«Εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔζησεν, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ.» (Ρωμ. ιδ΄, 9). (Δηλ.: Καὶ εἴμεθα ὅλοι, ζωντανοὶ καὶ πεθαμένοι, κτῆμα τοῦ Κυρίου, διότι πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπὸν ὁ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔλαβε πάλιν ὡς ἄνθρωπος τὴν ζωήν, διὰ νὰ γίνῃ Κύριος καὶ τῶν νεκρῶν καὶ τῶν ζωντανῶν).
Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Τίποτ’ ἄλλο δὲν εἶναι ὁ θάνατος, παρὰ ὕπνος καὶ ταξίδι καὶ μετακίνηση κι ἀνάπαυση κι ἥσυχο λιμάνι κι ἀπαλλαγὴ ἀπ’ τὴν ταραχὴ κι ἐλευθερία ἀπ’ τὶς φροντίδες τοῦ βίου.
Αὐτὸς ὁ θάνατος δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλ’ ἀποδημία κι ἕνα εἶδος μεταθέσεως ἀπ’ τὰ χειρότερα πρὸς τὰ καλύτερα, ἀπ’ τὴ γῆ πρὸς τὸν οὐρανό, ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους καὶ τὸν Κύριο τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀρχαγγέλων.
Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ ἱδρῶτες καὶ φροντίδες βιοτικές. Ὅταν λοιπὸν δῆς κάποιον ἀπ’ τοὺς δικούς σου νὰ φεύγη ἀπὸ ἐδῶ, μὴ ἀγανακτῆς, ἀλλὰ συγκινήσου, γύρισε στὸν ἑαυτό σου, ἐξέτασε τὴ συνείδησή σου, σκέψου ὅτι κι ἐσένα μετὰ ἀπὸ λίγο τὸ ἴδιο τέλος σὲ περιμένει».
- Ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος σταχυολογοῦμε τὸ ἀκόλουθο ἀξιοθαύμαστο γεγονός:
«ΜΙΑ μέρα ἔρχεται κάποιος καὶ τοῦ προσφέρει ἑπτάμισυ λίτρες χρυσάφι, βεβαιώνοντας τὸν Ὅσιο ὅτι δὲν ἔχει στὴν κατοχή του τίποτε ἄλλο σὲ χρυσάφι, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα νόμισμα καὶ τοῦ ζητοῦσε μὲ πολλὲς μετάνοιες νὰ προσευχηθῆ, γιὰ νὰ σώση ὁ Θεὸς τὸν γιό του –γιατὶ εἶχε ἕνα μοναχογιὸ ὥς δεκαπέντε χρονῶν- καὶ νὰ τοῦ φέρη τὸ πλοῖο του μὲ καλὸ καιρὸ ἀπὸ τὴν Ἀφρική, γιατὶ ἐκεῖ εἶχε πάει. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔλαβε ὁ Ἱεράρχης τὸ ποσὸ ἀπὸ τὸ χέρι του καὶ θαυμάζοντάς τον, ποὺ φάνηκε τόσο πολὺ καλόψυχος, ὥστε νὰ προσφέρη ὅλο τὸ ποσὸ ποὺ εἶχε, τοῦ εὐχήθηκε κι’ ὕστερα τὸν ἀποχαιρέτησε.
Ὅμως γιὰ τὴν πολλή του πίστη ὁ Πατριάρχης ἔβαλε τὸ πουγγὶ μὲ τὸ ποσὸ κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, ποὺ βρισκόταν στὸν ναΐσκο τοῦ ὑπνοδωματίου του καὶ ἀμέσως ἔκαμε τελεία μνημόνευση πάνω σ’ αὐτὸ ὑπὲρ ἐκείνου ποὺ τὸ πρόσφερε κι’ ἀνέπεμψε ἐκτενῆ δέηση στὸν Θεό, γιὰ νὰ σωθῆ ὁ γιός του καὶ νὰ φέρη μὲ καλὸ καιρὸ τὸ πλοῖο του.
Μὰ δὲν εἶχαν περάσει ἀκόμα τριάντα μέρες καὶ πέθανε ὁ γιὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πρόσφερε τὶς ἑπτάμισυ λίτρες στὸν Πατριάρχη, καὶ στὴν τρίτη μέρα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ, ἔφτασε καὶ τὸ πλοῖο του ἀπὸ τὴν Ἀφρική, στὸ ὁποῖο ἦταν καπετάνιος καὶ ὁ γνήσιος ἀδελφὸς τοῦ ἀνθρώπου, κι’ ὅταν ἦρθε κοντὰ στὸν Φάρο ναυάγησε κι’ ἔχασε ὅλο τὸ φορτίο του καὶ δὲν σώθηκαν παρὰ μόνο οἱ ψυχὲς καὶ τὸ σκάφος ἄδειο. Ὅταν λοιπὸν ἔμαθε κι’ αὐτὴν τὴν συμφορά, ποὺ ἔπεσε στὸ κεφάλι του, ὁ κύρης τοῦ παιδιοῦ καὶ ἰδιοκτήτης τοῦ πλοίου, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Προφήτου (Ψαλμ. 93, 17) «παρ’ ὀλίγο νὰ πήγαινε στὸν Ἅδη ἡ ψυχή του». Γιατὶ χωρὶς νὰ σβήση ἀκόμα ἡ θλίψη τοῦ παιδιοῦ του, τὸν ἔπιασε κι’ αὐτὴ τοῦ πλοίου.
Μὴ γνωρίζοντας λοιπὸν τί νὰ κάμη, ὁ Πατριάρχης παρακαλοῦσε τὸν Φιλάνθρωπο Θεό, νὰ παρηγορήση μὲ τὴν ἄπειρή του εὐσπλαγχνία τὸν ἄνθρωπο. Γιατί, γιὰ νὰ στείλη καὶ νὰ τὸν φέρη μπροστά του καὶ νὰ τὸν παρηγορήση, ντρεπόταν ὁ τιμιώτατος, ἀλλὰ τοῦτο τοῦ μήνυσε, νὰ μὴ περιέλθη σέ ἀπόγνωση «γιατὶ τίποτε ὁ Θεὸς δὲν κάμνει ἄκριτα, ἀλλὰ ὅλα τὰ κάμνει γιὰ τὸ συμφέρον μας, τὸ ὁποῖο ἐμεῖς ἀγνοοῦμε».
Γιὰ νὰ μὴ χάση λοιπὸν τὸν μισθό, ποὺ ἔκαμε μὲ τὶς ἑπτάμισυ λίτρες καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ εἶχε πρὸς τὸν ὅσιο Πατριάρχη καὶ ἀκόμα γιὰ νὰ μένουμε κι’ ἐμεῖς πρὸς τὸν Θεὸν ἀτάραχοι κι’ εὐχαριστημένοι στοὺς πειρασμοὺς ποὺ μᾶς συμβαίνουν, ὅταν κάμουμε κανένα καλό, βλέπει στὸν ὕπνο του ὁ φιλόχριστος ἄνθρωπος, ποὺ προαναφέραμε, τὴν ἑπόμενη νύκτα, κάποιον ποὺ ἔμοιαζε στὸ σχῆμα μὲ τὸν ὁσιώτατο Πατριάρχη νὰ τοῦ λέγη·
«Τί θλίβεσαι, ἀδελφέ μου, κι’ ἀπαγοητεύεσαι; Δὲν μὲ παρακάλεσες ἐσὺ νὰ ζητήσω ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σωθῆ ὁ γιός σου; Νά, σώθηκε. Πίστεψέ με, ἄν ζοῦσε, θὰ γινόταν ἄνθρωπος χαμένος καὶ ἀκάθαρτος. Καὶ γιὰ τὸ πλοῖο, εἶχε ληφθῆ ἡ ἀπόφαση νὰ πάη ὅλο, ὅπως βρισκόταν μ’ ὅλες τὶς ψυχὲς στὸν βυθὸ καὶ θὰ εἶχες χάσει καὶ τὸν ἀδελφό σου καὶ τὸ πλοῖο πράγματι, ἄν ὁ Θεὸς δὲν δεχόταν τὴν παράκληση γιὰ τὸ καλὸ ποὺ ἔκανες καὶ γιὰ τὴν μηδαμινότητά μου. Μὰ σήκω καὶ δόξασε τὸν Θεὸ ποὺ σοῦ χάρισε αὐτὸν καὶ ποὺ ἔσωσε καὶ τὸν γιό σου, ἀπὸ τὴ μάταιη αὐτὴ ζωή».
Ὅταν ἀφυπνίσθηκε ὁ ἄνθρωπος, βρῆκε τὴν καρδιά του παρηγορημένη κι’ ὅλη τὴ λύπη διωγμένη ἀπὸ πάνω του. Κι’ ἀφοῦ φόρεσε τὰ ροῦχα του ἔρχεται τρέχοντας στὸν τιμιώτατο Ἰωάννη καὶ ρίχνεται στὰ πόδια του, εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ κι’ αὐτόν, γιατὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ ὄνειρο ποὺ εἶδε, ποὺ ὅταν τ’ ἄκουσε ὁ δικαιότατος εἶπε:
«Δόξα σου, φιλάνθρωπε, φιλεύσπλαγχνε, ποὺ εἰσακούεις καὶ τὴ δέηση τῶν ἁμαρτωλῶν». Καὶ πάλι ἔλεγε μὲ πολὺ ταπεινὸ ἦθος σ’ αὐτὸν ποὺ πῆρε τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴ βεβαίωση: «Πίστευσέ μου, τέκνον μου, νὰ μὴ ἀποδίδης στὴν ἰδική μου εὐχὴ ἐξ ὁλοκλήρου τὴ χάρη, ἀλλὰ στὸν Θεὸ καὶ στὴ δική σου πίστη, γιατὶ αὐτὴ ἴσχυσε γιὰ ὅλα».
Γιατὶ διέθετε μιὰ δύναμη ποὺ ἦταν κι’ αὐτὴ ἀξιέπαινη, ἐννοῶ αὐτὸ τὸ κατόρθωμα τοῦ νὰ εἶναι ταπεινόφρονας, ὄχι μονάχα ὁ ἴδιος μὰ καὶ ἄλλους προέτρεπε σ’ αὐτὴν τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴ συμπόνια μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα».