Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΟΛΑΡΟΥ

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Περί θανάτου

'Ο καλλίτερος δάσκαλος γιά ἐμᾶς εἶναι ὁ θάνατος. ῏Ητο ἕνα τραγούδι, τό "τραγούδι τοῦ τυφλοῦ". Τό τραγουδοῦσε ἕνας τυφλός. Καταγόταν ἀπό τό χωριό Πιπιρίγκ. Τώρα ἔχει πεθάνει. Τόν ἄκουσα πῶς τραγουδοῦσε καί μοῦ ἄρεσε πολύ αὐτό τό τραγούδι. ῎Αρα γε θ' ἀρέση καί σέ σένα;

῎Εε θάνατε, θάνατε, ἀδυσώπητε,

 ἐσύ ὅλους τούς βγάζεις ἀπό τό σπίτι.

εἴτε κάποιος εἶναι νέος εἴτε γέρος,

εἴτε δοῦλος ἤ δεσπότης.

 

῞Οποιος ἔρχεται σ'αὐτή τήν γῆ

ἐσύ τοῦ ἑτοιμάζεις κιόλας τόν τάφο.

῎Εστω καί νά ζήση ἐδῶ πολύ καλά,

ἐσύ θά τοῦ ἑτοιμάσης τόν τάφο.

 

Σέ μερικούς ἔρχεσαι μ' αὐτοκίνητο

σ' ἄλλους σκαλίζοντας τόν κῆπο,

σ' ἄλλους ἔρχεσαι ἔτσι ὥστε

νά τούς σταματήσης τήν καρδιά.

 

Καί μάλιστα γενικά

σ' ὅλους ἔρχεσαι μ' ἕνα τρόπο.

Κι ἀκόμη ξαφνικά θέλεις νἄρχεσαι

καί πάλι νά ἐξέρχεσαι.

 

'Αλλοίμονο, παρακαλῶ σε, κλαίγοντας, ὦ θάνατε,

ὅταν ἔρχεσαι μέ τόν τρόπο σου,

μήν ἔρχεσαι ὠργισμένος

νά μέ κόψης μέ τό σπαθί σου

οὔτε νά πιῶ ἀπό τό ποτήρι σου

τό πικρό αὐτό φαρμάκι τοῦ θανάτου.

 

'Αλλά μ' ἕνα ἐλαφρό σφυρί

νά μέ λύσης σιγά-σιγά

ἀπό τό κεφάλι μέχρι τά πόδια

νά μοῦ θεραπεύσης τίς πληγές πού μέ πονᾶνε.

 

Διότι τό καλό σου φάρμακο

δέν ἔχω λόγια νά σοῦ τό εἰπῶ.

Καί τό σφυρί σου εἶναι ἅγιο,

διότι μ' ἀποχωρίζει ἀπό τήν γῆ.

 

Κι ἔτσι θά εἶναι καλό

νά μέ παρηγορῆς μέ τό χέρι σου,

τό αἰωνίως γλυκό στόμα σου.

 

Νά μοῦ δώσης τήν θέλησι

 νά κάνω τόν σταυρό μου

καί μέ τό στόμα νά μπορῶ νά λέγω

τήν τελευταία προσευχή μου.

 

Δάκρυα πολλά νά μοῦ ἀφήσης

γιά νά δροσίσω τά μάγουλά μου,

νά πλύνω τήν ἁμαρτία μου,

μέ τήν ὁποία τόν Κύριο ἐλύπησα.

 

Καί ἔτσι μέ τά πολλά δάκρυά μου,

ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μου νά μέ βοηθήση,

ἀπό τό σῶμα ν' ἀποχωρισθῶ μ'εὐκολία

καί μέ ἡσυχία ν'ἀποθάνω.

 

'Ενῶ ὁ ἄγγελος τοῦ Χριστοῦ,

νά φαίνεται χαρούμενος

καί νά μοῦ λέγη: "῎Αϊντε, ἀγαπητέ μου,

πορεύου πρός τόν Θεό μας". 'Αμήν.

 

(Μέσα στήν σειρά τῶν σημειώσεων τοῦ π. Παϊσίου βρῆκα κι αὐτή τήν ὑποσημείωσι πού ἀναφέρεται σ'αὐτό τό ποίημα:  "Αὐτό τό τραγούδι τό ἔγραψε μέ εὐλάβεια ἕνας ἄθλιος καί ἁμαρτωλός, τυφλός κι ἀνόητος μοναχός πού ὀνομάζεται Παῒσιος").

Κράτησε πάντοτε στόν νοῦ σου αὐτό τό τραγούδι καί μή τό λησμονῆς. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν εἶναι εὔκολο νά ζῆ ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἀκόμη πιό δύσκολο εἶναι νά πεθαίνη. ῞Ολοι αὐτοί πού πεθαίνουν, ξεχνοῦν κι ἀφήνουν ὅλα τά τῆς ζωῆς τους, ἐνῶ, ὅσοι ἔκαναν κακά ἔργα, στήν ὥρα τοῦ θανάτου τους βλέπουν φρικιαστικά πράγματα καί δαιμονικές μορφές.

῏Ητο κάποιος ἑτοιμοθάνατος, πού ἀπό τόν φόβο του προσπαθοῦσε νά κρυφθῆ κάτω ἀπό τό τραπέζι ἤ τό κρεββάτι του.

-Δέν μ' ἀφήνει, πάτερ Παῒσιε, δέν μ'ἀφήνει.

-Τί σοῦ κάνει ἀγαπητέ μου;

-'Εγώ τοῦ ξεφεύγω ἀπ' ἐδῶ, αὐτός μέ συλλαμβάνει ἀπ' ἐκεῖ.

-Δέν μ' ἀφήνει, πάτερ Παῒσιε.

-Τί νά σοῦ δώσω, ἀγαπητέ μου; Θέλεις λίγη ζάχαρι;

-῎Οχι.

-῞Ενα γλυκό;

-῎Οχι.

-Φάρμακο;

-῎Οχι.

Κάτι ἄλλο ζητοῦσε αὐτός. Κάτι τό ὁποῖον ἔπρεπε νά εἶχε προετοιμάσει ἀπό καιρό. καί, ὅταν ἀπέθανε, ὁ Θεός νά τόν συγχωρήση, δέν ἦτο καθόλου ζεστός, οὔτε τόν διάβασαν μέσα στήν ἐκκλησία. Τόν ἔβγαλαν ἔξω, τοῦ διάβασαν ἐκεῖ τήν κηδεία καί τό σκήνωμά του ἔμεινε ἐκεῖ τρεῖς ἡμέρες. ῎Εβγαιναν ἀπό τό στόμα του ὅλα τά περιττώματα πού εἶχε μέσα του καί ἡ δυσοσμία τους ἔφθανε μακριά.

'Εάν εἴχαμε πάντοτε τόν θάνατο στόν νοῦ μας, δηλαδή νά σκεπτώμεθα ὅτι κάθε στιγμή μπορεῖ νά πεθάνουμε, δέν θά ἠμπορούσαμε ν' ἁμαρτάνουμε τόσο εὔκολα. ῞Οταν σοῦ ἔρχεται στό μυαλό νά κάνης μιά ἁμαρτωλή πρᾶξι, φέρε ἀμέσως στόν νοῦ σου τήν μνήμη τοῦ θανάτου, κι ἀμέσως σβήνει ὁ πόθος τῆς ἁμαρτίας. Σκέψου ἔτσι: "Κύριος φυλάξοι, ἀλλ' ἄν τώρα ἔλθη ὁ θάνατος, τί θά κάνω; Τήν ἁμαρτία μου θά κυττάξω νά ἱκανοποιήσω ἤ τά νεκρικά μου σάβανα νά ἑτοιμάσω γιά τήν ταφή μου; Εἶδες τί λέγει ὁ Σωτῆρας μας Χριστός; "῞Οπως θά σέ εὕρω στό τέλος τῆς ζωῆς σου, θά σέ κρίνω". ῞Ωστε, ὅταν σκέπτεσαι τόν θάνατο, ἀμέσως σταματᾶς τήν ὁποιαδήποτε ἁμαρτία σοῦ ἔρχεται στό μυαλό σου. Σοῦ ἔρχεται ὁ λογισμός νά κλέψης; "Δέν εἶναι ἁμαρτία" σοῦ λέγει ὁ πονηρός. 'Εάν ὅμως τώρα ἔλθη ὁ θάνατος; 'Επιθυμεῖς ἀπό ἐκδίκησι νά κτυπήσης ἤ σκοτώσης κάποιον. Σκέψου ὅτι "τώρα μέ καλεῖ ὁ Κύριος, πῶς θά σταθῶ εἰρηνικός μπροστά του;" Γι'αὐτό νά ξέρεις ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ὁ καλλίτερος διδάσκαλος, ὁ ὁποῖος σέ σταματᾶ καί σέ προφυλάσσει ἀπ' ὅλες τίς ἁμαρτίες.

Γι' αὐτό, ἀγαπητέ ἀδελφέ μου,

 εἴτε πολύ εἴτε λίγο θά ζήσης,

μή ξεχνᾶς μιά αἰώνιο ζωή,

μή ξεχνᾶς ὅτι θ' ἀποθάνης.

"Μή ξεχνᾶς ὅτι θ' ἀποθάνης"

Σκέψου μέ εἰλικρίνεια τά βάθη τῆς καρδιᾶς σου καί λέγε:

῎Εχω κάνει μερικές ἀνοησίες στήν ζωή μου. Σκέφθηκα καί εἶπα κακά λόγια. Εἶμαι ἐνοχλημένος μέ τόν τάδε καί τάδε ἄνθρωπο. Μά ἄν μ' εὕρη τώρα ὁ θάνατος; 'Αλλοίμονό μου, ἄν πεθάνω ἔτσι! 'Αλλοιμονό μου ἄν μέ πάρη ὁ θάνατος τήν ὥρα πού πάω νά κλέψω, τήν ὥρα πού μαλώνω μέ κάποιον. Διότι ὅπως θά σέ εὕρη ὁ θάνατος, ἔτσι θά σέ πάρη.

'Ιδού ἀκόμη πῶς τραγουδοῦσε αὐτός ὁ τυφλός ἄνθρωπος τό τραγούδι γιά τόν θάνατο:

Κτυπᾶ τό παράθυρο ὁ θάνατος

κι ἐγώ δέν εἶμαι ἕτοιμος.

'Ακόμη ἀπό τίς νηπιακές φασκιές

γιά τόν θάνατο πάντες εἶναι προορισμένοι.

 

Καί οἱ ἄρχοντες καί οἱ λαοφιλεῖς τῆς γῆς

ἀπό τόν θάνατο δέν γλυτώνουν.

'Η νιότη μοιάζει μέ τό λουλούδι

πού πέφτει στόν δρόμο ξαφνικά.

ἐνῶ τά γηρατειά, ἀδελφέ,

εἶναι σάν τήν πάχνη τῆς ἀνατολῆς.

 

'Ετοιμάσου κάθε ὥρα νά πεθάνης

νά δώσης σ' Αὐτόν τό τέλος σου.

 

Γι'αὐτό, ἀγαπητέ ἀδελφέ,

εἴτε πολύ εἴτε λίγο θά ζήσης,

μή ξεχνᾶς τήν αἰώνια ζωή,

μή ξεχνᾶς  ὅτι θά πεθάνης.

 

'Η σωστή διάκρισις εἶναι αὐτή: ῞Ολοι εἴμεθα ὑποδουλωμένοι στήν ἁμαρτία, ἀλλά, ἄν ἔχουμε ὑγιᾶ συνείδησι, ἀμέσως μᾶς ἔρχεται στόν νοῦ ὅτι ἐκάναμε τό τάδε κακό καί ἡ συνείδησίς μας μᾶς ἐλέγχει. ῎Η ὅταν ὁ ἐχθρός σοῦ βάζει στόν νοῦ νά κάνης μιά ἁμαρτία, ἡ ὑγιής συνείδησίς σου σοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι θά πεθάνης. 'Οπότε διαλογίζεσαι: "Κι ἄν πεθάνω αὐτή τήν στιγμή, ποῦ θά πάη ἡ ψυχή μου;"

'Επειδή λοιπόν, εἴμεθα καθημερινά κάτω ἀπό τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου καί ὅτι ἴσως ξαφνικά ἔλθη τό τέλος μας, θά πρέπει νά εἴμεθα κἄπως προετοιμασμένοι. Δηλαδή ἐξομολογημένοι, εἰρηνικοί μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί νά μή ἀφήνουμε νά περάση οὔτε μιά ἡμέρα, χωρίς νά σκεπτώμεθα τόν θάνατο γιά νά μή μᾶς εὕρη ἀπροετοίμαστους. 'Η μνήμη τοῦ θανάτου μᾶς εἶναι ἐπωφελής, γιατί μᾶς ταπεινώνει καί σκεπτόμαστε ὅτι δέν εἴμαστε αἰώνια σ'αὐτή τήν ζωή, ἀλλά περαστικοί.

Πολύ ἄσχημα κάνει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἀφήνει τήν ἐξομολόγησι τήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς του. Τί θά ἠμπορέση νά εἰπῆ ὅταν ἤδη ἔρχεται βιαστικά ὁ θάνατος; Πῶς θά ὁμιλήση, ἄν δυσκολεύεται ν' ἀνοίξη τό στόμα του; Τί καλό θά πάρη μαζί του, ἀφοῦ δέν ἔχει πλέον χρόνο νά δουλέψη καί νά ἀποκτήση ἀρετές;

'Ιδού ἐγώ εἶμαι στό κατώφλιο τοῦ θανάτου καί σκέπτομαι τώρα κι αὐτή τήν ζωή καί τήν ἄλλη. Νά ἰδῶ τί ἠμπορῶ νά πάρω μαζί μου, διότι τά χρόνια μου περάσανε. 'Από πολύ ἐνωρίς λοιπόν, νά ἐξομολογούμεθα, νά ἑτοιμαζόμαστε, ὥστε ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μας νά εἴμαστε μέ τόν ντορβᾶ (τῶν ἀρετῶν καί καλῶν μας πράξεων) σφραγισμένο γιά τό ταξίδι. 'Η πόρτα ἤδη ἄνοιξε γιά τήν μεγάλη καί ἀνεπίστροφη πορεία μας. ῎Αν σκέπτεσαι ἐκείνη τήν στιγμή τοῦ θανάτου σου, τί θά βάλης μέσα στόν ντορβᾶ σου, δέν θά ἔχης χρόνο, ἀδελφέ μου, νά πάρης τά ἀναγκαῖα ἐφόδια γιά τό αἰώνιο ταξίδι σου.

῏Ητο ἕνας πατέρας. 'Ωνομαζόταν Κατρίνα. Κι αὐτός συνομιλοῦσε μέ τόν θάνατο κάθε ἡμέρα, ὅπως ὁμιλοῦμε ἐμεῖς τώρα: "῞Αγιε θάνατε, σέ παρακαλῶ νά μοῦ εἰπῆς, ὅταν ἔλθης νά μέ πάρης γιά νά προετοιμασθῶ κι ἐγώ" Καί πάλι τά ἴδια: "῞Αγιε θάνατε". Σήμερα: "ἅγιε θάνατε" αὔριο τά ἴδια. Καί συνέχεια μιλοῦσε μέ τόν θάνατο, ἀλλά δέν τόν ἔβλεπε νά ἔρχεται. Κάποιο καιρό ἐμφανίσθηκε ὁ θάνατος.

-Γειά σου Κατρίνα. Εἶσαι ἕτοιμος; Νά, τώρα ἦλθα νά σέ πάρω.

-'Αλλοίμονο σέ μένα τόν δυστυχῆ, ἅγιε θάνατε, πόσο σέ παρακαλοῦσα νά ἔλθης νά μοῦ εἰπῆς πότε θά ἔλθης νά μέ πάρης! Γιατί δέν μοῦ τό ἔλεγες ἐνωρίτερα; Γιατί δέν ἦλθες νά μέ εἰδοποιήσης;

-Πῶς δέν ἦλθα Κατρίνα; Δέν σέ πόνεσε κάποτε τό κεφάλι σου;

-Ναί, μέ πόνεσε. 

-Δέν σέ πόνεσαν τά αὐτιά σου;

 -Ναί, μέ πόνεσαν. 

-'Η καρδιά σου καί τά πόδια σου δέν σέ πόνεσαν κάποτε στήν ζωή σου;

-Ναί, μέ πόνεσαν.

-'Εγώ ἤμουν Κατρίνα. 'Εγώ σοῦ ἔλεγα τότε νά ἑτοιμασθῆς, διότι σέ λίγο διάστημα θά ἔλθω νά σέ πάρω.

-Καλά μοῦ τά εἶπες, ἅγιε θάνατε.

-Τώρα πλέον ξέρω ἐγώ νά μιλήσω γιά σένα, κύριε Κατρίνα.

Καί ἔτσι τόν ἅρπαξε ἀπό τήν ζωή.

 

Βλέπετε καί ἐσεῖς, ἀδελφοί μου, ποιά εἶναι ἡ γλῶσσα μέ τήν ὁποία μᾶς ὁμιλεῖ ὁ θάνατος. ῞Οταν εἴμαστε ἔνοχοι γιά κάποια παραπτώματά μας, πρίν νά μᾶς κλείσουν οἱ δικαστές στήν φυλακή, πρῶτα μᾶς στέλλουν μιά προειδοποίησι, κατόπιν τήν κλῆσι καί μετά τό μαντᾶτο καί ὅλα εἶναι ἕτοιμα γιά τήν μεγάλη ἀπόφασι. ῎Ετσι γίνεται καί τώρα. Σέ πηγαίνει. Δέν σέ ἀφήνει πλέον. 'Η προειδοποίησις εἶναι γιά σένα ἕνας δυνατός πόνος γιά νά προετοιμασθῆς, νά ἐξομολογηθῆς στόν Πνευματικό. 'Η κλῆσις εἶναι ἕνας ἄλλος πόνος γιά νά ζητήσης τήν θεία Κοινωνία. Καί ὅταν ἔρχεται τό μεγάλο μαντᾶτο, δέν σέ ἀφήνει πλέον. "῞Ετοιμος. Σέ παίρνω!" Προετοιμασμένος ἤ ἀπροετοίμαστος. Εὐχαριστῶ τόν Θεό γιά ὅ,τι ἑτοίμασα γιά τό ταξίδι μου. 'Ετελείωσα τήν ζωή μου. ῎Αϊντε. ῞Ετοιμος. Μή μέ παρεξηγεῖτε μ' αὐτές τίς παλαβομάρες πού σᾶς λέγω.

Λέγεται ὅτι ὁ Μέγας 'Αλέξανδρος ὁ Μακεδών, ἀφοῦ ἐκυρίευσε ὅλο τόν τότε γνωστό κόσμο, ἔπειτα εἶπε στούς αὐλικούς του: "῞Οταν θ' ἀποθάνω, νά μέ θάψετε σ' ἕνα φέρετρο μέ τρῦπες στά πλάγια γιά νά βγάλετε τά χέρια μου ἔξω ἀνοικτά καί ἄδεια γιά νά βλέπη ὁ κόσμος ὅτι τίποτε δέν παίρνω μ' αὐτά στόν τάφο μου!" Καί τόν ἔθαψαν, ἔτσι, ὅπως ἤθελε ὁ ἀρχηγός τους. Μέ τά χέρια του βγαλμένα ἔξω καί ἄδεια. Βλέπετε ἀδελφοί; Καί δέν ἦτο αὐτός βάρβαρος ἄνθρωπος. 'Ητο ἄνθρωπος μεγάλης ἀξίας ἐκείνη τήν ἐποχή. ῞Ολοι αὐτοί πού δοξάσθηκαν ὑπέρμετρα ἀπό ἀνθρώπινες τιμές καί ἀξιώματα καί περπάτησαν σχεδόν ὅλο τόν κόσμο, στό τέλος τῆς ζωῆς τους ἐλυπήθησαν, διότι ἐκοπίασαν μάταια.

Λοιπόν, θά εἶναι πολύ καλό, ἄν ἀπ' αὐτή τήν στιγμή βάλουμε καλή ἀρχή, παιδιά μου. 'Επειδή τά κοσμικά πράγματα παρέρχονται, περνᾶνε στήν ἄλλη ὄχθη κι ἔρχεται ἡ στιγμή πού ὁ Θεός θά τακτοποιήση τό αἰώνιο μέλλον ὅλων μας μέ τίς ἐξετάσεις πού θά δώσουμε στό ἔσχατο δικαστήριο. ῎Ε ἐκεῖνο  εἶναι τό τελευταῖο ἐξεταστήριο. Δέν εἶναι ἀστεῖα. Εἴθε σ' ἐκεῖνες τίς ἐξετάσεις νά ἐπιτύχουμε, παιδιά μου, διότι τότε οὔτε ξένες ἐπεμβάσεις, οὔτε δικηγόροι, οὔτε ἀνθρώπινες διδασκαλίες καί λόγοι ἔχουν θέσι καί βοήθεια, παρά μόνο τά καλά μας ἔργα, ἐάν ἔχουμε κάτι κι ἀπ' αὐτά. Καί ὅσοι, εἶσθε μοναχοί, νά παραμείνετε πιστοί σ' αὐτά πού ὑποσχεθήκατε τήν ἡμέρα τῆς κουρᾶς σας.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου