Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΟΛΑΡΟΥ

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Περί ταπεινώσεως

 Κάποτε μ' ἐρώτησε ἕνας γέροντας: "Πάτερ Παῒσιε, τί εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια καί πῶς ἔρχεται; (Αὐτός περπατοῦσε τόν χειμῶνα ξυπόλυτος μέσα στά χιόνια καί στά κρῦα καί μέ τό κεφάλι του ἀκάλυπτο).

'Αδελφέ Γεώργιε, ὑπερηφάνεια εἶναι, ὅταν ἐσύ νομίζης ὅτι εἶσαι κάτι περισσότερο ἀπό τόν ἄλλο, δηλαδή ὅτι εἶσαι καλλίτερος, ὡραιώτερος ἀπό τόν τάδε καί τάδε"

'Αλλοίμονο σέ μένα, πάτερ Παῒσιε, διότι ἐγώ πιστεύω ὅτι ἔχω κάτι καλλίτερο ἀπό τούς ἄλλους. 'Αλλά τί καλλίτερο ἔχω;

Νά, λοιπόν, αὐτή εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. ῞Οταν νομίζης ὅτι ξέρεις κάτι περισσότερο ἀπό τόν ἄλλο, αὐτό εἶναι ὑπερηφάνεια. Καί εἶναι πολύ ἐπικίνδυνη, διότι δέν ἀρέσει καθόλου στόν Θεό αὐτή ἡ κακία. ῎Αν πιστεύης ὅτι ξέρεις περισσότερα, ἠμπορεῖς νά κάνης περισσότερα ἤ ὅτι κάνεις πάρα πολλά ἀπό τούς ἄλλους, κινδυνεύεις, ἄν δέν ταπεινωθῆς, νά γίνης ὅμοιος μέ τούς ὑπερήφανους δαίμονες. Μή κατακρίνης ἐκεῖνον πού πιστεύει ὅτι κάτι κάνει στήν ζωή του, σκεπτόμενος ὅτι ἐσύ εἶσαι καλλίτερος ἤ ὅτι θά ἠμποροῦσες νά τό κάνης καλλίτερα ἀπ' αὐτόν. Νά ἐνθυμῆσαι καί νά μακαρίζης ἐκεῖνον πού στεκόταν  δίπλα στήν πόρτα τοῦ 'Ιεροῦ καί κτυποῦσε τά στήθη. Κι αὐτός ἐκέρδισε περισσότερα ἀπ' ὅτι ἐκεῖνος πού ἐπίστευε ὅτι δέν εἶναι τέτοιος σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη, δείχνοντάς τον μέ τό δάκτυλό του.

'Ο Σωτῆρας μας Χριστός μᾶς λέγει: "'Εάν θέλετε νά ἐφαρμόσετε ὅλες τίς ἐντολές νά λέτε: "'Εγώ εἶμαι ἄχρηστος δοῦλος καί δέν ἔκανα τίποτε παρά μόνο αὐτό πού ἤμουν ὑποχρεωμένος νά πράξω".

Πόσες φορές ὀργίζεσαι! 'Η ὀργή δέν ἐργάζεται στήν ζωή μας τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. ῞Οταν ὀργίζεσαι, ξεσηκώνεται μέσα σου τό πνεῦμα τοῦ θυμοῦ, τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας, τῆς κενοδοξίας, τῆς φιλαρεσκείας κλπ. Αὐτή ἡ κακία σέ προτρέπει νά μή ταπεινώνεσαι. Καί σοῦ λέγει μέ τόν λογισμό σου νά ἀπορῆς: "Τί; Εἶμαι δηλαδή ἐγώ τόσο ἄχρηστος καί ἀπόβλητος;"

῞Οπως βλέπεις, ἐγώ ἠμπορῶ νά λέγω γιά τόν ἑαυτόν μου: "Οἱ ἄνθρωποι εἶναι πολύ καλοί, ἐνῶ ἐγώ εἶμαι πολύ ἁμαρτωλός, εἶμαι πιό ἀνόητος ἀπ' ὅλους, πιό κακός, πιό, πιό ἀλλά, ἄν κάποιος ἄλλος μέ ὀνομάσει βλάκα καί ἐλεεινό, θά ἰδῆς ὅτι θά ὀργισθῶ πάρα πολύ ἐναντίον του λέγοντάς του: "'Εσένα τί σέ ἐνδιαφέρει; Γιατί ἀσχολεῖσαι ἐσύ μέ μένα; Ποιός εἶσαι ἐσύ πού μέ ὀνειδίζεις;"  ῎Εε, λοιπόν, αὐτό εἶναι ταπείνωσις;

῞Οταν κάποιος σέ κακολογεῖ, ἐσύ ταπεινώνεσαι, χωρίς τήν θέλησί σου. Τότε θά ἠμπορεῖς νά λέγης μέ τόν λογισμό σου: "Αὐτά μοῦ ἀξίζουν. ῎Ετσι ἐπέτρεψε ὁ Θεός, διότι κι ἐγώ ὠνείδισα ἄλλους". Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ταπείνωσις. "῎Οχι, ὅταν ἐγώ λέγω ὅτι εἶμαι βλάκας, ἀλλά ὅταν οἱ ἄλλοι μέ ὑβρίζουν βλάκα". Τότε θά ἠμπορεῖς νά λέγης ὅτι: "'Ο Θεός τούς διέταξε νά μέ ὑβρίσουν καί νά μέ κακολογήσουν". ῞Οταν κάποιος σοῦ ἔκλεψε δικά σου πράγματα, ἠμπορεῖς νά λέγης ὅτι: "'Ο Θεός τόν διέταξε νά μοῦ τά πάρη, διότι κι ἐγώ ἔκλεψα, ἄν ὄχι πράγματα, ἔκλεψα τήν τιμή, τήν ἀξία καί τήν εὐγένεια τοῦ ἄλλου". ῞Οταν κάποιος σέ μεταφέρει διά τῆς βίας ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο, θά ἠμπορῆς νά λέγης ὅτι: "'Ο Θεός μοῦ ἀλλάζει τόπο, γιά ν'ἀλλάξω κι ἐγώ τίς κακές μου συνήθειες" Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ταπείνωσις. 'Εάν κάποιος σοῦ ζητεῖ κάποιο ροῦχο, δός του καί τό ὑποκάμισό σου. 'Εάν σέ κτυπᾶ ἀπό τό ἕνα μάγουλο, στρέψε σ' αὐτόν καί τό ἄλλο. Κατόπιν σκέψου: 'Ημπορεῖς νά κάνης αὐτό τό ἔργο; Διότι ἐμεῖς πρέπει ν' ἀκολουθοῦμε, ὅσο ἠμποροῦμε, τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. 'Αλλ' ὅμως τί κάνουμε;ὅ ῎Αν κάποιος σοῦ δίνει ἕνα κτύπημα στό πρόσωπο, ἐσύ τοῦ δίνεις τέσσερα καί ἔτσι χωρίζεσθε.

῞Οταν ἤμουν κι ἐγώ νεώτερος, μοῦ ἔκανε ὁ Γέροντάς μου διάφορες δοκιμασίες. Μιά φορά μ' ἔβγαλε ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία. 'Εγώ ἔψαλλα στόν χορό· κι ἔψαλλα μέ τόν τρόπο μου: "'Ιησοῦ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με" καί πόσο ὡραία καί δυνατή ἡ ψαλμωδία μοῦ φαινόταν! 'Αλλ' ἐγώ μέσα στήν καρδιά μου ὑπερηφανευόμουν. Μ' ἄκουσε ὁ στάρετς καί μπῆκε μέσα. Μοῦ ἔδωσε ἕνα δυνατό σκούντημα καί μοῦ εἶπε: "῎Εξω! ῎Εξω γρήγορα, γάϊδαρε, τί γκαρίζεις ἔτσι;" 'Εμένα μοῦ φαινόταν ὅτι ἔψαλλα πολύ ὡραῖα. . . Συλλογίζομαι καί τώρα καί πάντοτε: Ταλαίπωρη ὑπερηφάνεια, πῶς γαντζώνεσαι παντοῦ, ἀκόμη καί στίς ψαλμωδίες τοῦ Θεοῦ!

'Ενθυμοῦμαι τώρα μιά ἄλλη ἱστορία μέ κάποιον νεαρόν πού ἐρχόταν συχνά ἀπό τό Βουκουρέστι. Κάποτε μ' ἐρώτησε: "'Εσεῖς εἶσθε ὁ πατήρ Παῒσιος;" καί τοῦ ἀπήντησα: Ναί. Αὐτός μοῦ εἶπε: "῎Ακουσα γιά τήν Πανοσιότητά σου καί ἦλθα νά σέ ἰδῶ" Κι ἐγώ τότε τοῦ εἶπα τά ἑξῆς λόγια:

"Νά μή πιστεύης ὅ,τι ἀκοῦς,

Νά μή κάνης ὅ,τι ἠμπορεῖς,

νά μή λέγης κάθε τι πού ξέρεις,

καί νά μή δίνης κάθε τι πού ἔχεις"

'Αλλοίμονο σ' ἐκεῖνον τόν ἀνθρωπο πού θά περισσεύη ἡ δόξα του ἀπό τήν ζωή καί τά ἔργα του.

'Η ταπείνωσις πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη. ῎Αν ἀγαπᾶς κάποιον, δέν τόν κακολογεῖς, δέν τόν περιφρονεῖς, δέν τόν στενοχωρεῖς, διότι πληγώνεσαι. 'Εάν στενοχωρήσης κάποιον μέ τά λόγια σου ἤ τήν συμπεριφορά σου, δέν ἠμπορεῖς οὔτε νά φᾶς, οὔτε νά προσευχηθῆς, οὔτες καί νά κοιμηθῆς. 'Αλλά δέν εἶναι δυνατόν νά μή πληγώνης κανέναν· μπορεῖ, χωρίς νά τό ἀντιληφθῆς, νά εἴπης κάποιο ἀκατάλληλο λόγο σέ κάποιον. 'Αλλά, ὅταν  συναντήσης, αὐτόν πού ἐλύπησες, ἀμέσως κάνε του μιά ὑπόκλισι καί εἰπέ του: "Συγχώρεσέ με, ἀγαπητέ μου, διότι σέ στενοχώρησα". Καί, ὅταν θά εἰπῆς: "Συγχώρεσέ με" ἐξέρχεται ἀμέσως, κατά τρόπο ἀνερμήνευτο, ὅλη ἡ στενοχώρια του, σκορπίζεται τελείως καί δέν παραμένει τίποτε μέσα στήν ψυχή του. Καί ὁ διάβολος κυττάζοντας ἀπό μακριά, εἶναι τελείως ἡττημένοςὅκαί στά χαρτιά του δέν παραμένει πλέον τίποτε γραμμένο.

Μήν ἀφήνης νά περνάη ἀπό τό κεφάλι σου ὁ λογισμός ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε σέ ὅλα νά εὐχαριστῆς τούς ἀνθρώπους. Προτίμησε νά ζῆς, χωρίς τήν δόξα καί ἐκτίμησι τοῦ κόσμου. 'Ο κόσμος δέν ἔχει τίποτε νά δώση παρά μόνο αὐτή τήν ψεύτικη δόξα καί τιμή. Τί τό ὄφελος γιά τήν ψυχή σου, ὅταν ἀκοῦς ἀπό τόν κόσμο νά σοῦ λέγη ὅτι εἶσαι ἤ ὅτι δέν εἶσαι ἁμαρτωλός; Μήπως αὐτός θά σέ κρίνη; Πρέπει νά ὑπομένουμε κάθε θλῖψι καί στενοχώρια, κάθε ὀνειδισμό καί περιφρόνησι τοῦ κόσμου, διότι καί ὁ Χριστός μᾶς ἐμακάρισε ὡς ἑξῆς: "Μακάριοι ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί διώξωσι καί εἴπωσι πᾶν πονηρόν ρῆμα καθ' ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ" (Ματθ. 5, 10). Πρέπει νά τά ὑπομένουμε ὅλα, ἀδελφέ μου, μέ ταπείνωσι γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Μόνο ἔτσι θά κερδίσουμε κι ἐμεῖς τόν Παράδεισο, ἄν ὄχι ὁλόκληρον, τουλάχιστον μιά γωνιά του, τήν πιό μικρή.

Σοῦ φαίνεται δύσκολο ἔργο ἡ ταπείνωσις, ἀδελφέ μου. 'Αλλά  δοκίμασε πρῶτα καί βλέπε, ἄν ἠμπορῆς νά σηκώσης μιά πέτρα καί μετά λέγε "δέν ἠμπορῶ". 'Η ταπείνωσις τῆς καρδιᾶς πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη πού προέρχεται ἀπό τόν Χριστό. 

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου