«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Στίς 6 Ἰουνίου τοῦ 1988
τελέσαμε τήν μικρή πανήγυρι τῶν ἐν τῆ Μονῆ μας ὀκτώ Ἁγίων. Προσεκλήθη νά προστῆ
τῆς ἑορτῆς μας ὁ Γέροντας τῆς Ἱ. Μονῆς Κουτλουμουσίου π. Χριστόδουλος. Τό βράδυ
ἔγινε σύναξις. Μᾶς ὡμίλησε ὁ ἴδιος ἑξῆς: «Ἔζησα στήν μητρόπολι Χαλκίδος μέ δύο ἐπισκόπους.
Πρῶτα τόν Σεβ. Γρηγόριο καί μετά τόν Σεβ. Νικόλαο. Ὁ Σεβ. Γρηγόριος ἔκαμε
καθημερινά μαζί μου, τότε ὡς διακόνου, ὅλες τίς ἀκολουθίες Κάθε βράδυ προσκυνοῦσε
ὅλες τίς εἰκόνες τοῦ κελλιοῦ του. Ὅταν κατέπεσε, ἔλεγε στόν διᾶκο του νά τοῦ
δίνει μία-μία νά τήν ἀσπάζεται. Ἐδυσφόρησε κἄπως μέ τό τυπικό του αὐτό ὁ διᾶκος
του, καί ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ εἶπε:
«Ἄκου παιδί μου, κάθε ἄνθρωπος προσεύχεται μέ
τόν δικό του τρόπο. Αὐτό δέν μπαίνει σέ καλούπια». Τό βράδυ ἐξάπλωνε στίς 7
περίπου μέχρι τίς 12 περίπου, γιά νά κάνει τό Μεσονυκτικό. Μετά ἀπό 15 λεπτά ἔπαιρνε
τσάϊ μέ παξιμάδι. Κοιμόταν ἀκόμη δύο ὧρες καί στίς 3,30 ὄρθιος γιά τήν ἀκολουθία
τοῦ ὄρθρου καί τῆς Θ. Λειτουργίας. Τό βράδυ ἔκαναν μέ τό διᾶκο του τόν Ἑσπερινό,
τό Μικρό Ἀπόδειπνο, τό Θεοτοκάριο καί τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου. Κοντά του
πάντα ἦταν ἡ ἀδελφή του καί ἐγώ, ὁ διᾶκος του. Κάποια ἡμέρα τό βραδάκι ἄρχισε
νά λέγει ξαφνικά: «Ἔλα Δεσπότη μου, ἔρχεται ὁ Βασιλιᾶς μας. Νά καί ἡ Πᾳναγία
μας! Παραμερεῖσθε νά περάσει. (Κι ἐμεῖς
παραμερίσαμε). Μετά ἔλεγε: «Νά ὁ Ἱερός Χρυσόστομος... ὁ Θεῖος Γρηγόριος... Καλῶς
ἤλθατε. Φέρε, Μαρία, (ἀδελφή του) κάτι νά τούς κεράσουμε. Μετά εἶπε: «Καλῶς τά
παιδάκια. Πώ πώ τί ὄμορφα πού εἶναι...!» Καί μέ τά χεράκια του ἐβλέπαμε σάν νά
τά χάϊδευε στά μαλλιά τους! Ἐμεῖς ἐλέγαμε: «Πάει, τἄχασε ὁ Δεσπότης μας...».
Μετά εἶπε: «Ἐσύ Μαρία μου, θά πάρεις πολύ μισθό, διότι μέ ὑπηρέτησες ἀπό
μικρή». «Ἐσύ, εἶπε σέ μένα (διᾶκος τότε ἐγώ), πήγαινε στό οἰκοτροφεῖο. Σέ
περιμένουν τά παιδιά μας. Τό βράδυ ἔλα πάλι μαζί μου». Ἐπέστρεψα τό βράδυ, ἀλλά
δέν τόν πρόλαβα. Εἶχε φύγει....».
Ὅταν ἐγκαταστάθηκε στήν Χαλκίδα, πρῶτα ἐπῆγε
στήν γυναικεία μονή τοῦ ἁγίου Νικολάου Βάθειας καί ἐζήτησε μία κάρα ἀπό τήν ἡγουμένη.
Τήν εἶχε στό κομοδίνο του, καί κάθε βράδυ τήν ἔβγαζε καί ἄρχιζε τήν μνήμη τοῦ
θανάτου, τήν Κρίσι τοῦ Θεοῦ καί ἀναστέναζε. Ὁ διᾶκος του, τόν ἐρώτησε μία ἡμέρα
γιατί ἔχει τήν νεκροκεφαλή στό κελλί του καί ὁ Δεσπότης τοῦ εἶπε: «Σκέπτομαι,
πόση ὀμορφιά, χάρι καί δόξα θά εἶχε αὐτή ἡ Ψυχή καί ἰδού τώρα, πῶς κατήντησε.
Μετά εἶπε στόν διᾶκο του: «ὅταν πεθάνω, θά μέ θάψετε σ᾿ αὐτό τό μοναστήρι,
δίπλα στόν προκάτοχό μου Γρηγόριο. Πολλοί θά ἀντιδράσουν, ἀλλά νά μήν ὑποχωρήσετε.
Εἶναι δική μου ἐπιθυμία». Προαισθάνθηκε τόν θάνατό του, καί δέν ἤθελε νά πάει
στήν Ἀγγλία γιά ἐγχείρησι στό ἥπαρ. Στόν Γέροντά μας π. Γεώργιο, πού ἐπῆγε
κοντά του νά τόν χαιρετίσει, τόν ἀσπάσθηκε καί τοῦ εἶπε: «Δέν θά γυρίσω
ζωντανός. Πάρε τά δύο ἐγκόλπιά μου γιά εὐλογία καί νά μέ μνημονεύετε».
Καί συνεχίζει ὁ Γέροντας π.
Χριστόδουλος: «Δύο χρόνια, μετά τήν κοίμησι τοῦ Σεβ. Νικολάου, ἀπεφάσισα νά
φύγω γιά τό Ὄρος. Πρίν φύγω, λειτούργησα γιά τελευταία φορά στήν μονή τοῦ ἁγίου
Νικολάου Ἄνω Βάθειας, ἐκεῖ ὅπου ἐτάφη ὁ Σεβ. Νικόλαος. Σέ ὅλη τήν Λειτουργία ἔβλεπα
ἀριστερά τής Ἁγίας Τραπέζης ἕνα μοναχό μέ τό Σχῆμα του καί τό κομποσχοίνι του
καί δεξιά ἕναν δεσπότη μέ καλογερικό σκοῦφο καί ἐγκόλπιο στό στῆθος. Ἐστέκοντο ὄρθιοι
καί προσηύχοντο. Σκέφθηκα ὅτι εἶναι Ἁγιορεῖτες. Δέν τούς ὡμίλησα, μή θέλοντας
νά διακόψω τήν προσευχή τους. Ταυτόχρονα ἔβγαινε κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα
μυρωδιά μύρου. Τελείωσα τήν Λειτουργία. Ἐμοίρασα τό ἀντίδωρο καί μετά στάθηκα
κοντά στόν τάφο τοῦ Σεβ. Νικολάου γιά ἕνα Τρισάγιο. Κατόπιν εἶπα στήν ἡγουμένη
νά καλέσει στήν τραπεζαρία καί τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες πού ἦταν μέσα στήν ἐκκλησία.
Ἐκείνη ἐξεπλάγη... Τί ἦταν αὐτό πού εὐωδίαζε; Ἐρώτησα τήν ἡγουμένη καί ἐκείνη
μοῦ εἶπε ὅτι ἐκεῖ κάτω εἶχαν βάλει Λειψάνο τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκη,
πού τούς εἶχε δώσει ὁ Γέρο Παΐσιος. Τελικά, κατάλαβα μέ φώτισι Θεοῦ, ὅτι ὁ
Καλόγερος ἀπό ἀριστερά, ἦταν ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης καί ἀπό δεξιά ὁ Σεβ.
Νικόλαος. Ἐπίσης, ὅταν ἔκανα τό Τρισάγιο στόν τάφο του, εὐωδίαζε ὁλόκληρος. Στό
διάστημα αὐτό ἔγινε προσωρινή ἀποσφράγισις τοῦ τάφου καί εἶδαν ἔκπληκτοι ὅτι,
μετά ἀπό δύο χρόνια τό Λείψανίο του ἦταν ἄφθαρτο καί ἀπέπνεε εὐωδία. Καί
συνεχίζει ὁ Γέροντας Χριστόδουλος: «Ὅταν ἦλθα στό Κουτλουμούσι, ὁ Σεβ.
Χαλκίδος, ἐρχόταν ἐπί τρία χρόνια μέ πλήρη ἀρχιερατική στολή καί ἐγκόλπιο, μόνο
κάθε Μέγα Σάββατο βράδυ, πρίν τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ καί συνωμιλούσαμε. Μοῦ ἔλεγε:
«Θέλω νά μέ βγάλετε, Φθάνει πιά. Δέν θέλω νά μείνω ἄλλο μέσα στά παγερά μάρμαρα
τοῦ τάφου μου». Ἰδού ποιός ἦταν ὁ Ἅγιος Χαλκίδος Νικόλαος, ὅπως μᾶς τόν
περιέγραψε ὁ Γέροντας Χριστόδουλος: «Ἡ ταπεινοφροσύνη του, ἡ ἀκτημοσύνη του, τό
ἀφιλάργυρον, τά τρύπια παπούτσια του, τό τρύπιο ζωστικό του, τό τρύπιο σκουφί
του, τό ἄδειο ἀπό φαγητά ψυχεῖο του, τό ἄδειο πορτοφόλι του, ἡ πραότης του, ἡ εὐγένειά
του, ὁ πλοῦτος τῶν ἁγίων ἀρετῶν καί χαρισμάτων του... Αὐτή ἦταν ὅλη ἡ βιοτή του
καί τά διαδήματά του...».
Ὅταν ἦλθα στό Κουτλουμούσι, ἀνέλαβα
χωρίς νά τό θέλω ἡγούμενος. Μία ἡμέρα ἐπῆρα ἐλιές μέ παξιμάδι καί ἔφυγα γιά τήν
ἔρημο Καψάλα. Συνάντησα τόν πρῶτο ἐρημίτη. Καί ξαφνικά μοῦ λέγει: «Γύρισε στό
μοναστήρι σου. Ὅλα τά προβλήματά σας θά τά διορθώσει ὁ Κύριος καί ἡ Θεοτόκος.
Θά ζήσετε καί περιπέτειες, ὅπως πυρκαϊές καί κατολισθήσεις τῶν κτιρίων. Στό Ἅγιον
Ὄρος καί σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα, θά ἔχετε πολλά προβλήματα. Ἀλλά ὑπομονή καί μέ τόν
Χριστό. Τό παξιμάδι ἄστο σέ μένα, διότι τά σῦκα πού ἔτρωγα, σκουλήκιασαν. Βάλε
καί ἐπιτραχήλιο νά ἐξομολογηθῶ». Καί ποιός ἦταν: «Ἀνώτατος ἀξιωματικός τοῦ Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου, πού χάθηκαν ἀπό τότε τά ἴχνη του! Ξαναπῆγα στήν Καψάλα. Δέν τόν βρῆκα
πάλι. Τότε, εἶπαν ὅτι ἐκοιμήθη ἕνα γεροντάκι. Ἴσως νά ἦταν αὐτός».
Ἀγαπητά μου ἀδέλφια, μόνο
τήν πρόθυμη καί ἀναντίρρητη ὑπακοή εὐλογεῖ
ὁ Θεός. Αὐτή ἡ ἀρετή φέρνει τήν ταπείνωσι καί τόν αἰώνιο Παράδεισο! Νά ἔχω καί ἐγώ
τίς εὐχές σας, ἅγιε Καθηγούμενε, καί προσεύχεσθε γιά τήν συνοδία τῶν Κουτλουμουσιανῶν Πατέρων». Αὐτά
τά μεγαλειώδη λόγια τοῦ Γέροντος π. Χριστοδούλου μπῆκαν στήν καρδιά μου καί ἔτρεξα
ἐκεῖνο τό βράδυ νά τά γράψω στό βιβλίο τῶν ἀναμνήσεών μου.
Ἀπό μον. π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου