορίτσια (Τά κορίτσια εἶχαν πάει ὅλα γιά μοναχές στό μοναστήρι). 'Εγώ εἶχα προσκολληθῆ περισσότερο στήν Μαριάνα (τώρα μοναχή 'Ελπιδία). Τότε ἦτο τελειόφοιτη μαθήτρια τοῦ Λυκείου, μιά κοπέλλα σεμνή, πάντοτε ἐσωστρεφής, ἐξαιρετικά εἰλικρινής καί γεμάτη ἐρωτηματικά. Παρά τήν σχετική διαφορά τῆς ἡλικίας μας, ἡ Μαριάνα εἶχε γίνει γιά μένα ἕνα εἶδος θετῆς μητέρας. Μέ συνώδευε πάντοτε στίς ἐπισκέψεις μας στά μοναστήρια, ἰδιαίτερα στήν Σύχλα.
Τόν χειμῶνα ἐκεῖνον εἶχε χιονίσει πολύ. Ητο δύσκολο νά βρῆς ἕνα σύντροφο μέσα στά μονοπάτια τῶν βουνῶν μέ κατεύθυνσι τήν Σκήτη. 'Εγώ ἀκόμη δέν εἶχα εὕρει τόν κατάλληλο συνοδοιπόρο. ῎Επρεπε νά ἐπιστρέψω στό Βουκουρέστι καί εἶχα ἀκόμη ἕνα ἡμερονύκτιο στήν διάθεσί μου. Πολύ βιαστικά καί γρήγορα ἀπεφάσισα: 'Ανάβασι στήν Σκήτη. 'Η Μητέρα τοῦ Κυρίου μου μπροστά καί ἐγώ πίσω ἀπ' Αὐτήν. ῎Ετσι ἔλεγε καί ὁ π. Παῒσιος. 'Η Μαριάνα ἦλθε σέ μένα.
Φθάσαμε μαζί στήν Συχαστρία. ῏Ητο τότε σχεδόν ἀπόγευμα. Χιόνιζε δυνατά, ἀλλά γνώριζα καλά τόν δρόμο, μέσῳ τοῦ δάσους. 'Ενόμιζα ὅτι τό πολύ σέ δύο ὧρες θἄπρεπε νά εἴμαστε στήν Σκήτη. Δέν εἴχαμε βρῆ οὔτε ἕνα διαβάτη-προσκυνητή στόν δρόμο. 'Εκάναμε τόν Σταυρό μας, πιασθήκαμε καί οἱ δύο μας χέρι-χέρι κι ἀρχίσαμε ν' ἀνεβαίνουμε στήν Σκήτη.
Τότε γιά πρώτη φορά κατάλαβα τί σημαίνει, ὅταν λένε, ὅτι τό δάσος σέ ἐξαπατᾶ. Νύκτωσε γρήγορα, πιό γρήγορα ἀπό ὅ,τι τό περιμέναμε καί ἐπίσης γρήγορα χάσαμε τόν δρόμο. Στήν ἀρχή δέν φοβηθήκαμε. 'Ο δρόμος ἦτο πολύ μακριά ἀπό ἐμᾶς. 'Ετρέχαμε ἄσκοπα ἀπό τόπο σέ τόπο, τραυματιζόμασταν ἀπό τίς πέτρες καί ἀπό τά ξερά ἀγκάθια καί κρατούσαμε τήν καρδιά μας, μέ ὅσο ἡρωϊσμό μᾶς εἶχε ἀπομείνει, γιά νά μή κλαῖμε. 'Εσκεπτόμουν τήν Μαριάνα νά μή τρομοκρατηθῆ. 'Αλλά ἡ δική της καθαρή παιδική καρδιά ἔδινε μᾶλλον κουράγιο σέ μέναὅ ῎Αρχισε τότε αὐτή νά μοῦ διηγῆται γιά τήν 'Αγία Λουκία καί γιά ἄλλους 'Αγίους, γιά νά μέ ἐνθαρρύνη.
Συνέχιζε νά χιονίζη καί τό σκοτάδι νά γίνεται ψηλαφητό. Δέν κλαίγαμε καί οἱ δυό μας καθόλου. 'Η Μαριάνα ἐγνώριζε τήν Παράκλησι τῆς Θεοτόκου ἀπέξω καί τήν ἔψαλλε μέ δυνατή φωνή. 'Εγώ ἐσκεπτόμουν, μήπως ἐμφανισθῆ κανένας λύκος.
῎Ηξερα ὅτι εἴμασταν πολύ κουρασμένες. Καθήσαμε σέ μιά πέτρα καί ἡ Μαριάνα ἔβαλε τό κεφάλι της στήν ἀγκαλιά μου. ῏Ητο ἡ ὥρα 9 τό βράδυ. Χιόνιζε τριγύρω μας καί δέν τολμούσαμε νά σκεφθοῦμε τί θά συναντήσουμε πιό πέρα.
Ξαφνικά ἡ Μαριάνα ξύπνησε καί σήκωσε τό κεφάλι της λέγοντάς μου:
-'Εκεῖ, ἐκεῖ εἶναι ἕνα φῶς.
Πράγματι, κοντά ἤ μακριά δέν ξέρω, ἀλλ' ὅμως φαινόταν πράγματι ἕνα ἀδύνατο φῶς, ὅπως τό ὄπιθεν φανάρι ἑνός μικροῦ αὐτοκινήτου. 'Εκάναμε πολλές φορές τόν Σταυρό μας κι ἐτρέξαμε πρός ἐκεῖνο τό μέρος. ῏Ητο πράγματι ἕνα αὐτοκίνητο. 'Η μηχανή του εἶχε πάθει βλάβη κι ὁ ὁδηγός εἶχε ἐκεῖ σταματήσει. Μιά γυναῖκα παγωμένη ἀπό τό κρῦο μέ δύο παιδιά στήν ἀγκαλιά της. Κι αὐτοί ἐπήγαιναν γιά τήν Σύχλα.
῞Οταν φθάσαμε στήν Σκήτη, ὁ π. Παῒσιος ἐξωμολογοῦσε ἀκόμη. 'Ο κόσμος περίμενε στήν σειρά καθήμενοι, ἄλλοι γύρω στήν φωτιά καί ἄλλοι ὄρθιοι στήν βεράντα ἤ ἐκεῖ τριγύρω.
῞Οταν φθάσαμε ἦτο ἡ ὥρα 10 καί τέταρτο τό βράδυ. Θυμᾶμαι πολύ καλά. 'Ετρέμαμε καί οἱ δυό μας ἀπό τό κρῦο. Εἶναι φοβερό νά σᾶς τό διηγηθῶ αὐτό πού ζήσαμε ἐκεῖ λίγες ὧρες. 'Ετρέμαμε σάν τά φύλλα τοῦ δένδρου.
'Ο κόσμος μᾶς ἔδωσε τόπο νά πλησιάσουμε στήν φωτιά. Μιά γριούλα μᾶς ἔκανε ἐντριβές στήν πλάτη γιά νά ζεσταθοῦμε. Ξαφνικά ἄνοιξε ἡ πόρτα καί ἦλθε ὁ Γέροντας π. Παῒσιος. Τόν βλέπω σάν νἆναι τώρα μπροστά μου στηριζόμενον στήν πόρτα, στρέφοντας τά μάτια του παντοῦ σάν κάτι νά ζητοῦσε. Ξαφνικά ρώτησε τόν κόσμο: Τά δύο κορίτσια δέν ἔφθασαν ἐδῶ ἀκόμη;
Στήν ἀρχή δέν συνειδητοποιήσαμε τί ἔλεγε. Κάποιος εἶπε: Ποιός, Πάτερ; ῏Ηλθαν τώρα τά κορίτσια αὐτά. Γι' αὐτά λέτε;
'Ο πατήρ στράφηκε πρός ἐμᾶς: Φθάσατε; Τί καλή ἡ Μανούλα τοῦ Κυρίου μας! ῎Εκανε τόν σταυρό του καί μπῆκε πάλι μέσα στό κελλί του νά συνεχίση τήν ἐξομολόγησι.
'Ο Γέροντας δέν ἤξερε ὅτι ἐμεῖς ἤλθαμε στήν Σκήτη. Δηλαδή δέν τοῦ τό εἶχε εἰπεῖ κανείς. 'Ο κόσμος πού ἦτο ἐκεῖ ἐπίστευσε ὅτι ἐμεῖς εἴμασταν πού περιμέναμε ἐκεῖ καί ὅτι ὁ Πατήρ ἐφρόντιζε νά μάθη γιά ἐμᾶς. 'Αλλ' ἐμεῖς μέ κανένα τρόπο δέν ἀνακοινώσαμε στόν Γέροντα ὅτι ἤλθαμε σ'αὐτόν.
Δέν θυμᾶμαι πλέον τά λόγια του πού μοῦ ἔλεγε στήν ἐξομολόγησι. Θυμᾶμαι μόνο ὅτι ἔκανε συνεχῶς ἐπάνω μου τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἔτσι ὅπως σταυρώνει ἕνα παιδί γιά νά μή βλέπη ἄσχημα ὄνειρα. Θυμᾶμαι ἀκόμη ὅτι μοῦ ἔδωσε τό γιλέκο του γιά νά ζεσταθῶ καί μᾶς φιλοξένησε καί τίς δύο στήν μικρή του σάλα, ἐπάνω στό ξύλινο τραπεζάκι πού τὄχε σκεπασμένο μέ χνουδωτό δέρμα.
Θυμᾶμαι ἀκόμη τήν ἐρώτησι τῆς Μαριάνας:
-'Ο πατήρ ἐγνώριζε ὅτι ἐμεῖς ἤλθαμε σ'αὐτόν;
-῎Οχι
-Τότε γιατί μᾶς περίμενε;
-Δέν τῆς ἀπήντησα. Τώρα ὅμως ἔχω τήν ἀπάντησι. Τώρα καταλαβαίνω ἄλλα ὑπερφυῆ σημεῖα πού συμβαίνουν διά τῆς προσευχῆς του καί μᾶς ἐγλύτωσε καί τίς δύο. Εἶμαι πεπεισμένη ὅτι τό μάτι του μᾶς παρακολουθοῦσε, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμασταν μέσα στό δάσος καί ἡ καρδιά του ἔτρεμε γιά ἐμᾶς.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου