Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ (Λουκ. 16, 19-31)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου
«Μνήσθητι, ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι…» (Λουκ. 16,25)
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, εἴτε πλούσιος εἴτε φτωχός, εἶνε ἁμαρτωλός. Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του κολυμπάει στὴν ἁμαρτία· ἁμαρτάνει ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. Ὅποιος πῇ, Ἐγὼ δὲν ἔχω ἁμαρτία, εἶνε ψεύτης· δὲν γνώρισε τὸν ἑαυτό του (βλ. ῾Ρωμ. 3,4=Ψαλμ. 115,2· πρβλ. Α΄ Ἰω. 1,8,10). Ποιός μπορεῖ νὰ μετρήσῃ τὶς ἁμαρτίες του! Τὴ Μεγάλη Τρίτη στὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς ἀκοῦμε· «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;»· ποιός θὰ μπορέσῃ, λέει, νὰ μετρήσῃ τὶς ἁμαρτίες μου; Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴν κηδεία μας θὰ ποῦν ἐκεῖνα τὰ λόγια ποὺ δυστυχῶς δὲν τὰ προσέχουμε, ὅτι «…οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει», δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ θὰ ζήσῃ καὶ δὲν θ᾽ ἁμαρτήσῃ (Εὐχολόγιον, Γ΄ Ἐξοδιαστικόν, ἔκδ. ἱ. μ. Σίμωνος Πέτρας, Ἁγ. Ὄρος 2002, σ. 4).
* * *
Τί λέει; Μᾶς παρουσιάζει δύο
ἀνθρώπους, ἕνα φτωχό, τὸ Λάζαρο, καὶ ἕνα πλούσιο, ποὺ τὸ ὄνομά του δὲν
ἀναφέρεται· μᾶς λέει πῶς ἔζησαν καὶ πῶς τελείωσαν τὴ ζωή τους.
⃝ Ὅταν πέθανε ὁ Λάζαρος, ἦρθαν οἱ ἄγγελοι, τὸν πῆραν στὰ
φτερά τους, τὸν ἀνέβασαν στὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ὡδήγησαν στὸν
παράδεισο. –Μὰ τί ἀξιόλογο ἔκανε αὐτὸς ὁ φτωχός; βγαίνει μήπως
ἀπ᾽ ἐδῶ συμπέρασμα, ὅτι κάθε φτωχὸς πηγαίνει στὸν παράδεισο;… Ὄχι,
λάθος κάνετε· γιατὶ ὑπάρχουν καὶ φτωχοὶ κακεντρεχεῖς, δόλιοι,
ψεῦτες, ἀπατεῶνες, πλαστογράφοι, γογγυσταί, βλάστημοι. Αὐτοὶ δὲν θὰ
πᾶνε στὸν παράδεισο, κι ἂς εἶνε φτωχοί. Ὁ φτωχὸς τῆς σημερινῆς
παραβολῆς ἦταν ἅγιος. Γιατί;
Διότι ἐκτὸς ἀπὸ φτωχὸς ἦταν καὶ ἄρρωστος, ἀνίκανος νὰ
δουλέψῃ. Κ᾽ ἐσὺ εἶσαι φτωχός, ἀλλὰ ἔχεις τὴν ὑγειά σου· κι ὅταν
ἔχῃς ὑγεία, εἶσαι πλούσιος. Ἕνας ἑκατομμυριοῦχος στὸ Σικάγο
ἀρρώστησε (εἶχε καρκίνο στὸ λάρυγγα), καὶ στὸ νοσοκομεῖο ποὺ πῆγε εἶπε·
Γιατρέ, κάνε με καλὰ καὶ σοῦ δίνω ὅλη τὴν περιουσία μου!… Τί νὰ τὰ
κάνῃς τὰ λεφτὰ ὅταν εἶσαι ἄρρωστος μὲ πάθησι ἀνίατη; Ὁ Λάζαρος ὅμως,
ἐκτὸς ἀπὸ φτωχὸς καὶ ἄρρωστος, ἦταν καὶ ὁλομόναχος, ἔρημος κ᾽
ἐγκαταλελειμμένος. Κανείς δὲν τὸν κοίταζε. Μόνο κάτι σκυλιὰ εἶχε
συντροφιά· πήγαιναν κοντά του κ᾽ ἔγλειφαν τὶς πληγές του· αὐτὰ ἦταν
οἱ νοσοκόμοι του. Σὲ ὅλα αὐτὰ προσθέστε καὶ τοῦτο· ζοῦσε ὄχι σὲ ἐρημιά,
μακριὰ ἀπὸ κόσμο, ἀλλὰ μέσα στὴν κοινωνία, σὲ πόλι ποὺ μποροῦσε νὰ
θρέψῃ ὄχι ἕναν ἀλλὰ πολλοὺς φτωχούς· κι αὐτὸ τοῦ κόστιζε. Τὸ νά ᾽σαι
στὴν ἐρημιὰ καὶ νὰ πεθάνῃς ἀπὸ δίψα τὸ καταλαβαίνω, νὰ εἶσαι ὅμως
κοντὰ σὲ μιὰ πηγὴ καὶ νὰ μὴ σ᾽ ἀφήνουν νὰ πιῇς ἕνα ποτήρι νερὸ εἶνε
ἀνυπόφορο.
Φτώχεια, ἀρρώστια, ἐρημιά, στέρησι, ὑπομονή· νά ὁ βαρὺς
σταυρός του. Ἦταν ὁ πιὸ δυστυχισμένος. Καὶ ὅμως, ἐπὶ χρόνια, δὲν
ἄνοιξε τὸ στόμα νὰ πῇ λόγο κακό, νὰ καταραστῇ τὴ μέρα ποὺ ἦρθε στὴ ζωὴ
ἢ τὴ μάνα ποὺ τὸν γέννησε, νὰ γογγύσῃ στὸ Θεὸ ἢ νὰ βλαστημήσῃ. Τίποτα
ἀπ᾽ αὐτά· στὸ στόμα εἶχε πάντα τὸ «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Νά γιατί πῆγε
στὸν παράδεισο.
–Μᾶς λές, λοιπὸν μὲ ἄλλα λόγια, νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς ἔτσι,
βασανισμένοι στὸν κόσμο αὐτόν, ἐνῷ οἱ ἄλλοι θὰ τρῶνε, θὰ πίνουν, θὰ
γλεντᾶνε; δὲν εἶνε αὐτὸ ἄδικο, παράλογο, ἄσκοπο;…
Πῆγε, εἴπαμε, στὸν παράδεισο. Μὰ αὐτὸ δὲν εἶνε ὁ σκοπὸς τῆς
ζωῆς μας; Ὦ κόσμε, ντουνιᾶ ψεύτη! ἀπορεῖς, διότι δὲν πιστεύεις. Πόσο
ἄλλαξαν οἱ ἄνθρωποι! Πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια εὔχονταν ὁ ἕνας στὸν
ἄλλο «Καλὸν παράδεισο!». Τ᾽ ἀκοῦτε αὐτὸ τώρα; Ὄχι. Γι᾽ αὐτὸ ἔρχεται ἡ
καταστροφή. Δὲν πιστεύεις σὲ κόλασι; θὰ γίνῃ λοιπὸν ἐδῶ ἡ ζωή μας
κόλασι, γιὰ νὰ πιστέψῃς ὅτι ὑπάρχει κόλασι καὶ παράδεισος.
–Καὶ ποιός εἶδε τὸν παράδεισο;…
Δὲν ντρέπεσαι νὰ ῥωτᾷς; Τὸν εἶδε ὁ Χριστός, ἡ Παναγία, οἱ
ἄγγελοι· τὸν εἶδε ὁ λῃστὴς στὸ Γολγοθᾶ. –«Μνήσθητί μου, Κύριε», εἶπε,
«ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπήντησε· –«Ἀμὴν
λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ. 23, 42-43). Ὁ
πρῶτος ποὺ πῆγε στὸν παράδεισο εἶνε ὁ λῃστής. Λέγεσαι Χριστιανός,
καὶ ἀμφιβάλλεις; Δὲν πιστεύεις στὸν ἄλλο κόσμο, καὶ γελᾷς· θὰ κλάψῃς
ὅμως, θὰ κλάψῃς πολύ, μὰ θά ᾽νε ἀργά.
⃝ Πῆγε λοιπὸν ὁ Λάζαρος στὸν παράδεισο. Ἀπὸ ᾽κεῖ βλέπει μακριὰ τὸν πλούσιο στὴν κόλασι.
–Τί κακὸ ἔκανε ὁ πλούσιος καὶ πῆγε ἐκεῖ; ἔκλεψε; σκότωσε; μαχαίρωσε; ἐγκλημάτησε;…
Ἔκανε τὴν πιὸ μεγάλη ἁμαρτία· γλεντοῦσε.
–Καὶ εἶνε κακὸ νὰ γλεντάῃ κανείς;…
Ὅταν ἔρχεται ἑορτή, θὰ χαρῇς σεμνά, θὰ πιῇς ἕνα ποτήρι κρασί,
θὰ φᾷς ἕνα καλὸ φαγητὸ μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου, θὰ
τραγουδήσῃς καὶ θὰ χορέψῃς μὲ μέτρο. Μὰ ἐκεῖνος εἶχε κάθε μέρα
γλέντι, μὲ ὄργανα, γυναῖκες, μέθη· ξώδευε γιὰ φαῒ καὶ πιοτό, ντυνόταν
στὸ μετάξι, μὲ κάθε πολυτέλεια. Καὶ κάτω ἀπ᾽ τὸ μέγαρό του καθόταν
πεινασμένο τὸ φτωχαδάκι ὁ Λάζαρος. Ποτέ ὁ ἄσπλαχνος δὲν τοῦ ᾽δωσε ἕνα
πιάτο φαΐ. Μόνο ὅταν οἱ ὑπηρέτες τίναζαν τὰ τραπεζομάντηλα, περίμενε νὰ
πέσουν ψίχουλα καὶ μ᾽ αὐτὰ νὰ χορτάσῃ!
Αὐτὸ ποὺ λέει τὸ εὐαγγέλιο, τὸ εἶδα ἀδέρφια μὲ τὰ μάτια μου τὰ
χρόνια τῆς Κατοχῆς στὴν Κοζάνη. Μικρὰ παιδάκια, πρωὶ – πρωὶ ἔξω ἀπὸ τὴν
ἑστία συσσιτίου, σάλιωναν τὸ δάχτυλο καὶ σκύβοντας μάζευαν ἀπὸ κάτω
ψίχουλα. Τὰ κοίταζα ἐπὶ ὥρα· ποὺ νά ᾽χα μιὰ μηχανὴ νὰ τὰ φωτογραφίσω!
Ἦταν σὰν τὰ σπουργιτάκια ποὺ ἔρχονται ἔξω ἀπ᾽ τὸ τζάμι καὶ τσιμπᾶνε.
Ἀκοῦτε, παιδιά, ποὺ πετᾶτε ψωμιά; Θὰ πεινάσετε, γιατὶ τρῶτε τ᾽ ἀγαθὰ
καὶ σταυρὸ δὲν κάνετε, «Δόξα σοι, ὁ Θεός» δὲν λέτε. Θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ
πῆτε τὸ ψωμὶ – ψωμάκι.
Ὁ πλούσιος ἦταν ἄσπλαχνος· ἀντὶ καρδιὰ εἶχε μέσα του μιὰ πέτρα. Καὶ πῆγε στὴν κόλασι.
–Στὴν κόλασι; Μὰ ὑπάρχει κόλασι; καὶ τί εἶνε ἡ κόλασι; φίδια, φωτιές, τηγάνια;…
Ἀσφαλῶς ὑπάρχει, καὶ μακάρι νὰ ἦταν τέτοια πράγματα· μὰ εἶνε
κάτι χειρότερο. Φωτιὰ εἶνε, μὰ φωτιὰ ποὺ δὲν σβήνει! Δίκαζαν στὴν
Ἀθήνα ἕναν ποὺ σκότωσε τὴ γυναῖκα του, τὴν ἔκανε κιμᾶ. Ἡ συνείδησι
τοῦ φώναζε «Φονιᾶ, κακοῦργε!». Ἀπολογούμενος στὸν εἰσαγγελέα εἶπε·
Τί τιμωρία νὰ μοῦ βάλετε τώρα ἐμένα; ἐγὼ μόνος μου καίγομαι! φωτιὰ ἔχω
μέσα μου…
Αὐτὰ λέει τὸ εὐαγγέλιο· ὁ φτωχὸς πῆγε στὸν παράδεισο κι ὁ πλούσιος στὴν κόλασι.
–Ὅλοι οἱ πλούσιοι πηγαίνουν στὴν κόλασι;…
Ὄχι. Νά κι ὁ Ἀβραάμ· πλούσιος ἦταν, ἀλλὰ πῆγε στὸν παράδεισο.
Γιατί; Διότι εἶχε εὐσπλαχνία. Πλούσιοι, ποὺ τοὺς ἐλέγχω, μοῦ εἶπαν·
–Συνεχῶς τὰ βάζεις μ᾽ ἐμᾶς. Γιατί ὅμως; μήπως δὲν κοπιάσαμε;
δικά μας δὲν εἶν᾽ τὰ πλούτη; δὲν τὰ κάνουμε ἐμεῖς ὅ,τι θέλουμε;…
Ὄχι, δὲν εἶνε δικά σας. Τὰ λεφτὰ ποὺ μαζέψατε τὰ κάνατε
ζώντας μέσα σὲ κοινωνία· κάποιο ὄργανο τάξεως φύλαγε τὰ μαγαζιά σας,
κάποιοι στρατιῶτες φύλαγαν τὰ σύνορα τοῦ κράτους, κάποιοι δάσκαλοι
δίδαξαν τὰ παιδιά σας… Ἂν δὲν ὑπῆρχε κοινωνία, δὲν μποροῦσες νὰ
πλουτήσῃς ἐσύ. Τὰ λεφτὰ λοιπὸν ποὺ ἀπέκτησες δὲν ἀνήκουν μόνο σ᾽
ἐσένα· ὀφείλεις, ἀπ᾽ αὐτὰ νὰ δίνῃς καὶ στὸ φτωχὸ τὸ δυστυχισμένο.
–Δὲν ὑπάρχουν φτωχοὶ σήμερα, θὰ μοῦ πῇς.
Ἄλλο παραμύθι αὐτό. Θέλετε νὰ σᾶς πῶ περιπτώσεις; Σ᾽ ἕνα χωριό,
ποὺ ἔλεγαν πὼς δὲν ὑπάρχουν φτωχοί, βρήκαμε σὲ ἀχυρῶνα ἕνα γέρο
ξεχασμένο, μέσα σὲ βρώμα καὶ δυσωδία, καὶ τὸν πήραμε στὸ γηροκομεῖο.
Ἀλλοῦ ἕναν ἄλλο, ποὺ τὸν ἔδιωξαν οἱ γυιοί του γιατὶ οἱ νυφάδες δὲν τὸν
ἤθελαν, τὸν βρήκαμε ἑτοιμοθάνατο· τὸν πήραμε κι αὐτόν. Ἂν σᾶς πῶ ὅτι
μέσ᾽ στὴν πόλι κάποιος φωτίζεται τὴ νύχτα μὲ δᾳδιά, θὰ τὸ πιστέψετε;
Γλέντα λοιπὸν ἐσὺ ὁ κύριος καὶ λέγε ὡραῖα παραμύθια. Δὲν δυστυχοῦμε
βέβαια ὅπως κάποτε· ὑπάρχει ὅμως φτώχεια καὶ δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε
ἄσπλαχνοι. Ἅμα δὲν δίνῃς, ὁ Χριστὸς θὰ σὲ τιμωρήσῃ.
Παρατηρῆστε στὸν κόσμο τὰ κράτη – δὲν ἀνήκω σὲ κανένα, εἶμαι
Ἕλληνας καὶ πρὸ παντὸς Χριστιανός. Ὅποιο κράτος σκορπάει τ᾽ ἀγαθά του
καὶ ἐλεεῖ, ὁ Θεὸς τὸ εὐλογεῖ· ὅποιο δὲν ἐλεεῖ, δυστυχεῖ καὶ πεινάει
ὅσους κάμπους κι ἂν διαθέτῃ. Χρειαζόμαστε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ὅπου
ὑπάρχει ἡ εὐλογία, ἕνας σβῶλος γῆς φτάνει νὰ θρέψῃ ἕνα χωριό· ἂν δὲν
ὑπάρχῃ ἡ εὐλογία, κάμπος ὁλόκληρος δὲν μπορεῖ νὰ θρέψῃ οὔτε ἕναν
ἄνθρωπο.
* * *
Πιστέψτε, ἀδέρφια μου Ἔχουμε
θρησκεία μεγάλη, ἀληθινή. Κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας στὴν ἀπιστία. Κοντὰ στὸ
Θεό, κοντὰ στὴν Ἐκκλησία, κοντὰ στὴν πατρίδα· μόνο ἔτσι θὰ
προχωρήσουμε.
Ἐσεῖς δὲν εἶστε πλούσιοι καὶ Ὠνάσηδες, εἶστε φτωχαδάκια
εὐλογημένα. Μιμηθῆτε τὸ Λάζαρο. Ξέρετε τί σημαίνει «Λάζαρος»; Εἶνε
ὄνομα ἑβραίϊκο. «Λάζαρος» σημαίνει «ἔχει ὁ Θεός». Καὶ τελειώνω μὲ κάποιο
παράδειγμα.
Γύρω στὸ 1942 περπατοῦσα στὴ Θεσσαλονίκη, σὲ χρόνια
δυστυχισμένα, ποὺ στὰ καλντερίμια ἀκούγονταν οἱ μπότες οἱ γερμανικές.
Καθὼς κατέβαινα ἀπὸ τὸ Ἑπταπύργιο, βλέπω ἕνα μανάβη. Τραβοῦσε ἕνα
καρροτσάκι φορτωμένο καρῶτα, πατάτες, λαχανικά, καὶ πάνω στὸ καρροτσάκι
ἦταν γραμμένο «Ἔχει ὁ Θεός»! Μοῦ ᾽κανε ἐντύπωσι. Τὸν σταμάτησα, κάτι
νὰ πάρω καὶ νὰ πιάσω κουβέντα. –Τί εἶν᾽ αὐτὸ ποὺ ἔχεις γράψει ἐδῶ; –Ἐγὼ
πιστεύω, μοῦ εἶπε· εἶδα τὸ Θεὸ ἐγώ!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Τροπαιούχου – Φλωρίνης τὴν Κυριακὴ 5-11-1972 τὸ πρωί, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 28-8-2022.