Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022

Ο ΜΕΓΑΣ ΠΑΣΤΟΡΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΩΝ ΕΓΙΝΕ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ!!!

να πρωϊνό τοῦ ’Ιανουαρίου 1991 μπῆκε στήν αλή τῆς ‘Ιεραποστολικῆς Βάσεως Κολουέζι-Κογκό ἰθαγενής ἱερεύς μας, πατήρ ’Ιάκωβος ἔχοντας μαζί του τόν μοεθνῆ του Τάμπουε. Μέ χαιρέτισαν ἐγκάρδια. π. ’Ιάκωβος μο συνέστησε τόν νεαρό: "Ατός κύριος ζητεῖ νά γίνη ρθόδοξος. Σο τόν παραδίδω καί μίλησε μαζί του ὅ,τι νομίζεις".

’Αντί νά τοῦ ποβάλλω "βροχή" ἀπό ἐρωτήσεις,  τοῦ εἶπα νά μο διηγηθῆ τήν ἱστορία τῆς ζωῆς του καί πς ἔφθασε μέχρις ἐδ. ταν ἕνας λεπτός,  σοβαρός καί σεμνός νέος πού δέν ξεπερνοσε τά τριάντα χρόνια.

"’Εγώ,  πάτερ,  γεννήθηκα στό Λουμπουμπάσι τό 1963. Εἶμαι μοναχογυιός εσεβν γονέων, καθολικν στό θρήσκευμα. ’Ακολούθησα λοιπόν ἀπό μικρός τήν ἐκκλησία καί τίς ποδείξεις,  περί Θεο καί σωτηρίας,  τν γονέων μου. ταν ἔφθασα στά εἴκοσι περίπου χρόνια μου,  ἐπηρεασμένος ἀπό τά "γιοπνευματικά καί γιοφωτιστικά" κηρύγματα τν Πεντηκοστιανν,  προσεχώρησα σ’ ατούς. ’Αγαποσα τήν μελέτη τῆς Γραφῆς καί ἐπιδόθηκα σ’ ατήν μέ ζῆλο. Πίστευα τι ερῆκα τήν ἀληθινή ἐκκλησία καί σ’ ατή τώρα θά πρέπει νά κοπιάσω γιά νά βοηθήσω καί τούς συνανθρώπους μου στό δύσκολο ἔργο τῆς σωτηρίας. Οἱ προΐστάμενοί μου ἐξεδήλωσαν τήν εαρέσκειά τους γιά τόν ζῆλο μου πρός μάθησι καί θρησκευτική δρᾶσι καί γρήγορα μέ προήγαγαν σέ πάστορα μιᾶς ἐνορίας. Σέ λίγο διάστημα ἄλλο σκαλί,  ἀνώτερο μέ περίμενε. Μο ἔδωσαν τό ἀξίωμα τοῦ διδασκάλου καί ἱεροκήρυκος μιᾶς μεγάλης περιοχῆς, πού περιελάμβανε λο τό Λουμπουμπάσι καί πολλές πέριξ ατοῦˆ ἐνορίες. Σ’ ατό τό ἔργο ἐπιδόθηκα, χι μόνο μέ ζῆλο, ἀλλά μέ φανατισμό. Θεωροσα τόν αυτό μου ετυχῆ, διότι ἤμουνα πάνω ἀπό λους, διότι τούς δηγοσα, πως θελα, καί μέ τίς ἑρμηνεῖες τῆς Γραφῆς πού ἐγώ θεωροσα σωστές. ’Επί δύο χρόνια ἐπισκεπτόμουν τίς ἐνορίες μου καθοδηγώντας τούς πάστορες μέ πύρινα κηρύγματα. Δέν ἐδειλίαζα νά συνομιλήσω μέ τόν ποιονδήποτε ἐπίσημο πάλληλο τῆς Χώρας μου. Τόν Κυβερνήτη (νομάρχη) τοῦˆ Λουμπουμπάσι ἐγώ τόν μετέστρεψα ἀπό τόν Παπισμό στήν Πεντηκοστιανική Κοινότητα,  καθώς καί ἄλλους παράγοντες. Κάποια ἡμέρα πού διάβαζα τήν Καινή Διαθήκη προσεκτικά, διεπίστωσα τι μερικά ἔργα καί μηνύματα πού ἔδωσε στούς Μαθητάς Του Χριστός, ἐμεῖς δέν τά εἴχαμε σέ ἐφαρμογή. δωσε στούς ’Αποστόλους τήν ἐξουσία νά λύνουν καί νά δένουν τίς μαρτίες τν ἀνθρώπων, τούς ἔδωσε πό τόν τύπο τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου τό Σμα καί τό Αἶμα Του πρός ζωήν αἰώνιον, τούς ἔδωσε ἐντολή νά βαπτίζουν τούς παδούς τῆς νέας θρησκείας.... λα ατά μο δημιούργησαν μέσα μου πολλά ἐρωτηματικά, διότι τό κήρυγμά μου στίς ἐνορίες δέν περιεῖχε τίς ἀνωτέρω ἐντολές καί ποθῆκες τοῦ Χριστοῦ. ρχισα νά ἀνησυχ, μήπως ἡ θρησκεία πού ἀκολουθ δέν εἶναι ἡ σωστή καί βαδίζω στόν δρόμο τῆς πλάνης; ως του μως μπορέσω νά δώσω ἀπάντησι στά ἐρωτήματά μου, πού δέν μο ἔδιναν οτε ὕπνο στά βλέφαρά μου, ἀπεφάσισα νά ἀποδημήσω, χωρίς νά εἰπ τίποτε σέ κανέναν. λθα στό Κολουέζι. ’Ενοίκιασα ἕνα χορταρένιο καλυβάκι στήν συνοικία τν ἰθαγενν καί ἄρχισα νά ἀσχολομαι ἐλάχιστα μέ τό ἐμπόριο γιά τήν καθημερινή μου τροφή. Σταμάτησα νά πηγαινοέρχομαι σέ ἐκκλησίες, δεδομένου τι σ’ ατή τήν περιοχή εἶναι πάνω ἀπό τριάντα διαφορετικές ἡ μία μέ τήν ἄλλη. Εἶπα μέσα μου: "Θεέ μου, γνωρίζω τι μία ’Εκκλησία ἄφησες στόν κόσμο. Οἱ Πεντηκοστιανοί καί ἄλλοι μο ἔλεγαν τι δέν Šπάρχει πλέον ἡ ἀρχέγονη ’Εκκλησία. ’Αλλά πς ἐξηγεῖται λόγος Σου "καί πύλαι δου ο κατισχύσουσιν ατῆς"; (Ματθ. 16, 18). πάρχει,  λοιπόν,  ἡ ’Εκκλησία Σου καί εἶναι μόνο μία. Φώτισέ με,  λοιπόν, νά τήν γνωρίσω καί ἀκολουθήσω.

Δέν ἔπαυσα ἡμέρα καί νύκτα νά ἐπιτελ μόνο ατό τό ἔργο: Προσευχή νά μοῦ ἀποκαλύψη Θεός τήν ’Εκκλησία Του. ’Επέρασαν δύο χρόνια χωρίς κάποια ἀπάντησι, κάποια πληροφορία. Λογισμοί δυσπιστίας μέ ἐκύκλωσαν. Σύννεφα ἀπελπισίας ἦλθαν νά μέ σκεπάσουν. ’Αλλά Πανάγαθος Θεός δέν ἄργησε, βλέποντας τήν ἀγωνία μου, νά μο δώση τό ποθούμενο.

Μία νύκτα βλέπω στόν ὕπνο μου ἕνα ἄγνωστο σέ μένα μαυροφορεμένο πρόσωπο. ταν ερωπαῖος κληρικός. Μαρα τά ράσα του,  ἄσπρα τά γένεια του,  λευκό καί γαλήνιο τό πρόσωπό του, εἰρηνική καί στοργική ἡ ματιά του. Μέ πλησίασε καί μο μίλησε στά σουαχίλλι. ’Εγώ ἀποροσα, πς ατός Γέροντας  ἐν εἶναι ερωπαῖος, ξέρει σουαχίλλι;

Μο εἶπε ἐπί λέξει τά ἑξῆς: "’Εγώ εἶμαι γιος Νικόλαος. ’Εάν θέλης νά σωθῆς, θά ἀκολουθήσης τήν δική μου ’Εκκλησία". Καί ἀμέσως,  ἀφοῦ μέ ελόγησε, ἐξαφανίσθηκε. Σηκώθηκα σαστισμένος. Ποιός εἶναι ατός ερωπαῖος παπᾶς καί ποιά εἶναι ἡ ’Εκκλησία του; Ποιός θά μέ καθοδηγήση σ’ ατήν; ’Αφο σηκώθηκα, βγῆκα στούς δρόμους καί ρωτοῦσα τούς συμπατριτες μου νά μάθω σέ ποιά ’Εκκλησία ἀνήκει γιος Νικόλαος. Μετά ἀπό ἀρκετές ἡμέρες ἀκάρπου ἀναζητήσεως,  ἔστειλε Θεός τόν ἄνθρωπό Του. Μιά χριστιανή ρθόδοξη τῆς ἐνορίας τοῦ γίου Γεωργίου Κολουέζι κάτοικος τῆς ἴδιας συνοικίας μέ πολλή χαρά μο ἀνεκοίνωσε γι’ ατό πού ζητοῦσα. Μέ πῆρε καί μέ ἐπῆγε στόν ρθόδοξο ἱερέα τόν π. ’Ιάκωβο,  ποῖος μένει ἐκεῖ. Καί ατός μ’ ἔφερε σήμερα στήν εραποστολή".

Βαπτίσθηκε μέ τό ὄνομα Νικόλαος καί ζῆ στό Λουμπουμπάσι τοῦ Κογκό.  Διαβάζει μέ ἱερό ζῆλο τά ρθόδοξα βιβλία, καταρτίζεται γιά νά πηρετήση μελλοντικά τήν ’Εκκλησία ς κληρικός, ἐάν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ. τσι μο εἶπε. Στούς πρώην πάστορες καί διδασκάλους τν Πεντηκοστιανν κρατεῖ ἀδελφική, ἀλλά μαχητική στάσι. Τούς δημιουργεῖ ἰσχυρούς προβληματισμούς γιά τό ἀβέβαιο πάρξεως ἀληθείας στήν Κοινότητά τους. Μετά ἀπό διάστημα ἑνός μηνός μέ πλησίασε καί πάλι ατός νέος γιά νά μο εἰπῆ πς βαδίζει στήν καινούργια του πορεία. Καί ἰδού τί ἄλλο ἐξ ἴσου σπουδαῖο μο ἐξωμολογήθηκε: "να ἀπόγευμα ἐδιάβαζα τήν ἐπιστολή τοῦ ’Αποστόλου ’Ιακώβου. Ξαφνικά αἰσθάνομαι μιά δροσερή αρα νά μέ περιβάλη, ποία κατόπιν μπῆκε μέσα μου καί ἐγέμισε τό εἶναι μου ἀπό χαρά καί γαλήνη πνευματική. ταν ἡ πρώτη φορά πού αἰσθανόμουν τέτοια ἱερά συναισθήματα. Ταυτόχρονα ἄκουσα καί μιά φωνή πού μο ἔλεγε: "φησε λες τίς αρέσεις καί ἀκολούθησε ἀταλάντευτα τήν ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία". Δέν ἔχω λοιπόν, πάτερ,  καμμία ἀμφιβολία τι ερίσκομαι στήν ἀληθινή ἀρχαία ’Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.

 Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου