«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Στίς 18 Νοεμβρίου 1750 στήν πόλι Παραμυθιά τῆς Ἠπείρου ἐμαρτύρησε ὁ ἅγιος Νεομάρτυς Ἀναστάσιος.
Κάποια ἡμέρα, μαζί μέ ἄλλους Χριστιανούς ἐπῆγαν στούς ἀγρούς νά θερίσουν. Ἀπό ἐκεῖ ἐπέρασε γιά διοικητικές του ὑπηρεσίας ὁ γυιός τοῦ ἡγεμόνος τῆς περιοχῆς, ὀνόματι Μουσᾶς μαζί μέ τήν συνοδεία του. Τά ἀκόλαστα μάτια μερικῶν Ἀγαρηνῶν ἔπεσαν στό πρόσωπο τῆς ἀδελφῆς τοῦ Ἀναστασίου καί ἔτρεξαν πρός τό μέρους τους γιά νά ἐκτελέσουν τήν κτηνώδη ἐπιθυμία τους. Φιλονείκησε μαζί τους καί τούς ἀπέτρεψε ἀπό τό παράνομο ἔργο τους ὁ ἀδελφός της Ἀναστάσιος. Οἱ Μουσουλμᾶνοι ἀγρίεψαν καί κατήγγειλαν τόν ἀθῶο Ἀναστάσιο στόν ἡγεμόνα ὅτι δῆθεν ὑποσχέθηκε νά ἐξισλαμισθῆ καί τώρα ἀρνεῖται.
Συνελήφθη καί ὡδηγήθηκε ὁ νέος στόν πασᾶ πρός τόν ὁποῖον μέ σθένος καί ἀφοβία εἶπε ὅτι οὐδέποτε ὑποσχέθηκε ν᾿ ἀρνηθῆ τήν πίστι του καί ὅτι εἶναι καί θά πεθάνη Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολή καί τόν ἔδειραν καί κατόπιν τόν ἔρριξαν στήν φυλακή μέχρις ὅτου σκεφθῆ πῶς θά τόν ἀναγκάση ν᾿ ἀρνηθῆ τήν πίστι του. Φίλος τοῦ ἡγεμόνος τοῦ εἶπε ὅτι αὐτοί οἱ Χριστιανοί εἶναι πολύ σκληροί καί ἐπίμονοι καί ὅτι γιά τήν πίστι τους θυσιάζουν καί τήν ζωή τους. Γι᾿ αὐτό νά προτιμήση μέ δῶρα καί ὑποσχέσεις νά κάμψη τό φρόνημά του. Ἐδοκίμασε κι αὐτή τήν μέθοδο ὁ πασᾶς, ἀλλά ὁ νέος τοῦ ἀπήντησε θαρραλέως: «Ἐγώ ἔχω ἀνώτερα ἀγαθά στούς οὐρανούς, τά ὁποῖα εἶναι αἰώνια καί τιμιώτερα ἀπό τά δικά σας. Δέν δέχομαι τά φθαρτά καί μάταια δικά σας δῶρα. Θά ὑπομείνω μέχρι θανάτου γιά νά μή χάσω τά δῶρα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ μου». Κοντά στόν πασᾶ ἦταν καί ὁ γυιός του, ὁ Μουσᾶς, ὁ ὁποῖος ἔχοντας ἀγαθή προαίρεσι σκεπτόταν μέ σύνεσι καί ἐρωτοῦσε τόν ἑαυτό του: «Ποιά ἄρα γε εἶναι αὐτή ἡ πίστις τῶν Χριστιανῶν, ὥστε νά περιφρονοῦν ὅλα τά ἀγαθά τοῦ κόσμου καί ὑπομένουν κάθε κακουχία, ἀκόμη καί τόν θάνατο;»
Ἐπειδή ἤθελε νά λάβη ἀπαντήσεις στίς ἀπορίες του, ἐπῆγε τήν νύκτα κρυφά στήν φυλακή καί συνωμίλησε μέ τόν φυλακισμένο Ἀναστάσιο. Ὁ Θεός βλέποντας τήν προαίρεσί του τοῦ παρουσίασε μπροστά ἄλλο θαῦμα. Ὅταν ἄνοιξε ὁ δεσμοφύλακας τήν πόρτα τῆς φυλακῆς γιά νά μπῆ ὁ Μουσᾶς, εἶδε μπροστά του δύο ἀστραπόμορφους νέους νά στέκωνται δεξιά καί ἀριστερά τοῦ Μάρτυρος. Μή ὑποφέροντας τήν λάμψι τους, ἔπεσε κάτω τρομαγμένος. Ὁ ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ ἔκανε νεῦμα στούς Ἀγγέλους νά ἀναχωρήσουν καί ἔτσι πλησίασε ὁ γυιός τοῦ Τούρκου πασᾶ.
-Τόν ἐρώτησε: «Ποιοί ἦταν αὐτοί οἱ λαμπροί νέοι;»
-Καί ὁ Μάρτυς τοῦ εἶπε: Ἦταν Ἄγγελοι, οἱ φύλακες τῶν Χριστιανῶν.
-Τέτοιους φύλακες ἀγγέλους ἔχουν καί οἱ Μουσουλμᾶνοι;
-Ὅλοι ἐμεῖς, τοῦ εἶπε ὁ Μάρτυς, ἔχουμε ἀπό τήν στιγμή πού θά βαπτισθοῦμε ἀπό ἕνα Ἄγγελο, φύλακα τῆς ζωῆς μας καί, ὅταν θά ἀποθάνουμε παραλαμβάνει ὁ Ἄγγελος τήν ψυχή μας καί τήν ὁδηγεῖ στόν Παράδεισο. Ἐνῶ ἐσεῖς καί τά ὑπόλοιπα ἔθνη πού δέν εἶσθε Χριστιανοί ἔχετε μόνο ἕνα φύλακα ἄγγελο γιά κάθε κράτος.
-Ὁ νεαρός μουσουλμᾶνος τόν ἐρώτησε πάλι: Γιατί ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί καταφρονεῖτε ὅλα τά ἀγαθά τοῦ κόσμου καί δέν δειλιάζετε μπροστά στά βάσανα καί στόν θάνατο;
-Καί ὁ Μάρτυς τοῦ ἀπήντησε: Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί ἔχουμε αἰώνια πλούτη καί ἀνεκλάλητα ἀγαθά στούς οὐρανούς, τά ὁποῖα δέν συγκρίνονται μέ τά πρόσκαιρα καί φθαρτά ἀγαθά αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τά ὁποῖα εἶναι σκιά καί μηδέν.
Στήν ψυχή τοῦ νεαροῦ μουσουλμάνου ἐνήργησε γρήγορα ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γονάτισε ἐνώπιόν του καί τόν παρακαλοῦσε νά τόν κάνη Χριστιανό.
-Ὁ Μάρτυς τοῦ εἶπε: Αὐτό τό χάρισμα δέν μπορεῖς νά τόλάβης τώρα, διότι, ἄν τό μάθη ὁ πατέρας σου, θά ἐξολοθρεύση τό γένος τῶν Χριστιανῶν. Πίστευε κρυφά στόν Δεσπότη Χριστό καί Ἐκεῖνος θά σέ ἀξιώση τοῦ πόθου καί ἡ Θεία Χάρις θά οἰκονομήση τό συμφέρον τῆς ψυχῆς σου.
Βλέποντας ὁ πατέρας τοῦ Μουσᾶ ὅτι ὁ Μάρτυς δέν σαλεύει ἀπό τήν γνώμη του, διέταξε καί τόν ἀπεκεφάλισαν ἔξω ἀπό τήν πόλι. Οἱ Χριστιανοί δέν τολμοῦσαν νά παραλάβουν τό Λείψανο φοβούμενοι τίς ἀπειλές τοῦ τυράννου. Τίς νύκτες ἔβλεπαν νά κατέρχεται φῶς ἐπάνω στό ἱερό Λείψανο καί ἐδόξαζαν τόν Θεό διά τήν θυσία τοῦ καλλινίκου μάρτυορος Ἀναστασίου. Τήν νύκτα ἐκείνη ἦλθε ὁ Μάρτυς στόν ὕπνο τοῦ πασᾶ καί τόν διέταξε μέ ἀπειλές νά δώση τό Λείψανο στούς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι τό παρέλαβαν καί τό ἔθαψαν στό γειτονικό μοναστήριο. Μετά τήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν ὀστῶν του, αὐτά εὐωδίαζαν καί τοποθετήθηκαν σέ είδική θήκη γιά τήν προσκήυνησι τῶν Πιστῶν.
Ὁ γυιός του Μουσᾶς μέ τόν θάνατο τοῦ φίλου του μάρτυρος Ἀναστασίου ἦταν περίλυπος καλί σκυθρωπός. Ἐνθυμόταν τά λόγια του καί παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τόν ἀξιώση τῆς Χάριτός του.
Μία ἡμέρα ἡ ἀδελφή τοῦ ἡγεμόνος τόν ἐκάλεσε νά ἔλθη στό χωριό της, διότι εἶχε γάμο στό σπίτι της. Ἐκεῖνος ἔστειλε τόν γυιό του. Πρίν ξεκινήση γι᾿ αὐτό τό ταξίδι, βρῆκε χρόνο καί προσκύνησε τόν τάφο τοῦ Μάρτυρος, καί τόν παρεκέλεσε μέ δάκρυα νά τόν βοηθήση. Ἐκείνη τήν ὥρα ἐπειδή ἀποκοιμήθηκε λίγο ὁ νεαρός. Ἀμέσως ἦλθε στόν ὕπνο του ὁ Ἅγιος καί τοῦ εἶπε: «Μή λυπῆσαι, Ἀδελφέ, ἀλλά πήγαινε στόν δρόμο σου καί θά λάβης τό ποθούμενο».
Ἔφθασε στό σπίτι τῆς θείας του, ἔγινε ὁ γάμος τῶν παιδιῶν της καί μετά τήν διασκέδασι ἐπῆγαν ὅλοι νά ξεκουρασθοῦν. Τήν ὥρα πού ἐκοιμᾶτο καί ὁ νεαρός κατηχούμενος, τόν ἐξύπνησε ἕνας λαμπρός νεανίας λέγοντάς του: «Σήκω γρήγορα καί ἀκολούθησέ με. Οἱ πόρτες τοῦ σπιτιοῦ ἄνοιξαν αὐτομάτως, ἐπέρασαν ἀνάμεσα ἀπό ὅλους τούς καλεσμένους πού ἐκοιμῶντο βαθειά καί συνέχισαν τήν πορεία τους. Εὑρῆκαν μία βρύση νεροῦ καί δίπλα ἕνα Ἀσκητή. Ὁ Ἄγγελος Κυρίου παρέδωσε τόν νεαρό στόν Ἀσκητή λέγοντάς του: «Ἀκολούθησε αὐτόν τόν μοναχό κι αὐτός θά σέ ὁδηγήση ἐκεῖ πού ἐπιθυμεῖς». Ὁ Ἄγγελος ἐπέστρεψε στούς οὐρανούς, ἐνῶ ὁ Ἀσκητής παρέλαβε τόν νεαρό καί, μετά ἀπό πολλούς κόπους καί στερήσεις, ἔφθασαν στήν Πελοπόννησο, κοντά σ᾿ ἕνα μοναστήρι.
Ὁ ἐχθρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διάβολος ἄρχισε νά σπέρνη λογισμούς ἀπελπισίας στόν νέο καί τοῦ ὑπενθύμιζε τούς γονεῖς του καί τά ἀπολαυστικά ἀγαθά, τά ὁποῖα ἐγκατέλειψε μέ τήν θέλησί του. Ὁ Ἀσκητής τοῦ εἶπε νά μπῆ μέσα στήν ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ καί νά προσευχηθῆ. Τήν ὥρα πού ὁ νέος μπῆκε καί προσκύνησε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἄκουσε τήν φωνή της, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε: «Μή λυπῆσαι, παιδί μου, γιά τά πρόσκαιρα ἀγαθά πού ἐγκατέλειψες, διότι ὁ Υἱός μου καί Θεός ἔπαθε πολλά γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Μᾶλλον νά χαίρης καί νά εὐφραίνεσαι διότι πολλῶν ἀγαθῶν πρόκειται ν᾿ἀπολαύσης στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Τά ἴδια λόγια περίπου ἄκουσε καί ἀπό τήν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Μουσᾶς πληρώθηκε στήν καρδιά του ἀπό μιά θεία χαρά. Ἐλησμόνησε τήν κακοπάθεια, πού τόν εἶχε καταβάλει, ἀπαλλάχθηκε ἀπό τούς σατανικούς λογισμούς καί ἐρώτησε τόν Γέροντα, ἐάν πάντοτε ὁμιλοῦν οἱ ἅγιες Εἰκόνες. Καί ὁ Ἀσκητής τοῦ εἶπε: «Ὄχι πάντοτε, παιδί μου, ἀλλά, ὅταν εἶναι ἀνάγκη».
Κατόπιν μέ πλοῖο ἔφθασαν στήν Πάτρα καί στήν συνέχεια ὁ Ἀσκητής τόν ἐπεβίβασε σέ ἄλλο πλοῖο μέ συστατικά γράμματα μέ προορισμό τήν πόλι Βενετία τῆς Ἰταλίας. Ἐκεῖ τόν ὑποδέχθηκαν οἱ Ἕλληνες μετανάστες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί τόν ἐβάπτισαν δίνοντάς του τό ὄνομα Δημήτριος. Μετά ἀπό λίγο καιρό ἄκουσε ὁ νεοφώτιστος Δημήτριος γιά τό Λείψανο καί τά θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος στήν Κέρκυρα καί μετέβη ἐκεῖ. Μπῆκε στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου καί ἔγινε μοναχός λαμβάνοντας τό ὄνομα Δανιήλ.
Ἐπειδή εἶχε πόθο νά μαρτυρήση γιά τόν Χριστό, μετέβη στήν Κωνσταντινούπολι. Ἐκεῖ οἱ Ἕλληνες Χριστιανοί τόν ἐμπόδισαν, διότι ἐφοβοῦντο ὅτι θά ἐπακολουθήση μεγάλη ἀνωμαλία καί διωγμός ἐναντίον τους. Ἔτσι ὁ μοναχός Δανιήλ ἐπέστρεψε καί πάλι στήν Κέρκυρα. Ἐκεῖ ἔκτισε ναό πρός τιμήν τῆς Κυρίας Θεοτόκου, πού ὀνομάζεταιι Μυρτιά, καί ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.
Ἡ Παπική ἐκκλησία δέν τιμᾶ πλέον τίς ἱερές εἰκόνες τῶν Ἁγίων γι᾿ αὐτό καί θεωρεῖ παραμύθια τά θαύματά τους καί τά διάφορα σημεῖα πού ἐπιτελοῦν. Ὁ παπικός θεολόγος Θωμᾶς Ἀκινᾶτος, ὁ ὁποῖος προσφάτως ἀνακηρύχθηκε ἅγιος ἀπό τήν Παπική ἐκκλησία, ἔκανε ἀπομύθευσι τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅλα τά ὑπερφυσικά γεγονότα καί θαύματα, τά ὁποῖα δέν χωροῦν στήν λογική τοῦ ἀνθρώπου, ἀπορίπτονται ὡς παραμυθένιες ἱστορίες. Ἡ προσκύνησις ἱερῶν εἰκόνων στήν Παπική ἐκκλησία, οὐσιαστικά καταργήθηκε ἀφ᾿ ὅτου ἐπισημοποιήθηκε διά δόγματος τό ἀλάθητο τοῦ πάπα, ἀπό τόν ὁποῖον πλέον ἐξαρτᾶται γιά τούς χριστιανούς τῆς Δύσεως ἡ σωτηρία. Τό ἀνθρωποκεντρικό σύστημα τοῦ Παπισμοῦ ἀρνεῖται κάθε τί τό θεοκεντρικό, τό ὁποῖον ἀνάγεται στήν σφαῖρα τῆς πίστεως μέ κορυφαῖο τό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σάν συνεχιστοῦ τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς.
Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου